Ιωάννη Τάκη
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια λίμνη όχι πολύ μακριά από δω, ζούσε ένας βάτραχος. Δεν ήταν όμως ένας συνηθισμένος βάτραχος. Εξωτερικά μπορεί να έμοιαζε με βάτραχο, ήταν δηλαδή πράσινος με καφέ κηλίδες και μεγάλα γουρλωτά μάτια, ωστόσο στο κεφάλι του φορούσε ένα χρυσό στέμμα, το οποίο είχε βρει παλιά παραπεταμένο ανάμεσα σε κάτι καλαμιές και στα νούφαρα της λίμνης. Μόλις το βρήκε, το δοκίμασε κι αυτό ταίριαξε άψογα στο φαλακρό κεφάλι του. Ο βάτραχος λοιπόν το θεώρησε σημάδι κι από τότε διέδιδε σε όλα τα πλάσματα ότι ήταν πρίγκιπας, που τον καταράστηκε η μάγισσα του βάλτου και τον είχε μεταμορφώσει σε βάτραχο. Δεν έφτανε μόνο αυτό, αλλά είχε υιοθετήσει και αντίστοιχη συμπεριφορά. Κυκλοφορούσε πάντα κορδωμένος, με τη μύτη ψηλά. Ήταν επίσης πολύ επιλεκτικός και δεν μιλούσε στα ζώα που θεωρούσε κατώτερα. Μόνο με τους κύκνους και τους ερωδιούς καταδέχονταν να συναναστραφεί, καθώς είχαν αρχοντική όψη και πάντα τον εντυπωσίαζε η επιβλητική μορφή τους. Δεν προσέφερε ποτέ τη βοήθειά του σε όσα πλάσματα τον είχαν ανάγκη καθώς, όπως έλεγε χαρακτηριστικά «δεν είναι δουλειά ενός γαλαζοαίματου τα προβλήματα των κοινών θνητών». Η αλαζονεία του τον είχε οδηγήσει να διαχωρίσει τη θέση του ακόμη κι από τα αδέρφια του:
«Μα καλά αδερφέ μου, δεν θυμάσαι πως ήμασταν μικροί γυρίνοι στα ρηχά της λίμνης; Πώς γίνεται να απαρνείσαι την καταγωγή σου και την οικογένειά σου;»
«Εγώ δεν γεννήθηκα στη λίμνη, είμαι ο πορφυρογέννητος γιος του βασιλιά, γεννήθηκα από την βασίλισσα στο παλάτι, δεν γνωρίζω τι είναι αυτά που μου τσαμπουνάς βάτραχε. Φύγε τώρα από μπροστά μου κι άλλη φορά να ζητήσεις ακρόαση πριν μου μιλήσεις. Α, και να μην ξεχάσεις να υποκλιθείς φεύγοντας!» του απάντησε με αυστηρό τόνο. Έτσι ο αδερφός του έφυγε απογοητευμένος και στεναχωρημένος με το κεφάλι χαμηλά.
Συχνά βέβαια ο βάτραχος γινόταν κι αντικείμενο χλευασμού, κυρίως από τις πάπιες, οι οποίες βλέποντας τον να χοροπηδά από νούφαρο σε νούφαρο με το λαμπερό του στέμμα κυνηγώντας λιβελούλες, άλλες φορές κρυφογελούσαν σχολιάζοντάς τον μεταξύ τους κι άλλες φορές με σκωπτικό ύφος του έλεγαν:
«Πρίγκιπά μας δεν είναι μέρος αυτό για σένα, εσύ έπρεπε να ζεις στο παλάτι και να απολαμβάνεις τις εκλεκτότερες λιχουδιές ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο με τους υπηρέτες σου επί ποδός να σε εξυπηρετήσουν».
Φυσικά ο βάτραχος δεν αντιλαμβανόταν το περιπαικτικό τους ύφος κι έμπαιναν συνεχώς ιδέες στο μυαλό του για το πώς θα διεκδικήσει τη νόμιμη θέση του στο παλάτι. Η σκέψη αυτή του είχε γίνει εμμονή. Δεν μπορούσε πια να ζει στην υγρή λίμνη, να κινδυνεύει από τα αρπακτικά και να υφίσταται τις κακουχίες, αυτός, ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου! Έτσι λοιπόν έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του:
Το βράδυ με την πιο φωτεινή πανσέληνο έφυγε κρυφά από τη λίμνη, για να επισκεφτεί την μάγισσα του ανταριασμένου βάλτου και να την πείσει να λύσει την κατάρα…
Αθόρυβα μέσα στη νύχτα πήρε το στριφογυριστό μονοπάτι το οποίο αρχικά εκτεινόταν κατά μήκος της λίμνης, ενώ στη συνέχεια διέσχιζε ένα μικρό δάσος πριν καταλήξει στο βάλτο. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε και ο βάτραχος χοροπηδούσε πιο γρήγορα από ποτέ από την έξαψη, είχε κιόλας φτάσει στο δάσος, λίγα μέτρα μακριά από τον προορισμό του! Η πορεία του ωστόσο διακόπηκε απότομα… Ένας ήχος φτερουγίσματος ακούστηκε και μια κουκουβάγια προσγειώθηκε μπροστά του… Ο βάτραχος πάγωσε στη θέση του… Ωστόσο το φως του φεγγαριού που διαπερνούσε τα δέντρα φώτισε το χρυσό στέμμα του.
«Ω, τι έχουμε εδώ, έναν λαχταριστό βάτραχο, πάνω που πεινούσα… Α, και τι είναι αυτό στο κεφάλι σου, βλέπω καλά, φοράς στέμμα, θα είσαι κάποιος σημαντικός μάλλον, ίσως ένας εκλεκτός μεζές για το στομάχι μου!» είπε η κουκουβάγια.
Ο βάτραχος παρά την ταραχή του, δεν έχασε τη λαλιά του, ούτε την έπαρσή του και της απάντησε: «Κουκουβάγια του δάσους, προφανώς τα νέα για την μεγαλειότητα μου δεν έχουν φτάσει μέχρι εδώ για αυτό και δεν με αναγνώρισες. Είμαι ο πρίγκιπας, που με καταράστηκε η μάγισσα του βάλτου και με μεταμόρφωσε σε βάτραχο, μόνο το στέμμα απέμεινε να θυμίζει το περασμένο μεγαλείο μου. Τώρα όμως πάω να τη βρω, προκειμένου να λύσει την κατάρα. Αν μάλιστα με αφήσεις να περάσω, θα σε ανταμείψω πλουσιοπάροχα μόλις επιστρέψω στο παλάτι».
Η κουκουβάγια, που ήταν προικισμένη με σοφία, ξέσπασε σε έντονα γέλια κι άρχισε να κυλιέται στο έδαφος κρατώντας την κοιλιά της με τις φτερούγες της.
Όταν επιτέλους σταμάτησε να γελά, σηκώθηκε και σκέφτηκε μέσα της ότι στον αδαή και αλαζόνα βάτραχο άξιζε ένα μεγαλύτερο μάθημα, από να τον καταβροχθίσει εκείνη τη στιγμή. Εξάλλου της προσέφερε τόση χαρά και γέλιο η εικόνα ενός φαντασμένου βατράχου με στέμμα να χοροπηδά μέσα στη νύχτα στο δάσος με όλα τα αρπακτικά, που αποφάσισε να τον τιμωρήσει για την κομπορρημοσύνη του με άλλο τρόπο:
«Συγχωρέστε με, μεγαλειότατε, για την συμπεριφορά μου, αλλά οφείλω να σας ενημερώσω ότι η μάγισσα λείπει από την καλύβα της, εδώ και καιρό, για να γιορτάσει το θερινό ηλιοστάσιο με τις φίλες της. Όμως εγώ, η σοφή κουκουβάγια του δάσους γνωρίζω τον τρόπο με τον οποίο μπορείτε να γίνετε πρίγκιπας. Πρέπει να σας φιλήσει μια πριγκίπισσα. Έτσι θα γίνετε άνθρωπος ξανά, θα παντρευτείτε την πριγκίπισσα και θα πάρετε πίσω τα πλούτη και τους τίτλους σας! Μάλιστα άκουσα από τα τρυγόνια, ότι αύριο το πρωί θα περάσει πλάι από το μονοπάτι της λίμνης με την άμαξά της η πριγκίπισσα της κοιλάδας για να επισκεφτεί τον βασιλιά. Είναι θαρρώ μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να λύσετε τα μάγια».
Ο βάτραχος μην έχοντας συνειδητοποιήσει πλήρως τι είχε συμβεί και ανακουφισμένος που γλίτωσε από τα γαμψά νύχια της κουκουβάγιας, της απάντησε:
«Σε ευχαριστώ πολύ σοφή κουκουβάγια για τις συμβουλές σου και τις πληροφορίες, αν και όσα μου είπες τα γνώριζα ήδη κι εγώ. Θα σε ανταμείψω αύριο κιόλας που θα επιστρέψω στο παλάτι».
Χοροπηδώντας ακόμη πιο γρήγορα επέστρεψε στη λίμνη και δεν κοιμήθηκε από την προσμονή όλο το υπόλοιπο βράδυ, ενώ από τα χαράματα στήθηκε καμαρωτός στη μέση του μονοπατιού απ’ όπου θα περνούσε η άμαξα.
Μετά από κάμποσες ώρες προσμονής, ποδοβολητό αλόγων ακούστηκε από μακριά και σκόνη σηκώθηκε στον ορίζοντα. Η καρδιά του βατράχου χτυπούσε δυνατά. «Επιτέλους έφτασε ή ώρα μου» σκέφτηκε και έκανε σινιάλο στους ερωδιούς να έρθουν κοντά στο μονοπάτι για να τραβήξουν την προσοχή της πριγκίπισσας. Πράγματι μετά από λίγο η άμαξα της πριγκίπισσας σταμάτησε κι η ίδια ξεπρόβαλε να θαυμάσει τα πανέμορφα πτηνά. Ήταν νέα και εκθαμβωτικά όμορφη. Αμέσως ο βάτραχος έτρεξε στα πόδια της. Η πριγκίπισσα τον είδε και χαμογέλασε όταν παρατήρησε το στέμμα του.
«Πριγκίπισσα της κοιλάδας, ίσως δεν με αναγνωρίσατε, αλλά είμαι ο γιος του βασιλιά και θέλω να με φιλήσετε ώστε να λυθούν τα μάγια, να ξαναγίνω πρίγκιπας, να παντρευτούμε και να ζήσουμε μαζί ευτυχισμένοι στο παλάτι μου!» είπε ο βάτραχος με πρωτοφανή κομπασμό.
Η πριγκίπισσα χαμογέλασε ξανά ευγενικά και του απάντησε:
«Μα ο βασιλιάς απ’ όσο ξέρω δεν έχει γιο, ωστόσο άκουσε τι θα κάνουμε. Δέχομαι να σου δώσω μια ευκαιρία, καθώς όλοι αξίζουν μία σε αυτή τη ζωή.
»Θα σου δώσω λοιπόν ένα φιλί κι αν είσαι όντως πρίγκιπας θα πάμε μαζί στο παλάτι για να ζητήσουμε την ευχή του βασιλιά, αν όμως δεν συμβεί τίποτα, τότε ο μάγειρας μου θα σου κόψει τα πόδια και θα τα μαγειρέψουμε για το μεσημεριανό μας στη βασιλική τραπεζαρία!»
Ο βάτραχος φυσικά και δεν άκουσε τίποτε άλλο πέραν από αυτό που ήθελε να ακούσει. Φούσκωσε από αλαζονεία και υπεροψία, φώναξε σε όλα τα πλάσματα της λίμνης να έρθουν και να γίνουν μάρτυρες του μεγαλείου του. Η πριγκίπισσα τον σήκωσε στα χέρια και του έδωσε ένα φιλί και… Απολύτως τίποτα δεν συνέβη. Πριν προλάβει να καταλάβει τι έγινε, ο μάγειρας άρπαξε τον βάτραχο και του έκοψε τα πόδια, τα οποία αργότερα μαγειρεμένα με δεξιοτεχνία σερβιρίστηκαν στο βασιλικό γεύμα.
Απ’ όλη αυτή την ιστορία ο βάτραχος ένιωσε μεγαλύτερο πόνο για το πλήγμα που υπέστη ο εγωισμός του κι όχι τόσο για τα κομμένα του πόδια.
Γιατί αυτό συμβαίνει όταν κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του σημαντικό, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει προσφέρει τίποτα. Προσγειώνεται απότομα. Ο βάτραχος ζει πλέον με ταπεινότητα, μετριοφροσύνη και ευσέβεια στη λίμνη, με τα αδέρφια του να τον συντηρούν και να τον διατρέφουν και μιλάει με σεβασμό σε όλα τα πλάσματα δίνοντάς τους συμβουλές και βοήθεια όπου μπορεί. Το άψυχο και κρύο στέμμα βρίσκεται στον βυθό της λίμνης.
Ιωάννης Τάκης
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki