Κατερίνας Ανδρικοπούλου
Μια φορά και έναν καιρό, σ’ αυτή τη ζωή και σε μια άλλη και σε μια πιο παλιά και ίσως σε μια ακόμα πιο μπροστά, ζούσε μια πεταλούδα. Μια μικρή, όμορφη, γλυκιά και έξυπνη πεταλούδα. Όλοι την αγαπούσαν και την θαύμαζαν. Η μαμά της και ο μπαμπάς της ήταν πολύ περήφανοι για αυτή και συνεχώς έκαναν μεγάλα σχέδια.
«Εσύ παιδί μου μια μέρα θα γίνεις κάτι σπουδαίο» έλεγε ο μπαμπάς καθισμένος στην πολυθρόνα του.
«Εσύ παιδάκι μου, θα με κάνεις περήφανη μια μέρα», της έλεγε η μαμά της καθώς προσπαθούσε να ταΐσει τον αδερφό της.
Και έτσι η πεταλούδα μεγάλωνε. Και όλο και μεγάλωνε. Μα καθώς μεγάλωνε αυτή, μαζί της μεγάλωνε και το άγχος της.
Αυτό το κάτι που σε τρώει από μέσα σαν σκουλήκι και δεν ξέρεις τι θέλει. Η πεταλούδα, είχε άγχος πολύ, γιατί πραγματικά δεν ήξερε τι έπρεπε να γίνει. Τι σπουδαίο ήταν αυτό που είχαν οι μεγάλοι στο μυαλό τους; σκεφτόταν...
Σ’ αυτήν άρεσαν πράγματα απλά. Της έφτανε να κοιτάει τα σύννεφα και να σκέφτεται παραμύθια. Να κόβει βόλτες ζιγκ-ζαγκ και να πιάνει κουβέντα με τα φύλλα. Δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει. Δεν ήξερε τι ήθελε να γίνει, όταν πια θα μεγάλωνε πολύ και θα έφευγε από το σπίτι.
Μια μέρα δοκίμασε να γίνει γιατρός. Φόρεσε μια άσπρη ρόμπα, κρέμασε τα ακουστικά από το λαιμό της και πήγε στο νοσοκομείο. Στην αρχή της άρεσε που βοηθούσε τους άλλους και ένιωθε ικανοποίηση όταν οι ασθενείς αισθάνονταν καλύτερα. Όμως ήταν πολύς ο κόσμος και οι αρρώστιες των ζώων περίεργες, δεν μπορούσε να τους κάνει όλους καλά. Γρήγορα, άρχισε να στενοχωριέται όταν έβλεπε το θερμόμετρο να ανεβαίνει και τα ζώα να έχουν πυρετό.
Μία άλλη μέρα, δοκίμασε να γίνει δικηγόρος, αλλά σύντομα κατάλαβε ότι μαζί με τους καλούς έπρεπε μερικές φορές να υπερασπίζεται και κάποιους κακούς, για να κερδίσει τις υποθέσεις στο δικαστήριο των ζώων, και αυτό καθόλου δεν της άρεσε. Δεν έκαναν πάντα όλα τα ζώα το σωστό και το δίκαιο και η πεταλούδα αναγκαζόταν να λέει τις αλήθειες αλλιώς, για να πείσει τους δικαστές.
Και ήρθε μια μέρα που δοκίμασε να γίνει αστροναύτης.
Φόρεσε τη στολή, μπήκε στο διαστημόπλοιο και 3,2,1 απογειώθηκε. Όμως, όταν πάτησε το πόδι της στον Άρη, της έφευγαν συνεχώς από τα χέρια τα βαρόμετρα. Γιατί από το διάστημα έτσι πέφτουν τα πράγματα. Και εκτός από αυτό, κουράστηκε να βλέπει τον αδερφό της από την οθόνη, και να 'ναι τόσο μακριά. Της έλειπε πολύ.
Δοκίμασε να γίνει αθλήτρια και να πηδάει άλμα εις ύψος, εις μήκος και επί κοντώ. Δεν τα κατάφερνε και άσχημα αλλά, δεν άντεχε μια ζωή να συναγωνίζεται.
Κάποτε ξημέρωσε μια μέρα που σκέφτηκε να γίνει δήμαρχος. Μα και εκεί μπελάδες. Όλοι μονίμως κάτι
ήθελαν και δεν μπορούσε να τους ευχαριστήσει. Διαρκώς ήταν δυσαρεστημένοι που δεν μπορούσε να τους κάνει τα χατίρια. Ζήταγε το γουρούνι λάσπη για τα λασπόλουτρά του, ζήταγε η καμηλοπάρδαλη ψηλό κουβά για να μη σκύβει, και ο βάτραχος απλά ήθελε μια πισίνα με νούφαρα για να τραγουδάει. Μπούχτισε!
Κάθε βράδυ ρωτούσε τη μαμά της: «Μαμά τι πρέπει να κάνω; Δε ξέρω τι θέλω να γίνω!»
Ρωτούσε τον μπαμπά της, όμως κανείς δεν ήξερε τι να της πει. Οι φίλοι της έλεγαν τα δικά τους όνειρα, τα δικά τους σχέδια, τα δοκίμαζε και αυτά μα γρήγορα απογοητευόταν.
Και κάθε βράδυ έκλαιγε η πεταλούδα και ρωτούσε.
Γιατί δεν ήθελε να απογοητεύσει κανέναν.
Και κάποτε, μια μέρα ηλιόλουστη, καθώς τα φύλλα έπαιζαν με τις ακτίνες, η γιαγιά πεταλούδα της είπε: «Μη φοβάσαι παιδάκι μου. Όταν έρθει η ώρα, θα το καταλάβεις».
Πέρασε ο καιρός. Η πεταλούδα δοκίμασε πολλά επαγγέλματα. Έγινε υδραυλικός σε μεταλλορυχείο. Ξεναγός στην ζούγκλα, ξυλουργός για δεντρόσπιτα, φύλακας σε μουσείο κυκλαδικής τέχνης, ψήστης σε σουβλατζίδικο, καπετάνιος σε υπερωκεάνιο.
Αλλά... δεν ήταν αυτή.
Και έτσι κύλαγε ο καιρός, μα ακόμα δεν είχε βρει τι ακριβώς ήθελε να γίνει όταν θα μεγάλωνε πιο πολύ.
Ώσπου, κάποτε έφτασε η μέρα που κατάλαβε όσα ήθελε.
Είχε ξαπλώσει στο γρασίδι και χάζευε τις μορφές που έπαιρναν τα σύννεφα ενώ ταξίδευαν.
«Το μόνο που θέλω είναι να είμαι ευτυχισμένη», σκέφτηκε.
Αφέθηκε...
Κι άφησε το άγχος της να φύγει. Το φύσηξε όλο μέσα σε ένα μπλε μπαλόνι που πέταξε σαν αερόστατο. Και έτσι απλά, ερωτεύτηκε τη ζωή. Ερωτεύτηκε το φως, το νερό, τα κύματα, την άμμο. Ερωτεύτηκε το ηλιοβασίλεμα, το φεγγάρι, ένα αστέρι, μια βόλτα, ένα παιχνίδι, και μια λέξη.
Και αφού τα ερωτεύτηκε όλα αυτά, πολύ και με δύναμη, ένιωσε πολύ ευτυχισμένη.
«Αυτό θέλω να γίνω», μονολόγησε. «Ευτυχισμένη». Αυτό. Μόνο αυτό. Και αφού χαλάρωσε, το άγχος έφυγε. Και τότε, μπόρεσε να σκεφτεί ήρεμα, σε τι ήταν πραγματικά καλή. Και σαν φλασάκι φωτίστηκε στο μυαλό της η ιδέα. Μα στο να γράφει παραμύθια! Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα!
Και έτσι έγραψε το πρώτο της παραμύθι. Που τώρα το διαβάζεις με τη μαμά σου, το μπαμπά σου, το παππού σου, τη δασκάλα σου και εσύ. Το διαβάζεις με κάποιον που αγαπάς, με κάποιον που σε προσέχει. Το έγραψε για να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις, να αγαπήσεις τα παραμύθια και με τη σειρά σου να ερωτευτείς τη ζωή. Να γίνεις κάτι που θες εσύ, μόνο εσύ, για να μείνεις για πάντα εσύ.
Κατερίνα Ανδρικοπούλου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki