Ένας (όχι και τόσο) γενναίος Ιππότης

Φλώρας Σαρρή


Κάποτε σε μια όμορφη μικρή πόλη ζούσε ο αυτοαποκαλούμενος Ιππότης Φιλίπ.
Ο Φιλίπ κυκλοφορούσε πάντοτε ντυμένος στην τρίχα με τη στρατιωτική στολή του, τις υπερμεγέθεις μπότες του και ζωσμένος με ένα γυαλιστερό σπαθί. Κατά διαστήματα χανόταν από την πόλη για κάμποσο καιρό, κι όταν επέστρεφε, όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν, κόμπαζε για τα κατορθώματα του και τη γενναιότητα που επέδειξε στις μάχες που συμμετείχε όσο έλειπε. Μάχες που έγιναν, ωστόσο, σε μακρινές πόλεις που κανείς ποτέ δεν είχε ακούσει ότι υπήρχαν και στις οποίες βρέθηκε τυχαία και πολέμησε επιδεικνύοντας τεράστια γενναιότητα με συντρόφους τους οποίους κανείς δε γνώριζε ούτε και είδε ποτέ.
Απολάμβανε τόσο πολύ να μιλάει για τον εαυτό του και τα κατορθώματα του που μπορούσε να το κάνει ασταμάτητα για ώρες και κάθε φορά όλο και κάτι καινούριο έβρισκε να προσθέσει στη διήγηση του. Έπαιρνε ύφος νοσταλγικό, ύψωνε την αφύσικα μεγάλη του μύτη, έστριβε κωμικά το παχύ, επιτηδευμένο μουστάκι του και ξεκινούσε να εξιστορεί πώς εξολόθρευσε μυθικά τέρατα και υπέταξε αγέλες λύκων, πώς πάλεψε σα λιοντάρι με ολόκληρο στρατό και πώς στο τέλος, ακόμα και με τη φύση εναντίον του, κόντρα σε χιονοθύελλες, τσουνάμια και ανεμοστρόβιλους κατάφερε να επιστρέψει στην αγαπημένη του πόλη και να στέκεται τώρα εμπρός τους αλώβητος.
Οι συμπολίτες του τον άκουγαν ευχάριστα χωρίς να διαμαρτύρονται γιατί τους άρεσε ο τρόπος που αφηγούνταν τις ιστορίες του και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον καλούσαν στις γιορτές των παιδιών τους για να τα ψυχαγωγήσει με τις διηγήσεις του. Τα παιδιά τον άκουγαν εκστασιασμένα και του εξέφραζαν ένα σωρό απορίες τις όποιες ο Φιλίπ έλυνε με τόσο μεγάλη ευχαρίστηση που γελούσαν και τα μουστάκια του. Δεν είχε περάσει ούτε μια φορά από το μυαλό του πως ίσως υπερέβαλλε λιγάκι στα όσα έλεγε και πως, ακόμα κι αν όλοι τον άκουγαν χωρίς να του φέρνουν αντιρρήσεις αυτό δε σήμαινε απαραίτητα πως τον πίστευαν. Κι όσο δε βρισκόταν κανείς να του το πει στα ίσια τόσο εκείνος ζούσε με την ψευδαίσθηση πως γίνεται πιστευτός και σκαρφιζόταν ολοένα και περισσότερες ιστορίες για να εγκωμιάσει τον εαυτό του.
Ώσπου κάποια μέρα οι σύμβουλοι του Βασιλιά του χτύπησαν την πόρτα. Ο Φιλίπ τους άνοιξε ξαφνιασμένος.
«Ήρθε η ώρα να μας αποδείξεις τη γενναιότητα σου με πράξεις πλέον και όχι μόνο με λόγια» τον αποπήραν μόλις τους άνοιξε και μια και δυο χωρίς περιστροφές του ζήτησαν να ηγηθεί του στρατού που θα φύλαγε τα σύνορα της πόλης από τους κατακτητές του αντίπαλου βασιλείου οι οποίοι, σύμφωνα με πληροφορίες, σκόπευαν να εισβάλουν σε λίγες ώρες.
Ο Φιλίπ γούρλωσε τα μάτια του τρομοκρατημένος και έπειτα κοκκίνισε από το άγχος και την ντροπή του. Τι τεράστιο φιάσκο! Εμπρός σε ολόκληρη την άρχουσα τάξη της πόλης θα έπρεπε εκείνη την κρίσιμη, για το μέλλον του τόπου, ώρα να τους αποκαλύψει πως όλα όσα τους αφηγούνταν τόσα χρόνια δεν ήταν παρά δημιουργήματα της φαντασίας του και ουδεμία σχέση είχαν με την πραγματικότητα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ξεροκατάπιε, έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και με το βλέμμα χαμηλωμένο άρχισε να μιλάει σιγανά.
«Ξέρετε αξιότιμοι κύριοι, είναι βέβαια μεγάλη μου τιμή αυτό που μου ζητάτε όμως εγώ… δεν… εγώ δε… νομίζω πως είμαι ο κατάλληλος. Βλέπετε παρά τις ιστορίες που έχετε ακούσει για εμένα, και παρ’ ότι, είναι αστείο που τις διαψεύδω διότι εγώ είμαι που τις λέω… Οφείλω να ομολογήσω πως δε…» κόμπιαζε, μα ο επικεφαλής των συμβούλων του Βασιλιά τον διέκοψε.
«Για το Θεό Φιλίπ όλοι μας ξέρουμε πως οι ιστορίες σου είναι βγαλμένες από τη φαντασία σου. Κανείς ποτέ δε πίστεψε πως έκανες πράγματι όλα αυτά για τα οποία κομπάζεις».
«Μα τότε δε καταλαβαίνω… Αφού γνωρίζετε την ασχετοσύνη μου τι ζητάτε από εμένα;» αναρωτήθηκε.
«Φιλίπ πέσαμε στην ανάγκη σου. Γνωρίζεις πως η πόλη μας είναι εξαιρετικά φιλήσυχη. Η πιο σημαντική μάχη που έχει δώσει ο στρατός του βασιλιά μας τα τελευταία εκατό χρόνια ήταν αυτή με τις κότες που μπούκαραν στην κουζίνα του παλατιού. Οι στρατιώτες έχουν ξεχάσει να πολεμάνε. Εσύ, έστω και μέσω των παραμυθιών σου, έχεις περισσότερη γνώση από αυτούς. Σε θερμοπαρακαλώ λοιπόν βοήθησε τους! Αν έστω φανταστείς πως είσαι, έστω και λίγο αυτός που ήθελες τόσο καιρό να μας κάνεις να πιστέψουμε πως είσαι… θα τα καταφέρεις! Σε χρειαζόμαστε. Αυτή είναι ευκαιρία σου να γίνεις πραγματικός ήρωας» τον δελέασε με τα τελευταία του λόγια ο επικεφαλής κι ύστερα σωριάστηκε εξουθενωμένος σε μια καρέκλα περιμένοντας την απάντηση του.
Ο Φιλίπ, με τα πολλά, πείστηκε και έτσι βρέθηκε από το πουθενά να ηγείται του στρατού του Βασιλιά. Έβρεχε καταρρακτωδώς όταν λίγα λεπτά μετά στάθηκε απέναντι από τους, μόλις είκοσι, στρατιώτες του.
«Οι πανοπλίες μας από την υγρασία και την αχρησία σκούριασαν και δε μεριμνήσαμε να τις αντικαταστήσουμε. Πάνε πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκε ο στρατός μας σε μάχη. Πού να φανταστούμε ποτέ πως θα τις χρειαζόμασταν;
Όσο για όπλα ούτε λόγος. Μόνο κάτι σπαθιά και κάποια τόξα και βέλη καταφέραμε να ξεθάψουμε από τις αποθήκες του μεγαλειότατου» απολογήθηκε ο παλαιότερος στρατιώτης. Ο Φιλίπ τον άκουγε στρίβοντας το μουστάκι του συλλογισμένος. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Έριξε μια ματιά στα βέλη και τα τόξα που στοιβάζονταν στη γωνία της αίθουσας. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Η τεράστια φαντασία του, που ποτέ δεν τον εγκατέλειπε, δεν άργησε να του δώσει και πάλι τη λύση. Τα βέλη και κάμποσο σκοινί ήταν αρκετά για αυτό που είχε σκεφτεί, ενώ η καταρρακτώδης βροχή που συνεχιζόταν θα βοηθούσε στο σχέδιο του.
«Λοιπόν, ακούστε τι θα κάνουμε» τους μάζεψε γύρω του και άρχισε να τους εξηγεί το σχέδιο του με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό. Οι στρατιώτες τον άκουγαν με προσοχή και λίγη ώρα μετά σκορπίστηκαν στο δάσος που θα αναγκαζόταν να διασχίσει ο εχθρικός στρατός για να φτάσει στο κάστρο τους και ακολούθησαν κατά γράμμα τις οδηγίες του Φιλίπ.
Οι εχθροί δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Ο Φιλίπ, σκαρφαλωμένος σε ένα δέντρο τους είδε να πλησιάζουν και με περίσσια χαρά διαπίστωσε πως το αντίπαλο βασίλειο είχε στείλει λιγότερο από το μισό στρατό του. Όπως πρόδιδαν τα γέλια και η χαλαρή στάση τους, δεν είχαν πάρει και τόσο σοβαρά τούτη τη μάχη, προφανώς τους θεωρούσαν εύκολη υπόθεση. Ήξεραν πως ο στρατός που θα αντιμετώπιζαν ήταν άπειρος και στο μυαλό τους ήταν ήδη νικητές. Το γεγονός πως οι αντίπαλοι τους τούς υποτίμησαν τόσο ήταν κάτι που βόλεψε τον Φιλίπ και τους στρατιώτες του μιας και έτσι τους έπιασαν κυριολεκτικά στον ύπνο.
Με το ζόρι κρατήθηκε να μη γελάσει και προδώσει τη θέση του, όταν ένας από τους εχθρούς έπεσε στην πρώτη παγίδα που είχαν στήσει και βρέθηκε να κρέμεται ανάποδα από ένα δέντρο ενώ βέλη εκτοξεύονταν από κάθε κατεύθυνση. Ήταν προφανές πως η επίθεση αυτή τους βρήκε εντελώς ανέτοιμους. Πανικός τους κατέβαλε και άρχισαν να τρέχουν δεξιά και αριστερά. Οι βαριές πανοπλίες και η λάσπη δυσχέραιναν τις κινήσεις τους, με αποτέλεσμα να πέσουν κι άλλοι σε παγίδες. Τα τόξα έπεφταν βροχή.
«Μας έχουν περικυκλώσει! Επιτίθενται από παντού! Πρέπει να είναι χιλιάδες! Προφανώς οι πληροφορίες μας ήταν λάθος. Οπισθοχώρηση!» φώναξε ο επικεφαλής τους και το έβαλαν στα πόδια. Όπως ήταν λογικό, ο Φιλίπ και οι στρατιώτες του μαζεύτηκαν και άρχισαν να πανηγυρίζουν ξέφρενα μη μπορώντας να πιστέψουν αυτό που είχαν μόλις καταφέρει παρά τα τόσο πενιχρά τους μέσα.
Όλοι στην πόλη είχαν να το λένε για καιρό πως ο Φιλίπ αποδείχτηκε ο πιο ικανός ηγέτης που είχε περάσει ποτέ από το στρατό του Βασιλιά και πως με την πονηριά, την εφευρετικότητα και τη φαντασία του κατάφεραν να ξεγελάσουν και να ξεφορτωθούν τους εχθρούς πολύ γρήγορα αποφεύγοντας τη μάχη σώμα με σώμα, η οποία θα ήταν καταστροφική, μιας και οι αντίπαλοι ήταν περισσότεροι και πιο ικανοί.
Στην τελετή που διοργανώθηκε στο παλάτι για να γιορτάσουν τη μεγάλη αυτή νίκη, ο Βασιλιάς παρασημοφόρησε τον Φιλίπ και του πρότεινε να γίνει και επίσημα αρχηγός του στρατού δελεάζοντας τον ταυτόχρονα με έναν πλουσιοπάροχο μισθό. Ο Φιλίπ, αφού τον ευχαρίστησε για τη μεγάλη αυτή τιμή που του έκανε, αρνήθηκε.
«Βασιλιά μου πλέον είμαι πιο σίγουρος από ποτέ για το τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Δεν είμαι άνθρωπος της δράσης. Απολαμβάνω περισσότερο να αφηγούμαι ιστορίες για επικές μάχες και σπουδαία κατορθώματα παρά να τις ζω, κι αυτό σκοπεύω να συνεχίσω να κάνω».
Και έτσι κι έγινε. Λίγο μόλις καιρό μετά, ο Φιλίπ εξέδωσε μια συλλογή βιβλίων με τις αφηγήσεις ενός γενναίου Ιππότη η οποία έγινε ανάρπαστη, ενώ παράλληλα διέπρεψε σαν περιοδεύων παραμυθάς. Η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και δεν προλάβαινε να κλείνει παραστάσεις. Ο Φιλίπ όμως, παρά τη φήμη που απέκτησε, ζούσε πάντοτε ταπεινά και ποτέ του δε μετάνιωσε που αρνήθηκε τη θέση που του είχε προσφέρει ο βασιλιάς, κι ας έχασε, μαζί με αυτή, τη δόξα και τα χρήματα που αυτή θα του παρείχε. Έκανε αυτό που αγαπούσε και ήταν ευτυχισμένος.


Φλώρα Σαρρή
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki