Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Αντιάς

Λίνου Μαλίνη


Το Μπισκότο

Ένας άντρας ψηλός, λιχούδης, μεγαλομέτωπος απ’ τα λειψά μαλλιά του, στογγυλοστόμαχος - το έπαθλο από των γνάθων του τον συνεχή αγώνα!- αργά σέρνοντας τις παντόφλες, βγήκε στο σκιερό μπαλκόνι του, την ώρα που ο αποσπερίτης ξεπροβόδιζε τον ήλιο για να πάει στην κατοικιά του, μετά το ολοήμερο ουράνιο κουραστικό ταξίδι. Αυτός ο άντρας μασούλαγε στο στόμα του ένα ολοστρόγγυλο μπισκότο, καθώς ακουμπούσε στην κουπαστή στα κάγκελα. Ο ουρανίσκος του ευφραίνονταν από τη μελένια ζάχαρη, τα φρύδια του ανασηκώνονταν από την τραγανή χαρά! Ορεχτικά δαγκώνει το επόμενο κομμάτι, αλλά ξαφνικά του σπάει το μισό και κάτω στη γη τού πέφτει. Τα μάτια του ανοίξαν ορθάνοιχτα για μια στιγμή -τι κρίμα τόσος πειρασμός από το στόμα να ξεφύγει! Μα γρήγορα παρηγοριά κατάφερε να βρει, σαν πήρε ένα μπισκότο ακόμα από το κουτί…
Το ζαχαρένιο δαγκωμένο μπισκότο διέσχισε με επιταχυνόμενη ταχύτητα το ύψος των καγκέλων, πέρασε την πλάκα του μπαλκονιού, ύστερα τρέχοντας διέσχισε το επίπεδο του ισογείου και με φόρα προσγειώθηκε στο χώμα. Σε χίλια δυο κομμάτια θα σκορπιζόταν αν δεν τύχαινε να πέσει σε μια στοιβάδα ξεραμένα φύλλα του φθινοπώρου. Κάθισε και αναπαύτηκε εκεί για ώρα πολλή…
Η νύχτα έριχνε εν τω μεταξύ τα πέπλα της το ένα πάνω στο άλλο σαν επιδέξια νοικοκυρά, που το ένα ζυμωμένο φύλλο πάνω στο άλλο τοποθετεί, σαν θέλει πίτα ζηλευτή να φτιάξει και να πάρει από τις γειτόνισσες το φθονερό τον έπαινο. Έπεσε το σκοτάδι για καλά και οι άνθρωποι αποσυρθήκαν, χαθήκαν…

Πρώτοι στο μπισκότο φτάσανε τα μυρμήγκια. Οι γαιοσκώληκες από την πλευρά τους κακώς το αμφισβητήσαν αυτό. Πώς αλλιώς μπορούσε να γίνει; Είναι ομολογουμένως ταχύτερα στο περπάτημα. Τρία ζευγάρια πόδια έχουν και το σκουλήκια μήτε ένα! Οι μέρμηγκες ενδιαφέρονταν ξεκάθαρα για το μπισκότο. Την γλυκιά τροφή την πήραν μυρουδιά οι ανιχνευτές από μακριά.
Ήταν 200 ολόκληρα μέτρα από τη φωλιά τους. Ο Ανιχνευτής Γ έφτασε πρώτος στο σημείο, περιεργάστηκε την τεράστια λεία, την περπάτησε κατά μήκος, κατά πλάτος, διαγώνια, γύρω-γύρω και μετά κούνησε με ευχαρίστηση τις αρθρωτές κεραίες του. Θα ήταν μεγάλη η προσφορά στην κοινότητα! Θα πήγαινε την είδηση πίσω στους δικούς του. Θα οδηγούσε πίσω τις εργατικές εργάτριες. Αυτές θα 'σπάγαν σε κομμάτια το θρεπτικό, γλυκό, τραγανό ψωμάκι και θα το μετέφεραν με το στόμα στη βάση. Ήταν ικανοποιημένος! You did a splendid job, my guy!
Πάνω που υπολόγιζε να ξεκινήσει το δρόμο για τη φωλιά και να αφήσει πλούσια τη φερομόνη από την κοιλιά του για να θυμηθεί τη διαδρομή, πιάνει το αριστερό ματάκι του μια κίνηση σερνάμενη. Ατυχία και αναποδιά μεγάλη!
Πλησίαζαν σκουλήκια. Κυλούσε αργόσυρτα λαός πολύς, σαν βουνό που μεταναστεύει! Τα σκουλήκια, βέβαια, ενδιαφέρονταν για τα αποξηραμένα φύλλα. Όμως, αυτά ήταν κάτω από τη δική τους λεία! Έπρεπε να κινηθούν γρήγορα και επιθετικά! Στην επιστροφή έτρεχε βιαστικός και στο δρόμο του συνάντησε τον Ανιχνευτή Α. Με λόγια ευγενικά, αντάξια της γενιάς τους, του λέγει:
- Της Ρήγισσας Νταρντάνως γιέ, ακριβέ αδερφέ μου, Ανιχνευτή Α, σου φέρνω μεγάλη χαρά και συμφορά συνάμα!
Μαζί συνέχισαν δρομαίοι να ειδοποιήσουν την κοινότητα. Καθώς το δρόμο κάναν της επιστροφής, χύνοντας άφθονη την φερομόνη, συναδελφικά κουβέντιαζαν. Τα μεγάλα κεφάλια τους έστρεφαν ο ένας προς τον άλλο, να δείξουν την εκτίμηση που τρέφαν μεταξύ τους. Και οι κεραίες τους χοροπηδηχτά το πάθος τους συντρέχαν. Μέχρι να φτάσουν στον ανυψωμένο κρατήρα που μέσα του έκρυβε της Πολιτείας τους την Πύλη, τα είχαν συμφωνημένα:
- Ή αυτοί ή εμείς! Πόλεμος στα σκουλήκια!

Μυρμηγκοσκουληκομαχία

Την πάσα αλήθεια θε να πω και όπως γινήκαν όλα… Αυτά τα φοβερά που πάνω στα φύλλα εγίναν, βοήθα Μούσα εκλεκτή από το θεϊκό ραβδί σου στο στόμα μου να μπούνε, την Αντιάδα να διηγηθώ με ακρίβεια, με τέχνη αραδιασμένη, μη τύχει και με θεωρήσουν ψεύτη. Και όσοι νομίσουν δυσκολόπιστοι πως είναι γεννήματα του νου, της φαντασίας έργα, Μούσα, εσύ, με την αθάνατη γητειά σου, βοήθα την πλάνη τους να δούνε, μετανιωμένοι να ταπεινωθούνε…
Και να! Νωχελικά καθόταν στον θρόνο της απάνω η Ρήγισσα, πρησμένη φουσκομάγουλη, χορτάτη από θερμίδες. Το απόγευμα κανόνιζε να έχει καινούρια γέννα, φουρνιά καινούρια από νιογέννητα μυρμηγκουδάκια. Με αγάπη θα τα παίρναν οι εργατικές εργάτριες, θα τα φροντίζαν υπομονετικά, τα κουκουλάκια τους θα 'βλέπαν. Σαν ξεπεταγόταν στη σειρά πάλι θα τα νοιαζόταν. Τα περισσότερα εργατικές εργάτριες σαν τούτες θα γινόνταν, άλλα φύλακες στρατιώτες, κηφήνες φτερωτοί πιο λίγοι ακόμα, και ακόμα σπανιότερα βασίλισσες θα τρέφαν.
Μα σήμερα η σκέψη της Ρήγγισας πιο σκοτεινή σαν να εγίνει. Ο πόλεμος που ξέσπασε με τα μισητά σκουλήκια πολλούς από το βασίλειο πολίτες της στερούσε. Με ανυπομονησία περίμενε τα νέα των μαχών. Πόσες φορές πια να γεννήσει ακόμα, τα κενά για να γεμίσει; Μπούχτισε πια!
Δύσκολος καιρός για ρήγισσες!
Ένας κηφήνας, νιούτσιος, καλομουτσουνιασμένος, με γυαλισμένα και λαμπερά φτερά, μπήκε στη βασιλική την αίθουσα, τα νέα για να φέρει. Μωρέ, καλούτσικος ετούτος, πώς και δεν τον πρόσεξε ποτέ;
- «Ρήγισσα Νταρντάνω, μεγάλη μάχη ξέσπασε στο μπαλκονάκι κάτω! Το φονικό ξεκίνησε σαν οι γοργοπόδαρες σαύρες το φοβερό σάλπισμα του πολέμου με κρινοσάλπιγγες σαλπίσαν. Παραταγμένοι οι στρατοί ήταν από πριν γύρω από το θρυλικό μπισκότο.
Πρώτη η μυρμηγκοεργάτρια Ρούλα χύθηκε με δόρυ στο σκουλήκι Πίκο. Κάτω στην κοιλιά τον πέτυχε, στο συκώτι. Μπρούμητα καθώς ήταν ο σκούληκος, μπρούμητα παρέμεινε, καθόλου δεν ξανακουνήθει. Το σκουλήκι τότε Τόνι όρμησε με το κοντάρι του στην άτυχη μυρμήγκο Βούλα. Με βρόντο έπεσε αυτή και από πάνω της βροντήξαν τ’ άρματά της. Απανωτά ο σκουληκο-Δάκης την μυρμηγκο-Τούλα χτύπησε στο στήθος και ο μαύρος χάρος την επήρε. Μα η γενναία μυρμηγκο Πίτσα, σαν είδε τη σκηνή, εκδίκηση ορέχτηκε και πάνω του εχύμηξε. "Σκουλήκι", είπε, και το βαρύ κοντάρι της έκανε την ψυχή του να χωριστεί και μακριά από το σώμα του να φύγει.
Στου μετώπου την άλλη άκρη, η μυρμηγκο-Γιούλη χαλίκι επήρε με δύναμη αντρίκια και στην κεφάλα του σκουλικο Θούλη το επέταξε. Η γη ποτίστηκε με πράσινο αίμα και τα μυαλά του εχύθηκαν απ’ τα ρουθούνια έξω…»
- «Συνέχισε μικρέ, τα λες τόσο ωραία!»
- «Η μυρμήγκο Πόλυ τον σκουληκο-Γάκη εσκότωσε, η μυρμηγκο-Φούλη το κοντάρι της χαμηλά στον χαμερπή Δελή επέταξε και την πνοή του πήρε. Και δεύτερο σκουλήκι ετοιμαζόταν να χτυπήσει σαν δέχτηκε κοντάρι φρικτό τον λαιμό να της θερίζει. Το κεφάλι της έγειρε δεξιά και δεν ξανακινήθει. Τότε η ορμητικιά Κικίτσα στον λυγερό Γλίστρα επιτέθηκε και την κοιλιά του σκίζει. Τα σπλάχνα του πετάχτηκαν, έντερα, ήπαρ και χολή, ένα εγίναν όλα. Πήγε από πάνω του, το σώμα του πατούσε, τα σπλάχνα του κλωτσούσε. Και τότε η μικρή στο σώμα και στο θάρρος Φοβούλα, των μυρμηγκιών το όνειδος, σαν είδε τέτοια φρικτά μπροστά στα μάτια της να στέκουν, εδείλιασε και ένα από τα τρία ζευγάρια πόδια της σάμπως επήγε πίσω. Την είδε ο ατρόμητος ο σκώληκας-Μανούσης και επάνω της κινήθηκε, τη ζωή για να της πάρει. Μα πιο γοργή από εκείνη δεν θα μπορούσε να ‘ναι. Στροφή αμέσως παίρνει, ριψάσπιδα έγινε, και τα έξι ποδάρια της στην πλάτη της φορτώθει. Πάει καλλιά της, έφυγε, τον πόλεμο απαρνήθει. Όλη την αλήθεια πρέπει να την πω, συγχώρα με, αφέντρα…»
- «Ριψάσπιδα; Αυτή τη λέξη, πού τη βρήκες; Α, είσαι και μορφωμένος!! Σαν να ακούω την μυρμηγκο-Ιλιάδα! Και στα αγγλικά πώς θα τη λέγαμε άραγε; Ant-ιάδα;»
- «Πάντως μην πικραίνεσαι, βασίλισσά μου! Και οι εχτροί μας είχαν τους δειλιασμένους τους σωρό. Δύο η ξακουστή Τσαμπούκω με βία καθαρίζει, την ώρα που από της μάχης την αντάρα προσπαθούσαν να γλυτώσουν. Ο ένας σκούληκος κιότεψε, πίσω από φύλλο πήγε να κρυφτεί και σαν την είδε τη φόνισσα μικρό κυκλάκι εγίνηκε από τον μεγάλο πανικό του. Ο άλλος καθώς υποχωρούσε το κοντάρι της γοργοπόδαρης στο σβέρκο του εδέχτη, τον τρύπησε ολόκληρο και από το στόμα του μπροστά ξεπρόβαλε η αιχμή του! Μα και η μυρμηγκίτσα Κίτσα πευκοβελόνα άρπαξε, την έμπηξε στη σάρκα την τρυφερή του Φυλλοφάγου, την άφησε μπηγμένη και αργοθανώντας έφτασε ο δόλιος στον χαμό του».
- «Είναι ωραία τα φτερά του! Και τι δυνατοί οι μηροί του!... Σκέφτομαι πως θα μπορούσαμε να κάνουμε μια γαμήλια πτήση μαζί! Χμ! Ναι, Ναι…»
- «…Μα τότε η τελευταία ώρα έφτασε, Όμορφη Κυρά, για την καημένη Νίτσα και το σκοτάδι σκέπασε τα μάτια της για πάντα, σαν ο φοβερός Λούλης της έμπηξε κοντάρι στην καρδιά. Λίμνη το αίμα χύθηκε και ο βρωμοσκούληκος έβαψε με τούτο την σερνάμενη κοιλιά του. Αλλά και η αλαφροπατούσα μυρμήγκο-Νούλη μονάχη της στον άλλο κόσμο επήγε, σαν παραστράτησε την ώρα της αμάχης, απομακρύνθηκε απ’ τους πολλούς, ξεχώρισε μονάχη. Μπουκίτσα την έχαψε ο αχόρταγος μπακάκιας, ο βάτραχος ο πρασινοπόδαρος που παραμόνευε κρυμμένος. Την γλώσσα του της πέταξε, την πήρε του θανάτου. Την πείνα τους ορέγονταν και άλλα του κόσμου ζούδια με έτοιμα πτώματα σωρό για να χορτάσουν. Απρόσμενη γιορτή για δαύτους ο εδικός μας πόλεμος, χαρά τους ο χαμός μας!»
- «Και τι έγινε, ομορφούλη, τελικά; Ποιος κέρδισε στη μάχη;»

Αλάρμ!

Ο μέρμηγκας φύλακας Οχταμάτης είχε τη βάρδια του τούτο το απομεσήμερο. Περπατούσε βραδύτερα από τις εργατικές εργάτριες και τις επέβλεπε. Ήταν η δουλειά του να είναι επιστάτης και προστάτης. Τις έβλεπε να μεταφέρουν εργατικά το θρυμματισμένο μπισκότο στην φωλιά. Η δουλειά προχωρούσε πολύ ικανοποιητικά, σύντομα θα τελείωναν.
Μετά την μεγάλη νίκη τους και την άτακτη υποχώρηση των σκουληκιών, έπρεπε να καθαριστεί από τα πτώματα ο χώρος, να απομονωθεί η τροφή, να καθαριστεί από τα φύλλα και να κομματιαστεί για να αρχίσει η μεταφόρτωση.
Ήταν τεράστια επιχείρηση αλλά ποια δουλειά τρομάζει λίγα εκατομμύρια μυρμηγκιών;
Η Ρήγισσα Νταρντάνω άλλαξε λίγο τη στάση της στη βασιλική της πολυθρόνα. Είχε μια ακόμα γέννα σήμερα και το κλάμα από τα νεογέννητα μυρμηγκομπεμπάκια χαλούσε την ησυχία του κάστρου. Έντρομες εργατομαμές εργάτριες τρέχαν να τα πλύνουν, να τα ταΐσουν, να τα κουκουλώσουν. Ώσπου να βάλουν την πιπίλα στο ένα ξελαρυγγιαζόταν το άλλο. Η ρήγισσα τέντωσε λίγο το πέμπτο και το δεύτερο ποδαράκι της να ξεπιαστεί.
Ο μέρμηγκας φύλακας Οχταμάτης, λίγο πριν τελειώσει τη βάρδιά του, βρέθηκε να τρέχει σαν παλαβός για τα βασιλικά ανάκτορα. Πιλαλούσε, ξαφνικά σταματούσε για να καταλάβει ότι ξέφυγε από το σωστό δρόμο, ξαναέτρεχε στη σωστή κατεύθυνση, ξαναμπερδευόταν, σκουντουφλούσε και έτρεχε. Να τα πει, να πει τα νέα γρήγορα στη Ρήγισσα Νταρντάνω ….
Με πολύ κόπο οι εργατικές εργάτριες, με ειδίκευση στη μαιευτική, άρχισαν να φέρνουν μια τάξη στο βασιλικό ανάκτορο των τοκετών. Οι περισσότερες ήταν μεταγραφή, ήταν συλλέκτριες τροφής παλιά αλλά βάλαν βίσμα για καλύτερη θέση, εκπαιδεύτηκαν και τρούπωσαν στα Ανάκτορα. Μπουζάτες μπουζάτες, ούτε να τις τρώει το κρύο, τ’ αγιάζι, ούτε να κινδυνεύουν από τα φοβερά ζουζούνια του κόσμου εκεί έξω. Αυτές άλλωστε ήταν άλλης κλάσης υμενόπτερα! Η ιντελιγκέντσια των Μυρμηγκίδων! Καλοντυμένες, βαμμένες, παρφουμαρισμένες. Καθαρή αστική τάξη, όχι πλέμπα!
Ο μέρμηγκας φύλακας Οχταμάτης πέρασε κατασκονισμένος τρέχοντας την Πύλη της φωλιάς! Οι κεραίες του παρασύρονταν προς τα πίσω σαν φράντζα ατίθαση από τη γρηγοράδα:
- «Φύγετε, φύγετε, στην άκρη λέμε…» φώναζε λαχανιασμένος.
Του ήρθε αμέσως η γνώριμη μυρουδιά της φωλιάς τους. Χαλάρωσε για λίγο μέσα του, «σπίτι» σκέφτηκε, πήγε και να χαμογελάσει αλληθωρίζοντας ελάχιστα! Γρήγορα όμως νίκησε το καθήκον, ήταν στρατιώτης αυτός και πάνω από όλα είναι η πειθαρχία. Ενώ για λίγο είχε βραδύνει, συνήλθε και άρχισε να σπριντάρει. Πέρασε πάνω από δύο εργάτριες που φέρναν τα τελευταία κομμάτια του μπισκότου και κατευθύνονταν προς τις αποθήκες, συγκρούστηκε μετωπικά με άλλες τρεις που γυρνούσαν από εκεί και πάτησε το τέταρτο πόδι του Ανιχνευτή Γ που έτυχε να συνομιλεί εκείνη την ώρα στο διάδρομο με μια όμορφη εργάτρια τραπεζοκόμο της βασίλισσας. Τόση ήταν η ορμή του σαν πέρασε που αεράκι σηκώθηκε και παρέσυρε τον μανδύα του ανιχνευτή και την κώμη της τραπεζοκόμου. Κόντεψε να σηκώσει και το περουκίνι του Αποθηκάριου Μαζώχτη, αλλά πρόλαβε αυτός να βάλει το χέρι και να το κρατήσει σε μια κίνηση του τύπου: «σκέφτομαι κάτι και βάζω αφηρημένα το χέρι στο κεφάλι μου!»
Η ρήγισσα αναπολούσε τις μέρες που είχε τα φτερά της… Νεαρή κόρη, με λεπτή μέση δαχτυλίδι, καρτερούσε να έρθει η ώρα να πετάξει με τους φτερωτούς κηφήνες, ελεύθερη και ερωτευμένη στον αέρα. Και ήρθε κάποτε αυτή η ώρα… Ήταν νέα και όμορφη, πριγκιποπούλα ζηλευτή… δύο ολόκληρες ώρες πετούσε, πετούσε… Ζευγάρωνε από εδώ, ζευγάρωνε από εκεί, έστελνε τους άντρες του θανάτου απ΄ την εξάντληση! Τι ωραίες μέρες!
…Και τώρα; Πάνε τα φτερά της! Κατάντησε κουνέλα! Βήμα δεν μπορεί να πάρει, καταδικασμένη να είναι αιώνια λεχώνα! Πιάστηκε στην ακινησία!
Ο μέρμηγκας φύλακας Οχταμάτης τρέχοντας σαν τρελός στα βασιλικά δωμάτια της ρήγισσας μπήκε και ξέπνοος είπε:
- «Βασίλισσά μου, καταστροφή! Μυρμηγκοφάγος, στο οικόπεδο… αααα, στο διπλανό οικόπεδο! Ααααα Να κρυφτούμε γρήγορα! Ααααα Να σωθούμε!»

Lockdown

Ο φθινοπωριάτικος ήλιος σηκώθηκε ψηλά και χαμογελούσε στον κόσμο. Τόσο πολύ φως έριχνε που η κάθε μικρή λεπτομέρεια της γης φαινόταν ξεκάθαρα, λες και το αστέρι την ανέκρινε. Τα δέντρα έβαζαν πλάτη και εξασφάλιζαν μικρές σκιερές αποδράσεις. Τα πουλάκια συσκέπτονταν κελαηδώντας -να μείνουμε, να φύγουμε;- σκέφτονταν. Τα σκυλάκια, τα γατάκια είχαν το ραχάτι τους. Τι γίνεται όμως στη μυρμηγκοφωλιά μας; Μεγάλη ησυχία! Η πύλη που πριν μυρμήγκιαζε ήταν ερμητικά κλειστή. Μα πού είναι η αποικία της Νταρντάνως;
Ο μέρμηγκας φύλακας Οχταμάτης δεν το πίστευε! Άκουγε πως σε άλλες φωλιές ο φόβος για το Κτήνος τους έκλεινε για πολύ καιρό μέσα μαντρωμένους και δεν πίστευε ποτέ ότι θα το ζούσε και ο ίδιος τώρα αυτό! Μη τυχόν τους πάρει μυρουδιά το μυρμηγκοφάγο τέρας! Τώρα και αυτοί. Θα μέναν σπίτι! Ο φίλος του φύλακας Αγρυπνούλης του έλεγε:
- «Όχι, όχι μην επιμένεις. Όσο το Κτήνος κυκλοφορεί έξω, εγώ θα μείνω μέσα! Οχταμάτη, τα πράγματα είναι σοβαρά. Κλείνουμε την πόρτα στο Κτήνος και μένουμε σπίτι όσο περισσότερο μπορούμε. Όχι κοινωνικότητες δεξιά αριστερά. Μένουμε μέσα για να έχουμε όλοι την ζωή μας».
Και μετά έπλενε τα χέρια του, πολύ σχολαστικά!
Και μένανε σπίτι! Σε όλη τη φωλιά τα μυρμήγκια κάθονταν στοιβαγμένα στις αίθουσές τους. Οι εργατικές εργάτριες έμεναν χωρίς εργασία, άεργες, οι φύλακες χωρίς φύλαξη, οι ανιχνευτές χωρίς ανίχνευση, οι στρατιώτες χωρίς δαγκώματα! Σταμάτησε ο μυρμηγκόκοσμος όλος! Τίποτα δεν κυκλοφορούσε έξω σε μυρμηγκένια μορφή! Οι δρόμοι έρημοι, οι τοίχοι των σπιτιών έρημοι, τα πλακάκια χωρίς φερομόνες, τα τραπέζια με τα ψίχουλα παρατημένα απείραχτα, οι τρύπες στο σοβά χωρίς κυκλοφορία, οι κήποι παραδομένοι μόνο στα σκουλήκια, τα φυτά χωρίς το γοργοπόδαρο περπάτημα. Γίνεται αυτό; Δεν πήρε μυρουδιά ο πλανήτης ότι του λείπει κάτι; Ή μήπως να χάρηκε;
Μέσα η φωλιά φούσκωνε από κόσμο τώρα. Δώδεκα όροφοι και ήταν ο ένας πάνω στον άλλο. Στην αρχή κάθονταν όλοι φοβισμένοι. Μετά το έριξαν στο φαΐ. Τρώγαν, κοιμόντουσαν και ξανά από την αρχή! Σε τρεις τέσσερις μέρες ήδη οι γαστέρες τους διπλασιάστηκαν, δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν τα στομάχια τους. Φόρεσαν οι εργατικές εργάτριες τις μυρμηγκοποδιές τους και φουρνίζανε, ψήνανε, βράζανε… Δοκιμάζανε καινούριες συνταγές, βλέπανε στην τηλεόραση κάτι περίεργους μέρμηγκες με τατουάζ και αντιγράφανε τα φαγητά. Γκουρμέδιασε όλη η αποικία…
Μια ακόμα εναλλακτική ήταν το ατέρμονο ραχάτι. Τα υμενόπτερα κανονικά κοιμούνται μπρούμητα. Τώρα όμως δοκίμαζαν και ανάσκελα, με τα πόδια προς τα πάνω να περπατάνε τον αέρα, με τα πόδια προς τα δίπλα να ακουμπάνε του διπλανού, με τα μισά από εδώ και τα μισά από εκεί…
Δοκίμασαν να κάνουν γιόγκα, αν και δυσκολεύονταν να φέρνουν τα πόδια στις κεραίες, δοκίμασαν ζούμπα, λάτιν, μπατσάτα… Ακουγόταν η μουσική όμως μέχρι έξω και ο Ανιχνευτής Β τους μάλωσε γιατί λέει μπορεί να ακούσει το Κτήνος.
Άλλα μυρμηγκούδια ξεκίνησαν καλλιτεχνίες. Ζωγράφιζαν τους τοίχους από χώμα και φτιάχνανε μπανανίτσες, βαζάκια με μέλι, μπισκοτάκια… άλλα ζωγραφίζανε όμορφα καλογυμνασμένα μυρμήγκια με δυνατά πόδια και πλούσια χαίτη σε ανέμελες πόζες και άλλα φτιάχνανε τον εαυτό τους καλοζωισμένο με ακόμα κολλημένα φτερά, σα της βασίλισσας…
Και καθώς παχαίναν, άρχισαν και να μοιάζουν επικίνδυνα με την βασίλισσα.
«Και δηλαδή –σκέφτηκε τότε μια εργατική εργάτρια– γιατί να είναι βασίλισσα η "χοντρή" και εγώ να πεθαίνω μέχρι τώρα στη δουλειά; Την ταΐσαμε πιο πολύ, την χοντρύναμε και την κάναμε μπάστακα στο κεφάλι μας να την υπηρετούμε, την ανεπρόκοπη! Σιγά την αριστοκρατία της, ίδια γονίδια έχουμε στο αίμα! Και εγώ άμα πάρω πρωτεΐνες…» Αυτά σκεφτόταν με το βλέμμα στυλωμένο στον απέναντι τοίχο, όπου ζωγράφιζε μια άλλη εργάτρια μια σύνθεση με νεκρή φύση, αλλά αποφάσισε να μη πει τίποτα φωναχτά. Ας δούμε τι θα πούνε και οι άλλες, σκέφτηκε…
Συνέβαιναν όμως και άλλα! Κάποια μυρμηγκούλια τα έπιανε αμόκ! Είναι δυνατόν να μην μπορεί να βγει κανείς έξω; Έλεγαν: «θέλω να βγω έξω! Γιατί έχουμε απαγόρευση κυκλοφορίας; Εγώ δεν πιστεύω πως υπάρχει το Κτήνος. Είναι όλα συνωμοσία! Μας 'κλείσαν μέσα για να μας ελέγχουν. Θα μας βάλουν όλους τσιπάκια να ξέρουνε πού είμαστε και μετά να δείτε που θα μας αφήσουν να ξαναβγούμε». Και άλλα: «Να ξέρετε πως δεν υπάρχουν μυρμήγκια που τα έφαγε το Κτήνος, υπογράψανε τα ίδια για να φαίνεται πως τα σκότωσε το Κτήνος και αυτά είναι μακριά, κάνουν διακοπές και πίνουν στην υγειά του κορόιδου… Πήραν πολλά λεφτά σου λέω…»
Σε άλλα μυρμηγκοδωμάτια επικρατούσε μια περίεργη σιωπή. Τα μάτια των μυρμηγκιών αυτών είχαν βλοσυρό ύφος, φως φανάρι πως είχε πέσει ξύλο.
Αυτός που είχε δείρει κατέβαζε την αδρεναλίνη του και αυτή που είχε δαρθεί ανέβαζε την απόγνωση της. Υπήρχαν πολλοί που αυτή την στιγμή -αυτή ακριβώς τη στιγμή που μιλάμε- ήθελαν περισσότερο από πριν να περπατήσουν έξω, να φύγουν, καλύτερα να πέσουν στο Κτήνος. Το Τέρας δεν είναι έξω, είναι μέσα!
Άλλοι βγαίναν από τα δωμάτια τους και κοιτιόντουσαν στους διαδρόμους.
Κουβέντιαζαν:
- «Το Κτήνος είναι φοβερό! Μπορεί να μας σκοτώσει όλους!»
- «Μόνο αυτό λες; Και τον ήλιο μπορεί να εξαφανίσει! Το είπαν οι επιστήμονες!»
Κάποιοι βγαίνανε και τραγουδούσαν για να τους ακούν οι μακρινοί. Και τους χειροκροτούσαν. Πιο πολύ όμως χειροκροτούσαν τους φύλακες της Πύλης.
-«Αν δεν ήταν αυτοί, θα ήμασταν όλοι χαμένοι!»
Και ήταν λίγο περίεργο αυτό, γιατί πιο πριν στο φτύσιμο τους είχαν. Και τώρα ήταν ήρωες, έβλεπαν στολή και χειροκροτούσαν.

"Μεσολόγγι"

Κάτι χειροκροτήματα, κάτι φωνές άκουγε και η Νταρντάνω στα βασιλικά της δωμάτια. Της είπαν για το Κτήνος εκεί έξω και πως κινδύνευαν όλοι όταν βγαίνανε! Τι της τα λέγαν αυτά! Αυτή σαν πέταξε τα φτερά της και κλείστηκε ΜΕΣΑ ούτε που ξαναείδε τι ήταν το έξω. Όπως ζούσε πριν ίδια και όμοια ζούσε τώρα. Τις ίδιες υπηρέτριες έβλεπε, τα ίδια πράγματα έκανε. Θυμάται νέα ακόμα, μόλις τελείωσε η ονειρεμένη γαμήλια πτήση ΕΞΩ, στάθηκε κουρασμένη σε τούτο τον τόπο, χώθηκε στο χώμα και έπεσε η μεγάλη πείνα.
Φοβούνται και αυτά τα μικρά μυρμηγκάκια μην πεινάσουν! Βδομάδες δεν έτρωγε η ίδια, καθόταν μοναχή απροστάτευτη, τρώγοντας από το ίδιο της το λίπος, κοντά στα αβγά της, μέχρι να εκκολαφθούν οι πρώτες εργατικές εργάτριες της. Αυτή δεν ξέρει από πείνα! Αυτή δεν ξέρει από φόβο! Τώρα στους υπηκόους της μεγάλωσε η ανησυχία μη πάθει κάτι και την διπλοπροστάτευαν, δηλαδή την διπλοαπομόνωναν. Ήταν, λέει, η πιο ευαίσθητη ομάδα! Κουταμάρες! Για την πάρτη τους φοβόντουσαν οι δούλοι! Αν χανόταν αυτή, ήταν χαμένοι όλοι τους!
Μετακίνησε το παχουλό κορμάκι της πάνω στο βασιλικό ανάκλιντρο!
- «Τι φαγητό να έχουμε σήμερα, άραγε;»
Ο μέρμηγκας φύλακας Οχταμάτης καθόταν σκεφτικός στην αίθουσά του. Ήταν στενοχωρημένος. Αποφάσισε να πάει μέχρι τον φίλο του τον μέρμηγκα αποθηκάριο Μαζώχτη. Ενώ η περπατησία του συνήθως ήταν καθαρά μυρμηγκήσια, με βηματάκια γοργά που μοιάζανε σαν έλικας που γυρίζει, με γρήγορα σταματήματα και γρήγορα ξεκινήματα, με κεραίες που συνέχεια χοροπηδάνε, τώρα κινούσε αργά με πεσμένες κεραίες σαν τη διάθεσή του.
Βρήκε το φίλο του έξω από την κεντρική αποθήκη.
- «Άστα, Οχταμάτη μου, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά!
Τελειώνουν οι προμήθειές μας. Έπρεπε αυτό το διάστημα να γεμίζουμε ακόμα τις αποθήκες μας και εμείς τις αδειάζουμε. Τι λέω; Τις αδειάσαμε κιόλας.
Ξέρεις ότι έχουμε αρχίσει να τρώμε και το μπισκότο;»
- «Και το μπισκότο; Αλήθεια λες;»
- «Πολύ φοβάμαι πως πολύ γρήγορα θα πρέπει να ξαναβγούμε έξω. Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Δεν μπορούμε πια να μένουμε σπίτι. Τώρα πρέπει απλώς να μένουμε ασφαλείς!»
- «Και το Κτήνος;»
- «Έχουμε ένα Κτήνος έξω και ένα Κτήνος στην γαστέρα μας. Πρέπει να αποφασίσουμε με ποιο θα πολεμήσουμε!»
- «Μεγάλη Μητέρα, θεά των μυρμηγκιών, ελέησον και σώσον ημάς!»
Η μέρα για την Μεγάλη Έξοδο ορίστηκε από τους γραφιάδες και υπογράφθηκε από την Βασίλισσα Νταρντάνω. Δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ. Πρώτα θα έβγαιναν οι ανιχνευτές. Σε δεύτερη φάση θα ακολουθούσαν οι στρατιώτες και τελικά θα έβγαιναν και οι εργατικές εργάτριες. Όλα έπρεπε να γυρίσουν στους κανονικούς ρυθμούς τους και να μάθουν να ζουν με το Κτήνος.
Στην αρχή βγαίνανε όλοι μουδιασμένοι. Μετά όμως ξεθαρρέψαν, κυρίως τα πιο μικρά μυρμηγκάκια. Περπατούσαν χωρίς προφυλάξεις, σαν αθάνατοι! Σε λίγο καιρό σαν να το ξέχασαν το Κτήνος!
Ο άντρας ο ψηλός λιχούδης, ο μεγαλομέτωπος απ’ τα λειψά μαλλιά του, ο στογγυλοστόμαχος πρόβαλε σήμερα ξανά στο σκιερό μπαλκόνι του. Στα κάγκελά του στάθηκε. Έφερε το δεξί του χέρι στο παχουλό του στόμα, σπίθα άναψε τότε και καθώς έπαιρνε βαθιά ανάσα κάτι του έπεσε και κύλησε απαλά στο χώμα. Συναγερμός σήμανε ευθύς στων μυρμηγκιών το γένος. Μπισκότο ονειρεύονταν ξανά, μελένιο, ζαχαρένιο. Με όρεξη ορμήσανε στο γκρεμισμένο τρόπαιο! Μα ήταν καυτό και γκρι, στάχτη από τσιγάρο! Τσουρουφλιστήκαν οι κεραίες, καήκαν οι πατούσες!


Λίνος Μαλίνης
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα