Μελίνας Τριανταφυλλίδου
Κάποτε σ' ένα βραχώδες ψηλό βουνό είχε το κάστρο του ο μάγος Καλουμπρό. Ήταν κακός και μοχθηρός, δαιμόνιος και αχρείος μα τις παγίδες του έστηνε με τη σιγή ιχθύος.
Ύπουλος ήταν κι άπληστος και έπλεε στο χρήμα, καθένας που τον γνώριζε ευθύς γινόταν θύμα. Και στα βασίλεια πήγαινε κι έδινε παραστάσεις, ήταν αητός στα μαγικά κι είχε καλές συστάσεις. Τους βασιλείς διασκέδαζε και τους ψυχαγωγούσε, το μέλλον τους προέβλεπε και τους καθοδηγούσε. Κι ήτανε πλέον ξακουστός στα πέρατα του κόσμου σαν το άρωμα του γιασεμιού, της μέντας και του δυόσμου. Τον θεωρούσαν άκακο, διασκεδαστή αστείο όμως κανείς δε γνώριζε πως ήτανε θηρίο. Πανούργο και επιβλαβές για την πλάση όλη, φίλοι του ήταν οι σκιές και οι μοχθηροί διαβόλοι.
Στη χώρα αυτή λοιπόν παιδιά που ζούσε ο μάγος Καλουμπρό, ήταν βασιλιάς ο Αστήρ μ' ένα βασίλειο μυθικό. Μα κυβερνούσε δίκαια κι όλοι τον εκτιμούσαν, πάντα επαινετικά γι' αυτόν οι άνθρωποι μιλούσαν. Ήταν πολύ αγαπητός κι είχε μια θυγατέρα, πανέμορφη και ανάλαφρη σαν άσπρη περιστέρα. Κι η κόρη είχε γενέθλια θα 'κλεινε τα δεκάξι κι ο βασιλιάς σκεφτότανε τί δώρο να της τάξει. Ήθελε κάτι σπάνιο που να τη διασκεδάσει, ίσως ένα γελωτοποιό που να την κάνει να γελάσει.
Τότε θυμήθηκε ο Αστήρ τον μάγο Καλουμπρό μια και είχε ακούσει γι' αυτόν παινέματα σωρό. Πως έκανε κόλπα τρελά με ταχύτητα φωτός, πως μόλις σ' ένα λεπτό γινότανε καπνός! Πως χόρευε στον άνεμο σαν να 'ναι αερικό, πως εμφάνιζε αντικείμενα με τρόπο εξωπραγματικό! Κι άλλα πολλά απίθανα του είχαν εξιστορήσει, τον κάλεσε λοιπόν εκεί να τους ψυχαγωγήσει.
Και ήρθε η πολυπόθητη των γενεθλίων μέρα μα ήταν να φέρει συμφορά, απόγνωση, φοβέρα... Στο παλάτι όλα ήταν στην εντέλεια. Τίποτα δυστυχώς δεν προμήνυε τη συντέλεια. Η αίθουσα της δεξίωσης περίτεχνα στολισμένη, οι καλεσμένοι επιφανείς και εκλεκτικά διαλεγμένοι. Οι αυλικοί υπέρκομψοι και περιποιημένοι, και η εκθαμβωτική Κλειώ απαστράπτουσα και εκλεπτυσμένη. Μες το σιέλ της φόρεμα θύμιζε ζωγραφιά, έλαμπε και πλημμύριζε τον χώρο με ομορφιά! Όλα λοιπόν ήταν εξαίσια! Οι κήποι πεντακάθαροι και φρεσκοκλαδεμένοι, τα μάρμαρα υπέρλαμπρα, οι φράχτες ανθισμένοι. Τα φαγητά ιδιαίτερα, οι τοίχοι στολισμένοι. Όλα τριγύρω έλαμπαν και όλοι ευτυχισμένοι!
Ώσπου ο μάγος Καλουμπρό έφτασε στο παλάτι και τίναξε την κάπα του απ' τη γυρτή του πλάτη. Έβγαλε το καπέλο του μπροστά στο βασιλιά και υποκλίθηκε βαθιά γεμάτος πονηριά.
“Μεγαλειότατε Αστήρ μεγάλη είναι η χαρά μου που απόψε θα απολαύσετε τα ωραία μαγικά μου!”
Είπε με βροντερή φωνή κι όλοι χειροκροτήσαν κι ευθύς τα μαγικά τρικ του Καλουμπρό αρχίσαν. Να τρίβει τη χούφτα του και να φυτρώνει λουλούδι, να κουνά το καπέλο του και να πέφτει ροζ χνούδι! Να τινάζει την κάπα του και να βγαίνουν κουνέλια, να μακραίνουν τα δάχτυλα των χεριών του σα χέλια! Να αιωρείται το σώμα του, πουπουλένιο να μοιάζει, ν' αλλοιώνει το σχήμα του και μορφές να αλλάζει! Να φουσκώνει τα μάγουλα και φωτιές να φυσάει, να γουρλώνει τα μάτια του και τη γη να κουνάει!
Κι άλλα τόσα τρομερά και εντυπωσιακά κολπάκια έκανε ο μάγος Καλουμπρό κι έτριβε τα χεράκια. Γιατί ο βασιλιάς Αστήρ κι όλοι οι καλεσμένοι διασκέδασαν πραγματικά και 'μείναν ευχαριστημένοι. Και η Κλειώ ενθουσιάστηκε τόσο πολύ η δόλια που χάρισε στον Καλουμπρό πολλά σπουδαία δώρα. Μανικετόκουμπα χρυσά, περίτεχνα ρολόγια, υφάσματα μεταξωτά, κεχριμπαρένια κομπολόγια! Κι άλλα πολλά πολύτιμα του χάρισε η καημένη χωρίς να ξέρει η άμοιρη το τι την περιμένει.
Γιατί ο μάγος Καλουμπρό την έβαλε στο μάτι καθώς ήταν πανέμορφη κι αγνή σαν τη Χιονάτη. Να την αρπάξει σκέφτηκε, δική του να την κάνει, αιχμάλωτη να την κρατά έως ότου να πεθάνει. Έτσι όλο το βασίλειο θα γίνει ευθύς δικό του και η αγνή ψυχούλα της γούρι και φυλαχτό του. Γιατί του μάγου η δύναμη ήταν τα θύματά του, πλάσματα που αιχμαλώτιζε και κράταγε κοντά του. Τους αφαιρούσε τη ζωή, τα έβραζε με μέλι κι ύστερα τα γευότανε με αίμα από κουνέλι. Έτσι ένιωθε πανίσχυρος ο αιμοβόρος μάγος που η καρδιά του ήτανε τόσο σκληρή σα μάρμαρο και τόσο κρύα σαν πάγος.
Και πράγματι δεν άργησε σχέδιο να καταστρώσει, την όμορφη βασίλισσα μακριά να απομονώσει. Την ίδια εκείνη τη νυχτιά των γενεθλίων τη γλυκιά ο μάγος μεταμορφώθηκε σε λυγερή ιτιά. Πήρε λοιπόν τη θέση του στο βάθος της αυλής και την Κλειώ περίμενε για να γίνει θηρευτής. Και πράγματι δεν άργησε η κόρη να φανεί για να καληνυχτίσει τον κήπο της λίγο πριν κοιμηθεί.
Ξεκίνησε απ΄ τα γιασεμιά, τα κρίνα, τις μυρτιές κι ύστερα γοργοβάδισε ως τις ροδακινιές.
Τις χάιδεψε, τις φίλησε και πήγε πιο βαθιά στου κήπου τα ενδότερα να δει τη φλαμουριά.
Και ξάφνου η κοπέλα σάστισε σαν είδε την ιτιά. “Πότε γλυκιά μου φύτρωσες σιμά στη φλαμουριά;” Της είπε η βαριόμοιρη μη ξέροντας στιγμή πως ο μάγος δανείστηκε του δέντρου τη μορφή. Κι ο πονηρός ο Καλουμπρό με ψεύτικη φωνή προσκάλεσε την Κλειώ δίπλα στην ιτιά να σταθεί. “Έλα κόρη πεντάμορφη στους κλώνους μου σιμά, είμαι το δώρο γενεθλίων σου απ΄ τον καλό σου το μπαμπά. Τις νύχτες τις γλυκόδροσες να σου χαϊδεύω τα μαλλιά και τις μέρες τις ηλιόλουστες ίσκιο να σου χαρίζω και δροσιά”.
Και η άμοιρη η βασιλοπούλα μας καλόπιστη και αγνή πείστηκε και πλησίασε την ιτιά τη λυγερή. Και τότε ο μάγος έκανε τους κλώνους της παγίδα και πιάστηκε η Κλειώ στα δίχτυα σα μαρίδα. Τι κι αν η άμοιρη φωνές προσπάθησε να βάλει, ο μάγος είχε σχέδιο μαζί του να την πάρει. Πήρε λοιπόν μορφή αϊτού και άρπαξε την Κλειώ και μήτε που τη ρώτησε αν τον εγκρίνει για γαμπρό. Στο κάστρο του την έδεσε, στ' αμπάρι κλειδωμένη και για έξι μέρες έμεινε νηστική και διψασμένη!
Είδε όμως η δύστυχη πως η καρδιά του μάγου ήταν σκληρή σα μάρμαρο και κρύα σαν τον πάγο. Διόλου δε συγκινήθηκε να την ελευθερώσει μα πιο πολύ την έδεσε μέχρι που να ματώσει. Και η άμοιρη νυχθημερόν πλάνταζε απ΄ το κλάμα για το σκληρό που βίωνε, το άδικό της δράμα! Θυμόταν τον πατέρα της, τα όμορφα παλάτια και χίλια μαύρα δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια.
Και ο κακούργος Καλουμπρό μάγεψε την κοπέλα να κλαίει αντί για δάκρυα, διαμάντια μαγεμένα. Κι έτσι το αμπάρι γέμισε με δάκρυα διαμαντένια, από της κόρης τον καημό μαύρα και ραγισμένα. Και στο σκοτάδι έλαμπαν και μοιάζανε με αστέρια καθώς η κόρη τ' άγγιζε με τ' απαλά της χέρια. Κι έτσι περνούσε ο καιρός στου Καλουμπρό τα κάστρα και κάθε μέρα ένα σωρό μετρούσε μαύρα άστρα! Γιατί ήταν αστείρευτα τα δάκρυα της κοπέλας και τα διαμάντια αμέτρητα ως την αυγή της μέρας. Ώσπου το κάστρο γέμισε μαύρα μικρά διαμάντια, που χύθηκαν ολόγυρα στα κοντινά λιβάδια.
Δεν είπαμε όμως φίλοι μου τι έγινε στου παλατιού το αρχοντικό όταν χάθηκε η μονάκριβη βασιλοπούλα Κλειώ. Επικράτησε χαμός, ταραχή και πανικός και ο βασιλιάς Αστήρ ήταν τόσο σκεπτικός. Έβαλε στρατεύματα την περιοχή να οργώσουν, την αγαπημένη κόρη του να βρουν και να τη σώσουν. Έβγαλε διαγγέλματα απανταχού στη χώρα και αφίσες που εξηγούσανε του παλατιού τη μπόρα. Και ανακοίνωσε παντού πως όποιος βρει την Κλειώ θα πάρει μέγα θησαυρό και αμύθητο χρηματικό ποσό.
Κι έτσι οι μέρες πέρασαν μα ούτε ένα νέο ικανοποιητικό, μέχρι που σκέφτηκε ο βασιλιάς τον μάγο Καλουμπρό. “Μα βέβαια”, μουρμούρησε “σ' αυτόν πρέπει να πάω! Με τις μαντικές δυνάμεις του θα βρώ την Κλειώ μου, ξεκινάω!”
Και διέταξε τους αυλικούς τα άλογα να ζέψουν και πως θα βρεθεί η κόρη του μαζί του να πιστέψουν. Για θετική ενέργεια ευχόταν ο καημένος, να βρει τη θυγατέρα του, να ξαναγίνει ευτυχισμένος.
Έτσι αφού ταξίδεψαν για ώρες αρκετές είδαν από μακριά του κάστρου τις κορφές. Μα όσο το πλησίαζαν τους τύφλωνε μια λάμψη, άστραφτε ο βράχος, το βουνό φωτιά σα να είχε ανάψει! Κι όταν κοντά πλησίασαν είδανε τα διαμάντια, χιλιάδες γύρω ολόγυρα, μαύρα μαργαριτάρια! Απόρησε ο βασιλιάς κι όλοι οι αυλικοί του γιατί ο μάγος σκόρπισε διαμάντια στην αυλή του. “Αυτά είναι πανάκριβα! Μπορούν να του τα κλέψουν!” Δεν ήξεραν οι άμοιροι αληθινά τι να πιστέψουν.
Κατέβηκε ο βασιλιάς από της άμαξας το θρόνο και φώναξε τον Καλουμπρό, τον μεγάλο του καημό να πει και πόνο. Κι ο μάγος απ΄ την κορυφή πέταξε ως του βουνού τη βάση προσποιούμενος στο βασιλιά ότι πονά για την κόρη που είχε χάσει. Κι ο βασιλιάς του ζήτησε στη μαγική του σφαίρα να δει που είναι η μονάκριβη, η πανέμορφή του θυγατέρα.
Κι ο πονηρός ο Καλουμπρό το βασιλιά για να παραπλανήσει, ψέμα επινόησε σκοτεινό, στη θλίψη πιο πολύ να τον βυθίσει. “Σεβάσμιε μου βασιλιά”, είπε με σοβαρή φωνή “λυπάμαι αληθινά, η κόρη σου δε ζεί. Είναι σε σκοτεινή σπηλιά, άψυχο το κορμί της. Λυπάμαι μεγαλειότατε, αναπαυμένη ας είναι η ψυχή της...”
Κι ο βασιλιάς κοκάλωσε, ράγισε η καρδιά του. Τα άκαρδα λόγια του Καλουμπρό σκίσαν τα σωθικά του! Και αφού επικράτησε σιωπή για ώρα αρκετή ο βασιλιάς Αστήρ είπε με σπασμένη φωνή “Η κόρη μου ζει! Και θα τη βρώ ο κόσμος να χαλάσει! Η Κλειώ ζει και θα την αναζητώ όσο ζώ! Κι όποιος βοηθήσει να τη βρω αμύθητο θα πάρει θησαυρό σαν τα διαμάντια αυτά που λάμπουν από μακριά”.
Και η Κλειώ μες το κελί της άκουγε τον πατέρα της και μάτωνε η ψυχή της. Κι έκλαιγε ασταμάτητα για όσα είχε χάσει και διαμαντένια δάκρυα κυλούσαν διαρκώς στου βράχου τη μεγάλη βάση. Κι ο βασιλιάς απόρησε και ρώτησε τον Καλουμπρό για το φαινόμενο αυτό.
Κι εκείνος αποκρίθηκε πως είναι το βουνό του μαγικό γι' αυτό έχει το κάστρο του στο ύψωμα αυτό. Και σκέφτηκε ο βασιλιάς τα μαγικά διαμάντια να αγοράσει μήπως του φέρουν τύχη για να βρει την κόρη που είχε χάσει.
Κι ο Καλουμπρό περιχαρής του πούλησε ένα σωρό και γέμισε το κάστρο του με αληθινό χρυσό. Και φορτωμένη η άμαξα με τόνους διαμαντένιο δάκρυ, ταξίδεψε ως της χώρας πέρα μακριά την άκρη. Να διαλαλήσει ο βασιλιάς την κόρη του όποιος θα βρει, της άμαξας τον θησαυρό σα δώρο θα εκλάβει. Μα πάλι το αποτέλεσμα καθόλου ελπιδοφόρο, κανένα δε συνάντησε καλό μαντατοφόρο. Παντού εισέπραττε άγνοια, αρνητική εικόνα, κανείς δεν είδε την Κλειώ με τη χρυσή κορώνα.
Κι έτσι στο παλάτι γύρισε με το βαρύ φορτίο, μα η καρδιά του πιο βαριά σα βυθισμένο πλοίο. Άκαρπες οι προσπάθειες, χαμένος τόσος χρόνος, στο βασίλειο του τώρα βασίλευαν η θλίψη και ο πόνος. Κι ο βασιλιάς κατέρρευσε, βυθίστηκε σε κώμα, σε ύπνο βαθύ αφέθηκε και έμοιαζε με πτώμα. Χίλιοι γιατροί περάσανε να τον επισκεφθούνε κι όλοι μαζί κοπίαζαν το γιατρικό να βρούνε. Μα ήταν πλέον φανερό σ΄ όλη την οικουμένη, αν δε γυρίσει η κόρη του ο Άδης τον προσμένει.
Έτσι οι γιατροί αποχώρησαν δίχως να τον θεραπεύσουν, δε μπόρεσαν με φάρμακα τον πόνο να γιατρέψουν. Και η Κλειώ μες το κελί έμαθε τα μαντάτα κι΄ έκλαιγε τον πατέρα της και τα δικά της νιάτα. Παρακαλούσε το Θεό να την ελευθερώσει, ζωή στον πατερούλη της ν' αξιωθεί να δώσει. Κι απ΄ τον μεγάλο της καημό λυθήκανε τα μάγια και λιώσανε τα δάκρυα που ήτανε διαμάντια.
Μαύρα ποτάμια χύθηκαν στα πέρατα της χώρας και στο παλάτι ο θησαυρός σε δυο λεπτά της ώρας μαύρο νεράκι έγινε και πλημμύρισε τα πάντα, τη σάλα, τα δωμάτια, του κήπου τη λεβάντα.
Κι οι αυλικοί ταράχτηκαν, εξήγηση ζητούσαν. Άμα ξυπνούσε ο βασιλιάς, τί θα του απαντούσαν;
Έτσι καλέσαν ειδικούς τα αίτια να εξηγήσουν, πώς τα αδικαιολόγητα να τα δικαιολογήσουν; Και οι ειδικοί αποφάνθηκαν πως το μαύρο νερό ήταν ανθρώπου δάκρυα με απύθμενο καημό. Ναι, ήταν πλέον φανερό, τους γέλασε ο μάγος. Τους πούλησε διαμάντια που λίωσανε σαν πάγος. Και αγοράσαν το νερό μ΄ αντάλλαγμα χρυσάφι. Άχ, αν τον πιάσουν χάθηκε σαν ερπετό στο θειάφι!
Μα ο Καλουμπρό αντιλήφθηκε πως θα 'ρθει η τιμωρία και εξαφανίστηκε ευθύς από την πολιτεία. Πήρε τα μπογαλάκια του και όπου φύγει, φύγει, η κυριαρχία του κακού άρχισε πια να λήγει. Και τη μικρή βασίλισσα έβγαλε απ΄ το αμπάρι, δεν τόλμησε μετά απ΄ αυτά μαζί του να την πάρει.
Κι εκείνη η κακόμοιρη τόσο εξαντλημένη, αφέθηκε στου ποταμού το μαύρο της το δάκρυ.
Και την ταξίδεψε μακριά στης πολιτείας την άκρη. Και μέχρι το παλάτι της το τελευταίο δάκρυ... Εκεί την βρήκαν οι αυλικοί σιμά στα σκαλοπάτια, τόσο χλωμή και αδύνατη με ματωμένα μάτια.
Και αντιλήφθηκαν ευθύς πως τα διαμάντια εκείνα ήταν της κόρης δάκρυα, ήταν του πόνου κρίνα. Κι ευθύς την περιθάλψανε και την περιποιήθηκαν κι όταν συνήλθε εντελώς όλοι πολύ χαρήκαν!
Μα ο βασιλιάς δεν ξύπνησε. Ακόμη βυθισμένος, ασάλευτος στην κλίνη του σα να 'ναι πεθαμένος. Τρέχει η μικρή στο πλάι του και τον σφιχταγκαλιάζει, φιλί του δίνει τρυφερά και τον γλυκοκοιτάζει.
Κι εκείνος ως εκ θαύματος τα μάτια του ανοίγει και τις χαϊδεύει τα μαλλιά και κλαίν' κι οι δύο σαν παιδιά. Κι είναι τα δάκρυά τους διάφανα, καθαρά γιατί είναι από χαρά!
Μελίνα Τριανταφυλλίδου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki