Αναστασίας Ξενοφώντος Γαϊτάνου
Η άνω τελεία από τότε που θυμάται τον εαυτό της νιώθει μια βαθιά αδικία. Πάντα ζούσε στη σκιά της αδελφής της. Εκείνη ήταν και θα είναι το αστέρι της οικογένειας. Όπου γυρίσει τη βλέπει να καπαρτίζει* σαν σουσουράδα. Σε βιβλία, σε περιοδικά, σε εφημερίδες ακόμη και σε μηνύματα στα κινητά. Παντού, παντού. Μπάφιασε! Δεν αντέχει άλλο! Και δεν την ενοχλεί που η τελεία είναι πάντα σε πρώτη ζήτηση, το πρόβλημα της είναι που εκείνη κανείς δεν τη χρησιμοποιεί. Κανείς εκτός από μερικούς συγγραφείς, απ’ αυτούς που γράφουν πράγματα που δεν καταλαβαίνουν ούτε και οι ίδιοι και τα βιβλία τους διαβάζονται από ένα, άντε το πολύ δύο άτομα.
Δεν τους αδικούσε αφού για να τη βρει κάποιος σε έναν υπολογιστή έπρεπε να ψάξει πολύ ενώ η τελεία είχε και εξέχουσα θέση στο πληκτρολόγιο. Με ένα απλό πάτημα, τσουπ εμφανιζόταν. Μέχρι και παράπονο έκανε. «Απαιτώ ίση μεταχείριση με τα υπόλοιπα σημεία στίξης. Θέλω να εμφανίζομαι πιο εύκολα και πιο συχνά». Αυτοί, οι Ειδικοί, όχι μόνο δεν ικανοποίησαν το αίτημά της αλλά της είπαν λόγια που ακόμη προσπαθεί να χωνέψει. «Αυτή είναι η μοίρα σου. Πρέπει να την αποδεχτείς». Αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα.
Είχε πάρει την απόφασή της. Θα έφευγε. Άδικα προσπάθησαν οι γονείς της να της αλλάξουν γνώμη. «Εσύ είσαι σπάνια, ξεχωριστή», της έλεγαν μα αυτή μόνο που άκουγε αυτές τις λέξεις έχανε το στρογγυλό της σχήμα. Και δεν της άρεσαν καθόλου οι γωνίες. Τις σιχαινόταν. Ακόμη και η αδελφή της προσπάθησε να τη μεταπείσει. Ούτε που της έδωσε σημασία. Ό,τι κι αν της έλεγε ακουγόταν ψεύτικο.
Μια μέρα λοιπόν, χωρίς να αποχαιρετίσει κανέναν, έφυγε. Θα έψαχνε να βρει πλάσματα που θα αναγνώριζαν την αξία της. Δεν θα επέστρεφε στους δικούς της παρά μόνο αν κατάφερνε να κάνει τους άλλους να καταλάβουν πόσο χρήσιμη είναι.
Ο πρώτος που συνάντησε στον δρόμο της ήταν ένας σκύλος. Πήγε κοντά του και του συστήθηκε. Εκείνος τη μυρίστηκε καλά καλά. Η μυρωδιά της του ήταν αδιάφορη. Την έγλειψε. Τίποτα το ιδιαίτερο. «Τι μπορείς να κάνεις;» «Μπορώ να χωρίζω δύο προτάσεις». «Δε σε χρειάζομαι», της είπε και κίνησε να φύγει. «Μη φεύγεις, μπορώ να κάνω ό,τι θες. Δοκίμασε με».
Το σκυλί για να μην την κακοκαρδίσει την πήρε μαζί του στη βόλτα του. Η άνω τελεία παρατηρούσε το σκυλί και έκανε ακριβώς ό,τι έκανε κι αυτό. Χωνόταν στα χόρτα, σταματούσε τρεις και λίγο για να μυριστεί κάτι, έπαιζε κυνηγητό με τις πεταλούδες. Στην επιστροφή η άνω τελεία είχε τα χάλια της. Το σκυλί μόνο που την κοίταξε κατάλαβε. «Δεν κάνεις για τη σκυλίσια ζωή», της είπε. Εκείνη συμφώνησε απογοητευμένη. «Καλά κάνεις να επιστρέψεις στο σπίτι σου». «Όχι! Όχι πριν βρω αυτό που ψάχνω». «Τι ψάχνεις;» «Εκείνους που θα καταλάβουν πόσο σημαντική είμαι». «Καλή σου τύχη!»
Συνέχισε την αναζήτηση. Λίγο πιο κάτω συνάντησε όχι ένα, όχι δύο μα πολλά, πάρα πολλά σαλιγκάρια. Προχωρούσαν αργά ακολουθώντας ένα μονοπάτι. «Πού πηγαίνετε;» τους ρώτησε. «Έβρεξε χτες και βγήκαμε για να βρούμε φαγητό». «Θέλετε βοήθεια;» Τα σαλιγκάρια κούνησαν αδιάφορα το κέλυφος τους. Η άνω τελεία δεν έχασε την ευκαιρία.
Μπήκε ανάμεσα τους και τα ακολούθησε. Στην αρχή όλα της φαίνονταν καινούρια, όμορφα, αλλιώτικα μα σύντομα βαρέθηκε. Τα σαλιγκάρια προχωρούσαν αργά και δεν αντάλλαζαν ούτε μια λέξη μεταξύ τους. Απλά έσερναν το κέλυφος τους κουνώντας το πέρα δώθε σαν να ήταν καρυδότσουφλο στη θάλασσα και άφηναν πίσω τους τα υγρά τους ίχνη. Δεν μπορούσε να ζήσει έτσι. Τα χαιρέτησε κι έφυγε για να συνεχίσει την αναζήτησή της. Αυτά ούτε που της έδωσαν σημασία.
Στη συνέχεια συναντήθηκε με μια γάτα. Με το που την πλησίασε η γάτα της έδειξε τα νύχια της και ετοιμάστηκε για μάχη. Δεν θα άφηνε κανέναν να εισβάλει στον χώρο της. Η άνω τελεία πήρε το μήνυμα. Έγινε καπνός.
Συνέχισε τον δρόμο της. Αν και απογοητευμένη δεν άφησε την απελπισία να την πάρει από κάτω. Θα επέμενε και κάποια στιγμή θα κατάφερνε να βρει κάποιους που θα αναγνώριζαν την αξία της.
Έφτασε σε ένα πάρκο. Εκεί δέσποζε μια μεγάλη χαρουπιά. Η άνω τελεία κάθισε στον κορμό της να ξαποστάσει. Το δέντρο την είδε και ένιωσε την απογοήτευσή της. «Πώς απ’ τα μέρη μας;» τη ρώτησε. «Ψάχνω αυτούς που θα καταλάβουν πόσο σημαντική είμαι». «Ανέβα στα κλαδιά μου. Εδώ θα βρεις αυτό που ψάχνεις». Η άνω τελεία ενθουσιάστηκε. Τα κλαδιά και τα φύλλα την καλωσόρισαν. Τα πουλιά της έφτιαξαν μια φωλιά στο πιο ψηλό κλαδί του δέντρου. «Για να έχεις την πιο καλή θέα» της εξήγησαν.
Στην αρχή όλα ήταν μαγικά. Τσουλούσε στην επιφάνεια των φύλλων, έκανε αναρρίχηση στα δαιδαλώδη κλαδιά ή καθόταν με τις ώρες στη φωλιά της και αγνάντευε τον κόσμο από ψηλά.
Μετά που χόρτασε παιγνίδια και ανέμελες στιγμές άρχισε να ρωτά όλους όσους ήταν γύρω της αν χρειάζονται τη βοήθειά της. «Τι μπορείς να κάνεις;» τη ρωτούσαν. «Να χωρίζω δύο προτάσεις». «Δε σε χρειαζόμαστε», της απαντούσαν και γέμιζαν θλίψη την καρδιά της. Η χαρουπιά κατάλαβε ότι η άνω τελεία δεν ήταν ευτυχισμένη. «Μα γιατί στεναχωριέσαι; Σε έχουμε σαν βασίλισσα. Τι σου λείπει;» τη ρώτησε μια μέρα που την είδε κατσουφιασμένη. «Δεν μου φτάνει αυτό. Θέλω να είμαι χρήσιμη. Θέλω να είμαι σημαντική στους άλλους».
Το δέντρο άργησε να μιλήσει ξανά. Σκεφτόταν. Στον κορμό του ήταν χαραγμένες οι ρυτίδες του, ρυάκια γνώσης διαπερνούσαν τις ρίζες του. Σκέφτηκε πολύ προτού μιλήσει. Στο τέλος της είπε «Την αξία μας δεν θα μας την πουν οι άλλοι». «Τότε ποιος;» ζήτησε να μάθει όλο ελπίδα η άνω τελεία. «Αυτό μόνη σου πρέπει να το ανακαλύψεις».
Τα λόγια της χαρουπιάς την προβλημάτισαν. Ποιος άλλος θα μπορούσε να της πει πόσο σημαντική είναι; Δεν μπορούσε να βρει την απάντηση, γι’ αυτό αποχαιρέτισε τους φίλους της στο δέντρο και αποφάσισε να συνεχίσει το ψάξιμο. Δεν πρόλαβε να βγει από το πάρκο και είδε δύο παιδιά να τσακώνονται. Και τα δυο κρατούσαν την κούνια και την τραβούσαν προς το μέρος τους. Φώναζαν αγριεμένα. Έτοιμα ήταν να χυμήξουν το ένα στο άλλο. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Έτρεξε, πετάχτηκε και μπήκε ανάμεσα τους.
Μεμιάς μεταμορφώθηκε. Μεγάλωσε, μεγάλωσε μέχρι που έγινε τεράστια. Όσο κι αν προσπαθούσαν τα παιδιά δεν μπορούσαν να φτάσουν το ένα το άλλο. Κάτι τους εμπόδιζε. Η χαρουπιά δεν πίστευε στα μάτια της. Στο τέλος τα παιδιά σταμάτησαν να μάχονται. Κοίταξαν παραξενεμένα το ένα το άλλο και μετά από λίγο άφησαν την κούνια και έτρεξαν σε άλλο παιγνίδι. Είχαν ήδη ξεχάσει τον τσακωμό τους.
Η άνω τελεία έπεσε στο χώμα εξουθενωμένη. Η χαρουπιά άπλωσε τα κλαδιά της, την πήρε και την έβαλε να ακουμπήσει στον κορμό της. Εκείνη, όταν επιτέλους βρήκε τις δυνάμεις της, κοίταξε τα δύο παιδιά που έτρεχαν ανέμελα και χαρούμενα στο πάρκο.
Αμέσως η κούραση και οι προηγούμενες της έγνοιες διαλύθηκαν. Ένιωθε όμορφα αλλά όχι όπως τις άλλες φορές. Έμοιαζε να είχε φυτρώσει μέσα της ένα λουλούδι. Η μυρωδιά του μοσχοβολούσε. Πόσο μοσχοβολούσε! Η χαρουπιά δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Της ζήτησε να μείνει μαζί τους για ακόμη λίγο κι εκείνη δέχτηκε.
Η ζωή της πια πήρε μια άλλη μορφή. Όλοι την καλούσαν να τους βοηθήσει. Να χωρίσει δύο φύλλα που μπλέχτηκαν στα κλαδιά, δυο κλαδιά που τσακώνονταν, δύο πουλιά που μοιράζονταν το ίδιο σκουλήκι, δύο σκυλάκια που τραβούσαν το ίδιο ξύλο… Κι όταν κατάφερνε να τους βοηθήσει, ένιωθε πάλι εκείνο το λουλούδι να μεγαλώνει και τη μυρωδιά του να πλημμυρίζει τα μέσα της. Αυτό λοιπόν νιώθει κάποιος όταν είναι χρήσιμος; αναρωτήθηκε. Ήταν τόσο όμορφο συναίσθημα. Η άνω τελεία ήταν ευτυχισμένη. Επιτέλους βρήκε αυτό που έψαχνε.
Και οι μέρες κυλούσαν. Τα βράδια δεν κοιμόταν πια στη φωλιά της αλλά δίπλα στον κορμό της χαρουπιάς. Πόσο της άρεσε να ακούει τις ιστορίες της. Η χαρουπιά άλλο που δεν ήθελε. Της μίλησε για την ψυχή που κρύβει μέσα του το κάθε τι πάνω στη γη. Της μίλησε και για τις ρίζες της. «Χωρίς αυτές θα έπεφτα στο χώμα και θα πέθαινα». «Μα πώς είναι δυνατόν να έχουν τόση δύναμη; Ούτε που φαίνονται». «Καμιά φορά δεν χρειάζεται να δούμε κάτι για να πιστέψουμε ότι υπάρχει, φτάνει μόνο να το αισθανθούμε μέσα μας».
Η άνω τελεία την άκουγε μαγεμένη. Μπορεί να μην μπορούσε να καταλάβει την αλήθεια που έκρυβαν τα λόγια της μα αυτά έμπαιναν μέσα της και περίμεναν τη στιγμή που θα έπιαναν δουλειά. Η χαρουπιά μια μέρα ζήτησε κι από αυτή να της πει μια ιστορία. Η άνω τελεία της έκανε το χατίρι. Ξεκίνησε να της μιλά για τον κόσμο των βιβλίων, για τις λέξεις, για τους συγγραφείς που πασχίζουν να τις βάλουν σε μια σειρά, που σβήνουν, γράφουν, σβήνουν και ξαναγράφουν χωρίς να έχει τελειωμό η προσπάθειά τους. Μετά της μίλησε για τους δικούς της. Για τους γονείς της που την αγαπούσαν τόσο πολύ και για την αδελφή της. Θυμήθηκε τις ζαβολιές που σκάρωναν όταν ήταν μικρές. Έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό και πολύ συχνά έπαιρνε η μια τη θέση της άλλης. Μερικές φορές τους ξεγελούσαν μα τις περισσότερες φορές τις τσάκωναν και τις κατσάδιαζαν άγρια.
Και όπως γίνεται όταν αποκτούν φωνή οι σκέψεις μας, την ώρα που μιλούσε για τους δικούς της η άνω τελεία κατάλαβε ότι τους είχε επιθυμήσει. Ήθελε να επιστρέψει πίσω αλλά δεν το έκανε. Φοβόταν! Στο πάρκο είχε βρει αυτό που έψαχνε. Όλοι τη σεβόντουσαν, ζητούσαν τη βοήθειά της και καταλάβαιναν την αξία της. Ήταν χαρούμενη. Αν επέστρεφε στο σπίτι της, θα γινόταν και πάλι η παλιά αδιάφορη, άχρηστη άνω τελεία που εκλιπαρούσε για λίγα ψίχουλα σημασίας. Όχι, δεν μπορούσε να περάσει τα ίδια, όχι όταν κατάλαβε πόσο όμορφο είναι να σε θεωρούν σημαντική.
Όσο περνούσε όμως ο καιρός η νοσταλγία ρουφούσε τη χαρά της. Τώρα πια περνούσε την περισσότερη ώρα στη φωλιά της. Έβλεπε τη θέα και με τη φαντασία της έφτανε στο σπίτι της. Μια μέρα είδε από ψηλά εκείνο τον σκύλο που την πήρε μαζί του. Κατέβηκε μεμιάς και πήγε κοντά του.
Χάρηκε κι αυτός που την είδε. «Πόσο καιρό βρίσκεσαι εδώ;» τη ρώτησε. «Μμμμ, πολύ καιρό». «Βρήκες αυτό που έψαχνες;» «Ναι, το βρήκα». «Ε, τότε γιατί δεν επιστρέφεις σπίτι σου;» Σώπασε η άνω τελεία, δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Γύρισε και κοίταξε απεγνωσμένη τη χαρουπιά. Εκείνη δεν είπε τίποτα. Απλά της έδειξε το χώμα, τις ρίζες της που ήταν κρυμμένες βαθιά μέσα του, αθέατες μα τόσο δυνατές. Εκείνη τη στιγμή τα λόγια που της είχε πει τότε ξύπνησαν μέσα της. «Καμιά φορά δε χρειάζεται να δούμε κάτι για να πιστέψουμε ότι υπάρχει, φτάνει μόνο να το αισθανθούμε μέσα μας».
Η άνω τελεία κατάλαβε. Επιτέλους κατάλαβε ότι τόσο καιρό αυτό που έψαχνε βρισκόταν
μέσα της. Ο σπόρος του ήταν ήδη βαθιά στο χώμα της ψυχής της. Απλά χρειαζόταν τη φροντίδα της για να μεγαλώσει και να ανθίσει. Μεμιάς έτρεξε και αγκάλιασε τον κορμό της χαρουπιάς. Εκείνη κατάλαβε ότι την αποχαιρετούσε. Έσκυψε και με τα κλαδιά της την αγκάλιασε. Η άνω τελεία ρίγησε. Η χαρουπιά λίγο πριν την αφήσει να φύγει της ψιθύρισε «Μην ξεχάσεις το λουλούδι που άνθισε μέσα σου. Να το ποτίζεις και να το φροντίζεις».
* Καπαρτίζω: υπερηφανεύομαι, μοστράρω, καυχιέμαι, καμαρώνω...
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki