Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Ο συναχωμένος ελέφαντας

Γιάννη Παναγιώτου


Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε μια μακρινή, παγωμένη χώρα, που την έλεγαν Τουρτουρία. Έκανε τόσο κρύο σ’ αυτή τη χώρα, που ακόμα και το δάχτυλό σου ν’ ακουμπούσες πάνω στο χάρτη, αμέσως αυτό γινόταν ένα όμορφο, γλιστερό, μακρόστενο παγάκι. Αν ξεγελιόσουν μάλιστα και ακουμπούσες πάνω της ολόκληρη την παλάμη σου, τότε σηκώνονταν οι τρίχες της κεφαλής σου από το κρύο, σαν πρόκες από σκληρό ζελέ!
Κανονικός σκαντζόχοιρος δηλαδή!
Στην Τουρτουρία λοιπόν, στη χώρα που όταν μιλούσες αντί για λέξεις από τα στόμα πετούσες μικρά στρογγυλά παγάκια, ζούσε μια πολύ ζεστή οικογένεια! Ναι-ναι, μια ζεστή σχεδόν… καυτή από την αγάπη οικογένεια. Η οικογένεια Πιγκουινόπουλου!!
Ο πατέρας της οικογένειας ο καπεταν-Νικολός, ήταν ο καλύτερος ψαράς της περιοχής. Κάθε πρωί έπαιρνε το καλαμίδι του, μια χούφτα γαρίδες για δόλωμα, ένα παγούρι γεμάτο κρύο νερό για να σβήνει τη δίψα του, καθόταν αναπαυτικά πάνω στο μπακαλιαροτρύπανό του και ξεκινούσε για ψάρεμα.
Το μπακαλιαροτρύπανο ήταν μια κατασκευή δικής του έμπνευσης.
Βέβαια! Ήταν καταπληκτικός εφευρέτης ο καπεταν-Νικολός! Και τι δεν είχε σκαρώσει στο σπιτικό του! Φωτιστικά από πυγολαμπίδες, κουρτίνες από πολύχρωμα φύκια, μεγάλες σουπιέρες από παστές σουπιές, οδοντογλυφίδες από αχινούς, πριόνια από δόντια σμέρνας, αυτοκόλλητες βεντούζες - κρεμάστρες για την τουαλέτα από πλοκάμια χταποδιών, αναπαυτικά καθίσματα από πλεγμένα καλαμαρομούστακα, κολόνιες και αρώματα από ψαρόσουπες. Μέχρι και tablet προσπάθησε να φτιάξει αλλά κάποιο λάθος έκανε στη συνδεσμολογία με τα λέπια και η οθόνη ήταν θολή. Δεν απογοητευόταν όμως εύκολα. Καθόλου! Ίσα-ίσα, αν κάτι πήγαινε στραβά, πείσμωνε ακόμα πιο πολύ και υποσχόταν στον εαυτό του ότι την επόμενη φορά θα προσπαθήσει περισσότερο και θα τα καταφέρει!
Έτσι έγινε και με το κινητό τελευταίας τεχνολογίας που έφτιαξε τις προάλλες. Είδε κι έπαθε να καταλάβει γιατί όταν τον καλούσε η κυρα-Ευτέρπη η γυναίκα του από το πιγκουινόσπιτο, το κινητό δεν έβγαζε ήχο. Λες και κατάπιε το αμίλητο νερό! Άλλαζε τις μαριδοκεφαλές, αντικαθιστούσε τις σφυριδοκοκκαλιές, μπαινόβγαζε τις λιθρινοουρές, τίποτα αυτό. Δεν έβγαζε λαλιά!
Μέχρι που ο καπεταν-Νικολός κατάλαβε το λάθος του. Μα ήταν τόσο απλό! Πώς δεν το ’χε σκεφτεί τόσο καιρό! Πώς να βγάλει ήχο το έρμο το κινητό αφού όλα τα εξαρτήματά του ήταν από ψάρια; Έχουνε φωνή τα ψάρια;
Γι' αυτό λοιπόν κι εκείνος πήρε όστρακα από μύδια, στρείδια και αχιβάδες, τα έδεσε σφιχτά με μουστάκια από μεγάλα κόκκινα μπαρμπούνια κι αμέσως λύθηκε το πρόβλημα. Κάθε φορά που τον καλούσαν, χτυπούσαν τα όστρακα μεταξύ τους κι ακουγόταν ολοκάθαρος ο ήχος του κινητού. Και τι ήχος! Ο ύμνος του Ολυμπιακού, της αγαπημένης του ομάδας! Ένας σωστός πιγκουίνος μόνο ύμνο «γάβρων» θα μπορούσε να ακούσει!
Λέγαμε λοιπόν για το μπακαλιαροτρύπανο του καπεταν-Νικολού ότι έμοιαζε σα μια μεγάλη μπουλντόζα. Μόνο που μπροστά, αντί για χούφτα που έχουν οι μπουλντόζες, εκείνο είχε ένα μακρύ τρυπάνι φτιαγμένο από αλατισμένους και ξεραμένους στον ήλιο μπακαλιάρους. Για ερπύστριες είχε μπαλένες από μια μικρή φάλαινα που είχε ξεβράσει το κύμα στην ακτή ένα πρωινό. Ποιος ξέρει πώς βρέθηκε η καημένη εκεί; Ίσως να είχε απομακρυνθεί από τους δικούς της, να έχασε τον προσανατολισμό της και αφού περιπλανήθηκε απελπισμένη και φοβισμένη για πολλές μέρες δίχως τροφή, στο τέλος να ψόφησε. Ίσως να την είχαν κυνηγήσει φαλαινοθήρες, να την πλήγωσαν και να ψόφησε από την πληγή της. Ακόμα και σήμερα, όποτε θυμάται την εικόνα της ο καπεταν-Νικολός, σφουγγίζει με τη φτερούγα του κάνα δυο δάκρυα που προφταίνουν να κατρακυλήσουν στο τριχωτό του σαγόνι, προτού γίνουν μικρές χιονόμπαλες.
Το μπακαλιαροτρύπανο ήταν απλό στη λειτουργία του. Για τιμόνι είχε ένα τεράστιο μοχλό φτιαγμένο από παστωμένο σολομό. Με το μοχλό αυτό οδηγούσε το τρυπάνι ο καπεταν-Νικολός. Το κρατούσε σφιχτά στη φτερούγα του, πίεζε τη ράχη του σολομού κι αυτό άρχιζε να στριφογυρίζει σαν πολυμίξερ και να σπάει τον πάγο γρήγορα. Αν και έπρεπε να έχει το χέρι του σταθερό, ο καπεταν-Νικολός δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του όταν έβλεπε το χιόνι να πετάει στον ουρανό σαν παγωμένος χαρτοπόλεμος και να σκορπίζεται ύστερα σαν πασχαλιάτικο πυροτέχνημα.
Έτσι πολλές φορές γούρλωνε τα μαύρα του μάτια από τον ενθουσιασμό, άρχιζε η καρδιά του να χοροπηδά σαν ταμπούρλο της παρέλασης και ξεκαρδιζόταν από τρανταχτά γέλια. Γελούσαν και τα μουστάκια του. Όμως αυτό το γέλιο του καπεταν-Νικολού ήταν πολύ επικίνδυνο όταν οδηγούσε το μπακαλιαροτρύπανο. Και ξέρετε γιατί; Θα σας εξηγήσω αμέσως.
Τα μουστάκια του χώνονταν βαθιά στα ρουθούνια, τον γαργαλούσαν κι άρχιζε να φταρνίζεται τόσο δυνατά που πολλές φορές ο μοχλός του έμενε στο χέρι. Τότε από το θυμό του έπιανε και τον έτρωγε! Τι ποιον έτρωγε; Το μοχλό ντε, που ήταν φτιαγμένος από παστό σολωμό! Κι έτσι το μπακαλιαροτρύπανο έμενε ακίνητο χωρίς το σολομο-μοχλό του. Λες και του ’φταιγε κανείς άλλος του καπετάν-Νικολού κι όχι ο ίδιος του ο εαυτός! Αποτέλεσμα; Γυρνούσε με τα πόδια στη φωλιά του κατάκοπος μετά από πολλή ώρα. Και το χειρότερο; Την επόμενη μέρα έπρεπε να φτιάξει καινούριο μοχλό. Φτου κι από την αρχή, να ψάχνει σολομό, να τον αλατίζει, να τον λιάζει για μέρες για να είναι σφιχτός και τα λοιπά και τα λοιπά. Σε δουλειά να βρισκόμαστε δηλαδή.
«Να σκέφτεσαι Νικολό μου προτού κάνεις κάτι» τον απόπαιρνε μάταια η κυρά-Ευτέρπη.
«Να πας εσύ την επόμενη φορά να ψαρέψεις» της απαντούσε εκείνος θυμωμένα χωρίς να την κοιτάζει, ενώ μασουλούσε θυμωμένος τα μουστάκια του.
Η κυρά-Ευτέρπη δεν του απαντούσε. Και τι να του ’λεγε δηλαδή; Πως όταν χρειάστηκε να πάει για ψάρεμα, όποτε ήταν άρρωστος εκείνος ή βαριότανε, εκείνη πήγαινε κι ας είχε να ετοιμάσει και τα πιγκουινόπαιδα για το σχολείο; Και μάλιστα έπιανε και πιο πολλά ψάρια από εκείνο! Να του έλεγε ότι είχαν αποφασίσει να μοιράζονται τις δουλειές από τότε που έμεναν μαζί, αλλά συνήθως εκείνος το ξεχνούσε;
Δεν παραπονιέται βέβαια η κυρά-Ευτέρπη. Βοηθούσε κι ο Νικολός στα οικιακά αλλά τις περισσότερες φορές έκανε τον απασχολημένο ή τον άρρωστο. Δε σου λέω αν είχε χάσει κι η ομάδα. Ούτε ψείρα στη φτερούγα του!
Όλα του φταίγανε! Το φαΐ ήτανε ωμό, το σπίτι ήτανε μικρό, οι γείτονες φωνάζανε, εκείνος είχε πυρετό, η Ευτέρπη είχε παχύνει, τα παιδιά κάνανε φασαρία.
Αχ αυτά τα παιδιά! Αχ αυτά τα τρομερά πιγκουινόπαιδα! Ο Πιγκουίν κι η Παγουίν! Δυο μαυρόασπρες χαριτωμένες μπάλες, που ολημερίς κι ολονυχτίς γλιστρούσανε στον πάγο, κάνανε τούμπες, χορεύανε παγοχορούς και βαριότανε να πάνε σχολείο. Όσο και να τους φοβέριζε η κυρά-Ευτέρπη, όσο και να τους τιμωρούσε ο καπεταν-Νικολός, εκείνα όλο δικαιολογίες έβρισκαν για να μη διαβάζουν. Τη μια είχανε πονόκοιλο, την άλλη πονοκέφαλο, την τρίτη είχαν στραμπουλίξει τη φτερούγα τους, πάντα κάποιο λόγο είχαν για να μη διαβάζουν.
Όταν όμως ξημέρωνε η Κυριακή ο Πιγκουίν κι η Παγουίν ήταν μέσα στην τρελή χαρά! Γιατί; Γιατί απλούστατα θα πήγαιναν για ψάρεμα με το μπακαλιαροτρύπανο. Δεν κρατιόντουσαν από την αγωνία τους. Προτού ξημερώσει βρίσκονταν όρθιοι δίπλα στο κρεβάτι του πατέρα τους και προσπαθούσαν να τον ξυπνήσουν. Ο Πιγκουίν έβηχε και ξερόβηχε συνέχεια, του τραβούσε μαλακά τις φτερούγες, η Παγουίν τον γαργαλούσε κάτω από τη τριχωτή μουσούδα του και του τραγουδούσε ψιθυριστά στο αυτί το αγαπημένο του τραγούδι.

Είμαι εγώ ο τρομερός ψαράς
Της θάλασσας το φοβερό καμάκι
Γεμίζω το στομάχι μου μεμιάς
Ψαράκια φρέσκα κι ένα χταποδάκι!

Έτσι και σήμερα που ξημέρωνε Κυριακή, τα πάντα ήτανε έτοιμα για την εκστρατεία ψαρέματος. Όμως αυτή η Κυριακή θα ήταν πολύ διαφορετική από τις άλλες. Μια Κυριακή που δε θα την ξεχνούσε ποτέ η οικογένεια Πιγκουινόπουλου! Και να γιατί.
Καβάλα στο μπακαλιαροτρύπανο, ο καπεταν-Νικολός, ο Πιγκουίν και η Παγουίν έτρεχαν ξένοιαστοι να πάνε για ψάρεμα. Θα πήγαιναν σε μια περιοχή αρκετά μακριά από τη φωλιά τους. Ο καπεταν-Νικολός οδηγούσε πολύ προσεχτικά. Πατούσε φρένο στις μεγάλες κατηφόρες και απόφευγε με δεξιοτεχνία κάποια μεγάλα δέντρα που στέκονταν σαν τεράστιοι φρουροί της Τουρτουρίας εδώ κι εκεί. Ο Πιγκουίν κι η Παγουίν κάθονταν δεξιά κι αριστερά του. Κάθε τόσο έδιωχναν με τις φτερούγες τους το χιόνι που κολλούσε στα πρόσωπά τους, από τις μπαλένες του μπακαλιαροτρύπανου που γύριζαν με μεγάλη ταχύτητα, σαν τις ερπύστριες μιας μεγάλης μπουλντόζας.
Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρις ότου ξαφνικά είδαν από μακριά μια σκούρα σκιά πάνω στο χιόνι, σα λεκές από σοκολάτα σε άσπρο πουκάμισο.
Ο καπετάν-Νικολός άρχισε σιγά-σιγά να φρενάρει το μπακαλιαροτρύπανο, όμως οι βεντούζες από χταπόδι που είχε για φρένα είχαν φθαρεί με τον καιρό και δεν έπιαναν καλά. Με μεγάλη δυσκολία τελικά κατάφερε να σταματήσει το όχημα, λίγο προτού τρακάρει πάνω στη σκούρα σκιά από σοκολάτα, όπως έμοιαζε από μακριά και όπως ευχόταν από μέσα τους να είναι τα πιγκουινόπαιδα. Μάλιστα ο Πιγκουίν δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα σάλια του στη σκέψη ότι είχαν ανακαλύψει σοκολατοπηγή!
Ο καπεταν-Νικολός κατέβηκε από το μπακαλιαροτρύπανο και με αργά βήματα άρχισε να πλησιάζει την άγνωστη σκιά. Από πίσω του με γουρλωμένα τα μάτια και κρατώντας την αναπνοή τους από την αγωνία και το φόβο, ακολουθούσαν ο Πιγκουίν κι η Παγουίν. Όσο πλησίαζαν την άγνωστη σκιά τόσο δεν καταλάβαιναν τίποτα. Θεούλη μου τι ήταν αυτός ο τεράστιος όγκος που καθόταν αναπαυτικά πάνω στο χιόνι; Σίγουρα σοκολάτα δεν ήτανε, γιατί είχε γκρίζο χρώμα. Άσε που άρχιζε να κουνιέται. Σιγά - σιγά ο σκούρος γκρίζος όγκος άρχιζε να παίρνει μορφή και να φαίνεται πιο καθαρά στα μάτια των Πιγκουίνων. Αυτό που είδαν οι πιγκουίνοι τους έκανε κυριολεκτικά να… παγώσουν!
Μπροστά τους στεκόταν ένα αληθινό τέρας! Ένας τεράστιος όγκος με τέσσερα χοντρά πόδια σαν κολόνες της ΔΕΗ, ένα μεγάλο κεφάλι σαν παλιό μπαούλο της γιαγιάς, που πάνω του ξεφύτρωναν δυο πελώρια αυτιά σα μπανιέρες, δυο τεράστια μακριά δόντια σαν ξιφολόγχες γιγάντιων ιπποτών και μια ουρά που όταν σηκώθηκε έμοιαζε σαν τη σκούπα του Harry Potter! Μα το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν μια τεράστια μύτη που κρεμόταν από το κεφάλι του και πήγαινε πέρα δώθε, πάνω κάτω, σα δείχτης από ξεκούρδιστο παλιό ρολόι τοίχου!
Ο καπεταν-Νικολός τα χρειάστηκε για μια στιγμή. Είπαμε γενναίος, έξυπνος, θαρραλέος, δυνατός, αλλά αυτό που έβλεπε ξεπερνούσε κάθε φαντασία! Για μια στιγμή σκέφτηκε να πάρει αγκαλιά τα παιδιά του και να το βάλει στα πόδια. Ναι αλλά δεν ήταν συνηθισμένος να την κοπανάει στα δύσκολα. Άσε που τι θα έλεγε στην Τουρτουρία όταν το μάθαιναν οι άλλοι πιγκουίνοι; Ότι φοβήθηκε κάτι που δεν ήξερε τι ήταν; Φοβήθηκε αυτός που είχε τη φήμη του πρώτου παλικαρά; Δείλιασε μπροστά σε κάτι άγνωστο;
Όχι - όχι. Έπρεπε να μείνει, να γνωρίσει τον περίεργο επισκέπτη της Τουρτουρίας. Κι αν ήταν κάποιος εξωγήινος; Κάποιος διαστημάνθρωπος;
Μήπως ήταν η ευκαιρία της ζωής του;
Πρώτα-πρώτα θα γινόταν διάσημος! Τόσοι και τόσοι Τουρτουρίτες έβγαιναν για ψείρας φαγούρισμα στην τηλεόραση κι έλεγαν αρλούμπες απλά και μόνο για να κάνουν τους σπουδαίους. Για να γίνουν πέντε λεπτά διάσημοι.
Κι εκείνος που ήταν ο πρώτος ψαράς της Τουρτουρίας, το πρώτο αγκίστρι του παγωμένου ωκεανού, ποτέ δε ζήτησε τιμές και δόξες. Αρκούσε που έκανε υπερήφανους την οικογένειά του και τους φίλους του.
Πέρα όμως απ’ αυτό, αν κινδύνευε η Τουρτουρία από το τέρας που είχε βρεθεί στα μέρη της; Είχε καθήκον ο καπεταν-Νικολός να την υπερασπιστεί και να την προστατέψει. Άσε που κινδύνευαν τα παιδιά του! Κι όλα τα παιδιά της Τουρτουρίας.
Μόλις το σκέφτηκε αυτό ο καπεταν-Νικολός αποφάσισε να μείνει και να υπερασπιστεί την τιμή και την υπόληψη των Τουρτουριτών. Στο κάτω-κάτω αν του ’μελλε να πεθάνει ας πέθαινε σαν ήρωας!
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την τελευταία του σκέψη και το τέρας με το μπαζούκας που είχε για μύτη, αμόλησε ένα τόσο δυνατό φτάρνισμα που η οικογένεια Πιγκουινόπουλου, βρέθηκε να σβουρίζει στον αέρα σαν έλικας ελικοπτέρου! Και προτού προλάβουν να συνέλθουν από την προσγείωση και να διώξουν τον πάγο από πάνω τους, ένιωσαν ένα δυνατό ρεύμα ζεστού αέρα να φυσά στο πρόσωπό τους. Ο καπεταν-Νικολός μισάνοιξε τα μάτια του κι αντίκρισε ένα μακρύ σωλήνα σαν αυτόν που είχαν οι ηλεκτρικές σκούπες στις διαφημίσεις της τηλεόρασης, να του γαργαλά τις τρίχες από το μουστάκι του. Συγχρόνως ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του τέρατος και άφησε να φανούν μια σειρά από τεράστια δόντια σαν πολεμίστρες στο κάστρο του βασιλιά Αρπατίλαου! Το τέρας ανοιγόκλεισε τα μάτια του ναζιάρικα, κούνησε το μπαζούκας - μύτη πάνω κάτω κι ετοιμάστηκε να φταρνιστεί ακόμα μια φορά, όταν ο καπεταν-Νικολός με μια γρήγορη όσο και αστεία, χορευτική κίνηση, απέφυγε την απογείωση τραβώντας μαζί και τα πιγκουινόπαιδα.
Και τότε έγινε κάτι που δεν το περίμενε κανείς! Το τέρας άρχισε να γελά με την καρδιά του, να τραντάζεται από τα γέλια και ο πάγος κάτω από τα πόδια των Πιγκουινοπουλαίων να κουνιέται σα να γίνεται σεισμός. Κι επειδή λένε πως το γέλιο είναι μεταδοτικό ξέσπασαν σε ξεκαρδιστικά γέλια κι οι πιγκουίνοι. Μάλιστα ο καπεταν-Νικολός ήταν σίγουρος πως όσο θυμάται τον εαυτό του, τέτοια γέλια δεν είχε κάνει ποτέ. Άσε που δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε γελάσει τελευταία φορά, αφού ο δήμαρχος της Τουρτουρίας είχε βάλει τόσο πολλούς φόρους που σχεδόν όλη η ψαριά της χρονιάς πήγαινε σ’ αυτούς.
Και να πεις πως πιάνανε τόπο αυτοί οι φόροι; Μπα, πού τέτοια τύχη.
Μόλους είχε υποσχεθεί ο δήμαρχος και μόλους δε βλέπανε στην Τουρτουρία.
Παγοθραυστικά για να ανοίγουν οι δρόμοι είχε υποσχεθεί και παγοθραυστικά δε βλέπανε. Σύγχρονα είδη ψαρικής είχε υποσχεθεί ότι θα εισαγάγει κι ακόμα με τα καλαμίδια και τις πετονιές ψαρεύανε. Κρίμα τις ψήφους που του ’δωσε!
Αυτά σκεφτόταν ο καπεταν-Νικολός όταν ξαφνικά άκουσε το τέρας να του λέει:
«Ρε φίλε μπας σου περισσεύει κανένα μυξομάντιλο γιατί το άρπαξα το κρυολόγημα που να πάρει η ευχή!»
Και τότε ο καπεταν-Νικολός, αφού συνήλθε από την πρώτη τρομάρα, σταμάτησε να γελά, γούρλωσε τα μάτια κι άρχισε να βρίζει τη ριμάδα την αφηρημάδα του. Μα πώς και δεν τον είχε αναγνωρίσει τόση ώρα που να πάρει η ευχή; Είναι δυνατόν να μην καταλάβει ότι μπροστά του δεν ήταν ούτε τέρας ούτε εξωγήινος ούτε διαστημάνθρωπος αλλά απλά ένας… ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ!!!
Ναι-ναι όπως τ’ ακούσατε! Ένας μικρός -που λέει ο λόγος μικρός!- ελέφαντας, ξερός στα γέλια, στη μέση της Τουρτουρίας! Και γύρω του τρεις εμβρόντητοι πιγκουίνοι να τραντάζονται κι αυτοί από τα γέλια χωρίς να ξέρουν το γιατί! Και πώς να το ξέρουν άλλωστε; Εδώ καλά – καλά δεν ήξεραν αν ζούσαν μια πραγματικότητα ή αν έβλεπαν όνειρο!
Ένας ελέφαντας στην Τουρτουρία ! Ή μπας ήταν τρεις πιγκουίνοι στο τροπικό δάσος; Την απορία τους έλυσε μια ριπή από χιόνι που βγήκε σα σίφουνας από τα ρουθούνια της προβοσκίδας του ελέφαντα. Αμέσως μετά μια κραυγή έσκισε τα σωθικά της παγωμένης σιωπής.
«Ρε φίλε τι θα γίνει; Θα πιούμε κανένα ζεστό ή θ’ αφήσουμε τα χαυλιόδοντά μας εδώ στην παγωνιά;».
Έτσι ο καπεταν-Νικολός σιγουρεύτηκε. Στη μέση της Τουρτουρίας βρισκόταν ένας συναχωμένος ελέφαντας, που ήθελε επειγόντως να γίνει καλά!
Ο επόμενος γρίφος που έπρεπε να λυθεί ήταν ο εξής:
Πώς στην ευχή βρέθηκε στη μέση της Τουρτουρίας ένας ελέφαντας;
Κι ακόμα πιο δύσκολος γρίφος ήταν ο παρακάτω:
Και τώρα τι κάνουμε μ’ έναν ελέφαντα δίπλα μας, εμείς οι Πιγκουίνοι;
Για το μικρό Πιγκουίν και την αδελφούλα του την Παγουίν το θέμα ήταν απλό. Δεν τους ενδιέφερε πώς στο καλό βρέθηκε ένας ελέφαντας στην Τουρτουρία. Ούτε και τους απασχολούσε τι θα κάνουνε μ’ έναν ελέφαντα στο δρόμο τους. Γιατί απλούστατα δεν ήθελαν να ασχοληθούν με κάποιον που εξαιτίας του θα έχαναν το κυριακάτικο ψάρεμα! Κι έτσι τα δυο πιγκουινόπαιδα λύσανε τους γρίφους στο άψε σβήσε και χωρίς πολλή σκέψη.
Έλα όμως που ο καπεταν-Νικολός δε συμφωνούσε καθόλου με τα παιδιά του! Πρώτα-πρώτα δεν του το επέτρεπε το ήθος, ο χαρακτήρας και η φιλόξενη παράδοση της Τουρτουρίας. Πού ακούστηκε να βρεθεί επισκέπτης στην Τουρτουρία και να μην ενδιαφερθούν να τον φιλοξενήσουν ή έστω να τον βοηθήσουν σε οτιδήποτε χρειαζόταν; Και μάλιστα τώρα που είχαν μπροστά τους όχι κάποιο σαν κι αυτούς, όχι κάποιον από τη δική τους ράτσα αλλά έναν πολύ παράξενο, πολύ διαφορετικό από τους ίδιους επισκέπτη.
Δε γίνονται αυτά τα πράγματα. Η Τουρτουρία φημιζόταν για δυο πράγματα. Για το απίστευτο κρύο της και για τη φιλοξενία των κατοίκων της!
Ήταν δυνατόν να χαλάσουν την παράδοση του τόπου τους δυο μαυρόασπρες χιονόμπαλες που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να πηγαίνουν για ψάρεμα κάθε Κυριακή πρωί;
Σα να κατάλαβε τις σκοτεινές σκέψεις του Πιγκουίν και της Παγουίν ο καπετάν-Νικολός, γύρισε και τους κοίταξε με ένα βλέμμα που το γνώριζαν πολύ καλά και τα δυο παιδιά του. Σαν αντίκριζαν αυτό το συγκεκριμένο βλέμμα ήξεραν ότι δε χωρούσε καμιά αντίρρηση ο πατέρας τους. Του είχαν δώσει μάλιστα και όνομα! Βλέμμα ξυράφι!
Και να ποιο ήταν το βλέμμα ξυράφι του πατέρα τους! Γούρλωνε τα μάτια του τόσο, που έλεγες θα πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Μεγάλωνε το ασπράδι τους, μίκραινε η κόρη τους και γινόταν σα μια μεγάλη τελεία -όπως αυτές που ξεχνούσαν να βάλουν όταν έγραφαν την ορθογραφία στο σχολείο τα πιγκουινόπαιδα- σηκωνόταν το αριστερό φρύδι του κι ακουμπούσε σχεδόν το χνούδι στο κεφάλι του -ποτέ δεν κατάλαβαν οι μικροί γιατί σήκωνε το αριστερό φρύδι ο καπεταν-Νικολός και όχι το δεξί ή και τα δυο μαζί-, άρχιζε να τρέμει το πάνω χείλος του στόματός του σαν κομπρεσέρ, τσιτωνόταν οι τρίχες απ’ το τριχωτό μουστάκι του σαν πευκοβελόνες και κοκκίνιζε σαν αστακός! Δε χρειαζόταν να πει κουβέντα. Αρκούσε το βλέμμα-ξυράφι και τα πιγκουινόπαιδα ήξεραν πολύ καλά ότι δε χρειαζόταν ούτε μια λέξη να πουν.
Το πήραν λοιπόν απόφαση ότι το ψάρεμα πήγε περίπατο σήμερα.
Έτσι αντιπάθησαν ακόμα πιο πολύ το βρωμοελέφαντα που ξεφύτρωσε στα καλά καθούμενα μπροστά τους. Μωρέ θα του έδειχναν αυτοί όταν θα ερχόταν η ώρα κι έβρισκαν την κατάλληλη ευκαιρία. Προς το παρόν έσκυψαν τα κεφάλια για να ξεθυμάνει ο θυμός του πατέρα τους κι έστειλαν ένα χαμόγελο στον ελέφαντα πιο παγωμένο κι απ’ τους πάγους που πατούσαν.
«Αυτό που έχετε στο μυαλό σας να το ξεχάσετε», κόλλησε ο καπετάν-Νικολός τη μούρη του στα πρόσωπά τους κι ένιωσαν την οργισμένη του ανάσα να τους τσουρουφλίζει τα μέτωπα.
«Μα πού στην ευχή κατάλαβε τι σκεφτόμαστε; Λες και είναι μέσα στο κεφάλι μας!», σκέφτηκαν ταυτόχρονα κι οι δυο λιλιπούτειοι σκανταλιάρηδες, ενώ το σαγόνι τους είχε αρχίσει να τρέμει όπως τρέμει το ψάρι έξω από το νερό. Πάντα είχαν αυτή την απορία τα πιγκουινόπαιδα: Πώς καταλάβαιναν οι γονείς τους τι φύτρωνε κάθε φορά στο κεφάλι τους. Και μάλιστα όταν ήταν έτοιμα να ξεφουρνίσουν καμιά από εκείνες τις περίφημες δικαιολογίες τους, όποτε βαριόνταν για παράδειγμα να πάνε σχολείο ή να κάνουν τις εργασίες που τους είχε βάλει η δασκάλα τους η κυρία Φαλαινίτσα.
Αντίθετα όταν τα πιγκουινόπαιδα ήθελαν να τους ζητήσουν καμιά χάρη ή κανένα δώρο, οι γονείς τους έχαναν τη μαγική τους ικανότητα. Τότε βλέπανε και παθαίνανε να καταλάβουν τι ακριβώς ζητούν τα παιδιά τους, γιατί ήτανε πολύ απασχολημένοι ή φορτωμένοι με δουλειές ή δεν είχαν χρόνο ή θα το συζητούσαν μια άλλη φορά ή χιλιάδες άλλα γιατί.
«Πολύ περίεργα συμπεριφέρονται οι μεγάλοι» σκέφτηκε η Παγουίν αλλά δεν τόλμησε να το πει για να μη ρίξει λάδι στη φωτιά.
«Λοιπόν φιλαράκο έλα μαζί μας και θα δούμε τι θα κάνουμε με την κατάστασή σου» διέκοψε τη σκέψη της Παγουίν, η βαριά φωνή του καπεταν-Νικολού.
«Σας ευχαριστώ πολύ κύριε…» απάντησε συγκινημένος ο ελέφαντας.
«Μα που να με πάρει. Ξέχασα να συστηθούμε. Λοιπόν εγώ είμαι ο καπεταν-Νικολός, ίσως με έχεις ακουστά γιατί είμαι ο καλύτερος ψαράς της Τουρτουρίας κι από δω είναι τα παιδιά μου. Ο Πιγκουίν κι η Παγουίν.
«Χαίρω πολύ καπεταν-Νικολό» απάντησε ο ελέφαντας και πρότεινε την προβοσκίδα του για την καθιερωμένη σ’ αυτές τις περιπτώσεις χαιρετούρα. Μα δεν πρόλαβε ο κακομοίρης. Ένα δυνατό φτάρνισμα έλουσε με χιονόνερο τους πιγκουίνους από πάνω μέχρι κάτω, ενώ με βραχνή φωνή ακούστηκε να λέει:
«Εμένα με λένε Φαντούλη κι έρχομαι από την Αφρική».
«Και είσαι και αγενέστατος που αμολάς χιονονερόμυξες μέσα στις μούρες μας», σκέφτηκε η Παγουίν, αλλά πάγωσε σαν ένιωσε ένα βλέμμα να της διαπερνά τη ραχοκοκαλιά. Και δεν ήταν ένα οποιοδήποτε βλέμμα! Ήταν το βλέμμα ξυράφι του καπεταν-Νικολού!
Έτσι λοιπόν η πιο παράξενη συντροφιά που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς στην Τουρτουρία, πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι της κυρά-Ευτέρπης. Ένας συναχωμένος ελέφαντας, ένας σοβαρός πιγκουίνος και δυο μουτρωμένα πιγκουινάκια που αναθεματίζανε από μέσα τους την κακή τους την τύχη…
Αφού περπάτησαν αρκετή ώρα, μιας κι ο Φαντούλης δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει γιατί βούλιαζε από το βάρος του μέσα στο χιόνι, η παράξενη παρέα έφτασε στο κέντρο της Τουρτουρίας. Μόλις τους είδαν οι άλλοι Πιγκουίνοι παραμέριζαν κι έμεναν με το στόμα ανοιχτό. Πρώτη φορά έβλεπαν ελέφαντα στα μέρη τους. Ο Φαντούλης αν και καταλάβαινε γιατί συμπεριφέρονταν έτσι οι πιγκουίνοι, θεωρούσε υπερβολικές τις αντιδράσεις τους. Σύμφωνοι, δε βλέπει κανείς καθημερινά έναν ελέφαντα στην Τουρτουρία. Από κει όμως μέχρι το σημείο να κρύβονται οι Πιγκουίνοι από την τρομάρα τους μόλις τον είδαν υπήρχε μεγάλη απόσταση.
Τελικά μετά από κάμποση ώρα κι αφού έκαναν πως δεν καταλάβαιναν τα καχύποπτα βλέμματα των πιγκουίνων, ο καπεταν-Νικολός κι ο Φαντούλης με τα Πιγκουινόπαιδα έφτασαν στο σπίτι τους. Η κερά -Ευτέρπη μόλις τους είδε ώρα να πάθει εγκεφαλικό. Τσιπούρες και μπακαλιάρους περίμενε, ελέφαντας προέκυψε! Παρ’ όλη την τρομάρα της όμως, χαμογελαστή και κοιτάζοντας στα μάτια τον άντρα της, μπας και καταλάβει από τις εκφράσεις του προσώπου του τι ακριβώς συνέβαινε, η κυρά-Ευτέρπη υποδέχτηκε τον παράξενο επισκέπτη.
Τώρα ακριβώς υποδοχή δεν τη λες αυτή. Παρά την καλή της διάθεση, υπήρχε ένα τεχνικό θέμα που έπρεπε να λυθεί άμεσα. Πώς να χωρέσει κοτζάμ ελέφαντας σ’ ένα πιγκουινόσπιτο; Δύσκολο πρόβλημα. Πιο δύσκολο κι από τα προβλήματα που τους έβαζε στο σχολείο η κυρία Φαλαινίτσα.
Προς το παρόν η κυρά-Ευτέρπη βρήκε μια πιο απλή λύση. Αντί να μπει ο Φαντούλης μέσα στο σπίτι, πρότεινε να μείνουν όλοι έξω! Εξάλλου ο καιρός ήταν υπέροχος για καταχείμωνο! Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει η κακομοίρα την πρότασή της κι ένα δυνατό φτάρνισμα του Φαντούλη, σα μακρόσυρτη σειρήνα υπερωκεάνιου, την έκανε να καταλάβει ότι μόνο σαν αστείο μπορούσε να πάρει κανείς την πρότασή της. Αστείο ξεαστείο όμως δε γινόταν αλλιώς. Απλά ο καπεταν-Νικολός που εντωμεταξύ είχε εξαφανιστεί, επέστρεψε κρατώντας μια αγκαλιά κλαδιά στη μασχάλη.
Μετά από λίγο γύρω από τη θαλπωρή της φωτιάς, κάτω από τον έναστρο ουρανό της Τουρτουρίας, ένας κρυωμένος ελέφαντας εξιστορούσε σε μια οικογένεια Πιγκουίνων με δυο θυμωμένα παιδιά, πώς βρέθηκε στη χώρα τους. Ήταν η ώρα να λυθεί ο πρώτος γρίφος.
«Λάθος εισιτήριο! Ναι-ναι, λάθος εισιτήριο είναι η αιτία που βρίσκομαι εδώ!
»Καθώς πλησίαζε καλοκαίρι και θα έκλειναν τα σχολεία της ζούγκλας, ήμασταν έτοιμοι να πάμε για κατασκήνωση. Δηλώσαμε λοιπόν πού θέλαμε να πάμε και την καθορισμένη μέρα και ώρα βρεθήκαμε όλοι στο αεροδρόμιο να πετάξουμε. Μιλάμε για μιλιούνια ζώα και πουλιά. Βλέπεις ήταν τόση η κούραση από το σχολείο που όλοι θέλαμε να ξεκουραστούμε και να κάνουμε διακοπές. Κι εκεί λοιπόν που ήμασταν μαζεμένοι και περιμέναμε να τσεκάρουμε τα εισιτήριά μας, ακούω μια φωνή.
»Ρε Φαντούλη! Πού είσαι ρε μεγάλε!
»Γυρνάω και ποιον να δω! Τον Άρη το Φωκιανό! Τον κολλητό μου φίλο από τις ακαδημίες του συλλόγου «ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΑ» όπου μαθαίναμε πολεμικές τέχνες, όλα τα ζώα «βαρέων βαρών». Ανάμεσα σε φάλαινες, φώκιες, τίγρεις, λιοντάρια ιπποπόταμους και λεοπαρδάλεις, είχα ξεχωρίσει μια φώκια. Ήταν τόσο ευγενική και φιλική που την κατασυμπάθησα αμέσως. Από τότε γίναμε κολλητοί! Μα σαν τέλειωσε η εκπαίδευση στο σύλλογο, χαθήκαμε.
»Φύλλο και φτερό γίνανε οι υποσχέσεις ότι θα τηλεφωνιόμαστε και θα συναντιόμαστε και θα τα λέμε συχνά. Σάμπως έτσι δεν κάνουνε όλοι όταν είναι μικροί; Μετά, όταν περάσουν τα χρόνια, ούτε που θυμούνται τους φίλους τους.
»Και να που τώρα το ’φερε η μοίρα να ξανασυναντηθούμε στο αεροδρόμιο.
»Φωκιανέ! Τι κάνεις θηρίο; του απαντώ κατασυγκινημένος και τρέχω να τον αγκαλιάσω. Και κει ακριβώς έγινε το κακό! Το ’χω στα μάτια μου σε slow motion. Καθώς τρέχω προς το μέρος του κι εκείνος στο δικό μου ν’ αγκαλιαστούμε -θα ’χετε δει φαντάζομαι κάποιες ανάλογες διαφημίσεις που τρέχει ο καλός της να αγκαλιάσει την καλή του μετά από πολλά χρόνια- φεύγει απ’ την προβοσκίδα το εισιτήριό μου και πέφτει στον ταξιδιωτικό σάκο της φώκιας. Την ίδια στιγμή πάνω στο σφιχταγκάλιασμα, γλιστρά το εισιτήριο του Φωκιανού και βρίσκεται στο πτερύγιο του αυτιού μου.
»Έτσι σφιχταγκαλιασμένοι και με δάκρυα στα μάτια δεν πήραμε χαμπάρι τι έγινε. Αργότερα, μπροστά στο γκισέ του αεροδρομίου, ήταν αδύνατο ν’ αλλάξει οτιδήποτε. Ή εγώ θα έφευγα για την Τουρτουρία κι ο Φωκιανός για την Ισημερινία ή θα μέναμε κι οι δυο να φυλάμε το αεροδρόμιο. Αυτό, να ’στε σίγουροι, δεν το θελε κανείς απ’ τους δυο μας.
»Έτσι βρέθηκα χωρίς να το περιμένω, ξένος κι απελπισμένος να τουρτουρίζω έξω από το σπίτι σας, ενώ φαντάζομαι ότι κι ο Φωκιανός θα ιδρώνει και θα ξεϊδρώνει σε κάποια καλύβα ιθαγενών Αφρικανών».
«…Και βρεθήκαμε κι εμείς να σε ανεχόμαστε και να μας κάνεις τα νεύρα κρόσσια με την παρουσία σου…», σκέφτηκε ο Πιγκουίν, αλλά το κατάπιε αμάσητο γιατί ένιωσε πάλι εκείνο το βλέμμα ξυράφι του καπετάν-Νικολού να του πριονίζει τα σωθικά.
Η κυρά-Ευτέρπη συγκινημένη από την ιστορία του Φαντούλη, έκανε ότι βγάζει μια νιφάδα χιονιού από το μάτι της και σκούπισε κρυφά με την ποδιά της ένα δάκρυ που άρχισε να κυλά στο μάγουλό της.
«Φαντούλη, ηρέμησε τώρα κι όλα θα πάνε καλά. Θα δούμε με ποιο τρόπο θα γυρίσεις στους δικούς σου. Προς το παρόν πάω να σου φτιάξω μια ζεστή μπακαλιαρόσουπα να συνέλθεις από το κρύο. Θα σου κρατήσουν συντροφιά ο Πιγκουίν κ η Παγουίν».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της η κυρά-Ευτέρπη και τα πιγκουινόπαιδα είχαν εξαφανιστεί στο εσωτερικό του σπιτιού. Αυτό δα έλειπε τώρα. Να παίξουν και με τον παλιοφαντούλη!
«Μας ρώτησες εμάς κυρά-Ευτέρπη αν θέλουμε τον ελέφαντα σπίτι μας; Άκου μπακαλιαρόσουπα. Πάλι καλά που δεν τον ρώτησες αν την προτιμά με ρύζι ή με πάστα! Βρε μπελάς που μας βρήκε!» σκέφτηκαν ταυτόχρονα τα πιγκουινόπαιδα.
Πάλι καλά που ήταν μέσα στο σπίτι κι έτσι απέφυγαν το βλέμμα-ξυράφι του καπεταν-Νικολού. Πού να περάσει κοτζάμ παγοκολόνες!
Κι αν ο πρώτος γρίφος είχε λυθεί με την ανταλλαγή εισιτηρίων ανάμεσα στο Φαντούλη και στο Φωκιανό χωρίς οι ίδιοι να το θέλουν και να το ξέρουν, ήταν πολύ δύσκολο να λυθεί ο δεύτερος. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ζήσουνε μαζί ούτε δευτερόλεπτο ο Πιγκουίν κι η Παγουίν με το Φαντούλη. Ο κόσμος να γύριζε ανάποδα! Είχαν αποφασίσει να του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Πόσο θα άντεχε; Μια μέρα, δυο μέρες; Την τρίτη θα ζητούσε ο ίδιος να εξαφανιστεί από προσώπου Τουρτουρίας, μη σου πω κι από προσώπου γης.
Μπορεί να είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο αλλά δεύτερος δε θα υπήρχε.
«Ε, όχι φίλε μου! Δε φτάνει που εμφανίστηκες από την άκρη του κόσμου σα φάντης μπαστούνι, θα τρως τώρα και τις ψαρόσουπές μας; Κι αύριο μεθαύριο δηλαδή θα κοιμάσαι και στα κρεβάτια μας, θα πίνεις το νερό μας, θα κλέψεις τους φίλους και τα παιχνίδια μας και πάει λέγοντας; Αμ δε σφάξανε. Τα μπογαλάκια σου και δρόμο, κύριε Φαντούλη μας. Άκου Φαντούλης! Πού ξανακούστηκε τέτοιο όνομα; Χάθηκε ένα Φαντουλίν; Ένα Τροφαντουλίν; Ένα Προβοσκιδίν; Ένα Ελεφαντίν, έστω; Αν και σε λίγο μικρή σημασία θα έχει αυτό. Γιατί; Γιατί απλούστατα θα ξεχάσει το ίδιο του το όνομα με όσα τον περιμένουνε!»
Ξημέρωσε Δευτέρα. Τα πιγκουινόπαιδα μέσα στη γκρίνια, ετοιμάστηκαν σιγά-σιγά για το σχολείο. Αν έβλεπε βέβαια κανείς τις μούρες τους θα νόμιζε ότι πάνε σε καταναγκαστικά έργα. Η κερά-Ευτέρπη ξύπνησε και τον Φαντούλη που βαριοκοιμόταν ο κακόμοιρος, εξαντλημένος από την ταλαιπωρία που πέρασε την προηγούμενη μέρα. Θα τους ακολουθούσε κι αυτός στο σχολείο.
Ας μη πούμε πώς αντέδρασαν ο Πιγκουίν κι η Παγουίν, όταν κατάλαβαν ότι θα είχαν και το Φαντούλη μαζί στο σχολείο. Μόνο τα κλάματα δεν έβαλαν. Κι όχι γιατί δυσκολεύονταν να το κάνουν αλλά ένιωσαν να τους κοιτάζει περίεργα ο καπεταν-Νικολός κι είπαν να τ’ αφήσουν γι αργότερα…
Στο σχολείο όμως θα του έκαναν του Φαντούλη ό,τι τραβούσε η ψυχή τους. Άρχισαν μάλιστα αμέσως. Μόλις μπήκαν στο προαύλιο, έτρεξαν κατευθείαν μακριά του. Πλάκα θα ’χε τώρα να πουν οι φίλοι τους ότι κάνουν παρέα μ’ έναν ελέφαντα! Άντε να εξηγήσεις στην παλιοπαρέα όλη την ιστορία.
Αμέσως μαζεύτηκε γύρω από το Φαντούλη σχεδόν ολόκληρο το σχολείο. Θες από περιέργεια, θες από ενδιαφέρον, ήθελαν όλοι να δουν από κοντά το νεοφερμένο μαθητή. Που η αλήθεια να λέγεται, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα! Δεν άργησαν και τα πρώτα πειράγματα.
«Πώς από δω ρε μεγάλε; Έμαθες ότι η Τουρτουρία έχει μπανάνες και είπες να κάνεις κανένα ταξιδάκι;»
«Έχασες το σχολικό για τον Αμαζόνιο και πετάχτηκες μέχρις εδώ για κοπάνα;»
«Ζεστάθηκες φιλαράκο κι είπες να δροσιστείς;»
«Ωραία δοντάκια μάγκα μου! Με τι οδοντόκρεμα τα πλένεις; Θα θέλεις και κανένα βαρέλι οδοντόπαστα να τα βουρτσίζεις καθημερινά! Έφερες την ταβανόβουρτσα της μάνας σου να τα καθαρίζεις;»
Ο κακομοίρης ο Φαντούλης καθόταν ήσυχος, χωρίς να αντιδρά στα πειράγματα. Ένιωθε πολύ μόνος. Ένα σφίξιμο στο στομάχι, τον έκανε να νιώθει άσχημα. Παρ’ όλα αυτά κρατιόταν να μη τους πει καμιά κουβέντα. Και τι να τους έλεγε δηλαδή; Ότι άλλη έννοια δεν είχε παρά να παρατήσει την όμορφη πατρίδα του και να ξενιτευτεί στην Τουρτουρία; Ότι βρέθηκε εκεί χωρίς να το θέλει; Ότι αν δεν ήταν η φιλόξενη οικογένεια του κύριου Πιγκουινόπουλου να τον μαζέψει και να τον φιλοξενήσει στο σπίτι της, αυτός θα είχε πεθάνει; Ότι ήταν στενοχωρημένος που βρισκόταν μακριά από τους φίλους του και την οικογένειά του αλλά θα έκανε υπομονή μέχρι να τους ξαναδεί; Ότι σέβεται το σχολείο που τον δέχεται να φοιτήσει και θα ήθελε πολύ να γίνει φίλος με όλα τα παιδιά; Ή ότι αν συνεχίσουν να τον πειράζουν θα αρχίσει να μοιράζει δεξιά κι αριστερά κλωτσιές και δε θα ξέρουνε πού να κρυφτούν;
Δε χρειάστηκε όμως να πει ούτε και να κάνει τίποτα απ’ όσα σκεφτόταν ο Φαντούλης. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι κι όλοι οι Πιγκουίνοι μαζεύτηκαν μέσα στις τάξεις τους. Ο Φαντούλης θυμήθηκε για μια στιγμή τον Πιγκουίν και την Παγουίν. Πού είχαν πάει άραγε και τον άφησαν μόνο του;
Κοιτάζοντας καλύτερα όμως τους είδε κρυφογελώντας να σιγοψιθυρίζουν κάτι σε μια παρέα Πιγκουίνων. Ο Φαντούλης προσπάθησε να μη δείξει ότι στενοχωρήθηκε κι άρχισε αργά να περπατά προς την αίθουσα της Πρώτης τάξης. Η μέρα δεν είχε ξεκινήσει καλά.
Μα και οι επόμενες μέρες δεν κύλησαν διαφορετικά. Αραίωσαν βέβαια τα πειράγματα από τους Πιγκουίνους αλλά εξακολουθούσε να μένει μόνος του στα διαλείμματα. Μέχρι που μια μέρα, στο μεγάλο διάλειμμα…
- Καλημέρα Φαντούλη. Είμαι η Πέγκυ. Σε παρακολουθώ από τη μέρα που ήρθες στο σχολείο και κατάλαβα ότι είσαι μόνος σου.
Μήπως θέλεις να κάνουμε παρέα;
- Μα και βέβαια Πέγκυ! Το ρωτάς άλλωστε;
Ο Φαντούλης δεν ήξερε τι να κάνει από τη χαρά του. Βρέθηκε σε τέτοια αμηχανία που αντί να δώσει την προβοσκίδα του για να χαιρετήσει την Πέγκυ, έκανε στροφή σα θεόρατη μπαλαρίνα και πήγε να φύγει. Μετά σκέφτηκε πως δεν ήταν σωστή συμπεριφορά αυτή απέναντι σε μια δεσποινίδα και χαμηλώνοντας τα μάτια ζήτησε ταπεινά συγγνώμη.
Συγχρόνως ξερόβηξε τόσο δυνατά που η κακομοίρα η Πέγκυ πετάχτηκε πέντε μέτρα μακριά. Ευτυχώς έπεσε σε κάτι στρώματα της γυμναστικής που είχε βγάλει έξω ο γυμναστής του σχολείου ο κύριος Αθληταρίν.
Από κείνη την ημέρα η Πέγκυ κι ο Φαντούλης έγιναν αχώριστοι φίλοι.
Και για πρώτη φορά από τότε που ήρθε στην Τουρτουρία ο Φαντούλης χαμογέλασε. Όμως τον βασάνιζε μια απορία. Και δεν άργησε να τη λύσει.
- Πέγκυ θέλω πολύ να σε ρωτήσω κάτι. Γιατί μου συμπεριφέρθηκες τόσο όμορφα από την αρχή; Ξέρω πως είναι δύσκολο κάτι τέτοιο. Είμαι τόσο διαφορετικός από όλους σας, είμαι ξένος ανάμεσα σας, έχω έρθει από πολύ μακριά, δεν με ξέρεις καθόλου. Μπορώ να καταλάβω τον Πιγκουίν και την Παγουίν και όλα τα παιδιά αλλά η δική σου συμπεριφορά με παραξενεύει.
- Πες μου ότι δε θες να είμαστε πια φίλοι Φαντούλη!
- Όχι-όχι προς Θεού! Πώς είναι δυνατόν να φαντάστηκες ένα τέτοιο πράγμα!
- Μάθε λοιπόν ότι κάποτε και μένα ο παππούς μου βρέθηκε κατά λάθος σε κάποιο τόπο μακρινό, ξένος ανάμεσα σε ξένους. Μ’ έβαλε λοιπόν να του υποσχεθώ ότι ποτέ δε θ’ αφήσω μόνο του κάποιον ξένο που βρίσκεται μακριά από τους δικούς του κι από την πατρίδα του. Μάλιστα μού έλεγε ότι πρέπει να προσέχω γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα.
- Ας είναι καλά ο παππούς σου Πέγκυ. Πρέπει να ήταν σοφός πιγκουίνος.
- Ήταν απλά άνθρωπος καλέ μου Φαντούλη.
Σιγά-σιγά ο Φαντούλης προσαρμοζόταν στην Τουρτουρία. Στο σχολείο είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός για την εξυπνάδα του. Ήξερε πολλά αλλά κυρίως θυμόταν εξαιρετικά. Τι ονόματα ποταμών και λιμνών, τι ημερομηνίες από πολέμους, τι εκτάσεις και πληθυσμούς, τι τύπους στα Μαθηματικά. Ήταν κοινό μυστικό στο σχολείο της Τουρτουρίας ότι ο Φαντούλης ήταν ανάμεσα στους πιο καλούς μαθητές. Για να μην πούμε ο καλύτερος. Μάλιστα η Πέγκυ του έκανε πλάκα.
- Μεγάλε σε βλέπω σημαιοφόρο στην παρέλαση! Κι εδώ που τα λέμε ποιος άλλος είναι πιο ικανός να σηκώσει τη σημαία πιο ψηλά εκτός από σένα;
Κοτζάμ προβοσκίδα έχεις, στα ύψη θα κυματίσει η σημαία της Τουρτουρίας!
Μέχρι κι οι δικοί σου θα την δούνε πέρα στην Αφρική!
Ο Φαντούλης έσκυψε από ντροπή στα λόγια της Πέγκυς, ενώ ένα δάκρυ που πήγε να κυλίσει από τα μάτια του το έκρυψε με την προβοσκίδα.
Βέβαια ξερόβηξε, ελαφρά όμως αυτή τη φορά. Η Πέγκυ βέβαια, για καλό και για κακό, είχε γαντζωθεί σ’ ένα δέντρο για να μην γίνει πάλι αεροπλάνο και προσγειωθεί κάπου ανώμαλα…
Σιγά-σιγά ο Φαντούλης είχε αρχίσει να κερδίζει το σεβασμό και την εκτίμηση όλων των συμμαθητών του. Ακόμα κι εκείνων που στην αρχή τον κορόιδευαν και δεν τον έκαναν παρέα. Είχε βοηθήσει βέβαια σ’ αυτό και η Πέγκυ που τους είχε μιλήσει κρυφά από τον Φαντούλη.
Οι μόνοι που εξακολουθούσαν να μην τον κάνουν παρέα ήταν ο Πιγκουίν κι η Παγουίν. Ίσως γιατί ποτέ δεν του συγχώρεσαν ότι μπήκε σαν εισβολέας στο σπιτικό τους και τους αναστάτωσε; Μα ο καημένος ο Φαντούλης τους έδειχνε με κάθε τρόπο και σε κάθε αφορμή την ευγνωμοσύνη του που τον είχαν φιλοξενήσει.
Ίσως γιατί πίστευαν πως οι γονείς τους δεν τους φρόντιζαν όπως πριν;
Μα αυτό δεν ήταν αλήθεια. Το μόνο που άλλαξε ήταν ότι τώρα έμπαινε ένα πιάτο φαΐ περισσότερο στο τραπέζι. Τίποτα άλλο. Ο καπετάν-Νικολός και η κερά-Ευτέρπη τους αγαπούσαν όπως και πριν κι ακόμα πιο πολύ. Δεν έκοψαν από την αγάπη τους για να δώσουν στον Φαντούλη! Εξάλλου τι είναι η αγάπη για να κόβεται; Μαρούλι ή χαρτοπετσέτα;
Ίσως γιατί δε φαντάζονταν ποτέ ότι θα ερχόταν κάποτε η ώρα να «υιοθετήσουν» ένα ξένο άτομο στην οικογένειά τους; Και τι μ’ αυτό δηλαδή; Είχαν υπογράψει συμβόλαιο ότι θα είναι οι μοναδικοί απόγονοι του καπεταν-Νικολού και της κυρά-Ευτέρπης; Όχι βέβαια.
Όμως δε θα αργούσε η στιγμή που τα δυο πιγκουινόπαιδα θ’ άλλαζαν γνώμη για τον Φαντούλη.
Ήταν η μέρα μιας ημερήσιας εκδρομής του σχολείου. Θα πήγαιναν σ’ ένα χιονοδρομικό κέντρο να κάνουν σκι. Ο Πιγκουίν κι η Παγουίν από νωρίς στο σπίτι ετοίμαζαν τις στολές και τα παγοπέδιλα. Ο κακόμοιρος ο Φαντούλης ήταν αδύνατον να κάνει σκι. Σκεφτόταν μάλιστα να μην πάει. Όμως με τις παραινέσεις της κυρά-Ευτέρπης και με βαριά καρδιά, αποφάσισε να ακολουθήσει. Δε βαριέσαι. Κάποια άλλη φορά ίσως τολμούσε να κάνει κι αυτός λίγο σκι. Αν έβρισκε βέβαια παγοπέδιλα και φόρμα στο νούμερό του!
Φτάνοντας στην πίστα του χιονοδρομικού κέντρου ο Φαντούλης έκατσε σε μια γωνιά, στην άκρη της πίστας. Από κάτω έχασκε ένας βαθύς γκρεμός με κάμποσα δέντρα. Ζαλιζόταν να κοιτάξει κάτω και γρήγορα έστρεψε το κεφάλι του. Παρακολουθούσε τις φιγούρες των πιγκουίνων πάνω στον πάγο. Ο Πιγκουίν κι η Παγουίν έκαναν πολύ επιδέξιες φιγούρες και μάλιστα περνούσαν κάθε τόσο μπροστά από τον Φαντούλη. Να τούμπες στον αέρα, να τσουλήθρες με απότομα φρεναρίσματα, να εναέριες στροφές, να σκι στο ένα πόδι, να αεροπλανικά…
Μέχρι που…
…σε μια εναέρια τούμπα, ο Πιγκουίν ξέφυγε από την πίστα και βρέθηκε να ταξιδεύει στον αέρα πάνω από τον Φαντούλη. Από κάτω έχασκε σα λαίμαργος δράκος ο βαθύς γκρεμός! Όλοι πάγωσαν, αν και αυτό ήταν συνηθισμένο στην Τουρτουρία. Κανείς δεν ήθελε να κοιτάξει κάτω στο χάος γιατί φοβόταν τι θα αντικρίσει. Εκτός από ένα πνιχτό βογκητό του Πιγκουίν, τίποτα άλλο δεν ακούστηκε. Τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν φάνηκαν σε όλους ολάκερος αιώνας.
Ο Φαντούλης, αφού ξεπέρασε γρήγορα το σοκ, έστρεψε το κεφάλι του κάτω και τι να δει! Ο Πιγκουίν κρεμόταν από κάτι κλαδιά ενός δέντρου και τραμπαλιζόταν στον αέρα σα μεγάλη κούνια. Χωρίς να χάσει χρόνο στάθηκε γερά στα πόδια του, άπλωσε τη μακριά προβοσκίδα του μέχρι τα κλαδιά του δέντρου και φώναξε στον Πιγκουίν να πιαστεί απ’ αυτήν. Όλοι στάθηκαν ακίνητοι, κρατώντας την ανάσα τους. Ο Πιγκουίν κατάφερε με δυσκολία να ξαγκιστρωθεί απ’ τα κλαδιά του δέντρου και γράπωσε με όση δύναμη του έμεινε την προβοσκίδα του Φαντούλη. Εκείνος με προσοχή ανέβασε το Πιγκουίν σιγά-σιγά, όπως οι γερανοί ανεβάζουν τα κοντέινερ στα βαπόρια.
Ύστερα τον άφησε μαλακά πάνω στην παγωμένη πίστα. Και έγινε το απίστευτο!
Όλοι οι Πιγκουίνοι έκαναν ένα κύκλο γύρω από τον Φαντούλη και ξέσπασαν σε φτερουγοκροτήματα, ενώ η Πέγκυ έτρεξε κι έσκασε ένα φιλί στην προβοσκίδα του!
Η μικρή περιπέτεια είχε αίσιο τέλος χάρη στην ετοιμότητα και στην ψυχραιμία του Φαντούλη. Εκείνος, αφού βεβαιώθηκε ότι ο Πιγκουίν είναι τελείως καλά, απομακρύνθηκε αργά και άφησε να του φύγει ένας βαθύς αναστεναγμός. Την ίδια στιγμή πέταξαν και μπήκαν στα τεράστια αυτιά του τρεις μικρές λεξούλες με πολύ μεγάλη δύναμη μέσα τους.
- Φίλε σ’ ευχαριστώ!
Ο Πιγκουίν αγκαλιά με την Παγουίν κοίταξαν στα μάτια τον Φαντούλη και δάκρυσαν.
- Να προσέχεις φίλε! Δεν ξέρω την επόμενη φορά αν σταθείς τόσο τυχερός.
Ο Φαντούλης ξερόβηξε για να κρύψει τη συγκίνησή του. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του κι έκανε ν’ αστράψουν οι χαυλιόδοντές του.
«Τελικά έχουν πλάκα αυτοί οι Τουρτουρίτες» σκέφτηκε, αφήνοντας ένα φτάρνισμα να λούσει τη χιονοδρομική πίστα…
Είχε περάσει σχεδόν ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που ο Φαντούλης είχε φτάσει στην Τουρτουρία. Πλησίαζε ο καιρός που έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Οι δικοί του, αφού ξεπέρασαν το αρχικό σοκ της είδησης από το ΤΕΑΖ (Τμήμα Εξαφανισμένων και Αφηρημένων Ζώων) ότι ο αγαπημένος τους Φαντούλης αντί να βρεθεί στην Ισημερηνία είχε βρεθεί στην Τουρτουρία, επικοινώνησαν μέσω Skype με την οικογένεια Πιγκουινόπουλου και τους ευχαρίστησαν για τη φιλοξενία. Δέχτηκαν μάλιστα να παραμείνει ο Φαντούλης σπίτι τους για ένα χρόνο, ώστε να αποκτήσει και πλήρη τουρτουρίστικα δικαιώματα.
Δεν ήταν και μικρό πράγμα αυτό! Σε μια εποχή δύσκολη για τα ζώα, αφού τα δέντρα στα δάση όλο και λιγόστευαν από την ξηρασία, τις φωτιές και τις πλημμύρες που απειλούσαν να τα εξαφανίσουν, να μπορείς να πηγαίνεις σε μια άλλη χώρα να ζήσεις δεν ήταν μικρό κατόρθωμα. Καμιά φορά η τύχη μάς ανοίγει πόρτες που μέχρι τότε ούτε που φανταζόμαστε ότι υπήρχαν. Άσε που ο Φαντούλης απόκτησε τόσες εμπειρίες μέσα σ’ ένα χρόνο στην Τουρτουρία, που αλλιώς, δε θα του έφτανε μια ολόκληρη ζωή για να τις αποκτήσει.
Όμως το μεγάλο κέρδος του ήταν ότι έκανε καινούριους φίλους. Και τι φίλους! Όχι όποιους κι όποιους! Κοτζάμ Πιγκουίν και Παγουίν και μια υπέροχη φιλενάδα την Πέγκυ!
Αυτά σκεφτόταν ο Φαντούλης καθώς ετοίμαζε τη βαλίτσα του για την επιστροφή. Η αλήθεια ήταν πως δεν ένιωθε και πολύ χαρούμενος που θα γύριζε πίσω στην Ισημερηνία. Δεν ήθελε όμως να φανερώσει τα συναισθήματά του για να μη δυσαρεστήσει κανένα. Αγκάλιασε με την προβοσκίδα του τον καπεταν-Νικολό, φίλησε την κυρά-Ευτέρπη και ετοιμάστηκε να ανέβει στην νταλίκα express που μετέφερε επιβάτες ειδικών συνθηκών και… μεγεθών στο αεροδρόμιο!
Μα τα πιγκουινόπαιδα κι η Πέγκυ πού βρίσκονται; Μέσα στην αναμπουμπούλα της αναχώρησης, αναστατωμένος από τη συγκίνηση ξέχασε να τους χαιρετήσει. Μα κι αυτοί δεν ήξεραν ότι θα έφευγε σήμερα; Πού στην ευχή εξαφανίστηκαν;
Η νταλίκα express του αεροδρομίου πήρε μπροστά κι άρχισε, αγκομαχώντας από το φορτίο, να διασχίζει τη λεωφόρο που οδηγούσε στο αεροδρόμιο. Μάταια προσπαθούσε ο Φαντούλης με την προβοσκίδα του, που κουνούσε μπροστά από το παρμπρίζ και τα πόδια του που χτυπούσε στην καρότσα της νταλίκας, να ειδοποιήσει τη φώκια-οδηγό να σταματήσει.
«Να πάρει η ευχή. Φεύγω όπως ήρθα! Σαν ξένος…» σκέφτηκε και θύμωσε με τον εαυτό του ακόμα μια φορά.
Έφτασε στο αεροδρόμιο με βαριά καρδιά. Πλησίασε το γκισέ για να κάνει check-in με κατεβασμένη την προβοσκίδα μέχρι τις πατούσες. Μα ξαφνικά ακούει γνώριμες φωνές πίσω του.
- Πού πας βρε κατεργάρη χωρίς να χαιρετήσεις τους φίλους σου;
Ο Φαντούλης γυρνά και βλέπει τον Πιγκουίν, την Παγουίν και την Πέγκυ να τρέχουν προς το μέρος του. Θεέ μου τι έκπληξη είναι αυτή; Μα… για στάσου. Τι ανεμίζουν με τις φτερούγες τους;
ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ!! ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΗΜΕΡΗΝΙΑ!!!
Απίστευτο! Ήταν το δώρο του καπεταν-Νικολού και της κυρά-Ευτέρπης στα τρία πιγκουινόπαιδα για τη σωστή συμπεριφορά τους προς το Φαντούλη. Ένα ταξίδι για διακοπές στην πατρίδα του!
Έτσι τρεις μικροί πιγκουίνοι κι ένας τεράστιος ελέφαντας είναι έτοιμοι να ταξιδέψουν αυτή τη φορά στην Αφρική!
Αν τα καταφέρουν βέβαια μιας κι ο Φαντούλης σηκώνει την προβοσκίδα του και θες από συγκίνηση θες που πρόλαβε να κρυώσει ακόμα μια φορά, ετοιμάζεται να φταρνιστεί. Ένας Θεός των παραμυθιών ξέρει μόνο πού θα εκσφενδονιζόταν η παρέα, αν δεν προλάβαινε η Πέγκυ να του φράξει το στόμιο της προβοσκίδας με το καστόρινο μπουφάν της!
- Αμάν ρε Φαντούλη! Σώνει και καλά να μας απογειώσεις πριν φύγει το αεροπλάνο!! του είπε σκασμένη στα γέλια.
Ύστερα όλοι μαζί, χαρούμενοι κι αγκαλιασμένοι βάδισαν προς την πόρτα του αεροπλάνου, σίγουροι ότι θα περάσουνε… …αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα.


Γιάννης Παναγιώτου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα