Θοδωρή Δημητρακόπουλου
«Νάτος έρχεται ο Σκρουτζ»
«Πάντοτε έτσι σκυφτός»
«Και ποτέ του δεν γελά»
«Μα έχει πολλά λεφτά»
«Πόσα κτίρια του ανήκουν»
«Σκροοοοοοοοουτζ, Σκροοοοοοοοοοουτζ!»
μόλις βλέπει ο Σκρουτζ μπροστά του,
τον παλιό του συνεργάτη,
δεν φοβάται, μα κοιτάζει
άγρια και σταθερά
και στο φάντασμα ορμά
«μου χρωστάς χίλιες στερλίνες,
πες μου τώρα, πού τις έχεις,
πες μου τώρα μυστικά
για κρυμμένους θησαυρούς,
για κέρδη μελλοντικά,
όλοι εσείς οι πεθαμένοι
ξέρετε τόσα πολλά»
τρόμαξε το δόλιο πνεύμα,
αλλά λίγο πριν χαθεί,
κάτι για 3 πνεύματα είπε.
Βράδιασε και ο Εμπενίζερ
γύρισε στο μέγαρό το
κι όπως μέτραγε φλουρί,
έχασε το μέτρημα
γέρνει πίσω, αναστενάζει
και ο ύπνος τόνε παίρνει.
Ξάφνου κάποιος τον ξυπνά,
ένα αγόρι ροδαλό,
αν και κάπως παχουλό,
που ντυμένο ήταν στα ροζ
«όλα άπλυτα τα έχω,
γι’ αυτό ήρθα με αυτό»
«και ποιος είσαι εσύ χοντρέ;»
«πνεύμα είμαι, όχι χοντρό,
περασμένων Χριστουγέννων»
τον αρπάζει και πετάνε.
Αφού πέταξαν για ώρα,
είναι αγύμναστο το πνεύμα,
και τον δρόμο όλο χάνει,
φτάσαν σε μικρό χωριό
που τρανή γιορτή γινόταν
και ο Εμπενίζερ πάντα πρώτος,
πάει και σέρνει τον χορό,
μα μια στιγμή βαριέται
και ακούει πιο καλά
τα κουτσομπολιά, τα γέλια,
που όλοι για λεφτά μιλάνε,
κι αυτά μόνο αγαπάνε
και αφήνει την γιορτή,
πάει, για να μελετήσει
και λεφτά έτσι να κερδίσει,
μα δεν του 'λείψε και κάτι,
οι βλακείες, τα κρύα αστεία
κι όταν γύρισαν στο σπίτι
-πιο αργά αυτή την φορά-
ο Εμπενίζερ απλά γελά
«Αχ, κακόμοιρε χοντρούλη,
όλοι αυτοί είναι πια νεκροί,
τίποτα δεν καταφέραν,
έχουν πλέον ξεχαστεί»
«Κι η μεγάλη σου η αγάπη,
η γλυκιά η Μαργαρίτα;»
«Γαμπρό βρήκε συμφοράς
πέρασε, για να με δει,
μαύρη ήταν η ζωή της,
μα εγώ τι να της κάνω,
είχα και μια ηθική,
πιο καλά είμαι μοναχός…»
Πέρασε άλλη μια ώρα
και το δεύτερο το πνεύμα,
σαν θηρίο τρία μέτρα
και σαν βόδι έτσι παχύ,
εμφανίστηκε μπροστά του
«Τα Χριστούγεννα εγώ είναι
αυτής, φετινής χρονιάς»
«έπεσα σε μορφωμένο»
σκέφτεται ο Εμπενίζερ,
το ταξίδι ξεκινά.
Πήγανε στου αδερφού του
που ‘ταν τόσο βαρετά,
όλοι τρώγαν στα μουγκά
και μετά στου υπαλλήλου
που ‘χει 12 παιδιά
και τα 11 χοντρά,
μόνο ο μικρούλης Τιμ
σαν ξυλάκι ο καημένος.
Εκεί άκουσαν φωνές,
μα δεν ήτανε χαράς,
όλο γκρίνια και «ΠΕΙΝΑΩ»
κι ο υπάλληλος να βράζει,
δεν αντέχει και φωνάζει
«ε ρε γέρο Εμπενίζερ
για εσένα είναι η ζωή!»
Κι όταν 'φάγαν, το διαλύσαν,
λάκισαν στην γειτονιά,
μόνο ο μικρούλης Τιμ
στο παράθυρο κοιτά
κι όταν γύρισαν στο σπίτι,
πάει, το πνεύμα να μιλήσει,
μα του ρίχνει μια κλωτσιά
«μάθε πρώτα να μιλάς!»
και ξαπλώνει για καλά.
Μα δεν πέρασε μια ώρα
τρίτο πνεύμα του χτυπά,
φέρνει εικόνες απ’ το μέλλον,
μα καθόλου δεν μιλά
με μια κάπα λεμονιά,
που το πρόσωπό του κρύβει
Και πετάξαν μακριά
και τους πήραν στο κυνήγι
κουκουβάγιες, νυχτοπούλια
«είναι η όμορφη η κάπα»
Κι έφτασαν μέχρι το μέλλον,
στου υπαλλήλου παν το σπίτι
με τα 12 παιδιά
και ο Τιμ το πιο χοντρό,
στην γωνιά του τρώει βουβό.
Μετά σε νεκροταφείο
και του δείχνει έναν τάφο
φροντισμένο, κεντρικό
και γραμμένο ΕΜΠΕΝΙΖΕΡ
μα του δείχνει και αυτός
ένα άγαλμα τρανό,
δέκα μέτρα ήταν ψηλό
κι από μάρμαρο εκλεκτό,
που φαινόταν κι από ‘κει
και τον έδειχνε στητό,
κι οι περαστικοί χαζεύουν
«την αθανασία βρήκα»
και το πνεύμα το κλωτσά
πέρα, πέρα μακριά,
τότε ήταν που ξυπνά.
Ήρθαν τα Χριστούγεννα!
Βγαίνει βόλτα ο Εμπενίζερ,
όλοι τόνε χαιρετάν,
και του ήρθε μια λιγούρα
για κουλούρι αχνιστό,
αλλά έξω από τον φούρνο
ένα αγόρι καθιστό
με το πρόσωπο κρυμμένο
κι ένα χέρι απλωμένο,
ούτε κλαίει, ούτε μιλά,
κάτι μέσα στην καρδιά
και προσέχει ο Εμπενίζερ,
άνθρωπος μην τον κοιτά
κι ένα νόμισμα ασημί
του αφήνει μες στην χούφτα
και μαζί 2 κουλούρια.
Μετά φεύγει βιαστικά
και δεν πήγε στην δουλειά.
Όπου να ‘ναι φτάνει Πάσχα
κι ο Εμπενίζερ σαν παλιά,
μα έδωσε και αύξηση
στον υπάλληλο μικρή
και σε 2 γραμμάτια
έδωσε παράταση,
κάποιες μέρες πιο νωρίς
κλείνει και το μαγαζί.
Και μια μέρα που περνά
από ‘κει ο μικρούλης Τιμ
τον υπάλληλο ρωτά
«τι θα γίνει ο μικρός;»
«απ’ του χρόνου, αφεντικό,
θα τον βάλω υφαντή»
«θα του κόβεται η ανάσα…»
Και ανέλαβε μια λίρα
να δίνει για τον μικρό,
να πηγαίνει στο σχολείο
και επένδυση το λέει,
για να έχει μια συνέχεια
το μικρό του μαγαζί.
Μα όταν έρχεται ο μικρός
και του δίνει ζωγραφιές,
στο γραφείο ο Εμπενίζερ
κρύβεται, να μην τον δουν
«Ε ρε άτιμη ζωή,
γιατί να ‘σαι έτσι μικρή;»
Θοδωρής Δημητρακόπουλος
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki