Μαρίας Καβούρη
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα συναίσθημα, που το έλεγαν Έρωτα. Κατοικούσε μέσα στην καρδιά μιας γυναίκας και είχε πολύ όμορφο σπίτι. Όλη η αυλή του ήταν γεμάτη με πολύχρωμα λουλούδια και δέντρα γεμάτα καρπούς. Ο αέρας μοσχομύριζε γιασεμί, γαρδένια, τριαντάφυλλο, βασιλικό, λεμόνι… Μα και τα βράδια, το άρωμα του νυχτολούλουδου, σου γαργαλούσε τα ρουθούνια και σε έκανε να ταξιδεύεις με το μεθυστικό άρωμά του.
Το σπίτι ήταν φτιαγμένο με πέτρες. Αλλά όχι συνηθισμένες πέτρες. Σπάνιες! Που η καθεμιά είχε χαραγμένη πάνω της τη σκηνή μιας στιγμής! Άλλες πέτρες ήταν μικρές και άλλες μεγάλες. Τα σχήματά τους όλα διαφορετικά, έτσι που για να κολλήσουν καλά, ώστε να φτιάξουν ένα γερό σπίτι, χρησιμοποιούσαν τα όνειρα! Στο εσωτερικό του, αντί για ταβάνι, είχε ένα κομμάτι ουρανό, και αντί για πάτωμα, λευκά σύννεφα!
Τα έπιπλά του ήταν λιγοστά, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζονταν περισσότερα. Ο Έρωτας δεν είχε ανάγκη την πολυτέλεια. Ήταν ευτυχισμένος!
Είχε στα μάτια του το χρώμα της θάλασσας και στα χείλη του το χρώμα του ροδιού. Ένα σημαδάκι στο δεξί του φρύδι, κυλούσε σαν μικρό ποταμάκι, και τον έκανε ακόμα πιο γοητευτικό. Τα χέρια του ήταν δουλεμένα από την περιποίηση της αυλής του, και συνάμα πολύ απαλά από τα χάδια που χάριζε καθημερινά στα δέντρα και στα λουλούδια του.
Η φωνή έβγαινε από το στόμα του γεμάτη τρυφερότητα, και διάλεγε πάντα όμορφες λέξεις για να μιλήσει.
Η καρδιά της γυναίκας που κατοικούσε, ήταν για 'κείνον η φωλιά του, γι’ αυτό συχνά της τραγουδούσε και ομόρφαινε ακόμα περισσότερο τον κόσμο της. Για την ακρίβεια τον κόσμο τους, αφού και εκείνος ζούσε εκεί!
Χαμογελούσε συνέχεια! Κι έτσι όπως χαμογελούσε, η μια άκρη των χειλιών του ανασηκωνόταν προς τα πάνω, ενώ η άλλη χαμήλωνε προς τα κάτω ανεπαίσθητα. Κι αυτό τον έκανε τόσο πολύ όμορφο!
Τρεφόταν με στιγμές. Ήταν το αγαπημένο του φαγητό! Όποτε πεινούσε πολύ, έφτιαχνε μεγάλες μερίδες, ενώ όταν δεν είχε και πολλή όρεξη, πιο μικρές. Υπήρχαν όμως και φορές που δεν είχε καθόλου στιγμές για να μαγειρέψει και να χορτάσει κι αναγκαζόταν να φάει άλλα πράγματα, όπως απουσίες, δάκρυα, λύπες, φόβους …ακόμα και μοναξιά! Αλλά ήταν αισιόδοξος, γιατί κάθε φορά πασπάλιζε στο άνοστο φαγητό, τα μυστικά μπαχαρικά του: τις επιθυμίες και την ελπίδα! Κι έτσι όλα γίνονταν πιο νόστιμα.
Στο σπίτι του δεν υπήρχαν ρολόγια, γιατί δεν υπήρχε χρόνος. Ο μόνος χρόνος ήταν το «τώρα»! και το «τώρα» δεν χρειάζεται να το χρονομετρήσεις. Χρειάζεται μόνο να το ζήσεις! Ούτε αποσμητικά χώρου είχε ποτέ, γιατί οι μεθυστικές μυρωδιές των φρεσκοκομμένων λουλουδιών, έκαναν τα σπίτι του να μυρίζει υπέροχα! Και μάλιστα, ήταν τόσο έντονες, που εισχωρούσαν στο σώμα του, και τον έκαναν να μοσχοβολάει κι ο ίδιος! Δεν υπήρχε ούτε καν ραδιόφωνο. Τι να το κάνει αφού τραγουδούσε εκείνος;
Ακόμα και η γυναίκα, που έμενε στην καρδιά της, άρχισε κάποια στιγμή, κι εκείνη να του τραγουδά! Ήτανε βέβαια λίγο φάλτσα, αλλά μέχρι κι αυτό, τον έκανε να χαίρεται και να χαμογελά. Εντάξει, για να είμαστε ειλικρινείς, πολλές φορές τραγουδούσε απίστευτα φάλτσα, κι εκείνος από τη μια έκλεινε τα αυτιά του, κι από την άλλη ξεκαρδιζόταν!
Όλο αυτό είχε γίνει φύση του. Σαν ένα παιχνίδι που δε σταμάτησε να θέλει να παίζει!
Η καρδιά της γυναίκας είχε πάντα καλοκαίρι. Ακόμα και τις φορές που προσπαθούσε να ξεμυτίσει το φθινόπωρο, ο ήλιος έβαζε τα δυνατά του, για να λάμψει πιο πολύ, και να το κάνει να φύγει. Κι ο Έρωτας το ήθελε το καλοκαίρι του… Και η καρδιά ήταν ευτυχισμένη με τον Έρωτα… Και η γυναίκα υπάκουε πάντα στην καρδιά της…
Ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη, που μέσα της κατοικούσε εκείνος, γιατί της έδινε δύναμη. Θες με τα λουλούδια του; Θες με τα τραγούδια του; Θες με την παρουσία του, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δεν ένιωθε ποτέ μόνη της; Ό,τι και να ήταν, εκείνη προσπαθούσε και ήθελε διαρκώς να τον ευχαριστεί. Και για να τον ευχαριστήσει, του χάραζε κι εκείνη σπάνιες πέτρες, για να συνεχίσει να φτιάχνει το σπίτι του, έκανε περισσότερα όνειρα για να του χαρίσει, του έστελνε στιγμές, που ήταν το αγαπημένο του φαγητό, ακόμα περισσότερα λουλούδια, να φυτέψει στην αυλή του, κι ακόμα περισσότερες φορές του τραγουδούσε.
Μα δεν ήξερε ότι είναι τόσο πολύ φάλτσα! Ούτε της είχε περάσει από το μυαλό, ότι εκείνος πια βούλωνε τα αυτιά του για να μην την ακούει! Κι ακόμη περισσότερο, ότι είχε φτάσει στο σημείο να ξεκαρδίζεται με τη φωνή της! Πού να πάει το μυαλό της, όταν ο Έρωτας την προέτρεπε να του τραγουδήσει κι άλλο; Νόμιζε ότι τον βοηθούσε να νιώθει μεγαλύτερη αγαλλίαση και ευτυχία, κι όχι ότι άκουγε τα τραγούδια της για να γελάσει. Έτσι, έφτασαν στο σημείο, να είναι και οι δυο χαρούμενοι, αλλά για διαφορετικό πια λόγο ο καθένας.
Ένα βράδυ η γυναίκα δεν είχε ύπνο. Στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μην ξέροντας λοιπόν τι να κάνει, για να περάσει η ώρα της, άρχισε και πάλι να τραγουδά. Για να κάνει συντροφιά στην καρδιά της και να δώσει ακόμα ένα μήνυμα στο Έρωτα, ότι τον σκέφτεται και ότι ζει, επειδή μέσα της ζει και εκείνος! Για να δώσει ακόμα λίγη μαγεία στην αμοιβαιότητα..
Όμως το φάλτσο της τραγούδι, τον ξύπνησε από τον βαθύ του ύπνο και τον ενόχλησε. Αναγκάστηκε να σηκωθεί και να κάνει βόλτες, μέχρι επιτέλους να σταματήσει. Αλλά η γυναίκα δε σταματούσε κι αυτός νύσταζε τόσο πολύ…! Ίσως αν χτυπούσε τις πέτρες του σπιτιού του δυνατά, μπορούσε με το θόρυβο, να φτάσει στ’ αυτιά της η διαμαρτυρία του. Και χτύπησε τόσο δυνατά, που κάποια όνειρα ξεκόλλησαν και χάθηκαν στα λευκά σύννεφα του πατώματος, ενώ οι πέτρες άρχισαν να τρέμουν από την αποκόλληση.
Η γυναίκα ένιωσε μια παράξενη δόνηση στο σώμα της. Μια δόνηση που φορούσε ρουχαλάκια, που έγραφαν πάνω: «Φτάνει! Τα τραγούδια σου δεν αρέσουν στον Έρωτα! Κάθε φορά που τραγουδάς, αυτός κλείνει τ’ αυτιά του ή ξεκαρδίζεται!» Σάστισε. Η μαγεία της αμοιβαιότητας έγινε εφιάλτης. Κι αυτό την τρόμαξε πάρα πολύ. Ώστε λοιπόν ο Έρωτας ξεκαρδίζεται! Βουλώνει τ’ αυτιά του! Άρα οι προτροπές του δεν έχουν αλήθεια! Κι οι όμορφες λέξεις του; Ψέματα;
Μα γιατί; Άρα λοιπόν και η δύναμη που αισθάνεται; Μια ουτοπία;
Ψευδαίσθηση;
Όμως, μα την αλήθεια, αγαπούσε πολύ το συναίσθημα, που κατοικούσε στην καρδιά της, γι’ αυτό αποφάσισε να το αφήσει στην ησυχία του… Σταμάτησε το τραγούδι της και δεν μιλούσε. Ο Έρωτας χαμογέλασε και συνέχισε τον ύπνο του. Όμως η γυναίκα άρχισε να αρρωσταίνει. Το σώμα της πονούσε σε κάθε σημείο. Έπεσε στο κρεβάτι με πυρετό και άρχισε να βήχει. Και ο πολλής ο βήχας, προκαλούσε σεισμούς στην καρδιά της. Και στην καρδιά της …κατοικούσε ο Έρωτας… Το καλοκαίρι μέσα της άρχισε να φθινοπωριάζει. Αυτό μαρτυρούσε και η βροχή, που έτρεχε από τα μάτια της. Μα ήταν αδύναμη πια, και τίποτα δεν μπορούσε να κάνει.
Ο έρωτας πανικοβλήθηκε που έβλεπε τόση βροχή να στάζει στα λουλούδια του, στα δέντρα του, στο σπιτικό του… Το κομμάτι με τον ουρανό, που είχε αντί για στέγη, είχε αλλάξει χρώμα και είχε γίνει γκρίζο. Η υγρασία ξεκολλούσε όνειρα και πέτρες, ενώ οι στάλες της βροχής έσβηναν τις σκηνές, που ήταν χαραγμένες επάνω τους. Τα λευκά σύννεφα του πατώματος, είχαν γίνει τόσο νωπά, που τα πόδια του Έρωτα, βούλιαζαν μέσα τους όταν περπατούσε.
Μην ξέροντας τι να κάνει κι αυτός, άρχισε να της τραγουδά πάλι. Μα ήταν τόσο δυνατός ο αέρας, που καμία νότα δεν έφτασε ως εκείνη. Δεν μπορούσε να βρει λύση κι έτσι έκατσε στο μισογκρεμισμένο πια σπίτι, μαγείρευε τις στιγμές του, όσες δηλαδή του είχαν απομείνει, και μόλις τέλειωσαν κι αυτές, ξανάρχισε να τρέφεται με απουσίες, δάκρυα, λύπες, φόβους, μοναξιά… Και τα μυστικά μπαχαρικά του, οι επιθυμίες και η ελπίδα, ολοένα και λιγόστευαν. Τα λουλούδια και τα δέντρα στην αυλή του, με τη βροχή θέριεψαν περισσότερο. Όμως, έχασαν το άρωμά τους.
Και ο κήπος του, όσο όμορφος κι αν φαινόταν, δε μοσχοβολούσε πια…
Φίλοι επισκέπτες πήγαιναν στο σπίτι της γυναίκας για να τη δουν, να της συμπαρασταθούν, να της πουν έναν καλό λόγο… Τι κρίμα που δε χαμογελούσε πια! Κι αυτός ο πυρετός να μην πέφτει! Και όλο το σώμα να πονάει! Και γκουχ, γκουχ συνέχεια… Έπρεπε κάτι να κάνει και η ίδια! Αν μη τι άλλο, να φωνάξει ένα γιατρό να τη συμβουλέψει…
Πραγματικά έτσι και έγινε. Πήγε ο γιατρός στο σπίτι της, την εξέτασε, άκουσε προσεχτικά πώς και γιατί αρρώστησε ξαφνικά, και της έγραψε μια συνταγή: Έπρεπε πάση θυσία, να βγάλει τον Έρωτα εντελώς από μέσα της!
«Μα πώς να τον βγάλω; Αφού είναι μέσα στην καρδιά μου! Πώς είναι δυνατόν να βγάλω την καρδιά από μέσα μου;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. Είχε δίκιο. Ο γιατρός έπρεπε να σκεφτεί μια εναλλακτική αγωγή.
Έσκισε λοιπόν τη συνταγή και της έγραψε μια άλλη: Έπρεπε πάση θυσία ο Έρωτας να φύγει εντελώς από μέσα της!
«Πώς μπορεί να γίνει αυτό;» ρώτησε η γυναίκα. Τη συμβούλεψε να σπρώξει μέσα της άλλους έρωτες. Όχι έναν μόνο αλλά πολλούς! Έτσι ώστε εκείνος ο Έρωτας, να στριμωχτεί τόσο πολύ, που να μη χωράει πια εκεί, και να αναγκαστεί να φύγει από μόνος του. Η γυναίκα κούνησε διστακτικά το κεφάλι. Ίσως αυτό έπρεπε να κάνει.
…Και γνώρισε κι άλλους έρωτες. Και τους έσπρωχνε μέσα της.
Αλλά εκείνοι έφευγαν! Έβλεπαν τα ερείπια του σπιτιού, τον ολάνθιστο κήπο που δε σκόρπιζε κανένα άρωμα, και τον μοναδικό του κάτοικο, που χουχούλιαζε τα χέρια του να μην κρυώνει, κουλουριασμένο σε ένα ξέστρωτο κρεβάτι, να προσπαθεί όπως-όπως να κρατηθεί εκεί μέσα.
Μα ήταν τόσο εύκολο να τον διώξουν! Ούτε στον εαυτό του δεν μπορούσε πια τίποτα να προσφέρει! Ενώ εκείνοι…!
Κι όμως… Κανείς του δεν κατάφερε να τον κάνει να φύγει.
Αναρωτιόνταν πόση δύναμη κρύβει μέσα στο αδύναμό του σώμα. Πώς γίνεται να έχει ακόμα τόσο ζωντανή τη θάλασσα στα μάτια του και στα χείλη του το χρώμα του ροδιού… Πώς είναι δυνατόν να κυλά τόσο ήρεμα εκείνο το μικρό ποταμάκι στο φρύδι του; Και τότε μόνο πρόσεξαν πως τα χέρια που χουχούλιαζε, δεν ήταν άδεια. Κρατούσαν τρυφερά μια ψυχή. Κι εκείνος έβαζε όση δύναμη του απέμενε, φυσώντας τη για να μην κρυώσει. Αυτή ήταν η δύναμή του. Και κανείς από τους άλλους έρωτες δεν είχε ένα τόσο ιερό όπλο. Γι’ αυτό και έφευγαν όλοι…
Η γυναίκα εξακολουθούσε να είναι άρρωστη. Ξαναφώναξε το γιατρό. Κι εκείνος θέλοντας να τη σώσει, της πρότεινε μια Τρίτη θεραπεία: Έπρεπε πάση θυσία να γεμίσει την καρδιά της με πάγο! Ούτε ο Έρωτας θα έφευγε, ούτε εκείνη θα αναγκαζόταν να ξεριζώσει την καρδιά της. Απλά, θα πάγωναν όλα. Τι θα γινόταν πίσω από τον πάγο, κανείς δε γνώριζε. Όμως εκείνη θα γινόταν καλά.
«Δεν υπάρχει άλλη λύση.» της είπε ο γιατρός σκεφτικός. Η γυναίκα ακολούθησε τη συμβουλή του. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, κατάπινε ένα παγάκι, το οποίο περνούσε στην καρδιά της και έχριζε σιγά-σιγά τοίχο.
Τα παγάκια πλήθαιναν και το τείχος υψωνόταν, μέχρι που τελικά σκέπασε ολόκληρη την καρδιά της, κλείνοντας μέσα το Έρωτα, το σπίτι του, τον κήπο του, τη ζωή του… Για πόσο ακόμα θα μπορεί να φυσά τρυφερά την ανάσα του, στην ψυχή που κρατάει, κανείς δεν ξέρει…
Η γυναίκα συνήλθε. Ο πυρετός έπεσε. Το σώμα της δεν πονούσε πια και ο βήχας σταμάτησε. Ο γιατρός έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Οι φίλοι της την έβλεπαν πάλι να χαμογελά. Όλα ήταν εντάξει.
Μόνο τις νύχτες… που ενώ έπεφτε να κοιμηθεί, ξαγρυπνούσε για ώρες… Ένιωθε τόσο κρύο στην καρδιά της, που όσες κουβέρτες κι αν χρησιμοποιούσε, δεν μπορούσε να ζεσταθεί με τίποτα.
«Θα μου περάσει. Θα το συνηθίσω» ψιθύριζε κάθε βράδυ στον εαυτό της.
Ακόμα κρυώνει.
Έρωτας καινούργιος δεν μπορεί να ξαναμπεί στην καρδιά της. Δε θα βρει χώρο να χτίσει. Μα, έτσι κι αλλιώς, ο έρωτας θέλει καλοκαίρι.
Και η καρδιά της δεν θα έχει πια καλοκαίρι, με τόσο πάγο ολόγυρα. Δεν ξέρω αν ποτέ λιώσουν οι πάγοι. Κι αν δε λιώσουν, δεν ξέρω αν θα μπορέσει να τους συνηθίσει. Όμως… όλα είναι εντάξει. Αυτό είπε ο γιατρός. Και οι φίλοι της. Και ούτε βήχα, ούτε πυρετό έχει. Και το σώμα της δεν πονάει πια.
Μόνο τις νύχτες παραμονεύει η παγωνιά και τίποτα δεν μπορεί να τη ζεστάνει. Και βλέπει την παγωνιά να μεταμορφώνεται σε έρημο, που προσπαθεί να την καταπιεί. Και φοβάται. Είναι σαν ένα πελώριο τέρας φτιαγμένο από άμμο, με δυο θαλασσιά μάτια, χείλη στο χρώμα του ροδιού, κι ένα μικρό σημαδάκι στο δεξί φρύδι… Μα δεν μπορεί να το πει πουθενά…. Ποιος πιστεύει πια στις μεταμορφώσεις;
Μαρία Καβούρη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki