Νεκταρίας Μάντη
Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων και η Καλλιόπη δοκίμαζε με τη βοήθεια της μαμάς της το καινούργιο της κόκκινο φόρεμα με το μεγάλο άσπρο φιόγκο στη μέση της, δώρο του πατέρα της για τα γενέθλιά της. Κοιταζόταν στο μεγάλο καθρέφτη της ντουλάπας της και το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά.
-Είσαι υπέροχη χρυσό μου, είσαι μια κουκλίτσα! Της λέει με καμάρι η μητέρα της.
-Ευχαριστώ μαμά. Μαμά την κούκλα που είχα δει στη βιτρίνα προχθές μου την αγόρασε κι αυτή ο μπαμπάς;
-Αυτή εδώ εννοείς; ακούγεται η φωνή του πατέρα της που μπήκε εκείνη την στιγμή στο δωμάτιο της. Της έκλεισε το μάτι χαμογελώντας και εμφάνισε ξαφνικά ένα μεγάλο κουτί που έκρυβε πίσω του.
-Ναιιι! Φώναξε η Καλλιόπη τρέχοντας προς το μέρος του και αφού του το άρπαξε με λαχτάρα απ’ τα χέρια, άρχισε να σκίζει γρήγορα το φούξια γυαλιστερό περιτύλιγμα.
Άνοιξε το κουτί και έβγαλε από μέσα μια μεγάλη κούκλα που το πρόσωπό της ήταν από πολύτιμη
-Είναι τέλεια μπαμπά! Ξεφώνισε η Καλλιόπη και η μητέρα της συμπλήρωσε.
-Ακριβώς όπως εσύ χρυσό μου.
Ο πατέρας συμφώνησε χαμογελώντας ικανοποιημένος, κάνοντας νόημα στη μαμά της να τον ακολουθήσει.
-Λοιπόν Εύα, όλα εντάξει για το ρεβεγιόν;
Συνεννοήθηκες με τους μάγειρες για τις τελευταίες λεπτομέρειες;
-Βεβαίως καλέ μου, όλα θα είναι έτοιμα στην ώρα τους και οι καλεσμένοι μας πιστεύω ότι θα μείνουν απόλυτα ικανοποιημένοι.
-Μπράβο χρυσή μου, είπε ικανοποιημένος ο κύριος Φίλιππος.
Το ίδιο βράδυ στο σπίτι τους άρχισαν ήδη να έρχονται οι πρώτοι καλεσμένοι. Άντρες και γυναίκες φορώντας τα καλά τους και κρατώντας από ένα δώρο ο καθένας.
Όταν τελείωσε η βραδιά και έφυγαν όλοι οι καλεσμένοι η κυρά Λουκία που ήταν η οικονόμος του μεγάλου σπιτιού, άνοιξε μια μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών και έριξε μέσα όλα τα αποφάγια απ’ το τραπέζι. Μετά άνοιξε άλλη μια μεγάλη σακούλα και έριξε εκεί άδεια γυάλινα και πλαστικά μπουκάλια.
Κατέβηκε προσεκτικά τη μεγάλη στρογγυλή σκάλα της εισόδου και βγαίνοντας προχώρησε ως τη γωνία του στενού δρόμου και έριξε τη σακούλα με όλα τα αποφάγια σε ένα πράσινο σιδερένιο κάδο και την άλλη σακούλα με τα μπουκάλια στον διπλανό ακριβώς μπλε κάδο.
-Πάει κι αυτό, σιγοψιθύρισε στον εαυτό της και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το μεγάλο πέτρινο σπίτι ενώ οι δυο κάδοι παρέμειναν εκεί στην ίδια γωνία που τους είχαν τοποθετήσει τα τελευταία τρία χρόνια. Μα για σταθείτε. Σαν να τους ακούω να μιλούν μεταξύ τους…
-Ωχ, πόσο βάρυνα πάλι. Πω, πω μα καλά πόσες σακούλες μου έριξαν απόψε. Θα με σκάσουν έτσι που το πάνε, διαμαρτυρήθηκε ο πράσινος κάδος.
-Μη γκρινιάζεις, τι να πω κι εγώ που με γέμισαν με ένα σωρό πράγματα πάλι. Εγώ δεν βάρυνα; απαντά ο μπλε κάδος.
-Ναι, αλλά τουλάχιστον εσένα σε γεμίζουν με καθαρά πράγματα κι όχι με αποφάγια που μυρίζουν και μου φέρνουν ανακατωσούρα.
-Ε, κι εγώ τι νομίζεις δεν ανακατεύομαι που είμαι δίπλα σου; Μου έρχεται κι εμένα αυτή η άσχημη μυρωδιά και με ενοχλεί. Μα καλά γιατί μας έχουν βάλει δίπλα δίπλα δεν μπορώ να καταλάβω. Χάθηκε ο κόσμος να με έβαζαν λίγα μέτρα πιο μακριά από σένα; Θα πιάσουμε και κοριούς έτσι που πάμε.
-Μπα, τι μας λες! Πες μας ότι σε ενοχλούμε κιόλας! Και άμα θες να ξέρεις εγώ ήμουν εδώ πολύ καιρό πριν φέρουν εσένα, ορίστε μας! Λέει φανερά ενοχλημένος ο πράσινος κάδος και ο μπλε του απαντά.
-Μωρέ ας ήταν στο χέρι μου και θα έφευγα αμέσως από δίπλα σου να σώσω τη μυτούλα μου απ’ τις μυρωδιές που βγάζεις αλλά τι να κάνω που έχω ριζώσει εδώ και δε μπορώ να κουνηθώ.
-Ε, βέβαια εγώ σου μυρίζω ενώ εσύ είσαι κάδος πολυτελείας! Λέει ειρωνικά ο πράσινος κάδος.
-Φυσικά και είμαι, αφού σε εμένα δε ρίχνουν σκουπίδια, αλλά πράγματα που θα ανακυκλωθούν. Άρα είμαι πιο χρήσιμος από εσένα γιατί κάνω και καλό στο περιβάλλον.
-Ναι αλλά αν δεν υπήρχα εγώ να ρίχνουν τα σκουπίδια τους και μετά να τα παίρνουν από μένα και να τα πηγαίνουν σε ένα απόμερο μέρος για να καταστραφούν, θα είχε γεμίσει το περιβάλλον με μικρόβια και αρρώστιες και δεν θα υπήρχαν καν άνθρωποι και περιβάλλον. Άρα εγώ είμαι πιο χρήσιμος από σένα, συνεχίζει εκνευρισμένος ο πράσινος κάδος.
-Σουτ, σταμάτα τώρα κάποιος έρχεται, λέει ο μπλε κάδος και ξαφνικά και οι δυο σταμάτησαν επιτέλους να λογομαχούν όπως συνήθιζαν να κάνουν από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ο πράσινος κάδος απέκτησε το νέο του μπλε γείτονα…
Απ’ το μικρό στενάκι, φάνηκε να έρχεται μια γιαγιά.
Πλησίασε τους δυο κάδους κι ύστερα κοιτώντας δεξιά και αριστερά μήπως τη βλέπει κάποιος άρχισε να περιεργάζεται το χώρο γύρω απ’ αυτούς.
-Τίποτα δεν άφησαν εδώ έξω απόψε. Είπε με παράπονο κι ύστερα άνοιξε τον μπλε κάδο και πήρε βιαστικά από μέσα τρία γυάλινα μπουκάλια, ένα φούξια γυαλιστερό περιτύλιγμα και μια μεγάλη λευκή κορδέλα.
-Αυτά είναι ό,τι πρέπει για να βάλω το νεράκι μας. Χμ, αυτό είναι σκισμένο αλλά δεν πειράζει. Θα ενώσω τα κομμάτια του και θα τυλίξω την κούκλα της Μαριαλένας μου, είπε η γιαγιά και ξάφνου το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά.
Κοίταξε τριγύρω μια τελευταία φορά και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το φτωχικό της σπίτι που ήταν μόλις τρία τετράγωνα κάτω απ’ το πλούσιο πέτρινο σπίτι.
Ο πράσινος και ο μπλε κάδος κοιτάχτηκαν χωρίς να πουν κουβέντα και πρώτη φορά ένιωσαν ένα κοινό συναίσθημα μεταξύ τους. Το συναίσθημα της λύπης…
Η γιαγιά άνοιξε σιγά σιγά την ξύλινη πόρτα για να μην κάνει θόρυβο και ξυπνήσει τη μικρή Μαριαλένα, τη μικρή εγγονούλα της που έμενε μαζί της από τότε που έχασε τους γονείς της.
Πλησίασε το μικρό δεντράκι που είχε στολίσει μόνη της η Μαριαλένα με κάτι κόκκινες και χρυσαφένιες μπάλες που της είχαν χαρίσει από το μαγαζάκι με τα εποχιακά που ήταν απέναντι ακριβώς απ’ τους δυο κάδους. Η Μαριαλένα το είχε στολίσει με τα μικρά της χεράκια στη στιγμή. Όταν τελείωσε έσκυψε το προσωπάκι της πολύ χαμηλά μπροστά ακριβώς απ’ τη φάτνη, βάζοντας τη μικρή της χουφτίτσα μπροστά στο στόμα της λες και θα έλεγε κάποιο μυστικό και ψιθύρισε χαμογελώντας :
-Γεια σου μικρέ Χριστούλη, είμαι η Μαριαλένα. Η γιαγιά μού είπε ότι αυτές τις μέρες που είσαι κι εσύ ένα μικρό παιδάκι, να σου ζητήσω με πίστη ό,τι θέλω και θα το κάνεις.
Γι’ αυτό κι εγώ σου ζητάω τώρα Χριστούλη μου πριν γίνεις μεγάλος να κάνεις τη γιαγιά μου να χαμογελάει πιο συχνά.
Και να έχουμε κάθε μέρα φρέσκο ψωμί και νόστιμο φαγάκι στο τραπέζι μας. Και… και να, θέλω και μια κούκλα με μακριά μαλλάκια και να φοράει ένα ωραίο φουντωτό φόρεμα.
Πέρυσι η γιαγιά δεν μπόρεσε να της χαρίσει μια κούκλα σαν αυτή που ονειρευόταν αλλά φέτος της έφτιαξε η ίδια με τα χέρια της μια κούκλα με ό,τι είχε στο σπίτι. Πήρε μια μικρή κολοκύθα απ’ τον κήπο και ζούληξε στο πάνω μέρος δυο ελιές για μάτια, της κόλλησε στο κέντρο ένα ξυλαράκι για μύτη και λύγισε ένα κλωναράκι από λουλούδι και έφτιαξε ένα μεγάλο χαμόγελο. Μετά έραψε μια χρωματιστή καρό μαξιλαροθήκη την οποία είχε γεμίσει με μπόλικο άχυρο και δεξιά και αριστερά κόλλησε δυο πλαστικά πιρούνια για χέρια. Για μαλλιά της έβαλε να κρέμονται χοντρές, μάλλινες και μακριές κλωστές, κίτρινες, απ’ αυτές που έπλεκε τις ζακέτες της Μαριαλένας. Και την έβαλε να κρατάει μια μικρή λευκή ομπρέλα απ’ αυτές που βάζουν επάνω στα παγωτά.
Τώρα που βρήκε και το υπέροχο αυτό γυαλιστερό φούξια περιτύλιγμα, ένωσε τα κομμάτια, τύλιξε την κούκλα προσεκτικά και έφτιαξε ένα μεγάλο όμορφο φιόγκο με τη λευκή κορδέλα.
Έβαλε με προσοχή την κούκλα κάτω απ’ το δέντρο και ένα χαμόγελο ικανοποίησης ζωγραφίστηκε πάνω στο κουρασμένο της πρόσωπο. Ύστερα πήγε στο δωμάτιο της μικρής, και αφού τη σκέπασε και τη σταύρωσε έπεσε κι εκείνη να ξαπλώσει.
Το βράδυ ονειρεύτηκε ότι ζούσαν σε ένα μεγάλο σπίτι, ο κήπος ήταν γεμάτος παρτέρια με λευκά τριαντάφυλλα και μέσα στο σαλόνι ακούγονταν γέλια και χοροί. Ήταν τα παιδιά της και η Μαριαλένα που χόρευαν και τραγουδούσαν και ο παππούς καθόταν και τους παρακολουθούσε ικανοποιημένος δίπλα στο τζάκι.
Ήταν τόσο κουρασμένη που για πρώτη φορά η εγγονή της ξύπνησε πριν από εκείνη.
-Άντε ξύπνα γιαγιούλα, θέλω να ανοίξω το δώρο μου!
Η γιαγιά την οδήγησε στο δέντρο και της λέει με ζεστή φωνή.
-Άντε κοκόνα μου και του χρόνου να είμαστε ακόμα καλύτερα!
Η μικρή άνοιξε προσεκτικά, σχεδόν ευλαβικά το δώρο της και μόλις αντίκρισε την κούκλα φωτίστηκε όλα της το ροζ προσωπάκι. Ύστερα έπεσε πάνω στη γιαγιά της και την αγκάλιασε.
-Σε ευχαριστώ γιαγιά μου, από δω και πέρα θα κοιμάμαι και θα ξυπνάω με την κούκλα μου!
Μετά από μια βδομάδα την παραμονή πρωτοχρονιάς στο πέτρινο σπίτι…
-Μαμά, μπαμπά που είναι το δώρο που ζήτησα; Ε;
Εγώ δεν είχα ζητήσει αυτό τον αρκούδο, αλλά τον άλλο με το μπλε χρώμα.
Ο Φίλιππος και η Εύα κοιτάχτηκαν με απορία.
-Μα παιδί μου, εμείς νομίσαμε ότι αυτόν ήθελες. Τι να πω! Καλά θα πάω να σου πάρω τον μπλε με πρώτη ευκαιρία, λέει ο Φίλιππος.
-Όχι, όχι τώρα να πας να μου τον πάρεις μπαμπά.
Τώρα θέλω!
-Α, για να σου πω χρυσό μου! Λέει με έντονο ύφος η Εύα και συνεχίζει.
-Μην τα θέλεις όλα δικά σου και όλα εδώ και τώρα. Δεν γίνεται να στο αγοράσουμε τώρα, θα πρέπει να κάνεις υπομονή μερικές μέρες ή να κρατήσεις αυτό τον αρκούδο.
-Όχι, όχι δεν τον θέλω αυτόν. Λέει εκνευρισμένη η Καλλιόπη, τον πετάει κάτω και συνεχίζει.
-Και την κούκλα που μου πήρατε τη βαρέθηκα. Θέλω την άλλη αυτή που είχα δει στη βιτρίνα με τα κόκκινα μαλλιά.
Και τότε οι γονείς της κατάλαβαν ότι με το να της τα προσφέρουν όλα απλόχερα και όποτε εκείνη το ήθελε το μόνο που κατάφεραν ήταν να μην εκτιμάει αυτά που της πρόσφεραν γιατί όλα γύρω της θεωρούσε ότι της άνηκαν.
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες οι γονείς της, αλλά και συγγενείς και φίλοι, της έφερναν ένα σωρό δώρα τα οποία τα βαριόταν πολύ γρήγορα και μετά τα πετούσε στον κάδο και ήθελε συνέχεια καινούργια και διαφορετικά.
Εκεί κατέληξε και τώρα και η πορσελάνινη κούκλα που πριν από μόλις μια εβδομάδα όταν την είχε δει είχε ξετρελαθεί απ’ τη χαρά της και ο καημένος ο αρκούδος που έκανε το λάθος να είναι καφέ αντί για μπλε όπως επιθυμούσε η μικρή Καλλιόπη και δεν πρόλαβε να παίξει έστω για λίγο μαζί του.
Η κυρία Λουκία η οικονόμος του μεγάλου σπιτιού όταν κατέβασε τα δυο παιχνίδια κάτω και τα έριξε μέσα στον μπλε κάδο πολύ στεναχωρήθηκε και φεύγοντας είπε από μέσα της...
-Τι κρίμα Θεέ μου! Και να σκεφτείς ότι υπάρχουν παιδάκια που δεν έχουν ούτε ένα παιχνίδι για να παίξουν.
Λίγο πριν ανέβει τα σκαλιά του σπιτιού συνέχισε να κάνει αυτές τις σκέψεις και ξαφνικά σταμάτησε και σκέφτηκε να γυρίσει πίσω και να ξαναπάρει τα παιχνίδια που μόλις είχε πετάξει.
-Θα τα φυλάξω στην κάμαρά μου μέχρι να βρω ένα παιδάκι που να τα θέλει πραγματικά και θα του τα δώσω.
Μόλις έστριψε στο μικρό στενάκι, είδε μια γιαγιά να ψάχνει δίπλα απ’ τους κάδους. Σταμάτησε το βήμα της και κοντοστάθηκε να κοιτάξει καλύτερα. Η γιαγιά κρατούσε ήδη στα χέρια της την πορσελάνινη κούκλα και τον αρκούδο και τα έπαιζε σα μικρό παιδί.
-Πόσο θα χαρεί το κορίτσι μου! Φώναξε δίχως να τη νοιάζει αυτή τη φορά αν την βλέπει ή την ακούει κανείς. Το είχε κιόλας ξεχάσει απ’ τη χαρά της.
Έκανε να φύγει όταν μια φωνή τη σταμάτησε.
-Σταθείτε κυρία!
Ήταν η κυρία Λουκία που ήθελε οπωσδήποτε να γνωρίσει αυτή τη γιαγιά και να μάθει πού θα πήγαιναν τα δυο παιχνίδια της Καλλιόπης, που δε συμφωνούσε καθόλου με τη συμπεριφορά της αλλά την αγαπούσε πολύ μιας που από τότε που γεννήθηκε την είχε στα χέρια της και την πρόσεχε.
Η γιαγιά όταν κατάλαβε ότι την είδαν, ένιωσε πολύ άσχημα αλλά η κυρία Λουκία της μίλησε τόσο φιλικά και ζεστά χωρίς καθόλου να της δείξει ότι τη λυπόταν όταν έπιασαν κουβέντα και η γιαγιά της εξήγησε πώς είχε η κατάστασή της.
-Πρέπει να είστε πολύ υπερήφανη για την εγγονή σας γιαγιά Καλλιρόη της είπε και τη χάιδεψε στον ώμο συμπληρώνοντας..
-Όπως φυσικά και εκείνη είναι πολύ τυχερή που έχει μια τέτοια γιαγιά. Και εγώ από ανάγκη ήρθα να δουλέψω σε αυτό το σπίτι, αλλά είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Και το κορίτσι μου, η μικρή Καλλιόπη είναι καλό παιδί, αλλά την έχουμε όλοι κακομάθει δυστυχώς. Βλέπετε οι γονείς της, της έκαναν πάντα όλα τα χατίρια και εγώ το ίδιο αν και προσπαθούσα να είμαι περισσότερο αυστηρή μερικές φορές για το καλό της. Μα ας μην καθόμαστε άλλο εδώ, ελάτε στο σπίτι να σας κεράσω κάτι και να σας δώσω γλυκίσματα για τη μικρή. Έχω ξεχωριστό δωμάτιο που μένω εκεί.
-Ε, μα όχι μη σας βάζω σε φασαρία κυρία Λουκία.
-Καμία φασαρία. Μήπως θέλετε να φέρετε και τη
Μαριαλένα; Θα ήθελα πολύ να τη γνωρίσω και να γνωριστούν και με την Καλλιόπη. Πού ξέρετε μπορεί να γίνουν και φίλες γιατί και η Καλλιόπη δεν πηγαίνει ακόμα στο σχολείο και δεν έχει με κάποιον να παίξει και να μοιραστεί τα πράγματά της. Και πρέπει να μάθει επιτέλους να τα μοιράζεται με τους άλλους. Αυτό θα την ωφελήσει πολύ.
Η γιαγιά έμεινε για λίγο σκεφτική και αποφάσισε να δεχτεί την πρότασή της. Στο κάτω κάτω το είχε ανάγκη κάποιες φορές να μιλήσει με έναν άνθρωπο. Έτσι ξεχνούσε για λίγο τα προβλήματά της. Και η κυρία Λουκία έμοιαζε καλός άνθρωπος και τη συμπάθησε πολύ.
Προχώρησαν λοιπόν για το μεγάλο σπίτι ενώ οι δυο κάδοι έμειναν κολλημένοι εκεί, όπως πάντα στο ίδιο σημείο μόνο που αυτή τη φορά είχαν κάτι κοινό να κουβεντιάσουν χωρίς να τσακωθούν μεταξύ τους…
-Κρίμα. λέει με παράπονο ο μπλε κάδος.
-Ναι κρίμα, συμφώνησε και ο πράσινος κάδος και πρόσθεσε.
-Κι εμείς τόσο καιρό τρωγόμαστε μεταξύ μας, αντί να είμαστε ικανοποιημένοι που έχουμε εδώ παρεούλα ο ένας τον άλλο. Είδες η γιαγιά της Μαριαλένας; Έρχεται και φεύγει μόνη της εδώ κι επιτέλους τώρα βρήκε έναν άνθρωπο για να μιλήσει. Και να σου πω κάτι; Πολύ χάρηκα που πήρε τα παιχνίδια να τα δώσει στην εγγονή της. Δεν πειράζει, έχεις εκεί μέσα τόσα άλλα για να ανακυκλωθούν. Και τέλος πάντων παραδέχομαι ότι είσαι πολύ χρήσιμος για το περιβάλλον.
-Όχι τόσο όσο εσύ φίλε μου. Μέχρι που συνήθισα και τις μυρωδιές σου. Άλλωστε τι φταις κι εσύ αφού αυτός είναι ο προορισμός σου να γεμίζεις με σκουπίδια για να μένει καθαρή η πόλη μας. Φίλοι λοιπόν;
-Φίλοι αχώριστοι από δω και πέρα!
Λίγο πριν φύγει απ’ το σπίτι μετά απ’ την επίσκεψή της, η γιαγιά κοίταξε τα παιχνίδια που κρατούσε στα χέρια της και είπε στην κυρία Λουκία.
-Τώρα που ξέρω ότι ανήκουν στην Καλλιόπη δεν είναι σωστό να τα κρατήσω.
-Μα τι λες γιαγιά, αφού εγώ τα πέταξα πριν σε δω στον κάδο. Η Καλλιόπη δεν τα θέλει πια και έχει και τόσα άλλα παιχνίδια να παίξει. Σε παρακαλώ να τα κρατήσεις.
-Όχι, όχι μην επιμένετε σας παρακαλώ. Πρέπει να φύγω τώρα. Σας ευχαριστώ για όλα.
-Όπως θέλεις γιαγιά. Θα έρθεις μια μέρα με τη μικρή όπως είπαμε;
-Θα έρθω. Λέει η γιαγιά κι αφού την ευχαρίστησε για το ωραίο ζεστό τσάι που της έφτιαξε και για την κουβέντα που είχαν πήρε το δρόμο για το σπίτι.
Την επόμενη ημέρα, η αρχή του χρόνου έδωσε καινούργια ελπίδα στη γιαγιά που αποφάσισε να επισκεφτεί ξανά την κυρία Λουκία αλλά αυτή τη φορά όχι μόνη της αλλά με τη μικρή εγγονή της.
Την έντυσε λοιπόν όμορφα με ένα κατάλευκο φόρεμα που της το είχε πλέξει η ίδια για τις γιορτές, έβαλε τη βασιλόπιτα που έφτιαξε με τη βοήθεια της Μαριαλένας σε ένα όμορφο πανέρι και ξεκίνησαν χαρούμενες για το πέτρινο σπίτι.
-Να η μικρή εγγονή της. Λέει ο πράσινος κάδος στον μπλε όταν πέρασαν από μπροστά τους.
-Ναι, επιτέλους τη βλέπουμε από κοντά! Μα τι όμορφο κοριτσάκι είναι αυτό!
-Ναι, είναι στ’ αλήθεια πολύ όμορφη! Αχ, μακάρι ο νέος χρόνος να της δώσει όλη την ευτυχία του κόσμου και να μην χρειαστεί ξανά να ψάξει η γιαγιά της σε εμάς για να βρει κάτι να της δώσει.
-Τελικά είσαι πιο ευαίσθητος απ’ όσο πίστευα ε; Κοίτα να δεις και δε σου φαινόταν.. λέει χαμογελώντας ο πράσινος κάδος και ο μπλε του έκλεισε το μάτι χαμογελώντας κι εκείνος.
Η κυρία Λουκία δεν πίστευε στα μάτια της όταν τις είδε να μπαίνουν στο σπίτι. Τις υποδέχτηκε με μια ζεστή αγκαλιά και δε χόρταινε να ακούει τη μικρή Μαριαλένα να μιλάει για όσα τις είχε μάθει η γιαγιά της να κάνει. Ήταν ένα μικρό παιδί αλλά τόσο ώριμο για την ηλικία του!
-Πάω να φωνάξω την κυρία και τον κύριο. Τους μίλησα για σας και ειδικά για τη Μαριαλένα και θέλουν πολύ να σας γνωρίσουν.
Η γιαγιά κοίταξε διακριτικά τους μεγάλους χώρους του σπιτιού. Ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που είχε δει στο όνειρό της. Ενώ οι άνθρωποι ήταν πολύ ζεστοί και φιλόξενοι εκείνη ένοιωθε λίγο άβολα και ξαφνικά κατάλαβε ότι προτιμούσε που έμενε στο μικρό σπιτάκι της που ήταν πολύ πιο ταπεινό αλλά ζέσταινε την καρδιά της τόσο πολύ!
Η Μαριαλένα όταν αντίκρισε το τεράστιο δέντρο που είχαν στο σαλόνι το οποίο έφτανε σχεδόν μέχρι το ταβάνι έτρεξε αυθόρμητα προς το μέρος του και στάθηκε από κάτω του κοιτώντας το με ενθουσιασμό. Ήταν γεμάτο με χρυσαφένιες μπάλες, κόκκινα φιογκάκια και καμπανούλες και την κορυφή του τη στόλιζε ένα μεγάλο αστέρι.
-Πω, πω γιαγιά κοίτα πόσο μεγάλο είναι! Λέει χτυπώντας παλαμάκια με τα χεράκια της.
Η γιαγιά δε μίλησε, μόνο την κοίταξε και ένα μικρό παράπονο φάνηκε στο πρόσωπό της όταν σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να στολίσουν στο σπίτι τους ένα τόσο μεγάλο δέντρο.
-Άντε λοιπόν Καλλιόπη μου πάρε τη Μαριαλένα και πηγαίνετε στο δωμάτιο σου να παίξετε μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό. Λέει χαμογελώντας η Εύα.
-Δεν θα μείνουμε για φαγητό κυρία Εύα, λέει η γιαγιά. Σας ευχαριστούμε πολύ αλλά θα γυρίσουμε στο σπίτι μας.
-Μα τι λέτε τώρα! Και βέβαια θα μείνετε, διαμαρτύρεται ο Φίλιππος. Πρώτη φορά ήρθατε στο σπίτι μας και θα φύγετε χωρίς να φάμε μαζί;
- Έχει δίκιο ο σύζυγός μου κυρία Καλλιρόη. Άλλωστε σήμερα είναι Πρωτοχρονιά και θέλουμε κι εμείς συντροφιά.
Χθες βράδυ είχαμε στο σπίτι πολλούς καλεσμένους αλλά με κανέναν δεν νοιώσαμε τόσο όμορφα όπως μαζί σας. Μας αρέσει πολύ η συντροφιά σας και είναι ευκαιρία να παίξουν και λίγο τα παιδιά μας.
-Ε, καλά να μείνουμε αν το θέλει και η Μαριαλένα μου.
Λέει η γιαγιά κοιτώντας την εγγονή της.
-Ας μείνουμε γιαγιά. Το θέλω. Λέει η Μαριαλένα κι ύστερα πιάνει αυθόρμητα απ’ το χέρι την Καλλιόπη και της λέει..
-Είμαι η Μαριαλένα. Θέλεις να παίξουμε;
Η Καλλιόπη εξακολουθούσε να μη μιλάει λες και δεν ήξερε τι να πει.
-Άντε παιδί μου πες κάτι στο κοριτσάκι επιτέλους! Λέει η Εύα φανερά ενοχλημένη απ’ τη στάση της κόρης της όση ώρα ήταν εκεί οι δυο καλεσμένες τους και συμπληρώνει χαμηλόφωνα στο αυτί της Λουκίας.
-Θεέ μου, τι θα κάνω με αυτό το παιδί;
Η κυρία Λουκία της λέει ψιθυριστά..
-Μη στεναχωριέστε κυρία Εύα θέλει λίγο το χρόνο της. Η Μαριαλένα ρωτάει ξανά την Καλλιόπη μην έχοντας αφήσει το χέρι της που το κρατούσε ακόμα..
-Έχεις πολλές κούκλες;
-Φυσικά και έχω πολλές! Ο μπαμπάς κι η μαμά μου αγοράζουν συνέχεια! Απαντά η Καλλιόπη που επιτέλους άρχισε να μιλάει.
-Αυτό ήταν το λάθος μας…συμπληρώνει σιγανά η Εύα κοιτώντας στεναχωρημένη τη γιαγιά κι εκείνη της λέει χαμογελώντας.
-Μη νοιώθετε άσχημα κυρία Εύα. Είμαι σίγουρη ότι το κάνατε από υπερβολική αγάπη.
-Ωραία! Λέει η Μαριαλένα στην Καλλιόπη. Θέλεις να παίξουμε με τις κούκλες σου; Θα σου δείξω κι εγώ τη δικιά μου. Μου την έφτιαξε η γιαγιά και την έχω πάντα μαζί μου.
Η Καλλιόπη το σκέφτηκε λίγο και της λέει.
-Εντάξει πάμε.
Έτσι η κυρία Λουκία συνόδευσε τα δυο κορίτσια στο δωμάτιο της Καλλιόπης και κατέβηκε ξανά κάτω για να ετοιμάσει το τραπέζι.
Η Μαριαλένα δεν ήξερε πού να πρωτοκοιτάξει όταν μπήκαν μέσα. Παντού είχε ζωάκια και κούκλες μικρές και μεγάλες, όλες ντυμένες σαν πριγκίπισσες και στη μέση ένα ροζ κρεβάτι από σκαλιστό ξύλο, που το σκέπαζε από πάνω μια λευκή τούλινη κουνουπιέρα με κεντητή δαντέλα στο τελείωμα.
-Πω, πω τι όμορφο δωμάτιο! Και πόσες κούκλες! Έχεις πάρα πολλές! Θα είσαι πολύ χαρούμενη ε; λέει η Μαριαλένα και η Καλλιόπη ρίχνοντας μια ματιά σε όλες αυτές τις κούκλες πέρασε ξαφνικά απ’ το μυαλό της η σκηνή του μπαμπά της να της προσφέρει κάθε φορά και από μια κούκλα και μετά να της λέει..
-Σου αρέσει αγάπη μου; άντε δώσε τώρα ένα φιλί στο μπαμπά για να φύγει…
Την ίδια στιγμή ήρθε στο μυαλό της η σκηνή που ο μπαμπάς πέρυσι τέτοια εποχή θα έμενε περισσότερες μέρες μαζί τους και δεν θα πήγαινε πάλι σε άλλες χώρες για δουλειές όπως της έλεγε. Και μια από εκείνες τις μέρες είχαν πάει οι τρεις τους σε ένα μέρος που είναι γεμάτο παιχνίδια και λέγεται Λούνα Παρκ. Είχαν ανέβει σε ένα μεγάλο μύλο που τους ανέβασε ψηλά μέχρι τον ουρανό και η Καλλιόπη είχε σηκώσει ψηλά τα χεράκια της προσπαθώντας να πιάσει τον ήλιο..! Γέλια και παιδικές φωνές τριγύρω και ζαχαρωτά και εκείνο το ωραίο μαλλί της γριάς που της αγόρασε η μαμά και κόλλαγαν τα χεράκια της και το στόμα της και….
Ξαφνικά το λευκό προσωπάκι της συννέφιασε γιατί κατάλαβε ότι τότε ένοιωθε πολύ χαρούμενη αλλά δεν το είπε στη Μαριαλένα.
-Ει, τι έπαθες; Άντε δε θα παίξουμε με τις κούκλες; Της λέει εκείνη με απορία.
-Όχι δε θέλω, απαντά στενοχωρημένη η Καλλιόπη.
-Χμ, καλά θες τότε να σου δείξω τη δικιά μου; Να κοίτα!
Της λέει και βγάζει από την τσαντούλα της τη Μελένια. Έτσι την είχε ονομάσει η Μαριαλένα την κούκλα της.
Η Καλλιόπη την πήρε στα μικρά της χέρια και την κοίταξε με περιέργεια. Ήταν τόσο διαφορετική απ’ τις δικές της κούκλες αλλά της φάνηκε πολύ χαριτωμένη και όταν παρατήρησε τις δυο ελιές που είχε για μάτια το προσωπάκι της φωτίστηκε από ένα μικρό χαμόγελο.
-Χάχα, είναι πολύ περίεργη η κούκλα σου.
-Ναι, αυτή είναι η Μελένια.
-Έχει και όνομα;
-Φυσικά! Οι κούκλες σου δεν έχουν;
-Όχι.
-Μα τότε πώς τους μιλάς;
-Δεν τους μιλάω.
-Τι; Και πώς παίζεις μαζί τους χωρίς να τους μιλάς;
-Ε…τις έχω πάνω στα ράφια τους και όταν η μαμά τούς αγοράζει καινούργια φορέματα τις κατεβάζω και τις ντύνω.
Η Μαριαλένα γούρλωσε τα μάτια της γεμάτη απορία. Δεν τους μιλάει; Μα πώς γίνεται αυτό; Και έχουν και καινούργια φορέματα; Έσκυψε και κοίταξε το λευκό της φόρεμα. Ήταν το μοναδικό καινούργιο της φόρεμα για φέτος… και τότε ακούστηκε η φωνή της μαμάς της Καλλιόπης.
-Ελάτε κορίτσια μου, το φαγητό είναι έτοιμο.
Αφού έφαγαν η γιαγιά τους ευχαρίστησε απ’ την καρδιά της και τους κάλεσε με τη σειρά της στο δικό της σπίτι. Έτσι μετά από μια εβδομάδα περίπου την ημέρα των Φώτων η γιαγιά Καλλιρόη υποδέχτηκε τους καλεσμένους της και τους έκανε το τραπέζι με την καλύτερη κότα απ’ αυτές που είχε στο κοτέτσι της, με πολλά καλούδια που είχε μαγειρέψει απ’ αυτά που είχε φυτέψει στον κήπο της και με ζεστό ψωμάκι που ζύμωσε με τα χέρια της και άχνιζε όταν η μικρή
Μαριαλένα το σέρβιρε στο τραπέζι.
Το φτωχικό της αν και μικρό άστραφτε από καθαριότητα και όλα τα αντικείμενα εκεί μέσα ήταν βαλμένα απ’ τη γιαγιά Καλλιρόη με πολύ γούστο και μεράκι.
Οι καλεσμένοι της εντυπωσιάστηκαν απ’ το μικρό αλλά τόσο ζεστό σπιτάκι και από τα φαγητά και την περιποίηση της γιαγιάς. Πρώτη φορά στη ζωή τους ένιωσαν τέτοια ζεστασιά στην ψυχή τους.
Μετά το φαγητό η Μαριαλένα πήρε απ’ το χέρι όπως την πρώτη φορά την Καλλιόπη και της λέει χαμογελώντας.
-Έλα πάμε στον κήπο να παίξουμε!
-Ε...θα λερώσω το φόρεμά μου, διαμαρτύρεται η Καλλιόπη αλλά πριν προλάβει να πει τίποτα άλλο η Μαριαλένα την τράβηξε έξω σχεδόν με το ζόρι λέγοντας.
-Δεν πειράζει θα το πλύνει η μαμά σου. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα και ξαφνικά ακούστηκε η φωνή της Καλλιόπης που έλεγε γελώντας τρανταχτά…
-Γιούπι! Μαμά, μπαμπά πετάω! Χάχα
Όλοι βγήκαν έξω και τι να δουν! Τα δυο κορίτσια είχαν σκαρφαλώσει πάνω στην πορτοκαλιά του κήπου. Η Καλλιόπη είχε πιαστεί από ένα χοντρό κλαδί και κουνιόταν πέρα δώθε. Μετά κάνει ένα σάλτο και γραπώνεται από ένα άλλο κλαδί ενώ η Μαριαλένα έκοβε πορτοκάλια και τα πέταγε προς το μέρος της γελώντας.
Μετά πήδηξαν κάτω και άρχισε να κυνηγάει η μια την άλλη και η Καλλιόπη που είχε βγάλει τα παπούτσια της έτρεχε ξυπόλητη πατώντας πάνω στα χαλίκια και διόλου δεν την ένοιαξε όταν το φόρεμά της πιάστηκε πάνω στην τριανταφυλλιά και σκίστηκε στο κάτω μέρος του απ’ τα αγκάθια.
Το προσωπάκι της που είχε λερωθεί απ’ τα χώματα έλαμπε από χαρά και οι γονείς της δεν πίστευαν στα μάτια τους που έβλεπαν το παιδί τους να ξεκαρδίζεται απ’ τα γέλια πρώτη φορά. Τα γέλια αυτά έβγαιναν κατευθείαν απ’ την παιδική ψυχή της που είχε τόση ανάγκη από αυτή την
ανεμελιά.
Τη χαρά που ένοιωθε τώρα η Καλλιόπη παίζοντας με τα χώματα του κήπου δεν μπορούσαν να της την προσφέρουν όλες οι πανάκριβες κούκλες του κόσμου.
Και η καρδιά της γιαγιάς σκίρτησε από ευχαρίστηση που έβλεπε τη Μαριαλένα της να παίζει με τη φίλη της πια και όχι μόνη της.
Ο Φίλιππος έπιασε ενθουσιασμένος απ’ το χέρι την Εύα άρπαξε μια μπάλα που βρήκε στον κήπο και μαζί με τα κορίτσια άρχισαν να παίζουν μήλα. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής τους και η ευλογία των Φώτων, φώτισε και τη δική τους ψυχή.
Από εκείνη τη μέρα τα δυο κορίτσια έγιναν αχώριστα, το ίδιο και οι δυο οικογένειες. Όταν η Μαριαλένα πήγαινε στο σπίτι της Καλλιόπης έπαιζαν με τις κούκλες της που στην καθεμιά είχαν δώσει πλέον και από ένα όνομα. Τις έβαζαν όλες κάτω στο πάτωμα και έπλαθαν διάφορες ιστορίες με το παιδικό τους μυαλό στις οποίες συμμετείχαν όλες οι κούκλες.
Η αγαπημένη όμως της Καλλιόπης είχε γίνει πια η Τενεκεδένια η κούκλα που είχε πει στην κυρία Λουκία να την πετάξει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς αλλά εκείνη όπως είδαμε την ξαναπήρε απ’ τον κάδο που την είχε πετάξει και την ξαναέδωσε στην Καλλιόπη όταν βεβαιώθηκε πως η μικρή κατάλαβε την αξία των πραγμάτων και είχε μετανιώσει που είπε να πετάξουν την κούκλα της αλλά και τον καφέ αρκούδο που κι αυτόν τον πήρε πίσω και κοιμόταν πάντα μαζί του τα βράδια χώνοντας το προσωπάκι της στη χοντρή χνουδωτή του κοιλιά.
Όσο για τους δυο κάδους της ιστορίας μας είχαν πια γίνει κι εκείνοι αχώριστοι φίλοι. Εκτός απ’ τα σκουπίδια και τα αντικείμενα που τους γέμιζαν οι περαστικοί, πιο πολύ γέμιζαν με γνώση και εμπειρίες απ’ τις διάφορες συνομιλίες και τις εικόνες των ανθρώπων που περνούσαν από μπροστά τους.
Και μετά από χρόνια όταν ο πράσινος κάδος είχε σκουριάσει λίγο και το μπλε χρώμα του φίλου του είχε ξεθωριάσει, ένιωσαν απέραντη χαρά που όλο αυτό τον καιρό είχαν παρακολουθήσει την εξέλιξη των δυο κοριτσιών.
Τα έβλεπαν να μεγαλώνουν και να μεγαλώνουν και να γίνονται ολόκληρες κοπέλες. Ώσπου πάλι μια Παραμονή Χριστουγέννων είδαν να περνάει από μπροστά τους μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα με τον άντρα της. Ήταν η Μαριαλένα...
Πήγαιναν να επισκεφτούν την Καλλιόπη που έμενε στην ίδια γειτονιά, σε ένα σπίτι λίγο πιο μικρό απ’ το πατρικό της που είχε όμως μια μεγάλη αυλή και κήπο με πολλά λουλούδια και μια πορτοκαλιά. Εκεί έπαιζαν τα δυο παιδιά της.
Η Μαριαλένα κρατούσε απ’ το χέρι ένα μικρό μελαχρινό κοριτσάκι που φορούσε ένα λευκό πλεκτό φόρεμα και κρατούσε στο χεράκι του μια κούκλα με μακριά, πλεκτά, κίτρινα μαλλιά κι είχε για μάτια δυο ελιές.
Νεκταρία Μάντη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki