Μαρίας Παρθενόπης Ψαθά
Ένα παραμύθι για τη δύναμη της αγάπης και της μοναδικότητας του καθενός μας.
Ήταν μια ζεστή μέρα στην Πεδιάδα.1
Τα φύλλα έγερναν νωχελικά κάτω από τα ζεστά χάδια του ήλιου και οι σπόροι από τα δεντράκια της νέας σοδειάς κοιμόντουσαν ήσυχα στο φιλόξενο χώμα της γης των προπαππούδων τους.
Ξαφνικά μια ταραχή, πεταλούδες πετούσαν χωρίς να πετάνε και τα δέντρα φοβισμένα μάζευαν τα κλαδιά τους.
Η φωτιά ήταν ήδη εκεί.
Τα δεντράκια αγκάλιαζαν σφιχτά το ένα το άλλο και παρακαλούσαν μια βροχή να τα λυτρώσει.
Δεν πρόλαβαν όλα να ξεδιψάσουν.
Η βροχή ήρθε και, εκτός από τη φωτιά, πήρε μαζί της χώμα και σποράκια ορφανά.
Τα ταξίδεψε μέρες, τα πέρασε μέσα από την Πεδιάδα, τα έπλυνε στον Ορόντη2 και τέλος τα παρέδωσε στη Μεσόγειο Θάλασσα.
Το ορφανό σποράκι μόνο του βρέθηκε σε χώματα αφιλόξενα. Ξένα και τρομακτικά, χωρίς ήλιο, χωρίς τη φίλη του την Πασχαλίτσα, χωρίς τους προπαππούδες του.
Φοβόταν πολύ, έτσι μόνο του, αλλά ορκίστηκε να βρει τη γη εκείνη που θα γλίτωνε και την οικογένεια του από τη μεγάλη φωτιά των ανθρώπων.
Έφτασε πρώτα στο Λίβανο. Εκεί, όμως, οι άνθρωποι το ποδοπάτησαν καθώς έτρεχαν.
Έτρεχαν γρήγορα και προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ένας άνθρωπος μάλιστα έτρεχε τόσο γρήγορα που, με την φόρα του, άλλαξε την κατεύθυνση του μικρού μας σπόρου.
Έπεσε στη θάλασσα κι ας μην ήξερε κολύμπι.
Κρύωνε πολύ μέσα σε αυτό το βαθύ, υγρό παλάτι. Είδε από μακριά κάτι δεντράκια που έμοιαζαν με τους προπαππούδες του, αλλά δεν ήταν εκείνοι.
Γλίτωσε τρεις φορές από βέβαιο θάνατο.
Την πρώτη, το μπέρδεψε ένα ψαράκι με πλαγκτόν.
Τη δεύτερη, ένα κοράλλι το ήθελε για στολίδι στον ύφαλό του.
Και την τρίτη, παρασύρθηκε από μια σπείρα γαρίδων που πήγαινε νότια.
Ήταν πάντα μόνο του.
Φοβισμένο για το μέλλον του ,φοβισμένο για τις ρίζες του που δεν θα μεγάλωναν. Για τον κύκλο της ζωής του που φαινόταν να κλείνει.
Δεν θα ξανάβρισκε τα ζεστά χώματα της οικογένειάς του.
Θα πάλευε πάντα για τη ζωή του. Αν κατάφερνε να βρει ένα χώμα φιλόξενο.
Θα προσπαθούσε να μην παρασυρθεί. Να ριζώσει γερά και να μη γεμίσει ζιζάνια.
Ω,ήταν κιόλας πολύ κουρασμένο το σποράκι μας.
Άφησε το ρεύμα του νερού να το ταξιδέψει.
Φαντάστηκε ότι έχει θεριέψει, δεντράκι ολόκληρο έχει γίνει και γαργαλάει τα φύλλα του μια σκερτσόζα πεταλούδα.
Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια του.
Ένας ήλιος θεόρατος και καυτός το ξύπνησε για τα καλά.
Δεν ήταν απλώς ζεστός, ήταν ένας ήλιος αλλιώτικος.
Χρυσός και ντυμένος με γέλια.
Γέλια παιδικά.
-Καλέ Παππού! φώναξε η Δανάη. Έχουν τίποτα για εμάς τα δίχτυα σου;
Και έτρεξε ξυπόλητη προς το καΐκι. Ξωπίσω της ο Φαίδωνας, ο μικρός της αδερφός, που την κυνήγαγε να βάλει σαγιονάρες.
-Έ! Κοκκώνα μου, σαν τι να ‘χει μαθές;
-Αχ Παππού μου, φτιάχνω το κηπάκι μου και ψάχνω για στολίδια.
-Τι στολίδι να βγει από ‘δω κόρη μου, μόνο καμιά συναγρίδα!, τραντάχτηκε ολόκληρος από το γέλιο του και έτσι όπως κουνήθηκαν τα χέρια του ένα περίεργο, όμορφο, κοκκινωπό σποράκι προσγειώθηκε στα γυμνά ποδαράκια της Δανάης.
-Καλέ Παππού, τι είναι τούτο το ρουμπίνι;
-Α!καμιά ακαθαρσία της θάλασσας θα ‘ναι κοκκώνα μου. Πέτα το μη σε βρομίσει!
Το σποράκι έτρεμε μέσα στο μικρό χεράκι της Δανάης.
Παρακαλούσε το Θεό της σποράς να του δώσει μία ευκαιρία να ζήσει.
Να γίνει το δέντρο που ονειρεύεται.
Έστω και σε ξένη γη. Θα την αγαπούσε. Θα την προστάτευε από νερό και χώμα. Θα την έκανε δική του.
Ήθελε μόνο να ζήσει, μία ευκαιρία για να ζήσει.
Λίγο πριν η Δανάη ανοίξει το βελουδένιο της χεράκι να πετάξει το σποράκι μακριά, έγινε κάτι μαγικό...!
Ο μικρός Φαίδωνας άρπαξε το ρουμπινένιο σπόρο από τα χέρια της αδερφής του και είπε με σοβαρότητα:
«O θησαυρός σας κατάσχεται, δεσποινίς. Μου χρωστάς ένα πιάτο πατάτες οφτές που μου έφαγες προψές. Αυτή θα είναι η πληρωμή σου!»
Και κράτησε το σπόρο γερά στα δαχτυλάκια του.
Το σποράκι δεν ηρέμησε στιγμή. Προσευχόταν ακόμη. Να έπεφτε, λέει, στο χώμα το ξένο, να γινότανε μεγάλο και τρανό και όλοι να το θαυμάζανε.
...Η Νεράιδα της φύσης, που κανέναν δεν αφήνει, τα κανόνισε σοφά.
Ο Φαίδωνας «έκρυψε» το θησαυρό στην αυλή του σπιτιού του, μπροστά στην αυλόπορτα.
Το άγιο χώμα της Κρήτης έκανε τα υπόλοιπα.
Ένα πανέμορφο λυγερό κορμάκι αναστήθηκε σε εκείνη την αυλή.
Η Δανάη και ο Φαίδωνας το έλεγαν «Το δέντρο των Ρουμπινιών».
Και το χάιδευαν και του μιλούσαν και έπαιζαν κρυφτό στη σκιά του, έως ότου μεγάλωσαν μαζί.
Και έτρωγαν τα καλοκαίρια τα ζουμερά του φρούτα, που νοστιμότερα δεν είχαν φάει ποτέ τους..!
Και τώρα που η Στέλλα και ο μικρός Νικόλας τρώνε το κολατσιό τους στη σκιά του μεγάλου ρουμπινένιου δέντρου, τα κλαδιά του αγκαλιάζουν στοργικά τη γη που το μεγάλωσε. Τη γη που δεν το ξεχώρισε από τα δικά της δέντρα.
Τη γη που έδωσε την ευκαιρία στο φοβισμένο σποράκι της Πεδιάδας να γίνει ο Ρουμπινένιος Γίγαντας της Κρήτης.
-Μαμά!, φωνάζει η Στέλλα τη Δανάη, τι δέντρο είναι αυτό Μαμά;
- Αυτό γλυκιά μου, δεν ήταν πάντα δέντρο.
Ήταν κάποτε ρουμπίνι τόσο δα και η Κρήτη το αγάπησε πολύ.
Κι έτσι, για να μην το χάσει, το έκανε δέντρο, του έδωσε ρίζες και βροχή να στεριώσει μέσα της.
Το Δέντρο των Ρουμπινιών θα έμενε πολλούς αιώνες στη γη αυτή, να λέει την ιστορία του στους ανέμους, να δίνει δύναμη σε όλα τα σποράκια
αυτού του κόσμου που αργούν, αλλά με αγάπη και φροντίδα πάντοτε ριζώνουν.
Μαρία Παρθενόπη Ψαθά
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki
1 Πεδιάδα: Η γόνιμη πεδιάδα Γκάμπ της Συρίας
2 Ορόντης: Ο πιο σημαντικός ποταμός της Συρίας, από οικονομική άποψη, που πηγάζει μεταξύ Λιβάνου και Αντιλίβανου και δημιουργείται από την τήξη των χιονιών των δύο αυτών οροσειρών.