Ζανέτας Κουτσάκη
Ο Μίμης άδειασε το ποτήρι με τον χυμό, χωρίς καν να ανασάνει. Η υπερπροσπάθειά του αυτή, έκανε τα μάτια του να κλείσουν δακρύζοντας. Οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν μπάλα έξω από το σπίτι τον ξεσήκωναν για ακόμη ένα απόγευμα. Άφησε το άδειο ποτήρι πάνω στον πάγκο της κουζίνας και παραμέρισε το ύφασμα της κουρτίνας. Σχεδόν κόλλησε το αναψοκοκκινισμένο του προσωπάκι στο τζάμι και έμεινε να παρακολουθεί τον αγώνα κάνοντας γκριμάτσες σε κάθε ευκαιρία για γκολ που χάνονταν.
Αδιαφορούσε για το ποιος θα κέρδιζε, για το ποιοι παίχτες βρισκόταν σε κάθε ομάδα και για το αν τελικά ήταν ή όχι φάουλ η φάση. Αυτό που τον εντυπωσίαζε, ο λόγος που παρακολουθούσε το παιχνίδι των συνομήλικων του με τόσο πάθος, ήταν η ένταση με την οποία μιλούσαν, το λαχάνιασμα τους, η ταχύτητα με την οποία κινούσαν τα πόδια τους!
«Μίμη γλυκέ μου… νομίζω πως είναι ώρα να τελειώσεις τα μαθήματά σου!»
Η πάντα ήρεμη φωνή της μητέρας του ακούστηκε από το διπλανό δωμάτιο.
«Μα μαμά… Κοίτα τους! Όλοι αυτοί έχουν διαβάσει;»
Δεν πήρε καμιά απάντηση. Όταν η μητέρα σιωπούσε, ο μικρός Μίμης ήξερε πολύ καλά πως οτιδήποτε και αν έλεγε στο εξής, εκείνη δεν θα άλλαζε γνώμη!
«Μαμάδες… όλες έτσι είναι άραγε;» Σκέφτηκε μεγαλόφωνα και απογοητευμένος κίνησε για το δωμάτιό του. Οι δυο τεράστιες ρόδες διαμαρτυρήθηκαν κι εκείνες τρίζοντας, μην αντέχοντας την απότομη ταχύτητα που τα χέρια του αγοριού τους επέβαλαν. Απογοητευμένος, σταμάτησε το αναπηρικό καρότσι που τον συνόδευε πάντα μπροστά στο γραφείο. Όμως να συγκεντρωθεί δεν μπορούσε. Έπιασε ξανά τις τεράστιες για τα χέρια του ρόδες και άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω. Μπροστά του, ανοιχτό το βιβλίο των αγγλικών. Η ματιά του έπεσε στο ζωγραφιστό, πράσινο πλασματάκι την ίδια στιγμή που νόμιζε πως άκουσε την μάνα του να απαντά στις δικές του μεγαλόφωνες σκέψεις.
«Δεκάχρονα… όλα έτσι είναι άραγε;»
Ήταν σχεδόν σίγουρος που εκείνη την στιγμή η μάνα του χαμογελούσε πειραχτικά, αυτό όμως ήταν κάτι που τον άφηνε αδιάφορο τούτη την ώρα. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στο πράσινο πλάσμα, προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε ήταν κάποιο ζώο ή κάποια αποτυχημένη προσπάθεια του εικονογράφου να σχεδιάσει ένα αστείο ανθρωπάκι.
Όλα άρχισαν όταν ο Μίμης άπλωσε το χέρι και άγγιξε το γυαλιστερό χαρτί. Τα ακροδάχτυλα του ακούμπησαν στη ζωγραφιστή κοιλιά του πλάσματος. Όμως η υφή δεν έμοιαζε καθόλου με χαρτί!
Μια θέρμη του θύμιζε χνουδάτο δέρμα ζωντανού σκύλου! Η μυρωδιά που έφτασε την επόμενη στιγμή στα ρουθούνια του, έφερε στον νου του το χρυσόψαρο που κάποτε είχε σε μια μικρή γυάλα πάνω στο γραφείο του. Με έκπληξη άκουσε έναν περίεργο ήχο, μα πιο περίεργο του φάνηκε όταν κατάλαβε πως ο ήχος αυτός έβγαινε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, έμοιαζε με τιτίβισμα, με κελάηδημα!
Το ξάφνιασμά του τον έκανε να σπρώξει με δύναμη τις ρόδες που τον βοηθούσαν να κινηθεί, κάνοντας το σώμα του να βρεθεί αρκετά μέτρα μακριά από το γραφείο του.
Με τα ματιά γουρλωμένα, έμεινε εκεί, ακίνητος να παρατηρεί το πράσινο εξόγκωμα που διακρινόταν να προεξέχει από την ανοιχτή σελίδα του βιβλίου. Σχεδόν τρομαγμένος, άλλα συνάμα γεμάτος περιέργεια, έβλεπε την πράσινη μάζα να παίρνει μορφή. Να αποκτά χέρια, πόδια, κεφάλι.
Το τιτίβισμα που πριν λίγες στιγμές είχε ακούσει, πλέον είχε αντικατασταθεί από ένα κελαρυστό γέλιο. Κι εκείνος ο ήχος όμως, χωρίς καμιά παύση άρχισε να αλλάζει ξανά. Ο Μίμης άρχισε να ξεχωρίζει λέξεις. Κάτι σαν απολογία ακουγόταν στα αυτιά του, χωρίς καν το πράσινο πλάσμα να κουνάει το στόμα του! Ήταν λες και μιλούσε κατευθείαν στο μυαλό του, παρακάμπτοντας την ακουστική οδό!
«Δεν ήθελα να σε τρομάξω μικρέ μου φίλε, δεν μπόρεσα όμως να κρατηθώ. Βλέπεις γαργαλιέμαι πάρα πολύ!»
Ο Μίμης, προσπαθώντας να συνέλθει, ψέλλισε…
«Μικρός εγώ; Εσύ είσαι μια σπιθαμή!»
Γαργαριστά γέλια ακούστηκαν ξανά στο δωμάτιο. Ο ήχος τους έμοιαζε με νερό ώσπου αντικαταστάθηκε, για ακόμη μια φορά δίχως παύση, σε λόγια.
«Μικρέ μου φίλε, είμαι χιλιάδων ετών!»
«Αυτό δεν γίνεται…»
Απάντησε γεμάτο δυσπιστία το μικρό αγόρι.
«Κι όμως! Είμαι ο μοναχογιός της φύσης. Για πατέρα έχω τον χρόνο, αδέλφια δεν απέκτησα ποτέ, έχω όμως τέσσερα παιδιά!»
Ο Μίμης αφού είχε περάσει από το σοκ στην απόλυτη περιέργεια, άρχισε τις ερωτήσεις.
«Πώς τα λένε τα παιδιά σου;»
«Γη, Αέρα, Φωτιά, Νερό».
«Μα αυτά είναι τα τέσσερα στοιχεία της φύσης!»
«Ασφαλώς και είναι… Για την ακρίβεια η Φύση είναι η γιαγιά τους».
«Εντάξει με τα παιδιά σου, τους γονείς σου όμως δεν τους συμπαθώ». Είπε πικραμένο το αγόρι και κατέβασε το κεφάλι.
«Την Φύση και τον χρόνο; Μα γιατί;»
«Κοίτα… Η μάνα σου εμένα δεν με αφήνει να περπατήσω. Μόνο στις σαύρες και στα σαλιγκάρια δηλαδή επιτρέπει να ανανεώνουν τα κατεστραμμένα μέλη τους; Αυτό μάθαμε στο μάθημα της φυσικής πριν λίγες μέρες. Αν μπορούσαν να το κάνουν και οι άνθρωποι τώρα εγώ θα ήμουν όρθιος… αδικία!»
«Μάλιστα… Και τον πατέρα μου; Γιατί τον αντιπαθείς κι εκείνον;»
«Ο χρόνος δεν ήταν φίλος μου ποτέ. Μια ολόκληρη ζωή ακούω πράγματα που το αποδεικνύουν».
«Δηλαδή;»
«Το μωρό άργησε να πάρει την πρώτη του ανάσα…
»Οι γιατροί δεν κατάλαβαν εγκαίρως πως το μωρό δεν έπαιρνε οξυγόνο…
»Το μωρό δεν έπρεπε να γεννηθεί ακόμη…
»Το παιδί έπρεπε να μείνει περισσότερο στο νοσοκομείο…
»Το παιδί έπρεπε να είχε κάνει παραπάνω εξετάσεις…»
«Να ήξερες πόσο λυπάμαι!» Το πράσινο πλασματάκι άκουγε την πικρή πραγματικότητα, μην μπορώντας να ξεκολλήσει τα ματιά του από τα αδύναμα πόδια του παιδιού, που τον κρατούσαν καθηλωμένο στο αναπηρικό του καροτσάκι.
Εκείνο το βράδυ ο μικρός Μίμης είδε το πιο όμορφο όνειρο της ζωής του. Ήταν λέει στον δρόμο, παρέα με τα αλλά παιδιά. Έτρεχε μαζί τους κλοτσούσε την μπάλα με τα δυνατά του πόδια και όλοι πανηγύριζαν για τα γκολ που έβαζε. Και κάπου εκεί στην κερκίδα, που το παιδικό μυαλουδάκι του την τοποθέτησε στην άκρη του δρόμου, πανηγύριζε κάπως κρυμμένος και ο μικρός του πράσινος φίλος.
Ξύπνησε με μια και μόνο σκέψη να πλημμυρίζει μυαλό του. Φαντάστηκε να πετάει τα σκευάσματα από πάνω του και να τρέχει προς τον δρόμο, που στο όνειρό του την χθεσινή νύχτα είχε μεταμορφωθεί σε γήπεδο. Μα και μόνο αποτυχημένη προσπάθεια να κινήσει τα πόδια του έκλεισε ξανά την διάθεσή του στο σκοτεινό κουτί που συνήθιζε να βρίσκεται.
Ξαφνικά ένιωσε ένα ελαφρύ γαργαλητό στο στέρνο του. Με μεγάλη του έκπληξη αντίκρισε το πράσινο πλασματάκι να ξεπροβάλει κάτω από τα σκευάσματα!
«Ει! Τι κάνεις εσύ εδώ;» Αναφώνησε φανερά ενθουσιασμένος.
«Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις ξανά;» Η γάργαρη φωνή του ακούστηκε τόσο οικεία πια στα παιδικά, δεκτικά αυτιά του μικρού αγοριού. Μα φυσικά! Αν και για να πω την αλήθεια νόμιζα πως δεν θα σε δω ποτέ ξανά... νόμιζα πως ήσουν απλά μια φαντασία. «Χμ... μικρέ μου φίλε, ίσως θα μπορούσες να με πεις κι έτσι!»
«Εννοείς πως δεν υπάρχεις στην πραγματικότητα;»
«Όχι υπάρχω! Απλά υπάρχω μόνο για τα δικά σου μάτια».
«Πολύ περίεργα μου τα λες! Δηλαδή οι άλλοι δεν μπορούν να σε δουν;»
«Ούτε να με δουν ούτε να με ακούσουν. Μόνο μια αγνή ψυχή σαν τη δική σου έχει αυτή την ικανότητα! Λοιπόν, μην με διαψεύσεις... περιμένω να ακούσω την ευχή σου».
Το πλασματάκι, με τα μικροσκοπικά χεράκια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του, περίμενε με αγωνία να ακούσει την ευχή που σκόπευε να πραγματοποιήσει.
«Εγώ; Γιατί εγώ να έχω ένα τέτοιο δικαίωμα; Ίσως κάποιος άλλος να έχει να ευχηθεί κάτι πιο σημαντικό από μένα!»
«Μα ακριβώς γι' αυτό! Γιατί ή καλοσύνη σου ξεπερνάει κάθε προηγούμενο! Ακούω την ευχή σου τώρα...»
«Εύχομαι... εύχομαι να υπάρχουν κι άλλες αγνές ψυχές. Εύχομαι η καλοσύνη στον κόσμο να μην έχει χαθεί, πράγμα που σημαίνει πως σύντομα θα βρεις και κάποιον άλλο που θα μπορεί να σε βλέπει!»
«Αφού αυτό επιθυμείς, αυτό θα γίνει...»
Στο επόμενο πετάρισμα των παιδικών βλεφάρων, ο πρωτότοκος γιος της φύσης και του χρόνου είχε εξαφανιστεί.
Ο μικρός Μίμης, για ακόμη μια φορά άρχισε να πιστεύει πως όλα τούτα δεν ήταν παρά εικόνες που το μυαλό του έπλαθε για κάποιον ακαθόριστο λόγο.
«Ίσως κοιμάμαι ακόμη και ονειρεύομαι. Ίσως πάλι να έχω αρχίσει να τα χάνω!»
Με την αμφιβολία αυτή να ενοχλεί τον ενθουσιασμό του, ένιωσε ξανά τα μάτια του να κλείνουν.
Ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να αρχίσει να ετοιμάζεται για το σχολείο, άλλωστε δεν θα μπορούσε να το κάνει χωρίς την βοήθεια της μητέρας του. Κάτι όμως έκανε την επόμενη στιγμή τα βλέφαρα του να ανοίξουν ξανά. Αυτή την φορά διάπλατα! Μα πως ήταν δυνατών; Τι ήταν αυτή η αίσθηση που πρώτη φορά ένιωθε; Ήθελε να ξεσπάσει σε γέλια και δεν άργησε να το κάνει! Ξάφνου ένα δεύτερο γέλιο ακούστηκε στο δωμάτιο, έντονο και γαργαριστό. Αυτή τη φορά το πράσινο πλάσμα φανερώθηκε από την κάτω πλευρά των σκευασμάτων επιτρέποντας στον αέρα να εισβάλει κάτω από το σεντόνι.
Ο Μίμης τρόμαξε! Σταμάτησε απότομα να γελάει και τα μάτια του σχεδόν δάκρυσαν από το απότομο άνοιγμα.
«Συγγνώμη μικρέ μου φίλε, δεν ήθελα να σε τρομάξω πάλι! Απλά μια και ή γνωριμία μας ξεκίνησε με το γαργαλητό που με έκανες να νιώσω πριν πηδήξω από την σελίδα του βιβλίου σου, είπα να το συνδυάσω και να σε κάνω να εκπλαγείς με τον ίδιο τρόπο!»
«Μα πως μπορείς και με γαργαλάς στην πατούσα; Κανονικά δεν θα έπρεπε να το νιώθω αυτό!»
«Τι θα έπρεπε και το τι όχι, υπάρχουν άλλοι για να το κρίνουν. Αυτοί που δέχονται ή όχι να πραγματοποιήσουν τις ευχές των αγνών ψυχών, όταν έχω σπάνια την τιμή να τις συναντώ».
«Δεν σε καταλαβαίνω... τι μου έκανες; Νιώθω περίεργα, νιώθω μια πίεση στα πόδια μου... τι μου έκανες, λέγε!»
«Ηρέμησε αγόρι μου, δεν είναι παρά το σκέπασμα που σε βαραίνει!»
«Το σκέπασμα; Μα πώς είναι δυνατόν; Αφού εγώ δεν νιώθω τα πόδια μου!»
«Και αυτό που νιώθεις τώρα, τι είναι;» Είπε το πλάσμα σταυρώνοντας για ακόμη μια φορά τα χέρια του μπροστά από το στήθος.
«Αυτό που νιώθω τώρα είναι... είναι... είναι τα πόδια μου!»
Μα παρόλο που ο μικρός Μίμης ένιωθε ακόμη το σεντόνι να του χαϊδεύει τα πόδια, δεν τολμούσε να κάνει προσπάθεια να τα κινήσει. Δεν ήθελε μα απογοητευτεί για ακόμη μια φορά.
«Η ευχή σου εισακούστηκε μικρέ μου φίλε!»
«Μα δεν ευχήθηκα τίποτα για τα πόδια μου...» απάντησε σαν χαμένος μέσα στην σκόνη του εντυπωσιασμού του.
«Ξέρω πολύ καλά τι ευχήθηκες. Να μπορέσω να βρω ακόμη μια αγνή ψύχη. Και ασφαλώς την βρήκα».
«Την βρήκες; Πού;»
«Στην άλλη άκρη του πλανήτη. Μα τί σημασία έχει τώρα αυτό; Αυτό που πρέπει να σε νοιάζει είναι ότι εκείνη ευχήθηκε για σένα! Ευχήθηκε κάποιος που το αξίζει πραγματικά να πάρει την μεγαλύτερη χαρά της ζωής του, εξαιτίας της δικής της ευχής! Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάποιον που να αξίζει περισσότερο από σένα την χαρά τούτη...»
Σχεδόν δυο δεκαετίες αργότερα...
Η φωνή την ώριμης κύριας ακούστηκε από το διαμέρισμα του κάτω ορόφου.
«Νεόνυμφοι... άραγε έτσι κάνουν πάντα;»
Ο Μίμης λαχανιασμένος έκλεισε την πόρτα πίσω του σπρώχνοντάς την με την μύτη του καλογυαλισμένου του παπουτσιού.
«Πεθερές! Έτσι κάνουν πάντα...» Είπε ξέπνοα, στολίζοντας το πρόσωπό του με το πιο αληθινό, γεμάτο αγάπη χαμόγελό του.
Ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει, πως είχε πια ενώσει την ζωή του ενώπιον θεού και ανθρώπων. Άφησε την νύφη να πατήσει στο πάτωμα, καθώς έπαιρνε ακόμη βαθιές κοφτές ανάσες.
«Βάρυνες αγάπη μου!»
Το κορίτσι τον κοίταξε παραπονιάρικα!
«Βάρυνα ε; Φαντάσου να φτάσω και στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης...»
«Ε, τουλάχιστον τότε δεν θα χρειαστεί να σε κουβαλήσω νύφη ξανά!»
Η κοπέλα τον κοίταξε πειραχτικά, του χαμογέλασε και σφράγισε τα χείλη του με ένα φιλί, αφού πρώτα είπε ψιθυριστά...
«Οποίος δεν ξέρει τον τρόπο που αστειεύεσαι, δεν θα πίστευε ποτέ πως έφτασες ως την άλλη άκρη του πλανήτη για να με κάνεις γυναίκα σου...»
Ζανέτα Κουτσάκη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki