Χριστίνας Γαλιάνδρα
Μια φορά και έναν καιρό σε μια απομακρυσμένη χώρα ζούσε η Ειρήνη και το Φιλί.
Ήτανε όμως τσακωμένοι και δεν μιλούσανε.
Όταν τύχαινε και βρισκόντουσαν γύριζε την πλάτη ο ένας στον άλλον και φεύγανε χωρίς μιλιά.
Αιτία του καυγά τους ήταν μια διαφωνία.
Η Ειρήνη έλεγε πως για να υπάρχει το Φιλί θα έπρεπε να υπάρχει και εκείνη.
Το Φιλί αντιδρούσε και υποστήριζε πως θα μπορούσε να υπάρξει και χωρίς αυτήν.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια που δεν κάνανε καθόλου παρέα.
Πείσμα μεγάλο και οι δύο.
Ώσπου μια μέρα ξένοι ανακάλυψαν την χώρα τους και θέλησαν να την αποκτήσουν.
- Α!!!!! Τι ωραία, χώρα!!! Είπαν.
- Πάμε να την κατακτήσουμε, να καλλιεργήσουμε τη γη, να εξημερώσουμε τα ζώα και να χτίσουμε σπίτια τεράστια.
Μόλις τους είδαν η Ειρήνη και το Φιλί ταράχτηκαν.
- Τώρα; Σκέφτηκαν.
- Καλά ζούσαμε εδώ μονάχοι μας με ησυχία.
Πολύς κόσμος, φασαρία, ταραχή…
- Τι θα κάνουμε; Ρώτησε με αγωνία το Φιλί, σπάζοντας σιωπή χρόνων.
- Τώρα… Ένα μόνο μένει... Λέει σκεφτική η Ειρήνη.
Να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, να τους παρακολουθούμε νύχτα μέρα μέχρι να δούμε που το πάνε.
- Εντάξει... Απάντησε φοβισμένο το Φιλί.
Οι Άνθρωποι που ήρθαν απ' τα πέρατα είχαν ακούσει για την Ειρήνη και το Φιλί και θέλησαν να τους κάνουν μεγάλο κακό.
Αποφασισμένοι οι ξένοι, έψαξαν, βρήκαν και φυλάκισαν την Ειρήνη στο πιο σκοτεινό κελί του κάτω κόσμου και εξόρισαν το Φιλί στην έρημο, καταδικασμένο να τριγυρνάει κάτω από τις καυτές αχτίνες του ήλιου.
Τώρα οι άσπονδοι αυτοί εχθροί τα είχαν εντελώς χαμένα.
Φέρνανε στο μυαλό τους τις ήσυχες μέρες, τα όμορφα βράδια τους μέσα στην γαλήνη και μετάνιωναν για τις ώρες που δεν μόνιασαν και διασκέδασαν στα τόσα χρόνια ηρεμίας.
Μάταια η Ειρήνη ζητούσε τη λύτρωση, μάταια και το φιλί περπατούσε για μία όαση.
Εντωμεταξύ οι Άνθρωποι μέρα με την μέρα κάναν δική τους την πατρίδα τους.
Πρώτα χτίσανε στην Ελπίδα – Γη.
Μετά διασχίσανε την Ονειροθάλασσα.
Ανέβηκαν στα δύσβατα ψυχοβουνά.
Δάμασαν τα ζώα της σκέψης και θέρισαν τα στάχυα των Λόγων.
Καμία Ελπίδα.
Κανένα όριο.
Κανείς επιζών.
Και το φιλί μουρμούραγε.
- Μοναχό τι να κάνω;
Αγρίεψα...
Δεν βρίσκω άνθρωπο να κάνω στάση.
Βολοδέρνω στην έρημο χωρίς ξεκούραση.
Πότε από 'δω.
Πότε από 'κεί.
Μα γιατί με αφήσανε εδώ;
Τι άσχημη που είναι η μοναξιά…
Άραγε που να ‘ναι η Ειρήνη;
Καλά που θα ‘τανε να ήμουνα μαζί της!!!!
Πιο έρημο κι απ’ την έρημο, πιο μόνο από ποτέ…
Η Ειρήνη, στο κελί της λαχταρούσε να δει το Φιλί.
Να νιώσει την ζεστή παρουσία του.
Κλεισμένη τόσο καιρό, χωρίς ανθρώπινη ανάσα, έλιωνε.
- Ποιος θα μας σώσει; Σκεφτότανε.
- Ποιος θα μπορέσει τους ξένους να διώξει και να μας ελευθερώσει;
Κατάρα..
Κατάρα έπεσε βαριά στην Χώρα της Αγάπης.
Κι αφέθηκαν στην μοίρα τους.
Λυπημένοι και μόνοι.
Περνούσαν οι μέρες και η Χώρα τους είχε πάρει άλλη μορφή.
Άλλο πρόσωπο, άλλη διάσταση.
Ώσπου μια νύχτα, ξεγλίστρησε μια ευχή απ’ τον ουράνιο τον θόλο και έπεσε μπροστά στα πόδια του Φιλιού.
- Ποια είσαι συ; Την ρώτησε μ’ απορία.
- Είμαι η ευχή!!! Απάντησε εκείνη περήφανη.
- Μόλις γεννήθηκα.
Έπεσα όμως από τον Ουρανό ξαφνικά και απρόσμενα και τώρα ανήκω σε σένα.
Πες…
Τι θες να γίνει;
Ό,τι ευχηθείς, ό,τι ποθήσεις με καθαρή και αγνή καρδιά θα γίνει.
- Ξέρω τι θέλω!!!!
Να είμαι κοντά στην Ειρήνη!!!
- Εντάξει. Αποκρίθηκε εκείνη.
Κι έφυγε τρέχοντας ανυπόμονη για την πρώτη της αποστολή.
Έπρεπε να τη βρει.
Έπρεπε να τρέξει να την προλάβει.
Άραγε τι να χει απογίνει;
Κοίταγε το φεγγάρι, τον έναστρο ουρανό και ίδρωνε!!!
- Αχ να προλάβω!!!! Σκεφτότανε…
- Αχ να προλάβω!!!!
Η Ειρήνη φυλακισμένη στο νεροποτισμένο κελί της, πάγωνε.
Ένιωθε να την εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της και να σβήνει.
Μια μικρή φλογίτσα ήταν τώρα.
Ένα φου και θα 'σβηνε.
Μάταια παρακάλαγε να την ελευθερώσουν.
Άδικα φώναζε πως κανείς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εκείνη.
Τίποτα δε θα στέριωνε χωρίς την παρουσία της.
Με τα χείλη ξερά και τα ρούχα βρώμικα τους ικέτευε σπαρακτικά.
Του κάκου όμως.
Ψυχή δεν άκουγε.
Η ευχή τρυπάει τη γη και βουτάει βαθιά της να βρει το κελί της Ειρήνης.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έψαχνε.
Τρία φεγγάρια και τρεις ήλιοι της κάναν παρέα να μην κοιμηθεί.
Ώσπου ξαφνικά την βρήκε την ώρα που κοιμόταν.
Κουρνιάζει και εκείνη στην αγκαλιά της, ήσυχη πια να ξαποστάσει.
-Έ!!!! Ποια είσαι συ;;; Την ρωτάει αγουροξυπνημένη.
-Σσσσσσς!!! Μη φωνάζεις, είμαι η ευχή!!!
-Ευχή; Ποια ευχή;
- Η ευχή του Φιλιού!!!!
- Και τι θέλεις από μένα ευχή του Φιλιού;
-Λοιπόν άκου… της λέει.
-Το Φιλί ευχήθηκε να είναι μαζί σου αν θέλεις και συ να είσαι μαζί του τότε θα πραγματοποιήσω την ευχή του.
Μην ρωτήσεις τί και πώς..
Είμαι νέα ευχή, και θα πρέπει κι εγώ να ψάξω πολύ να βρω τον τρόπο.
Αν είναι λοιπόν και δεν θες μην μπω στον κόπο…
- Όχι!!! Θέλω!!! Θέλω!!! του είπε.
- Εντάξει λοιπόν!!! Και ξεκίνησε να βρει τον ΤΡΟΠΟ…
Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να ψάχνει στις καρδιές των ανθρώπων.
Άρχισε να ακούει τις φωνές τους, τις σκέψεις τους να βρει την αδυναμία τους.
Και τη βρήκε.
Ήταν η πίστη που είχε ο ένας στον άλλον.
Το πόσο εμπιστευόντουσαν στις δύσκολες στιγμές.
Τότε τρύπωσε στο μυαλό τους, έσπειρε την αμφιβολία κι άρχισαν οι καυγάδες.
Να τα βάζει ο ένας με τον άλλο.
Μια ατέλειωτη μάχη ξεκίνησε ώσπου κάποιος φώναξε:
- Φτάνει. Όχι άλλο μίσος!!! Ας φέρουμε την Ειρήνη πριν χαθούμε οριστικά.
Και όλοι συμφώνησαν.
Λύσανε την Ειρήνη, έφεραν πίσω το Φιλί και είπαν.
- Εμείς φέραμε το κακό εμείς θα το διώξουμε.
Ειρήνη χωρίς εσένα δεν ζει η ανθρωπότητα και Φιλί χωρίς εσένα η αγάπη είναι ανούσια.
Ας είστε λοιπόν ευλογημένα!
Η Ειρήνη και το Φιλί αγκαλιάστηκαν.
Τώρα περπατάνε χέρι με χέρι και οι καρδιές των ανθρώπων μαλάκωσαν.
Όλοι πήραν το μάθημά τους για πάντα.
Χριστίνα Γαλιάνδρα
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki