Thanos Catsiavrias
Κάποτε, σ’ ένα ορεινό χωριό, ζούσε ένα αντρόγυνο με τις τρεις κόρες του.
Επιθυμία τους μεγάλη ήταν να είναι αγόρι το τέταρτο μωρό που περίμεναν.
Πράγματι, η μητέρα των κοριτσιών γέννησε ένα πανέμορφο αγοράκι. Του ’δωσαν το όνομα Δάντης.
Μέχρι τα οχτώ του χρόνια έπαιζε με τις αδερφές του, κι έτσι έμαθε να είναι ευαίσθητος και ήσυχος.
Σαν τον έστειλαν στο σχολείο, άρχισαν τα προβλήματα. Τ’ άλλα αγόρια στην τάξη του, βλέποντάς τον άτολμο, άρχισαν να τον κοροϊδεύουν, να τον φωνάζουν δειλό και βλαμmένο, επειδή δεν συμμετείχε στα δύσκολα παιχνίδια και δεν ανταπέδιδε τα χτυπήματα των άλλων.
Για μερικά χρόνια, η κατάσταση συνέχισε να είναι ίδια, οπότε ο πατέρας του άρχισε να τον μαλώνει , να του λέει να γίνει πιο σκληρός και να απαντάει στις προκλήσεις των άλλων.
Έτσι ο Δάντης έγινε είκοσι χρονών. Αγαπούσε πολύ τα ζώα, δεν χτυπούσε ποτέ κανένα τους, αλλά τα φρόντιζε όσο μπορούσε. Δούλευε στα χωράφια και το περιβόλι του πατέρα του, πάντα με τους δικούς του αργούς ρυθμούς. Στο χωριό του όλοι τον έλεγαν ονειροπαρμένο και, παρά την ομορφιά του, καμιά κοπέλα δεν ήθελε να τον παντρευτεί.
Μια μέρα, μια αλεπού μπήκε στο κοτέτσι τους κι έπνιξε όλες τις κότες.
Φεύγοντας, όμως, πιάστηκε σε μια παγίδα που είχε στήσει ο πατέρας του. Η αγνή ψυχή του Δάντη τη λυπήθηκε και την απελευθέρωσε. Σαν το έμαθε ο πατέρας του, έγινε έξω φρενών. Τον έβρισε άσχημα. Τον είπε ανίκανο και ντροπή της οικογένειας. Εκείνος, βαθιά πληγωμένος, έφυγε απ’ το σπίτι του και, για ώρες, πήρε τα βουνά.
Ανέβαινε ανέβαινε, ώσπου έφτασε στο πιο ψηλό σημείο. Πλησίασε σ’ ένα μεγάλο γκρεμό και κοίταξε κάτω. «Δεν αντέχω άλλο την περιφρόνηση του κόσμου, τις βρισιές του πατέρα μου. Κανένας δεν πρόκειται να με δεχθεί, όπως είμαι», σκέφτηκε κι άφησε το κορμί του να πέσει στον βαθύ γκρεμό.
Έπεφτε, έπεφτε κι ενώ περίμενε πότε θα τσακιστεί κάτω στα βράχια, ξαφνικά, ένα αόρατο δίχτυ τον άρπαξε την τελευταία στιγμή και τον μετέφερε προς τα πάνω. Έχασε τις αισθήσεις του.
Όταν συνήλθε, είδε πως βρισκόταν μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά, ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα βελούδινο στρώμα. Χρυσά κι ασημένια αντικείμενα υπήρχαν παντού. Όμορφα έπιπλα, δαντελένιες κουρτίνες κι ένα μεγάλο τραπέζι, που επάνω του είχε φαγητά, φρούτα και γλυκίσματα. Στο κέντρο της σπηλιάς, πάνω σ’ έναν κατακόκκινο θρόνο, καθόταν μια πεντάμορφη νέα γυναίκα με κατάξανθα σγουρά μαλλιά και πράσινα αμυγδαλωτά μάτια. Φορούσε ένα αραχνοΰφαντο ρούχο που έκρυβε ελάχιστα σημεία του νεραϊδένιου κορμιού της.
– Είμαι η νεράιδα του μεγάλου βουνού, η Πέρσα, συστήθηκε.
Εκείνος την κοίταζε ζαλισμένος απ’ την ατέλειωτη ομορφιά της, που ξεχείλιζε από παντού.
– Εσύ μ’ έσωσες, ψέλλισε.
– Τα ξέρω όλα για σένα, του λέει. Είσαι ο Δάντης. Στο χωριό σου δεν σ’ αγαπούσαν κι αποφάσισες να πέσεις στον γκρεμό. Τα βάσανά σου τελειώνουν εδώ. Θα ζήσεις μαζί μου. Θα ’χεις όλα τα καλά του κόσμου. Δεν πρέπει, όμως, να παραβείς έναν κανόνα: Ποτέ δεν θα πας στο χωριό για να δεις τους δικούς σου. Αν το κάνεις αυτό, τότε θα χρειαστείς σαράντα ζευγάρια παπούτσια να λιώσεις περπατώντας να με βρεις.
– Δέχομαι, της απάντησε, κοιτάζοντάς την αχόρταγα. Του ’δειξε μια πόρτα που οδηγούσε σε μια πηγή με ζεστό νερό. Μετά του είπε σε ποιο δωμάτιο θα βρει όμορφα καθαρά ρούχα, κι αργότερα, κάθισαν στο τραπέζι, έφαγαν και ήπιαν. Στο τέλος κυλίστηκαν στο βελούδινο τεράστιο κρεβάτι της και, για ώρα,
δόθηκαν σε μια παθιασμένη ερωτική πράξη.
Έτσι πέρασαν αρκετά χρόνια. Ο Δάντης ζούσε ονειρεμένα. Όταν, όμως, έλειπε η Πέρσα, σκαρφάλωνε στις βουνοκορφές και προσπαθούσε να δει μήπως φαίνεται κάπου το χωριό του. Μα δεν έβλεπε ποτέ τίποτα. Σιγά σιγά άρχισε να νοσταλγεί τους δικούς του.
Ένα πρωί, μόλις έφυγε η νεράιδα, πήρε την απόφασή του: Θα πήγαινε να δει τους δικούς του. Περπάτησε πολλές ώρες και κάποτε αντίκρισε γνωστά μέρη. Είχε φτάσει επιτέλους στο χωριό του. Τρέχοντας πλησίασε το σπίτι του.
Μια μαυροφορεμένη γυναίκα καθόταν σ’ ένα πεζούλι έξω από το σπίτι. Ήταν η μάνα του. Δεν πίστευε πως τον ξανάβλεπε. Του εξήγησε πως οι αδερφές του παντρεύτηκαν, και ο πατέρας του είχε πεθάνει.
Σαν βρέθηκε μόνος του, μια δυνατή φωνή του τρύπησε τ' αφτιά:«Γιατί με παράκουσες; Τώρα πρέπει να λιώσεις σαράντα ζευγάρια παπούτσια ψάχνοντας να με βρεις».
Ο Δάντης έμεινε λίγες μέρες με την μητέρα του, πήγε βρήκε τις αδερφές του, κι ένα πρωί άρχιζε ν’ ανεβαίνει τα βουνά για να βρει τη νεράιδα Πέρσα, που αγαπούσε παράφορα.
Ανέβαινε από κορυφή σε κορυφή, κατέβαινε από ρεματιά σε ρεματιά, έμπαινε από δάσος σε δάσος, αλλά δεν έβρισκε πουθενά τη σπηλιά της αγαπημένης του.
Σαν έλιωναν τα παπούτσια του, κατέβαινε σε κάποιο χωριό κι έπαιρνε άλλα.
Έτσι σε δυο χρόνια έλιωσε σαράντα ζευγάρια παπούτσια. Στο τέλος βρήκε τη σπηλιά της Πέρσας. Έτρεξε μέσα με λαχτάρα. Μπαίνοντας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Στον κόκκινο θρόνο καθόταν μια άσχημη γριά με μεγάλη μύτη, γαμψά νύχια, άσπρα μπερδεμένα μαλλιά κι αραιά μεγάλα δόντια. Στήθηκε σαν άγαλμα και την κοίταζε. Εκείνη άρχισε να του μιλάει.
– Βλέπεις πως θα γίνω, αν δεν κρατήσεις άλλη φορά τον λόγο σου; Σε συγχωρώ που παράκουσες και πήγες στο χωριό σου, γιατί με ψάχνεις δυο χρόνια να με βρεις, πράμα που δείχνει πως μ’ αγαπάς πολύ.
Αμέσως ξαναέγινε νέα κι όμορφη. Έτρεξε κι αγκάλιασε τον Δάντη. Εκείνος την έσφιξε πάνω του κι άρχισε να τρυγά τα πλούσια κάλλη της.
Έτσι αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι έζησαν για τετρακόσια χρόνια!
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki