Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Ο άντρας στο παγκάκι

Μαρίνας Πλοτνικώφ


Στην αρχή ήταν ο άντρας. Έπειτα ήταν ο κήπος. Σε μια γωνιά του κήπου η πόρτα. Και δίπλα στην πόρτα οι αποσκευές.
Ο άντρας, ο οικοδεσπότης, έχει αραιά σγουρά μαλλιά και γαμψή μύτη. Φορά πάντοτε τα ίδια φθαρμένα ρούχα: σκούρο καρό παντελόνι, μαύρο πουκάμισο, μισοτρύπια μποτάκια. Είναι ψηλός και αδύνατος…σαν άρρωστος. (Η αδυναμία όπως κι η εμφάνισή του είναι μελετημένες, ψεύτικες, μια ευγενική παραχώρηση στην ηρεμία των επισκεπτών του∙ στην πραγματικότητα μπορεί να σκοτώσει ταύρο μ’ ένα χάδι.)
Ο κήπος είναι ολάνθιστος και φροντισμένος, σχεδόν πολυτελής. Μικρά μονοπάτια παίζουν κρυφτό ανάμεσα σε σκιερά δέντρα. Γαλαζωπές λιμνούλες με άσπρα νούφαρα δροσίζουν τα κουρασμένα μάτια. Αναπαυτικά παγκάκια απλώνονται τεμπέλικα κάτω απ’ τον ζεστό ήλιο και το δροσερό αεράκι. (Μόνο τιτιβίσματα πουλιών και πετάγματα εντόμων δεν ακούγονται μα κανένας επισκέπτης δεν το πρόσεξε ποτέ.)
Η πόρτα είναι απλή και ξύλινη. Ξεθωριασμένη, γεμάτη ρόζους με μαυρισμένο πόμολο που ανοίγει μόνο από το χέρι του άντρα. (Ο ίδιος τη σχεδίασε, όπως τα πάντα στον κήπο και την ήθελε έτσι…παλιά και ταλαιπωρημένη. Καθησυχαστική.)
Κι έπειτα είναι οι αποσκευές. Τσάντες, βαλίτσες, σακίδια κάθε μεγέθους και χρώματος. Τις φέρνουν μαζί τους οι επισκέπτες, και τις αφήνουν στα χέρια τού άντρα, όταν δεν έχουν πια κάτι άλλο να πουν. (Σπάνια τις δίνουν πρόθυμα, οι περισσότεροι τις σφίγγουν πάνω τους μέχρι την τελευταία στιγμή. Είναι αναμενόμενο, φυσικά, μα και κάπως απογοητευτικό για τον οικοδεσπότη που έχει προσπαθήσει τόσο να κάνει τον κήπο του φιλόξενο.)
Είναι μέρες που μπροστά στην πόρτα στοιβάζονται σωρός οι βαλίτσες. Ο άντρας καθισμένος στο παγκάκι του δέχεται δεκάδες επισκέπτες. Στρατιώτες με ταλαιπωρημένους γυλιούς που αναπολούν μισές ζωές και μισές αγάπες.
Γυναίκες με χαμένα παιδιά που θρηνούν τα όνειρα τής μητρότητας. Κι ασθενείς, αμέτρητοι ασθενείς που σφίγγουν νευρικά τις άσπρες ρόμπες τους και κρατάνε τσάντες με αναμνήσεις υγείας. Όλοι διηγούνται τη ζωή τους, πότε την υπερασπίζονται, πότε της θυμώνουν, μα τη θυμούνται όπως της αξίζει: με αλήθεια.
(Τις αφηγήσεις τους δεν τις ξεχνά ποτέ, τον στοιχειώνουν. Χτίζουν κόσμους στην ψυχή του που δεν του ανήκουν· τους παρατηρεί από ψηλά μα δεν τους επισκέπτεται. Όμως, όταν είναι μόνος, οι φωνές τους θεριεύουν στο μυαλό του, τον βασανίζουν και θέλει να τους ξεφύγει∙ γι’ αυτό πηγαίνει σε βιβλιοθήκες ξεχασμένες κι έρημες, αυτές που ελάχιστοι ηλικιωμένοι ερευνητές θυμούνται πια. Εκεί μπορεί να τριγυρίζει για ώρες ανάμεσα στα ψηλά ράφια με τα σκονισμένα βιβλία, ακούγοντας την αντήχηση των παπουτσιών του στους έρημους διαδρόμους. Δεν διαβάζει. Είναι κουρασμένος. Δεν αντέχει άλλες ιστορίες. Του αρκεί να περπατά και να απολαμβάνει την ησυχία και τη σιωπή που τον περιβάλλουν. Κυρίως τη σιωπή.)
Σήμερα ο κήπος είναι ανοιχτός. Ο οικοδεσπότης καθισμένος στο συνηθισμένο παγκάκι περιμένει την επισκέπτρια του. Είναι ένα κοριτσάκι, όχι μεγαλύτερο από εφτά χρονών, που τον πλησιάζει θαρρετά. Στα χέρια κρατά μια σχολική σάκα που ακουμπά ανάμεσά τους όταν κάθεται δίπλα του. Τον κοιτάζει στα μάτια, και, κουνώντας τα πόδια πέρα δώθε, με μια ανάσα αρχίζει:
Φέτος το καλοκαίρι ο μπαμπάς υποσχέθηκε πως σαν χιονίσει θα φτιάξουμε μαζί έναν χιονάνθρωπο: Θα είναι ψηλός σαν κανονικός άνθρωπος είχε πει, και θα του φορέσουμε το παλιό καπέλο του παππού και τα γυαλιά της γιαγιάς. Κι εγώ θα διαλέξω το πιο σπουδαίο πράμα που έχει ένας χιονάνθρωπος: ένα κλαδί για τη μύτη του. Και θα τον βλέπει όλο το χωριό και θα τον ζηλεύει, έτσι είχε πει ο μπαμπάς.
Ήταν μια μέρα που είχε έρθει στο χωριό να μας δει. Δεν μπορούσε όμως να μείνει, είχε δουλειές, είπε. Κι επειδή έβαλα τα κλάματα υποσχέθηκε πως τον χειμώνα θα μείνει μαζί μας ένα μήνα. Και μετά μ’ έβαλε να κοιμηθώ και με φίλησε πολλές φορές και το πρωί όταν ξύπνησα είχε φύγει.
Η μικρή σταματά μια στιγμή, κάτι σκέφτεται, κι έπειτα συνεχίζει επεξηγηματικά:
Εγώ από μωρό μένω μαζί με τον παππού και τη γιαγιά. Δεν έχω μαμά κι ο μπαμπάς μ’ έφερε στο χωριό γιατί δεν μπορεί να με προσέχει μόνος του.
Η γιαγιά μου έχει μόνο ένα πόδι κι όλη μέρα κάθεται στο κρεβάτι. Κι είναι καλή και χαρούμενη κι όλη μέρα γελάει και τραγουδάει και λέει παραμύθια, κι όταν δεν μας βλέπει ο παππούς με κερνάει καραμέλες. Αλλά κι ο παππούς, που μας φωνάζει όταν τρώμε γλυκά γιατί λέει πως δεν κάνει, είναι πολύ καλός.
Μαγειρεύει μόνος του όλα τα φαγητά που μου αρέσουν, και σκουπίζει και πλένει. Κι όπου πάει με παίρνει μαζί για παρέα. Μ’ αρέσει το κουρείο γιατί μου δίνουν μια χτένα και του χτενίζω το μουστάκι, αλλά μ’ αρέσει και το καφενείο γιατί παίζω τάβλι και με κερνάνε πορτοκαλάδα και γλυκό.
Το μόνο που δεν μ’ αρέσει είναι όταν οι φίλοι του εκεί με βλέπουν και κουνάνε το κεφάλι κάνοντας τάχα τους λυπημένους. Και ρωτάνε τα νέα τού μπαμπά και λένε πως ο παππούς σηκώνει σταυρό. Και καταλαβαίνω πως κάτι κακό εννοούν για τον μπαμπά μου και θυμώνω, γιατί ο μπαμπάς είναι πολύ καλός κι ας λείπει τον περισσότερο καιρό. Όταν έρχεται έχει τις πιο ωραίες ιδέες για παιχνίδια, και ξέρει ένα σωρό ιστορίες. Κι έχει μακριά μαλλιά σαν τα δικά μου και μόνο τα δόντια του δεν είναι ωραία γιατί είναι μαύρα. Και μια φορά που τον ρώτησα είπε πως μαύρισαν γιατί είναι χαζός, και μ’ έβαλε να του υποσχεθώ πως τα δικά μου δεν θα τ’ αφήσω να μαυρίσουν. Γι’ αυτό τα πλένω κάθε μέρα, καταλήγει, και για να το αποδείξει γυρίζει και δείχνει τα αστραφτερά δοντάκια της στον άντρα. Ξαφνικά φαίνεται ανήσυχη, καθώς συνειδητοποιεί πως δεν ξέρει που βρίσκεται και πως μιλάει σ’ έναν άγνωστο. Μη φοβάσαι, καρδούλα μου, λέει τρυφερά ο άντρας. Είναι πολύ ωραία η ιστορία σου… Συνέχισε...
Μήπως θυμάσαι τι έγινε σήμερα; Το κορίτσι ξεχνά την ανησυχία του κι απαντά:
Σήμερα όταν ξύπνησα ήμουν πολύ χαρούμενη γιατί χιόνιζε! Κι είπα στη γιαγιά πως όπου να’ ναι θα έρθει ο μπαμπάς για να φτιάξουμε τον χιονάνθρωπο. Και μετά πήγα σχολείο κι όλο κοιτούσα έξω από το παράθυρο να δω αν θα το στρώσει, δεν είχα όρεξη για μάθημα. Και λίγο πριν σχολάσουμε η δασκάλα με φώναξε στο γραφείο της, κι αντί να με μαλώσει που δεν πρόσεχα με πήρε αγκαλιά. Κι είπε πως σήμερα θα πάω νωρίτερα στο σπίτι, και πως μια γειτόνισσα ήρθε να με πάρει. Εγώ τότε σκέφτηκα πως είχε έρθει ο μπαμπάς κι έτρεχα στον δρόμο κι η καημένη η γυναίκα λαχάνιασε να τρέχει ξοπίσω μου.
Όμως, όταν μπήκα στο σπίτι είδα πολλούς ανθρώπους μαζεμένους αλλά όχι τον μπαμπά. Οι άντρες καπνίζανε και μερικές γυναίκες κλαίγανε. Κι όταν με είδανε αρχίσαν να κλαίνε περισσότερο κι αυτό δεν μ’ άρεσε. Πήγα στον παππού, που καθόταν δίπλα στο τζάκι, κι εκείνος κάτι είπε που δεν το κατάλαβα και μ’ αγκάλιασε τόσο δυνατά που πόνεσα, κι ούτε αυτό μ’ άρεσε. Η γιαγιά ήταν στο κρεβάτι και τραγουδούσε κι έκατσα δίπλα της για παρέα. Και πάνω στο τραπέζι ήταν μια φωτογραφία του μπαμπά κι ένα καντήλι. Δεν καταλάβαινα τι γίνεται, και τι κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στο σπίτι μας, αλλά δεν ήθελα να ρωτήσω. Και κοιτούσα τη φωτογραφία στο τραπέζι, και το χιόνι έξω από το παράθυρο. Περίμενα να φανεί ο μπαμπάς, αλλά δεν ήρθε.
Και φοβόμουν.
Η μικρή γέρνει πάνω στη σάκα της σαν να ζητά παρηγοριά. Και μετά; Τι έγινε μετά;
Μετά βράδιασε και κανείς δεν πήγε σπίτι του, ήταν όλοι γύρω από το τραπέζι και μουρμουρίζανε. Η γιαγιά κοιμόταν κι εγώ ήμουν ξαπλωμένη δίπλα της και νομίζανε πως κοιμάμαι, και κάποιος είπε «Το άμοιρο το παιδάκι. Με το πρεζόνι που τού ‘λαχε για πατέρας», κι εγώ θύμωσα γιατί δεν ξέρω τι θα πει αυτό, αλλά σίγουρα είναι κακό. Και τότε βρήκα την πιο ωραία ιδέα, για να σταματήσουν να λένε άσχημα πράματα για τον μπαμπά: Θα έφτιαχνα μόνη μου έναν χιονάνθρωπο στην αυλή! Θα έλεγα πως ήρθε ο μπαμπάς κρυφά τη νύχτα, και με ξύπνησε και τον φτιάξαμε μαζί. Έφυγε πριν ξημερώσει γιατί είχε δουλειές, αλλά ήρθε επειδή μου το είχε υποσχεθεί, έτσι θα έλεγα. Και θα τον έκανα πολύ ωραίο, κι όλοι θα τον ζήλευαν. Και θα καταλάβαιναν πόσο καλός είναι ο μπαμπάς, και δεν θα κουνούσαν πια το κεφάλι όταν ακούν τ’ όνομά του.
Περίμενα μέχρι που νύχτωσε πολύ κι όταν κοιμήθηκαν όλοι βγήκα έξω κι άρχισα να μαζεύω χιόνι. Έφτιαξα τον χιονάνθρωπο, και του έβαλα δυο πέτρες για μάτια και τη ρόμπα μου για ρούχο. Καλός ήταν μα ήθελα να βρω μια ωραία μύτη γι’ αυτό σκαρφάλωσα στο μεγάλο δέντρο να κόψω ένα κλαδί. Όμως τα χέρια μου ήταν παγωμένα και γλιστρούσαν, και μου φαίνεται πως έπεσα. Μετά δεν θυμάμαι…. Ξύπνησα κι ήμουν εδώ…
Το παιδί κοιτάζει γύρω φοβισμένα. Πού είμαι; Πού είναι ο παππούς και η γιαγιά; Θέλω να πάω σπίτι, κάνει έτοιμο να βάλει τα κλάματα. Ο άντρας αγγίζει το χέρι της κι αυτή η κίνηση ηρεμεί τη μικρή. Πάμε, της λέει.
Πιασμένοι από το χέρι περπατάνε στον κήπο, μέχρι που φτάνουν μπροστά στην ξύλινη πόρτα. ¨Όταν έπεσες από το δέντρο, αγάπη μου, χτύπησες το κεφάλι σου. Έμεινες αναίσθητη στην αυλή, και το πρωί θα σε βρούνε σκεπασμένη από χιόνι και παγωμένη. Θα λυπηθούν για σένα και θα σε κλάψουν γιατί δεν ξέρουν πως είσαι εδώ, λέει ο άντρας χαμογελώντας, και πως μόλις περάσεις αυτή την πόρτα θα είσαι ευτυχισμένη για πάντα.
Το παιδί κοιτάζει τον άντρα, διστακτικά. Εσύ θα έρθεις μαζί μου; ρωτά. Όχι καρδούλα μου, μόνη σου θα φύγεις. Εγώ είμαι εδώ για να σε αποχαιρετήσω, απαντά εκείνος, και για να πάρω τη σάκα σου που δεν τη χρειάζεσαι πια. Για δείξε μου, τι έχεις μέσα; Η μικρή σκύβει και την ανοίγει. Μια ζωγραφιά που έφτιαξα στο σχολείο: εγώ, ο μπαμπάς, ο παππούς, κι η γιαγιά δίπλα στο τζάκι. Δυο καραμέλες. Μια φωτογραφία τού μπαμπά. Η χτένα για το μουστάκι του παππού, απαριθμεί τους θησαυρούς του το παιδί. Κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, προσθέτει κάπως απορημένα, σαν να το βλέπει για πρώτη φορά. Σπουδαία, λέει ο άντρας, κι απλώνει το χέρι.
(Μερικούς κόσμους πιο πέρα, σε μια γωνιά του χρόνου, το κοριτσάκι κοιμάται κάτω από την κουβέρτα που με φροντίδα έριξε πάνω του το χιόνι. Ονειρεύεται πως βρίσκεται σ’ έναν κήπο και πως συζητά μ’ έναν άγνωστο κύριο. Δώσε μου τη σάκα σου και πέρασε αυτή την πόρτα, την προτρέπει εκείνος. Η μικρή διστάζει, το κόκκινο τριαντάφυλλο την έχει ταράξει, διαισθάνεται πως αν τη δώσει θα χάσει κάτι παραπάνω από τα αγαπημένα αντικείμενα τής τωρινής ζωής της, θα χάσει… το μέλλον της; Για μια στιγμή σκόρπιες εικόνες εμφανίζονται μπροστά στα μάτια της, σαν μια πολύ γρήγορη ταινία, τα χρόνια περνάνε, ο χρόνος τρέχει κι εκείνη έχει μεγαλώσει πια, άνοιξη, ήλιος, όλα είναι γαλάζια γύρω της, όλα είναι χρυσαφιά, κι ένας άντρας χωρίς πρόσωπο τής τείνει ένα τριαντάφυλλο που το λαχταρά καιρό … τι είναι αυτά; τι σημαίνουν; δεν ξέρει. Πριν προλάβει να τα δει έχουν χαθεί, δεν υπήρξαν ποτέ -δεν θα υπάρξουν ποτέ- κι είναι πάλι μόνη με τον άντρα που περιμένει με το χέρι απλωμένο. Τον κοιτάζει και θέλει να κλάψει, η επίγνωση μιας έλλειψης χωρίς όνομα την πλημμυρίζει.)
Έπειτα ο κύριος χαμογελά ξανά, με τρυφερότητα; με λύπη; και το κοριτσάκι καταλαβαίνει. Ορθώνει τους ώμους με αξιοπρέπεια, κι παραδίδει τη σάκα και μαζί την τελευταία ανάσα της κάτω από το χιόνι.
Ευχαριστώ, κάνει ο άντρας, και πιάνει το μαυρισμένο πόμολο. Η πόρτα ανοίγει, και το τοπίο που φανερώνεται πίσω της, σαν μαγικό σφουγγάρι, σβήνει κάθε λύπη που πέρασε στη ζωή της η μικρή. Με μάτια ορθάνοιχτα γεμάτα θαυμασμό παρατηρεί την παγωμένη λίμνη και το χιονισμένο βουνό.
Το σπίτι με την κόκκινη σκεπή και τον λευκό καπνό που χορεύει στην καμινάδα του. Τα αλογάκια δίπλα στον φράχτη και… κουτάβι είναι εκείνη η χνουδωτή μπάλα που στριφογυρίζει κάτω απ’ τα δέντρα;
Όλα είναι υπέροχα μα το παιδί δεν κάνει ούτε βήμα εμπρός, μέχρι που βλέπει τον χιονάνθρωπο. Στέκεται καμαρωτός στη μέση του αγρού κι είναι ψηλός σαν κανονικός άνθρωπος. Στα μάτια έχει γυαλιά ηλίου και με το κόκκινο καπέλο του φορεμένο στραβά δείχνει πολύ σπουδαίος. Είναι λαμπερός, πανέμορφος, ίσως ο ωραιότερος χιονάνθρωπος του κόσμου.
Η μικρή, χωρίς να το συνειδητοποιεί, κάνει δυο βήματα και περνά την πόρτα.
Σαν μαγεμένη πηγαίνει στον χιονάνθρωπο και τον αγγίζει απαλά. Και τότε ακούει μια φωνή που της κόβει την ανάσα: Σ’ αρέσει, γλυκιά μου; Μόνος μου τον έφτιαξα. Μύτη δεν έβαλα μόνο, είχαμε πει πως θα τη διαλέξεις εσύ.
Καθώς ο μπαμπάς προβάλει γελαστός πίσω απ’ τον χιονάνθρωπο, το κοριτσάκι αρχίζει να γελά και να κλαίει μαζί. Ορμάει προς το μέρος του με τα χέρια απλωμένα κι εκείνος με αστραφτερό χαμόγελο, ίδιο κι απαράλλαχτο με αυτό της κόρης του, την αρπάζει και τη σηκώνει ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Χορεύουν ξέφρενα, γελάνε βροντερά, στριφογυρίζουν μαζί στον αέρα αγκαλιασμένοι σφιχτά κι έπειτα πέφτουν κάτω, γίνονται ένα κουβάρι μέσα στο χιόνι και μένουν εκεί να κοιτάζονται και να σκουπίζουν με τα μανίκια τους ο ένας τα δάκρυα του άλλου.
Ο άντρας, που τον έχουν ξεχάσει πια, κλείνει πίσω τους την πόρτα. Η δουλειά του τελείωσε μ’ αυτούς τους δυο, πατέρας και κόρη θα μείνουν για πάντα μαζί, κι εκείνος δεν θα τους ξαναδεί. Η τελευταία εκκρεμότητα τής ημέρας είναι η σχολική σάκα της μικρής. (Όταν τον επισκέπτονται παιδιά δεν δέχεται άλλους επισκέπτες, είναι κανόνας.)
Προχωρά στην πιο μακρινή άκρη του κήπου κι εκεί, παραμερίζοντας τα πυκνά φυλλώματα του κισσού, ανοίγει μια άλλη πόρτα διαφορετική: μαύρη, σιδερένια, βαριά. Με χέρι εξασκημένο εκσφενδονίζει τη σάκα στον αχανή χώρο που απλώνεται μπροστά του. Τα υπάρχοντα της μικρής, η ζωγραφιά, το τριαντάφυλλο, οι καραμέλες σκορπίζονται στον αέρα, κι έπειτα πέφτουν άτσαλα πάνω στους τόνους από αντικείμενα που άφησαν πίσω τους προηγούμενοι επισκέπτες. Χωρίς δεύτερη ματιά ο άντρας κλειδώνει την πόρτα κι απομακρύνεται∙ τα γρήγορα βήματα του αντηχούν στον άδειο κήπο, θέλει να φύγει∙ ξαφνικά νοστάλγησε μια έρημη βιβλιοθήκη που έχει αιώνες να επισκεφθεί.
Στην αρχή ήταν ο άντρας. Έπειτα ήταν ο κήπος. Σε μια γωνιά του κήπου, η πόρτα. Και δίπλα στην πόρτα οι αποσκευές.


Μαρίνα Πλοτνικώφ
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα