Όταν γεννήθηκε η Δανάη ο παππούς Βουδούρης σύζυγος της Πέρσας, φύτεψε λίγο έξω από την είσοδο του σπιτιού της κόρης του μια Γαζία. Μεγάλωνε η μικρή, μεγάλωνε και το δεντράκι, σκορπώντας το μεθυστικό του άρωμα, όχι μόνον στη γειτονιά αλλά και τη γύρω περιοχή. Παράλληλα με το άρωμα, πρόσφερε μια ευεργετική σκιά στο παράθυρο της Δανάης και μια απίστευτη δροσιά το καλοκαίρι. Στα χαμηλά της κλαδιά στην αρχή, στα ολοένα και ψηλότερα σε λίγο, ο παππούς έδεσε την κούνια της και τη έσπρωχνε να φτάσει ψηλά, πολύ ψηλά, μέχρι το σύννεφο, άντε λίγο χαμηλότερα, της έλεγε και έσκαγαν κι οι δυο στα γέλια.
Να δεις που ο παππούς με τούτα και με εκείνα, ξεχνούσε τον πόνο στα πόδια και τη μέση, με τη χαρά του να γίνεται όλο και πιο μεγάλη αναλαμβάνοντας να πηγαίνει τη μικρή στο Σχολειό της.
Όταν εκείνος ξαφνικά και απρόσμενα, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, η Μικρούλα έβρισκε παρηγοριά στο δέντρο της σκαρφαλωμένη στα χαμηλά κλαδάκια. Δε θέλησε ποτέ μετά να ξανακάνει κούνια, ούτε να φτάσει τα πρώτα σύννεφα, ωρίμασε οδυνηρά και απότομα. Μιλούσε στο δέντρο της, του έλεγε τον πόνο τη λύπη της και ήταν απολύτως σίγουρη ότι η γαζία όχι μόνον την άκουγε και της συμπαραστεκόταν σαν άνθρωπος σαν μια οντότητα, αλλά ότι και εκείνη πονούσε πολύ, γιατί είχε ψυχή.
Ήταν τότε που στο δέντρο παρουσιάστηκε μια ιδιομορφία θα την λέγαμε. Ενώ ήταν φουντωτό και πυκνόφυλλο, σε ένα σημείο του, σχηματίστηκε αμυδρά στην αρχή, εντονότερα με τον καιρό, ένα περίεργο μικρό κενό. Και κάθε πρωί, μα κάθε πρωί απαρέγκλιτα, λίγο μετά την ανατολή του ήλιου, μια δέσμη ηλιακτίδων περνούσε από το κενό αυτό, έπεφτε στο παραθύρι του παιδιού δίνοντας την εντύπωση προβολέα, που η μικρή παρατήρησε πρώτη, εκλαμβάνοντάς την σαν την καλημέρα που της έστελνε ο παππούς της από κάπου ψηλά που εκείνος είχε καταφέρει να φτάσει, πράγμα που εκείνη δεν το μπόρεσε τότε που τα γέρικα χέρια του έσπρωχναν την κούνια της…
Από κείνη τη στιγμή και μέχρι τώρα που μεγάλωσε δεν έλειψε από αυτό το ιδιότυπο ραντεβού παρά μόνον όταν παντρεύτηκε και πήγε ταξίδι, ή όταν γέννησε την Περσα Β, και όταν η δουλειά της το απαιτούσε, ζητώντας από το φυτό συγγνώμη και κατανόηση.
Η εικόνα πάντα η ίδια. Έβγαινε το κοριτσάκι στη βεράντα με μια κούπα γάλα στα χέρια της και αργότερα με μια κούπα καφέ au lait, άναβε το πρώτο της τσιγάρο, συνήθεια που ευτυχώς σχετικά γρήγορα διέγραψε από τη ζωή της, καλημέριζε τον ήλιο-"παππού" και το δέντρο της, τους έλεγε τις τρυφεράδες της καρδιάς της και έφευγε είτε για το σχολειό, είτε στη συνέχεια για τη δουλειά, παίρνοντας μαζί της και βλέποντας με τα μάτια του νου την εικόνα των δυο ασύγκριτων φίλων της, που την συντρόφευαν από μακριά.
Κάποιο πρωί, λίγο πριν την συνηθισμένη ιεροτελεστία του καλημερίσματος, σαν να πήρε το αυτί της ομιλίες. Απόρησε, γιατί την ησυχία της γειτονιάς σπάνια τραυμάτιζαν θόρυβοι και μάλιστα σε ώρες κοινής ησυχίας.
Με την τσίμπλα στο μάτι που λένε, βγαίνει στη βεράντα να δει τι συμβαίνει. Ένα συνεργείο το Δήμου, αν έκρινε από τις φόρμες που φορούσαν, κλάδευε με άτσαλο τρόπο την δεντροστοιχίες και τα κομμένα κλαδιά σε σωρό πάνω στο πεζοδρόμιο, έμοιαζαν με σκοτωμένους στρατιώτες που ανέμεναν ομαδική ταφή!
Σίγουρα τα δέντρα χρειάζονται την περιποίηση τους όπως και κάθε ζων οργανισμός, αλλά τούτο δω το μακελειό δήλωνε άγνοια που μάλλον
κακό θα επέφερε στα τραυματισμένα βαναύσως φυτά.
Ανατρίχιασε στη σκέψη ότι η ίδια τύχη ανέμενε και τη γαζία της και τρελάθηκε. Ρίχνει μια ζακετούλα πάνω από τις πυτζάμες της και βγαίνει αναστατωμένη στον δρόμο.
«Βρε καλώς την ομοφούλα. Μπορούμε κάτι να κάνουμε για σένα; Θέλεις κάτι;»
«Ναι θέλω κάτι και το θέλω πολύ. Απαγορεύεται ν’ αγγίξετε τούτη τη γαζία, είναι δικιά μου».
«Και ο λόγος, ποιος περικαλώ;»
«Έχω καλέσει "ειδικό" Γεωπόνο να επιληφθεί του θέματος και τον έχω ήδη προπληρώσει».
«Κι εμείς εδώ τι κάνουμε, μπρίκια κολλάμε;» είπε γελώντας με το πανέξυπνο αστειάκι του.
«Δεσποσύνη να σε ενημερώσουμε ότι διαταγή του Δημάρχου είναι να μην αφήσουμε ακλάδευτο δέντρο για δέντρο. Αλλιώς την απόλυσή μου την έχω σίγουρη».
Η Δανάη έβαλε τα κλάματα. Οι άνθρωποι τα έχασαν. Δεν ήταν αναίσθητοι,έβλεπαν μπροστά τους μια πανέμορφη κοπέλα να υποφέρει στ' αλήθεια. Τι στην ευχή, μία εξαίρεση να κάνουν δεν γινόταν;
«Καλώς. Να σου κάνουμε τη χάρη, μόνο κοίτα να έρθει σήμερα κιόλας ο επιστήμονας, που κάνει ως φαίνεται πολύ καλύτερα από ελόγου μας την δουλειά, γιατί έτσι και θελήσει το αφεντικό να ρίξει μια ματιά στα έργα μας και δει το δέντρο σου ακλάδευτο, την έχουμε βαμμένη. Θα μας την πέσει άσχημα και τότε άντε να δούμε ποιος θα κλάψει για πάρτι μας. Χαλάλι σου όμως κοπελιά. Είσαι τυχερή που είμαι ψυχοπονιάρης και μη δω γυναίκα να κλαίει για τον όποιο λόγο. Πόσω μάλλον να ξέρω ότι εγώ είμαι η αιτία».
Η Δανάη τον χαιρέτησε και ήταν τόσο ειλικρινές το ευχαριστώ από καρδιάς, που ο άνθρωπος κατασυγκινήθηκε. «Αφού υπάρχει ακόμη νεολαία με ευαισθησίες σαν αυτές της κοπελιάς και… τις δικές μου, μην ακούσω ότι δεν υπάρχει μέλλον για τούτον εδώ τον πανευλογημένο τόπο», μονολόγησε.
Η Δανάη έτρεξε στη Γαζία της. «Κανείς δε θα σε πονέσει αγαπημένη μου. Μόνο που μερικά κλαδάκια σου θέλουν κόψιμο πράγματι, για να δυναμώσεις λίγο ακόμη. Θα πρέπει νομίζω να το βλέπεις κι εσύ! Όπως και να ’χει, ο κίνδυνος πέρασε.
»Αλλά με τούτα και μ’ εκείνα ξεχαστήκαμε, και λίγο ακόμη να μην προσέξουμε πόσο λαμπυρίζει ο φίλος μας ο ήλιος σήμερα! Να δεις ότι κάτι το θαυμάσιο του συνέβη και είναι τόσο χαρούμενος που μας ζητά να μοιραστούμε τη χαρά του».
«Ναι ναι το πρόσεξα καλή μου Δανάη, τον λατρεύω τούτον των φωτεινό ήλιο, τον ωραιότερο της Οικουμένης, ακόμη και όταν είναι με δόντια, που λένε. Και τότε ακόμη ζεσταίνει την καρδιά μας με την ανυπέρβλητη ολόξανθη ομορφιά του. Προς τιμήν του έκανα τα άνθη μου στρογγυλά και ξανθά να μου τον θυμίζουν».
Και πάνω στην νοερή και κωδικοποιημένη τους κουβέντα, να σου που ήρθε και ο κότσυφας. Κάθισε στο μαγικό κλαδάκι, αυτό που τόσην ώρα το φιλούσε ο ίδιος ο Απόλλωνας και τους είπε με καλοπροαίρετη ειρωνεία: «Ομολογώ ότι τόσην ώρα που ακούω την κουβέντα σας την χαίρομαι. Η ζωή μπορεί να μην είναι μεγάλη αλλά είναι τόσο, μα τόσο, όμορφη! Το δυστύχημα με πανίδα και χλωρίδα είναι ότι αργούμε να τη ζήσουμε. Και συ Δανάη, δεν το πήρες είδηση, μα με το κουβεντολόγι σας έχεις ήδη χάσει την πρώτη ώρα του Σχολείου σου και είχατε διαγώνισμα!»
Από το πρωί εκείνο, και κάθε πρωί εκεί λίγο μετά την ανατολή του ήλιου, ακόμη και με συννεφιά, οι τέσσερις φίλοι, Ήλιος, γαζία, κότσυφας και Δανάη δεν έπαψαν, σαν κουαρτέτο σε μουσική υπαίθρου, να καλημερίζονται, ομορφαίνοντας ο ένας τη ζωή του άλλου για όσον καιρό τους έταξε η Μοίρα.
Μια φιλία τόσο ουσιαστική, τόσο ασύγκριτη, που την σύντομη ζωή τους την έκανε να μοιάζει αιώνια…
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Τριακοστό πρώτο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Διαβάστε το επόμενο εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου