Στέλιου Κωνσταντουδάκη
Πρόλογος
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο πρωινό. Η θερμοκρασία σταθερά πάνω από τριάντα βαθμούς και η θάλασσα ήρεμη σαν λάδι. Πόσο της άρεσε το λάδι. Όχι το σκέτο αλλά αυτό που έβρισκε πάνω στα ψαροκόκαλα και που δεν έβρισκε στα κουρκουμπίνια που της έβαζε η Κατερίνα όταν ήταν μικρή.
Μικρή ήταν από σπίτι. Δεν ήταν αλανιάρα όπως είναι τώρα.
Φόραγε πάντα χρωματιστή κορδέλα στο λαιμό και το τρίχωμά της ήταν μονίμως πλουμιστό και φουντωτό. Η Κατερίνα ήταν πάντα πολύ περιποιητική. Την είχε βρει μέσα σε μια σπηλιά. Ευτυχώς είχε κι άλλη γάτα. Εκείνη ήταν μια καλοζωισμένη μαύρη γάτα, μονίμως αραχτή και στρουμπουλή πάνω στις μαξιλάρες που κοσμούσαν το αρχοντικό εξοχικό της Κατερίνας. Τη φώναζε Μπουμπουλίνα.
Η Μπουμπουλίνα ήταν μεγάλη δασκάλα για την Μπιζού. Η αλήθεια είναι ότι η Μπουμπουλίνα μεγάλωσε την εποχή των 80’s, την εποχή που τα παιδιά έπιναν Carnation και έτρωγαν Chicago. Οι πλούσιες ιστορήσεις της με τις λεπτομερείς περιγραφές για έναν κόσμο ξένο, σχεδόν άγνωστο στην Μπιζού, παρ’ όλο που στην πραγματικότητα όλα εκτυλίσσονταν στο ίδιο λιμανάκι με τις ίδιες πολύχρωμες πορτούλες και τον μεγάλο τσιμεντένιο μόλο όπου έκαναν παρέα καμιά δεκαριά βαρκάκια κάθε μέρα με πολύχρωμα πανιά, τα οποία ατένιζαν μαζί από το σπίτι οι δύο γάτες, αποτελούσαν τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις της Μπιζού από έναν κόσμο που δέκα χρόνια μετά της φαινόταν τόσο μακρινός.
Είχαν πια μεγαλώσει. Πλέον και η ίδια ήταν μια κοσμοπολίτισσα.
Δεν έμενε πια στην Κατερίνα, αλλά πλέον γνώριζε όλα τα μήκη και τα πλάτη του νησιού. Το βλέμμα της παρέμενε το ίδιο αγαθιάρικο και παιχνιδιάρικο όπως τότε που έπαιζε με τις μάλλινες μπάλες της Κατερίνας και τις ψεύτικες ψαροκροκέτες της Μπουμπουλίνας.
Όπως όμως όλες οι γάτες ήταν πάρα πολύ έξυπνη και έτοιμη ανά πάσα στιγμή να ανταπεξέλθει σε οποιονδήποτε πειρασμό, όπως το να κυνηγήσει έναν τζίτζικα, μια πεταλούδα ή μια σαύρα.
Κεφάλαιο 1ο
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο πρωινό. Το πρωινό, μπαρμπουνάκι τηγανητό ανακατεμένο με γλυκιές αναμνήσεις, μόλις είχε τελειώσει. Είχε έρθει η ώρα για τον καθημερινό πρωινό περίπατο μέχρι την Τρυπητή.
Τρυπητή Πλάκα το πλακόστρωτο δρομάκι. Κλίμα Τρυπητή τσιμέντο. Τρεις και φεύγα. Είχε υπολογίσει την ώρα που ο ήλιος προκαλούσε σε όλα τα ζωντανά την επιθυμία να παίξουν μπουγέλο με λάστιχα και κουβάδες. Τα παιχνίδια με τα λάστιχα τής τα έμαθε ο Άρης. Τον είχε γνωρίσει πριν πέντε χρόνια στο Κλίμα που κατέβαινε τα καλοκαίρια για βουτιές. Ο Άρης ήταν ένας τύπος με κανελί τρίχωμα, μπούκλα μαλλί, περμανάντ, περιποιημένος κυριολεκτικά στην τρίχα. Τα αφεντικά του τον άφηναν συχνά ελεύθερο να αλωνίζει και ο αστικός μύθος λέει ότι μέχρι και αγέλη προβάτων είχε κατευθύνει στους αγρούς όπου ταξίδευε κατά καιρούς για να αν αναπνεύσει καθαρό, βουνίσιο αέρα.
Αέρα αναζητούσε συχνά ο Άρης και η μόνη που μπορούσε να του τον προσφέρει ήταν η Ίβα. Ατελείωτες ώρες έκαναν παρέα τα δύο σκυλιά στο Κλίμα και πέρασε καιρός μέχρι να μαθευτεί ότι το ερωτικό δίδυμο είχε και απογόνους.
Απογόνους δεν αναζητούσε η ίδια. Μόνο συντροφιά ήθελε.
Την έβρισκε στο καφενείο στην Τρυπητή, όπου σύχναζαν παιδιά για να πιουν λεμονάδα και να αγναντέψουν το ηλιοβασίλεμα. Την έβρισκε στην Πλάκα, στη λιθόστρωτη αυλή της εκκλησίας, δίπλα από το σπίτι του Μηνά, αυτού που σκάρωνε ταξίδια μακρινά ως τη Τζαμάικα. Την έβρισκε και πριν την Πλάκα, στη μεγάλη πλατεία δίπλα στο χωματόδρομο, με τα πολύχρωμα τραπεζάκια και τις γλυκές καλοκαιρινές ορχήστρες που τραγουδούσαν ρεμπέτικα τραγούδια που της είχε μάθει η Μπουμπουλίνα.
Η Μπουμπουλίνα τα είχε ακούσει από τους Ακίνδυνους.
Κάποτε ακίνδυνος ακούγοντας σκεφτόταν ιπποπόταμους, τώρα όμως θυμάται τα δυο αδέρφια. Ο ένας πήγαινε συχνά ταξίδια με το καΐκι, ο άλλος με τη ρετσίνα. Όπου ρετσίνα και ψιψίνα.
Και ψιψίνες υπήρχαν πολλές. Και στο Κλίμα και στο νησί γενικότερα. Ήταν όλες χνουδωτές. Και τις μικρές σε ηλικία, τις φωνάζαν χνουδωτούλες. Και η ίδια ήταν πολύ χνουδωτή. Και το πλουμιστό της τρίχωμα ήταν πολύ απαλό, σαν το παπώς που έβλεπε η Τούκα στον ύπνο της. Η Τούκα ήταν μια άλλη γάτα που έμενε στην Κρήτη με τον Φουρόγατο και τους φίλους της. Στο νησί μας η πιο γλυκιά γατούλα ήταν η Μπιζού.
Μπιζού στα γαλλικά σημαίνει φιλάκι. Η αλήθεια είναι ότι στο σπίτι που μεγάλωσε η Μπιζού ήταν όλοι αγαπημένοι. Κόσμος πάντα στη βεράντα χάζευε τη θάλασσα και τα ωραία χρώματα που έπαιρνε ο ουρανός την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Το καλοκαιρινό σπίτι του Μηνά ήταν δίπλα στο σπίτι της Κατερίνας. Δεν τον έβλεπε συχνά. Συχνότερα έβλεπε έναν πελώριο τύπο που ερχόταν τα δειλινά και παίζανε με την Κατερίνα μπιρίμπα.
Το πιο αστείο με την μπιρίμπα ήταν ο τρόπος που τακτοποιούσαν οι παίκτες τα χαρτιά της τράπουλας σε στοίβες με τη σειρά. Όσο σκεφτόταν η Μπιζού την όρεξη με την οποία έπαιζαν μπιρίμπα η Κατερίνα με τους καλεσμένους της τόσο περισσότερο παρομοίαζε το κίνητρό τους για παιχνίδι με την όρεξή της για ψαροκόκαλα.
Ψαροκόκαλα γέμιζε συνεχώς το πεζούλι έξω από την ταβέρνα που σύχναζε ο Ακίνδυνος. Όχι αυτός που ταξίδευε, ο άλλος, που έπινε ρετσίνες. Αυτός ήταν πραγματικά τόσο καλός με τις γάτες που όποτε πήγαινε στην ταβέρνα, το τι γατομάνι μαζευόταν δε λέγεται. Και αφού έτρωγαν το καταπέτασμα οι ψιψίνες κάθονταν και ονειρεύονταν λίμνες μέσα σε θάλασσες, βρεγμένες πατούσες και αγκαλιές σε γρασίδια και άμμους.
Κεφάλαιο 2ο
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο πρωινό. Στο Κλίμα τα νερά ήταν ρηχά και γεμάτα με μαρίδες, αχινούς, αστερίες και ιππόκαμπους. Στο Κλέφτικο όμως ήταν άπατα για τα παιδιά τα νερά. Εκείνη τη μέρα δεν είχε γύρο της Μήλου και τα μεγαλύτερα ψάρια είχαν βγει σεργιάνι. Σαλάχια και ξιφίες έκαναν βόλτες στο βυθό και παραπέρα ζαργάνες με λούτσους. Κι ενώ όλα ήταν ήρεμα, άρχισε από μακριά να ακούγεται ένα άγνωστο τραγούδι. Ο κύριος Ξιφίας άφησε τα φύκια και τις μεταξωτές κορδέλες και κοίταξε προς το δελφίνι που ερχόταν γοργά. Το δελφίνι μετέφερε κόσμο στον Αδάμαντα, αλλά το πιο αξιοπρόσεκτο ήταν η συνοδεία του.
Συνοδεία από δελφίνια γκρι γυαλιστερά μπαινόβγαιναν στο νερό πραγματοποιώντας έναν συγχρονισμένο χορό όπως τα κορίτσια των Ολυμπιακών Αγώνων και τραγουδώντας έναν γνωστό σκοπό, που θύμιζε κάτι από το τραγούδι των σειρήνων. Το τραγούδι αυτό ήταν γνωστό στον κύριο Ξιφία, επειδή του το τραγουδούσε η μαμά του όταν ήταν μικρός που της το τραγουδούσε η μαμά της και αυτό γινόταν από τα μυθικά χρόνια.
Μπροστά απ’ όλους έδινε ρυθμό ο κύριος Δελφίνης, ο πιο τσαχπίνης από τα υδρόβια αυτά θηλαστικά.
Θηλαστικό δεν ήταν ο κύριος Ξιφίας, που, αν και είχε ξαναδεί δελφίνια ποτέ δεν είχε μιλήσει σε κάποιο από αυτά. Είχε ακούσει ότι ήταν πάρα πολύ έξυπνα καθώς ήταν και ψάρια και θηλαστικά, ποτέ του όμως δε φανταζόταν ότι ήταν πιο έξυπνα και από τους ανθρώπους, παρόλο που εκείνοι ήταν ο λόγος που πολλοί φίλοι του σταμάτησαν να κάνουν παρέα μαζί του. Και που μέσα στο μυαλό του πίστευε ότι κατά βάθος ήταν αφελείς.
Αφελής όμως ο κύριος Ξιφίας δεν ήταν... Ήταν σίγουρος ότι τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Ο κύριος Δελφίνης, αφού βεβαιώθηκε ότι η συνοδεία είχε πάρει το δρόμο της, βγήκε από τη ροή και κατευθύνθηκε προς το μέρος του κύριου Ξιφία.
«Το κατάλαβα», του είπε, στη γλώσσα των ξιφιών, «ότι θες να με γνωρίσεις».
Ο κύριος Ξιφίας κούνησε τη μύτη του από θαυμασμό. Η αλήθεια είναι ότι συχνά έπαιζε ξιφομαχία με το γιο του για εξάσκηση, αλλά αυτή τη φορά, βλέποντας τον κύριο Δελφίνη να κοκκαλώνει πάνω στη μύτη του (!) γούρλωσε τα μάτια του, όπως τα γουρλώνουν όλα τα παιδιά όταν βλέπουν ακροβάτες να πηδάνε μέσα από πύρινα στεφάνια στα τσίρκα.
Ο κύριος Δελφίνης έκανε ένα σάλτο με διπλή περιστροφή και μπλουμ! Πάλι στο νερό.
«Δεν έχω ξαναδεί δελφίνι στη ζωή μου», αποκρίθηκε ο κύριος Ξιφίας. «Μια φορά είχα ταξιδέψει σε μία λιμνοθάλασσα και είχα γνωρίσει κάτι πέστροφες, αλλά δελφίνι ποτέ»…
Κεφάλαιο 3ο
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο δειλινό. Η Μπιζού είχε φορέσει τα γιορτινά της. Ποια γιορτινά της δηλαδή.. είχε κάνει το μπάνιο της και είχε φορέσει το φιόγκο που τής είχε αγοράσει η Κατερίνα από τότε που ήταν μικρή. Ήταν έτοιμη να πάει να συναντήσει την παλιοπαρέα στο κλασικό μέρος. Ο Μπίσκο είχε ανοίξει το μαγαζί αυτό στα Πολώνια, και είχε εμπνευστεί το όνομά του από το δικό του όνομα: «Μπισκοτέκ».
Ο Μπίσκο ήταν παλιός φίλος της Μπιζού, ένας μπεζ σκύλος με απαλό τρίχωμα, μεσαίου μεγέθους που από τότε που ήταν μικροί παίζανε μαζί σα φίλοι. Η Κατερίνα είχε βάλει πάλι το χέρι της γι’ αυτό ή μάλλον τα μπαλάκια που ήταν διασκορπισμένα στη βεράντα της: ο Μπίσκο και η Μπιζού διαγωνίζονταν ποιος θα τα πιάσει πρώτος.
Ενώ είχε ξεκινήσει τη βραδινή της τσάρκα η Μπιζού και σκεφτόταν την Κατερίνα άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι που της είχε μάθει η Μπουμπουλίνα:
«Όμορφή μου Κατερίνα, του μπαξέ μου καρδερίνα, άνοιξε την αγκαλιά σου και τα ροδοβλέφαρά σου· να χυμήξω στ’ ακρογιάλια του κορμιού σου τα καθάρια που `χουν βότσαλα κοχύλια, τ’ ουρανού τα πετραχήλια».
Τότε ήταν που θυμήθηκε ότι ο Μπίσκο είχε στην κοιλιά του κάτι βούλες σαν αυτές που έχουν οι αγελάδες, βούλες που είχε κι ένας άλλος φίλος της, ο Κοσμάς, ένας καφέ άσπρος σκύλος που, αν και μικρότερος σε μέγεθος, πρέπει να ήταν αδερφός του Μπίσκο. Πράγματι... τώρα που το έφερνε στο μυαλό της, συχνά ο Μπίσκο αναφερόταν στον Κοσμά, τον αδερφικό του φίλο με τον οποίο από μικροί κάνανε διαγωνισμό δαγκωματιάς.
Βυθισμένη στις σκέψεις της και χαλαρωμένη σε βαθμό νάρκωσης, το μόνο που διατηρούσε την επαφή της με την πραγματικότητα ήταν το απαλό αεράκι που φυσούσε το χνουδωτό τρίχωμά της. Είχε αφήσει το πλακόστρωτο και περπατούσε με γοργό βήμα δίπλα στην ακροθαλασσιά. Με την άκρη του ματιού της άρχισε να βλέπει την Μπισκοτέκ και ήδη σκεφτόταν τους χορούς με την Ντόλυ και τα κεράσματα του Μπίσκο.
Τότε ήταν που έμεινε κόκκαλο, όπως λίγο νωρίτερα ο κύριος Δελφίνης είχε σταθεί πάνω στη μύτη του κύριου Ξιφία, όταν μέσα από το νερό αντηχούσε στα αυτιά της το τραγούδι των σειρήνων, ένας μαγικός ύμνος που σε ταξίδευε σε έναν κόσμο ονειρικό.
Προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια της, αφουγκράστηκε το τραγούδι και τότε αντίκρισε κάτι μεγάλα ψάρια, αν μπορούσες να τα πεις ψάρια, συγκεντρωμένα μέσα στη θάλασσα σχηματίζοντας κύκλο με ένα μεγαλύτερο έξω από τον κύκλο που έδειχνε να είναι ο μαέστρος.
Φυσικά επρόκειτο για την κομπανία των δελφινιών, που ενώ νωρίτερα είχαν τελειώσει με την καθοδήγηση των ανθρώπων, τραγουδούσαν μελωδικά:
“Today I ate spaghetti with cheese and it was too
heavy. My stomach ‘s full of food, I can’t move. My
feet are tired because of football, that’s why I ‘ll go to bed”
Τόσο μελωδικά μάλιστα που ακόμα και οι γλάροι που συνήθως πετάνε πολύ κοντά στη θάλασσα με μοναδικό στόχο -τι άλλο;- το φαγητό (!), πετούσαν πάνω από τη χορωδία σε σχηματισμό τριγώνου, όπως οι ατάλαντοι γυπαετοί που κατά καιρούς έβλεπε η Μπιζού στον ύπνο της.
Κεφάλαιο 4ο
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο δειλινό. Άλλο ένα δειλινό στο οποίο η Μπιζού δεν ήταν σίγουρη αν περπατούσε ή ονειρευόταν.
Κοιτώντας την μεγάλη κουτάλα που σχημάτιζαν τ’ αστέρια έφερνε στη μνήμη της παιδικά που έβλεπε μικρή παρέα με τα παιδιά του μόλου με τον Σίμπα και τον Μουφάσα.
Μέχρι που την δρόσισε η καλοκαιρινή υγρασία της ατμόσφαιράς κατά τη διάρκεια του πάνω στην άμμο περιπάτου της από την παραλία του Παπάφραγκα μέχρι εκείνην των Απολλωνίων.
Τη βραδινή της πλάνη διέκοψε το γάβγισμα του Μπίσκο. Είχε κι εκείνος ταξιδευτεί από τα τραγούδια των δελφινιών και τώρα τής διηγούνταν το συναπάντημα του κύριου Ξιφία με τον κύριο Δελφίνη για το οποίο τον είχαν ενημερώσει οι φίλοι του οι αστερίες.
Οι αστερίες μάλιστα τον είχαν συμβουλέψει, αν ήθελε να δει τον Δελφίνη από κοντά να δοκιμάσει τις πιθανότητές του στην παραλία της Φυριπλάκας.
Η Φυριπλάκα ήταν πολύ γνωστή παραλία στην Μπιζού. Στην πραγματικότητα όμως μία από τις αγαπημένες της ήταν το Τσιγκράδο, δύο ψαροκόκαλα απόσταση από την Φυριπλάκα. Το Τσιγκράδο της άρεσε γιατί πάντα έπαιζε βαρελάκια στον αμμόλοφο από το δρόμο που πάρκαραν οι γουρούνες μέχρι κάτω, στην παραλία.
Θεωρούσε τον εαυτό της πολύ τυχερό που ζούσε εκείνη την εποχή, γιατί είχε ακούσει ότι παλαιότερα για να συναντήσεις τους ιππόκαμπους και τους αχινούς του Τσιγκράδου θα έπρεπε να κάνεις κάτι μεταξύ κατάβασης και bungee jumping, ανάμεσα σε κοφτερούς βράχους.
Αυτό ήταν. Το επόμενο πρωί θα συναντιόταν με τον Μπίσκο και θα ξεκίναγαν για το Τσιγκράδο. Δεν θα τους ήταν και πολύ δύσκολο. Κλίμα – Τριοβάσαλος – Αδάμαντας – Τσιγκράδο.
Κεφάλαιο 5ο
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο πρωινό. Ή μήπως όχι;
Σήμερα η Μπιζού ξύπνησε με το χαμόγελο που τής προκαλούσε η ιδέα να συναντήσει τον κύριο Δελφίνη. Κι επειδή πάντα στο μυαλό της είχε ότι σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι, η βόλτα μέχρι το Τσιγκράδο την έκανε ακόμα πιο ανυπόμονη. Πρώτη στάση Τριοβάσαλος λοιπόν.
Ο Τριοβάσαλος ήταν το σημείο που ένωνε το Κλίμα με την Πλάκα και με τον Αδάμαντα. Στον Τριοβάσαλο μαζεύονταν γεροντάκια για να πιουν καφέ και νεολαία για να φάει σουβλάκια. Η ίδια βέβαια είχε ήδη τσιμπήσει μαριδάκια με ψωμάκι από τον Παπαγιάννη στο Κλίμα. Ο Μπίσκο την περίμενε στο καφενείο.
Αφού ακούμπησαν τις χνουδωτές ουρές τους ως δείγμα χαιρετισμού ξεκίνησαν με πρώτο προορισμό τον Αδάμαντα. Ο Αδάμαντας ήταν το λιμάνι της Μήλου. Εκεί έβρισκες από πίτσα και καρυδόπιτα με σοκολάτα μέχρι μπιφτέκι με γέμιση μπλε τυρί και ρουφηχτό παγωτό. Αφού πέρασαν την παραλία Παπικινού (και οι δύο συχνά αναρωτιόντουσαν τον λόγο που πολλοί άνθρωποι προτιμούσαν μια παραλία ακριβώς δίπλα στο δρόμο από την Αγία Κυριακή ή το Σαρακήνικο), έφτασαν στο αγαπημένο τους ξέφωτο.
Όχι , δεν ήταν το Τσιγκράδο. Ήταν μια παραλία χωρίς όνομα, μεγάλης έκτασης, αμμώδης, κρυμμένη πίσω από μεγάλα δέντρα για να μην την βρίσκει κανείς. Τα δροσερά νερά έπαιρναν χρυσαφένιο χρώμα από το φως του Ήλιου και η άμμος ασημένιο.
Πάντα άρεσε στην Μπιζού να κυνηγάει τζιτζίκια στην συγκεκριμένη παραλία και στον Μπίσκο να κάνει το πρωινό μπάνιο του – ήταν εκείνη η ώρα που τα παιδιά έπαιζαν τα μπουγέλα.
Ενώ οι δύο φίλοι είχαν ήδη κουραστεί από το κολύμπι και το τρέξιμο, σκέφτονταν δίπλα δίπλα, με ενωμένες ουρές σε σχηματισμό καρδιάς τα τραγούδια των δελφινιών και την συνάντηση που θα είχαν μέσα στη μέρα.
-Τι αστείο τραγούδι, πραγματικά...
-Πράγματι, είδες τι κάνει η παρέα με τους ανθρώπους; Πρέπει τα δελφίνια να ξέρουν να μιλούν όλες τις γλώσσες..
-Εμπρός, πάμε τώρα προς Τσιγκράδο να δούμε τα παιδιά που κάνουν βουτιές από τον βράχο!
Και με αυτά τα λόγια οι δύο φίλοι ξεκίνησαν. Πριν, λοιπόν, το καταλάβουν είχαν ήδη αφήσει πίσω τους τον ασφαλτωμένο δρόμο και περπατούσαν στο χωματόδρομο. Αφού πέρασαν το εργοστάσιο, έφτασαν στο ξέφωτο.
Ο αμμόλοφος ξεπρόβαλε μπροστά τους και από κάτω τα γαλήνια καταγάλανα νερά του Τσιγκράδου με τη μικρή σπηλιά στα αριστερά και τον βράχο από πάνω με το δεμένο σκοινί για τις βουτιές.
Κεφάλαιο 6ο
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο μεσημεριανό στην παραλία.
Το Τσιγκράδο είναι η πιο ωραία παραλία. Εντάξει. Μία από τις πιο ωραίες. Η αλήθεια είναι ότι η πιο επεισοδιακή είναι το Σαρακήνικο.
Αλλά για άραγμα στην άμμο και παρέα με τους ιππόκαμπους είναι ό,τι πρέπει. Αυτό το ήξερε καλά ο Μπίσκο, ο οποίος συχνά βούταγε στα νερά για να παίξει με τα κοχύλια που έκαναν βόλτες ανάμεσα στα βότσαλα, στα ρηχά.
Αφού μάζεψε αρκετά μπαλάκια από τις ρακέτες που έπαιζαν τα παιδιά με τους μεγάλους, έδωσε σήμα στην Μπιζού να κινήσουν για το μεγάλο αδελφάκι του Τσιγκράδου, την Φυριπλάκα. Εξάλλου και η ώρα είχε περάσει και ο ήλιος σε λίγο θα κρυβόταν πίσω από εκείνους τους βράχους που βρίσκονταν μέσα στη θάλασσα.
-Και τι μας πειράζει που πέρασε η ώρα και δεν θα εμφανιστούν τα δελφίνια; είπε ο μεγάλος αχινός, όταν τον συνάντησαν οι δύο φίλοι.
-Δίκιο έχεις μωρέ, ρίχνουμε μια βουτιά και αναχωρούμε για Πλάκα... και αύριο μέρα είναι..
Κεφάλαιο 7ο
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο δειλινό. Η Μπιζού και ο Μπίσκο είχαν μόλις φτάσει στην Πλάκα και άκουγαν σε πολύ κοντινή απόσταση τα μουσικά όργανα από το πρώτο ουζερί. Αφού τσίμπησαν από εκεί λίγο απάκι και λίγο νεράκι, κίνησαν για το πάνω μέρος της Πλάκας, έχοντας στο μυαλό τους τα χταποδάκια που λιάζονταν από το πρωί, καλοψημένα, στο δεύτερο ουζερί.
Αν και κανονικά το χταποδάκι θα άνοιγε την όρεξη της Μπιζού, η ονειροπόλα γάτα έφερνε στο μυαλό της τα αφεντικά του Άρη που ψάρευαν χταπόδια με τα χέρια και τα ξάφριζαν στο βράχο που καθόταν έξω από το μπλε σύρμα που επισκέπτονταν κάθε μέρα τα παιδιά για να φάνε καραμέλες κανέλας.
Λίγο πιο πέρα από τα χταπόδια, η ταβέρνα όπου πάντα έβρισκε κόκκαλα ο Μπίσκο για να γλωσσίσει– ευτυχώς η Πλάκα είχε λιχουδιές για όλα τα γούστα. Και κολλητά το καφενείο Κρικρί, όπου μαζεύονταν οι νέοι για να ακούσουν τραγουδάκια από άσημους καλλιτέχνες της ηλικίας τους. Στη γωνία, απέναντι από το ζαχαροπλαστείο, περίμενε ο Αγκρί.
Ο Αγκρί ήταν ένας σκύλος με κατσαρό τρίχωμα, φίλος του Μπίσκο που τού είχε μάθει πώς να καθαρίζει τα δόντια του πάντα μετά από κάθε γεύμα. Ένας σκύλος που γνώριζε πάρα πολλά πράγματα από τα φράγκικης καταγωγής παλιά αφεντικά του που τού διάβαζαν ποίηση και έβλεπαν ταινίες φαντασίας με τον Μαγκνίτο και τον κύριο Σποκ.
Η Μπιζού παρέα με τον Μπίσκο και τον Αγκρί περνώντας μέσα από τα σοκάκια της Πλάκας έφτασαν στα Μάρμαρα, με την μεγάλη λιθόκτιστη εκκλησία και τη θέα στο πέλαγος κι εκεί άκουσαν για άλλη μια φορά το τραγούδι των δελφινιών που διηύθυνε με μαεστρία ο κύριος Δελφίνης. Η αλήθεια είναι ότι η Μπιζού δεν έβλεπε και πολύ καλά αλλά οι δύο σκύλοι φίλοι της, ο Μπίσκο και ο Αγκρί την διαβεβαίωναν για τα δέκα δελφίνια που σε σχήμα πεταλούδας ακολουθούσαν τον μαέστρο Δελφίνη στο τραγούδι τους:
«Είναι όμορφή πολύ, είναι και πολύ χνουδωτή
Είναι πάρα πολύ μικρή παρέα κάνει με όλους μαζί...»
-Για ποια το λένε; αναρωτήθηκε η Μπιζού...
-Ίσως για κάποια αγαπημένη φίλη τους, παρατήρησε ο Μπίσκο. Ο Αγκρί όμως που είχε στραμμένο ώρα τώρα το βλέμμα του στη χορωδία διαπίστωσε με θαυμασμό ότι τα δελφίνια είχαν ισορροπήσει όλα έξω από το νερό στις ουρές τους και ήταν στραμμένα προς τη φίλη του ενώ τραγουδούσαν μελωδικά.
Κεφάλαιο 8ο
«Τι βραδιά κι αυτή!» αναρωτιόταν η Μπιζού καθώς άνοιγε τα μάτια της... Για να συμπληρώσει ο Αγκρί: «Ονειρική». Ο χαρακτηρισμός βρήκε απόλυτα σύμφωνο και τον Μπίσκο: «Για αυγουστιάτικο βραδινό, μού φάνηκε τελείως ασυνήθιστο».
«Ελάτε!», αναφώνησε η Μπιζού στους δύο μαλλιαρούς φίλους της. «Πάμε να πάρουμε πρωινό και να κατευθυνθούμε προς Αγία Κυριακή μπας και τους δούμε από κοντά!!»
Το δρομολόγιο, γνωστό. Τώρα όμως οι φίλοι ήταν τρεις. Αφού πέρασαν την παραλία στον Αδάμαντα, κατευθύνθηκαν από εκεί που οι άνθρωποι έστριβαν για Παλιοχώρι και Αγία Κυριακή. Ο Μπίσκο έλεγε στην Μπιζού ότι μπορεί στο Παλιοχώρι να έτρωγε από τα παιδικά φαγητά που φτιάχνονταν στην άμμο, αλλά παρόλα αυτά προτιμούσε την Αγία Κυριακή με τα βαθιά νερά και τα μεγάλα βότσαλα.
Το πρώτο πράγμα που έκανε το παρεάκι φτάνοντας στην παραλία ήταν να βρουν ένα δέντρο με ωραία σκιά να κάτσουν από κάτω. Κατόπιν ο Αγκρί με τον Μπίσκο παραβγήκαν μέχρι το κύμα και η Μπιζού τι λέτε να έκανε; Άρχισε να παίζει με τις σαύρες και τα τζιτζίκια. Κάποιος, ίσως ο τρελοαγκρί, της είχε πει ότι τα τζιτζίκια είναι πεταλούδες. Οι πεταλούδες όταν ήταν μωρά είχαν μικρά φτερά. Αυτές που δουλεύανε έγιναν μυρμήγκια. Αυτές όμως που όλο κάθονταν έβγαλαν μεγάλα φτερά και άρχισαν να τραγουδάνε με κιθάρες.
Βυθισμένη στις σκέψεις της, η μικρή Μπιζού ξύπνησε ξαφνικά όταν άκουσε τραγούδια μέσα από τη θάλασσα. Γυρνώντας το βλέμμα της διέκρινε τη χορωδία των δελφινιών να ετοιμάζεται να τραγουδήσει την ώρα που οι αστερίες κούρδιζαν τα κοχύλια τους για να τη συνοδεύσουν. Οι δύο σκύλοι είχαν σταματήσει τα δαγκώματα και παρακολουθούσαν εξουθενωμένοι στην αμμουδιά.
Η Μπιζού μαγεμένη από τις μελωδίες από τα όστρακα και το τραγούδι των δελφινιών κατευθύνθηκε προς το νερό.
«Τη λύση μονάχος θα τη βρω,
θα ξεφύγω δε θα μείνω άλλο εδώ.
Θα πάω κάπου αλλού όπου θα υπάρχουν κι άλλα,
να μην έχω πια προβλήματα μεγάλα...»
Γυρίνοι με πολύ μικρά ψαράκια έπαιζαν στα νερά την ώρα που μικρές λάμψεις έκαναν εδώ κι εκεί τη θάλασσα να λάμπει. Η Μπιζού μαγεμένη από το τραγούδι συνέχισε την πορεία της προς τα βαθιά. Αν και δεν είχε ξαναβρέξει το τρίχωμά της, δεν φοβόταν καθόλου, καθώς μια αόρατη δύναμη την βοηθούσε να επιπλέει.
Κι ενώ κολυμπούσε ανέμελα στα βαθιά νερά της Αγίας Κυριακής συνειδητοποίησε ότι ο κύριος Δελφίνης βρισκόταν από κάτω της και την παρέσερνε σε υγρές βόλτες με τη μύτη του. Τώρα που το σκεφτόταν καλύτερα, η Μπιζού συνειδητοποιούσε ότι κάτι την στήριζε και έφερνε στο μυαλό της τα μικρά παιδιά που μάθαιναν με τους γονείς τους με τη βοήθεια μιας σανίδας, στο Κλίμα, να κολυμπάνε.
«Σ’ ευχαριστώ κύριε Δελφίνη που με μαθαίνεις να κολυμπάω. Ήμουν πολύ χαρούμενη βλέποντας τον Μπίσκο και τον Αγκρί να παίζουν στα νερά, αλλά δε φανταζόμουν ότι το νεράκι της θάλασσας είναι τόσο αναζωογονητικό!»
«Αν ήξερες, γλυκιά Μπιζού πόσο καιρό σε ψάχνω! Πάμε να σε γνωρίσω στα παιδιά!»
Κεφάλαιο 9ο
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο πρωινό. Ο Αγκρί με τον Μπίσκο, αφού βρέθηκαν στον Τριοβάσαλο, αποφάσισαν να πάνε για βουτιές στο Σαρακήνικο με την ελπίδα να βρουν εκεί την Μπιζού με τους νέους της φίλους.
«Τι να σου πω φίλε μου... Το κορίτσι που θα ήθελα εγώ να έχω δίπλα μου... δεν ξέρω... το μόνο που θα ήθελα θα ήταν να με αφήνει να εκφράζομαι ελεύθερα...», μονολογούσε ο Αγκρί με τον Μπίσκο από δίπλα να κουνάει ουρά και να γνέφει καταφατικά το κεφάλι του.
Ενώ τις προηγούμενες μέρες, μετά το φούρνο με τις μπουγάτσες, έστριβαν δεξιά προς την κατηφόρα, αυτήν τη φορά ακολούθησαν τις ταμπέλες που οδηγούσαν προς τη Μπισκοτέκ.
Στην πορεία έκαναν παράκαμψη και αφού πέρασαν το σημείο όπου παλιά υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο λεωφορείο από την εποχή που ζούσε η Μπουμπουλίνα και οι ταινίες στην τηλεόραση δεν είχαν χρώμα, κατευθύνθηκαν προς το Σαρακήνικο.
Το Σαρακήνικο είχε πάρει το όνομά του από τους Σαρακηνούς πειρατές που σύχναζαν στο νησί στα μυθικά χρόνια, αν και, βλέποντάς το, ο Αγκρί συχνά ονειρευόταν εξωγήινες φυλές, πρωτόγονες γραφές και γιγάντια αγάλματα θαμμένα μες στην άμμο.
Ο λόγος που πάντα ξεσήκωνε τη φαντασία του το συγκεκριμένο μέρος ήταν η φύση του πετρώματος κάτω από το οποίο απλωνόταν η θάλασσα που δημιουργούσε την εντύπωση ότι βρίσκεσαι στη σελήνη.
Φυσικά ο Μπίσκο δεν είχε τόσο μεγάλη φαντασία. Είχε όμως πάρα πολύ καλή όσφρηση και μέσα σε μια μικρή σπηλιά, κάτω από το βραχώδες τοπίο, ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα και τα γρασίδια όπου έκανε τις βόλτες του ανακάλυψε τη Μίσα!
Η Μίσα ήταν μια ολόλευκη γάτα, εντελώς διαφορετική από την Μπιζού, η οποία είχε κανελί τρίχωμα ανακατεμένο με καφέ και μαύρο. Η Μίσα όμως, είχε μάτια γαλανά και μια μεγάλη ουρά που με πολύ ήπιες κινήσεις γαργαλούσε τον αέρα σα να ζωγραφίζει.
«I don’t know what’s right and wrong
I would like to! BANG
It would help me to go away. Forget the time never
have delay»
Την ώρα που η Μίσα κοίταζε διερευνητικά τον Μπίσκο, με αυτό το τραγούδι έκανε είσοδο ο αλαφιασμένος Αγκρί που εμφανίστηκε μπροστά τους στα δύο πόδια με το μαλλί ανακατεμένο! Η Μίσα πήρε το βλέμμα της από τον Μπίσκο και γουρλώνοντας τα μεγάλα γαλάζια μάτια της κοίταξε τον Αγκρί ο οποίος από την υπερένταση στην οποία ήδη βρισκόταν έμεινε κόκκαλο, όπως ο Δελφίνης πάνω στη μύτη του Ξιφία!
Ο Μπίσκο που ήταν πολύ έξυπνος σκύλος θυμήθηκε το μονόλογο του φίλου του και κρέμασε τη γλώσσα έξω από το στόμα του.
-Είμαι η Μίσα! Εσείς ποιοι είστε και από πού έρχεστε;
-Εγώ είμαι ο Μπίσκο, έχω την Μπισκοτέκ στα Πολλώνια!
-Εγώ είμαι ο Αγκρί. Ήρθαμε να βρούμε τη φίλη μας, την Μπιζού.
-Εγώ έχω έρθει με το φίλο μου τον Φίνο. Τον είδατε πουθενά; Είναι ένας μαύρος γάτος τον οποίο γνωρίζω από μικρή και με είχε υιοθετήσει από τότε που κατέβηκε στο Κλίμα και με βρήκε στη σπηλιά της Φώκιας...
-Έχω την εντύπωση ότι στην ίδια σπηλιά με βρήκε κι εμένα η Κατερίνα, χωρίς να είμαι σίγουρη...
-Ναι, αποκρίθηκε ο Αγκρί. Είναι στα βράχια στο ξέφωτο. Ετοιμάζεται να πέσει στο νερό από τα είκοσι μέτρα. Τι λέτε; Πάμε κι εμείς;
Το Σαρακήνικο σε πολλά σημεία είχε ξέφωτα απ’ όπου οι άνθρωποι συνήθιζαν να ρίχνουν βουτιές. Οι τετράποδοι φίλοι τους έβλεπαν συχνά και πολλές φορές τους μιμούνταν από επιθυμία να βρίσκονται μονίμως μαζί τους. Εκείνη τη φορά όμως δεν βούτηξαν.
Φτάνοντας στο ψηλότερο σημείο του βράχου, εκεί όπου ήδη βρισκόταν αρχοντικά καθισμένος ο Φίνος διέκριναν στο βάθος τα δελφίνια να κολυμπάνε γοργά και τον μεγαλύτερο να οδηγεί έχοντας στη ράχη του τη φίλη τους την Μπιζού!
-Γεια σας φίλοι μου! Από εδώ οι φίλοι μου τα δελφίνια! Ελάτε να παίξουμε μπάλα και να τραγουδήσουμε όλοι μαζί!
Κεφάλαιο 10ο
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο πρωινό. Όχι ακριβώς... Η παρέα είχε μεγαλώσει πολύ. Ο Αγκρί, ο Μπίσκο, η Μίσα και ο Φίνος είχαν αποφασίσει να πάνε για ένα τελευταίο μπάνιο στην Πλάθιενα, μια ρηχή παραλία πολύ κοντά στο Κλίμα, η οποία λόγω του στενού πλακόστρωτου δρόμου που έπρεπε να διασχίσουν τα αυτοκίνητα, συνήθως δεν είχε πολύ κόσμο. Εκεί ο Μπίσκο είχε δώσει ραντεβού με τον Πυρέξ και την Φρουφρού, μόνιμους θαμώνες της Μπισκοτέκ.
Ο Πυρέξ ήταν ένας γάτος απροσδιορίστου ηλικίας που μονίμως φόραγε ηλεκτρονικά λουράκια στο λαιμό που μέτραγαν βήματα και παλμούς. Η Φρουφρού ήταν η φίλη του. Μία γάτα γκρι χρώματος, στρουμπουλή με ένα χαμόγελο μονίμως ζωγραφισμένο στα χείλη της, έτοιμη είτε να ρεμβάσει μαζί σου στο πέλαγος, είτε να συζητήσετε τα πιο απίθανα θέματα.
Μετά τις απαραίτητες συστάσεις οι έξι φίλοι έπαιξαν με τα κύματα και αφού πλατσούρισαν αρκετά αποφάσισαν ότι ήταν η ώρα να πάνε προς την Πλάκα για το ηλιοβασίλεμα. Εξάλλου η κοιλιά όλων είχε αρχίσει να γουργουρίζει και ήδη ονειρεύονταν τις καρυδόπιτες και τα εκμέκ από τον Παλαιό.
Επίλογος
Ένα συνηθισμένο αυγουστιάτικο δειλινό. Στην Πλάκα μέσα στην Ουτοπία ο Μπιζού μοιραζόταν ένα πιάτο εκμέκ με τον Φίνο.
Ο Αγκρί με τη Μίσα ένα πιάτο καρυδόπιτα με παγωτό σοκολάτα και ο Πυρέξ με την Φρουφρού ένα μπολ παγωτό φράουλα-παρφέ σοκολάτα. Με τα μάτια γεμάτα αγάπη για τους φίλους τους και με τις κοιλιές γεμισμένες από τα γλυκά εδέσματα που είχαν μπροστά τους έστρεψαν το βλέμμα στο πέλαγος, όπου στο βάθος αχνοφαινόταν στα αριστερά το Εμπουριό και στα δεξιά ο ήλιος που έριχνε τη βουτιά του στη θάλασσα.
Στην ίδια κατεύθυνση διέκριναν με μία δόση χαράς αλλά και νοσταλγίας τον κύριο Δελφίνη με την Μπιζού στη ράχη του να χάνονται. Την ίδια ώρα η χορωδία των δελφινιών τραγουδούσε:
«Αύριο βράδυ, πάλι θα μαζευτούμε
σε μια θάλασσα να τα ξαναπούμε.
Έλα κι εσύ αν θες δε θα βαρεθείς...
Αυτή τη φοράαααα
θα τραβήξει πιο αργάααααα.
Και από τις τρεις…»
ΤΕΛΟΣ
Η Μπιζού, χρόνια τώρα, κάνει βόλτες στη Μήλο με τους τετράποδους φίλους και τις φίλες της.
Η φετινή καλοκαιρινή γνωριμία όμως έμελλε να αλλάξει τη συνηθισμένη αυγουστιάτικη καθημερινότητά της.
Ένα παραμύθι για τη Μήλο μέσα από τα μάτια των αγαπημένων μας φίλων.
Στέλιος Κωνσταντουδάκης
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki