Ελένης Χριστοφοράτου
(Ένα μικρό παραμύθι στη μνήμη του Άρη, ενός σκυλιού που «έφυγε» νωρίς)
Ο Άρης, το ροτβάιλερ, ήταν το δυνατότερο σκυλί της γειτονιάς. Κατάμαυρος όπως ήταν, δεν φαινόταν τις νύχτες κι όλα τ’ άλλα σκυλιά φοβόντουσαν να κυκλοφορούν τα βράδια μην τυχόν πεταχτεί από καμιά γωνιά και τους κόψει το αίμα.
Τον είχαν βέβαια εκλέξει αρχηγό, όχι τόσο γιατί τον συμπαθούσαν, όσο γιατί κανένα σκυλί δεν είχε τολμήσει να μην τον ψηφίσει. Και μόνο που έβλεπαν τον τεράστιο όγκο και το χοντρό του κεφάλι, έτριζαν από τον φόβο τα δοντάκια τους.
Όλοι οι σκύλοι ήθελαν να τα έχουν καλά με τον Άρη. Ένιωθαν ασφάλεια και ας τον έτρεμαν. Όταν τα σκυλιά της άλλης γειτονιάς έκαναν επίθεση, ο Άρης έμπαινε μπροστά, φούσκωνε το στήθος του κι άφηνε ένα μουγκρητό που έκανε και το πιο θαρραλέο σκυλί ν’ ανατριχιάσει. Μια φορά, άρπαξε ένα λυκόσκυλο απ’ το λαιμό, επειδή είχε επιτεθεί στον Γουίπι, το κόκερ σπάνιελ. Το ταρακούνησε κι ύστερα το ξάπλωσε κάτω πιέζοντάς το με το βαρύ του πόδι. «Δεν ντρέπεσαι να τα βάζεις μ’ έναν μικρότερό σου στο μπόι;» του γρύλισε. Το λυκόσκυλο τρόμαξε τόσο πολύ που εξαφανίστηκε και κανένας δεν το ξανάδε από τότε.
Κάποτε όμως, έγινε ένα κακό που η δύναμη του Άρη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Οι άνθρωποι μάζεψαν τα πράγματά τους κι έφυγαν. Δεν έμεινε ούτε ένας να ταΐζει τα σκυλιά κι έπεσε μεγάλη πείνα. Η γειτονιά ερήμωσε. Οι σκύλοι σκάλιζαν τα σκουπίδια για κανένα κόκαλο. Στο τέλος, έφαγαν και τα σκουπίδια και δεν απέμεινε τίποτα φαγώσιμο.
Είδαν κι απόειδαν κι έκαναν συνέλευση. Πρώτος μίλησε φυσικά ο Άρης.
«Φίλοι, όπως ξέρετε, οι άνθρωποι εξαφανίστηκαν στα καλά καθούμενα».
«Μα, τι τους έπιασε;» ρώτησε ο Γουίπι.
«Κανείς δεν ξέρει και δεν έχει σημασία αυτό», συνέχισε ο Άρης. «Σημασία έχει πως μας εγκατέλειψαν. Χθες, δύο από μας λιποθύμησαν απ’ την πείνα. Θα πεθάνουμε αν μείνουμε άλλο εδώ».
«Και τι να κάνουμε;» πετάχτηκε η Τόψυ, το μαλτέζ.
«Τίποτα! Είμαστε καταδικασμένοι!» κλαψούρισε ο Φίφι, το τζακ ράσελ.
«Σιωπή!» φώναξε ο Άρης. «Θα κάνουμε ό,τι κι οι άνθρωποι. Όπως αυτοί έφυγαν αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, έτσι κι εμείς. Θα φύγουμε, θα βρούμε μια γειτονιά πλούσια και θα ζήσουμε όμορφα».
Τα σκυλιά κοιτούσαν ζαρωμένα. Έτσι όπως ήταν ζαλισμένα από την πείνα, δεν πολυκατάλαβαν. Τι έλεγε ο Άρης; Να φύγουνε; Σ’ αυτή τη γειτονιά γεννήθηκαν, σ’ αυτή τη γειτονιά είχαν ζήσει όλη τη ζωή τους. Πώς μπορούσαν ν’ αποχωριστούν τον τόπο τους; Και πού θα πήγαιναν; Η δίπλα γειτονιά ήταν γεμάτη εχθρούς. Θα ’πρεπε να βρουν έναν πιο μακρινό τόπο κι έτσι όπως ήταν εξασθενημένα, πώς θα άντεχαν το ταξίδι;
Ο Άρης είδε τα κατεβασμένα τους κεφάλια και θύμωσε.
«Τι μούτρα είναι αυτά; Το βάζετε κάτω μπροστά στην πρώτη δυσκολία; Ντροπή σας! Η ζωή θέλει θάρρος! Η ζωή θέλει δύναμη! Εμπρός, αρχίστε να ετοιμάζεστε».
«Θα λιποθυμήσουμε στο δρόμο έτσι όπως είμαστε νηστικοί», είπε η Λούσυ, το κανίς, κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
«Σωστά. Ούτε βήμα δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε», συμπλήρωσε η Μούτκι, το πεκινουά.
«Έχω φροντίσει γι’ αυτό», τα καθησύχασε ο Άρης.
«Εξασφάλισα ένα κοτόπουλο. Αύριο την αυγή, θα το μοιράσω σε όλους. Τα κομμάτια θα είναι μικρά, αλλά απ’ το τίποτα καλό είναι κι αυτό».
Τα σκυλιά γούρλωσαν τα μάτια τους.
«Κοτόπουλο;» φώναξαν όλα μαζί. «Πού το βρήκες;»
«Το ’κλεψα από το πιτ μπουλ της δίπλα γειτονιάς. Δεν μ’ αρέσει να κλέβω, αλλά υπήρχε ανάγκη, και το πιτ μπουλ ήταν χορτάτο. Δεν έπαθε τίποτα που του το πήρα, ενώ εμείς κινδυνεύουμε να πεθάνουμε απ’ την πείνα. Το φυλάω στο στέκι μου και το χάραμα θα μαζευτούμε και θα το μοιράσω σε ίσα κομμάτια. Τώρα, λοιπόν, που έχουμε φαγητό για το ταξίδι, ετοιμαστείτε!»
Τα σκυλιά σκόρπισαν μουδιασμένα. Τα φόβιζε αυτή η τεράστια αλλαγή που ερχόταν στη ζωή τους, ένιωθαν όμως ευγνωμοσύνη για τον Άρη, το ροτβάιλερ. Όχι μόνο βρήκε φαγητό, αλλά ήθελε να τους το μοιράσει δίκαια, ενώ μπορούσε να το κρατήσει όλο για τον εαυτό του. Ήταν η πρώτη φορά που τα σκυλιά, μικρά και μεγάλα, αισθάνθηκαν θαυμασμό για τον Άρη και ο φόβος που είχαν για 'κείνον εξαφανίστηκε.
Μόνο ο Ρόκυ, το ντόπερμαν σκεφτόταν διαφορετικά. Άκου να μοιραστεί το κοτόπουλο σε όλα τα σκυλιά της γειτονιάς! Δηλαδή, τι θα έτρωγε το καθένα; Μισή φτερούγα; Ίσα κι όμοια ήταν αυτός με τα κανίς και τα μαλτέζ; Το κοτόπουλο θα γινόταν δικό του πάση θυσία κι οι άλλοι ας έκοβαν τον λαιμό τους. Έπρεπε όμως να περιμένει να νυχτώσει για να δράσει.
Όταν έπεσε η νύχτα, ο Ρόκυ σύρθηκε μέχρι το στέκι του Άρη, παίρνοντας χίλιες δυο προφυλάξεις. Η μυρωδιά του κοτόπουλου του τρύπησε τα ρουθούνια. Η κοιλιά του γουργούριζε άγρια. Στεκόταν λίγα μέτρα μακριά απ’ το λαχταριστό φαγητό, αλλά φοβόταν να πλησιάσει, μην τυχόν πεταχτεί από πουθενά ο Άρης, που είχε ταλέντο στον αιφνιδιασμό.
Ξαφνικά, άκουσε βήματα και κρύφτηκε πίσω από έναν σκουπιδοτενεκέ. Ήταν ο Λίλος, ο κοπριτάκος. Ο Λίλος ήταν το πιο αδύνατο και το πιο κακομοιριασμένο σκυλί. Δεν είχε σταθερό μέρος που έμενε. Πήγαινε πότε στη μια γειτονιά, πότε στην άλλη κι οι σκύλοι τον λυπόντουσαν και τον άφηναν να πάρει κανένα κοκαλάκι. Οι τρίχες του είχαν μαδήσει και τα πίσω του πόδια έτρεμαν. Όλα τα σκυλιά απορούσαν πώς ζούσε ακόμα. Ο Λίλος πλησίασε το κοτόπουλο, ξερίζωσε το ένα μπούτι και απομακρύνθηκε.
Ο Ρόκυ τα ’χασε. Είναι δυνατόν αυτός ο κακομοίρης να άρπαξε ολόκληρο μπούτι κι ο Άρης να μην το πήρε χαμπάρι; Όλοι ήξεραν πως κοιμόταν με το ’να μάτι ανοιχτό και δεν υπήρχε θόρυβος που να μην τον άκουγε. Κι έπειτα, πού βρήκε το θάρρος αυτό το ερείπιο να κλέψει φαγητό που φύλαγε ο Άρης;
Και τότε, ο Ρόκυ σκέφτηκε πως ο Άρης δεν ήταν και τόσο δυνατός όσο έδειχνε. Φαίνεται πως είχε γεράσει και προσπαθούσε να το κρύψει τον τελευταίο καιρό. Αφού κατάφερε αυτός ο κοκαλιάρης ο Λίλος να κλέψει το μπούτι κάτω απ’ τη μύτη του Άρη, γι’ αυτόν που είχε τρομερή δύναμη, θα ήταν παιχνιδάκι. Με μια αποφασιστική κίνηση, ο Ρόκυ όρμησε στο κοτόπουλο και το δάγκωσε, έτοιμος να το κλέψει και μετά να γίνει καπνός. Μια σκιά όμως έπεσε πάνω του και πριν προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Άρης τον γράπωσε απ’ το σβέρκο και τον πέταξε πολλά μέτρα μακριά. Ο Ρόκυ χτύπησε στον απέναντι τοίχο και μάτωσε. Μόλις συνήλθε απ’ το σοκ, άρχισε να γλείφει τις πληγές του. Τώρα έδειχνε πιο κακομοίρης απ’ τον Λίλο.
«Γιατί μου το ’κανες αυτό;» ρώτησε κλαψουρίζοντας.
Ο Άρης στεκόταν ακίνητος και πελώριος σαν βράχος.
«Ρωτάς κιόλας; Είσαι κλέφτης!»
«Κι αυτό το ψωριάρικο ο Λίλος έκλεψε ένα μπούτι. Τον είδα πριν. Κι εσύ τον άφησες!»
«Ο Λίλος μού το ’χε ζητήσει από πριν ευγενικά. Ήρθε και με παρακάλεσε για το κομμάτι. Γι’ αυτό τον άφησα. Μόνο με την ευγένεια κερδίζει κανείς».
Ο Ρόκυ έφυγε με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια. Την επόμενη μέρα πήγε στο μοίρασμα του κοτόπουλου χωρίς ελπίδα πως ο Άρης θα του έδινε κάτι. Ο Άρης όμως του έδωσε το κομμάτι που του αναλογούσε, ένα μέρος απ’ το στήθος του κοτόπουλου.
Τα σκυλιά συνήλθαν κάπως με το φαγητό, στάθηκαν στα πόδια τους και με τον Άρη καθοδηγητή βρήκαν καινούρια γειτονιά και δεν ξαναπείνασαν ποτέ.
Ελένη Χριστοφοράτου
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki