Αγγελή Παναγή
Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένα μικρό αγόρι που τον λέγανε… ας πούμε, Άγγελο! Ο Άγγελος καταγόταν από μια εύπορη οικογένεια και ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι με όμορφους κήπους, αυλή και ένα μεγάλο περιβόλι γεμάτο από κάθε λογής δέντρα και ζώα!
Δεν στερήθηκε το οτιδήποτε! Ε;iχε όοολα τα παιχνίδια του κόσμου που ήθελε, ταξίδευε σε όποιο μέρος του κόσμου αυτός επέλεγε, έτρωγε, έπινε, ντυνόταν ακριβώς όπως αυτός επιθυμούσε.
Αυτό λοιπόν το μικρό αγόρι, νόμιζε, πως είχε τα πάντα στη ζωή του.
Μια ζεστή νύχτα, αρχές φθινοπώρου θα 'τανε, ο μικρός Άγγελος καθόταν έξω στην αυλή του σπιτιού του και έπαιζε νωχελικά μαζί με τα πολλά παιχνίδια που είχε. Μέχρι που μια στιγμή, κάτι τράβηξε την προσοχή του στον ουρανό. Ήτανε κάτι μαγικό! Κάτι που ποτέ του δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατό να υπάρχει, σε αυτό το κόσμο, κάτι τόσο όμορφο! ΈΝΑ ΑΣΤΈΡΙ! Ένα ΤΕΡΆΣΤΙΟ, ΦΩΤΕΙΝΌ, ΜΟΝΑΔΙΚΌ ΑΣΤΈΡΙ! Εντελώς διαφορετικό από τα άλλα αστέρια του Ουρανού. Έλουζε τον κόσμο με το άπλετο του φvς, κάνοντας τη μέρα να ζηλεύει τη νύχτα.
Ο Άγγελος σάστισε. Άφησε τα παιχνίδια του και έμεινε να κοιτάζει μαγεμένος αυτό το αστέρι. Το εξέταζε, λες και προσπαθούσε να βρει τα μάτια του, να «διαβάσει» τη ψυχή του. Το φως του δεν τον τύφλωνε. Αντίθετα, τον έκανε να αισθάνεται μια γλυκιά ζεστασιά! Μια θαλπωρή που κανείς, σκέφτηκε, δεν του είχε προσφέρει μέχρι τότε. Ούτε τα παιχνίδια του, τα ταξίδια, τα δώρα, το φαγητό, τα ακριβά του ρούχα μπορούσαν να συγκριθούν με αυτό που ένιωθε για αυτό το Αστέρι! «ΤΟ ΘΈΛΩ!», φώναξε.
«Αυτό το αστέρι θα γίνει ΔΙΚΌ ΜΟΥ!» Το πρόσωπο του έλαμπε. Κάτι μέσα του είχε αλλάξει! Δεν έμοιαζε πια με το ανέμελο, βαριεστημένο αγοράκι που όλοι γνώριζαν.
Έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιο του, έπιασε το σακίδιο του και άρχισε να πετάει μέσα αντικείμενα που θα τον βοηθούσαν στο παράτολμο ταξίδι του. Πήρε ένα παγούρι με νερό, λίγο φαγητό και ένα τετράδιο και λίγα χρωματιστά μολύβια. Έψαχνε να πάρει και το μεγάλο φακό που είχε αλλά μετά σκέφτηκε: «Τι να τον κάνω τον φακό; Αφού τώρα που θα ταξιδεύω… θα έχω τον Ήλιο να μου φέγγει τη μέρα και τη νύχτα θα έχω αυτό… Το Αστέρι μου, να με φωτίζει!»
Με βήμα γοργό, κατεβαίνει τα σκαλιά και βρίσκεται στην αυλή. Το φως του Αστεριού έδινε στα λουλούδια του κήπου μια άλλη, ξεχωριστή ομορφιά! Φθάνει στην μεγάλη αυλόπορτα. Γυρνάει το βλέμμα του και ρίχνει μια τελευταία ματιά, σε όλα αυτά που νόμιζε μέχρι εκείνη την ώρα πως τον έκαναν ευτυχισμένο. Γυρνάει έπειτα προς το Αστέρι του. Χαμογελάει. Και αρχίζει να τρέχει!
Τίποτα πια δεν τον σταματάει! Προσπερνάει με μιας τα σπίτια της γειτονιάς που μοιάζουν ερημικά και μουντά! Μα πού βρήκε όλη αυτή την δύναμη; Από που πηγάζει αυτή η ενέργεια που ξαφνικά τον είχε πλημμυρίσει; Το αγόρι δεν χάνει από τα μάτια του το Αστέρι. Δεν σκέφτεται τίποτα άλλο. Όσα του άνηκαν, όσα είχε ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν τον ένοιαζαν και έσβηναν με κάθε βήμα που έκανε προς τα μπρος. Το Αστέρι είχε γίνει πια Σκοπός στη ζωή του.
Πέρασαν πολλοί μήνες από εκείνη τη πρώτη νύχτα που ο μικρός Άγγελος είχε πρωτοδεί το Αστέρι του. Μεγάλωσε, τα μαλλιά του μάκρυναν. Στο πρόσωπο του πρόβαλαν καθαρά οι κακουχίες της διαδρομής, τα σημάδια της φθοράς από το χρόνου. Χωρίς φαγητό πια, εξαντλημένος, συνέχιζε επίμονα το ταξίδι του. Τι κι αν δεν είχε να φάει ή να πιει; Τί κι αν είχε περάσει μέσα από κακοτοπιές και κακοτράχαλα μονοπάτια; Τι κι αν η βροχή και το χιόνι τον είχαν τσακίσει σωματικά; Τι κι αν αυτός ο δρόμος που επέλεξε να τραβήξει ήταν κρύος, άπονος και μοναχικός; Ο Άγγελος είχε το ΑΣΤΈΡΙ ΤΟΥ! Να του κρατά συντροφιά, να του δίνει κουράγιο και να του θυμίζει πως κάποια μέρα οι δυο τους θα ανταμωθούν και θα γίνουνε… ΈΝΑ! Μόνο αυτό κράταγε ζωντανό ακόμη το αγόρι. Αυτή ήταν η ΕΛΠΊΔΑ του. Και ούτε το κρύο, ούτε η πείνα, ούτε καν τα σύννεφα που καμιά φορά έκρυβαν το αγαπημένο Αστέρι του, δε θα μπορούσαν να τον κρατήσουν από το να ολοκληρώσει το στόχο του, το ΣΚΟΠΌ του.
Ήρθε όμως μια κρύα νύχτα, μέσα χειμώνα θα 'τανε, όπου τελικά, οι δυνάμεις του αγοριού τον εγκατέλειψαν. Γονάτισε καταμεσής του δρόμου και κοίταξε το Αστέρι του. Η ψύχη του δε κρατιότανε. Ήθελε διακαώς αυτό το συναπάντημα. Όμως το κορμί του δεν άντεχε άλλο το κρύο και την ανέχεια. Η καρδιά του δε βάσταγε άλλο το πόνο της μοναξιάς. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του, τόσο ζεστό, λες και όλη η ενέργεια που έκρυβε στα σωθικά του, όλη αυτή η επιθυμία του να συνεχίσει, βρήκαν ένα ύστατο τρόπο να απελευθερωθούν. «Δεν… μπορώ… άλλο…» κατάφερε να ξεστομίσει. Λες και τα πάντα πλέον είχαν χάσει το νόημα τους. Το Αστέρι, το ταξίδι, η πείνα, οι κακουχίες, το σπίτι του, οι φίλοι του, τα παιχνίδια του. Όλα όσα είχε κάνει ή ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τα πάντα! Και εκεί που ετοιμαζόταν να παραδώσει τα όπλα, ένα ΦΩΣ γέμισε την πλάση. Ήταν το ΑΣΤΈΡΙ! Μόνο που τώρα έλαμπε περισσότερο από κάθε άλλη φορά! Οι αχτίδες του χάιδεψαν το χαρακωμένο, ταλαιπωρημένο πρόσωπο του και ζέσταναν την πονεμένη του καρδιά. Σήκωσε με δυσκολία το κεφάλι του. Εκεί, μπροστά στα μάτια του, βρισκόταν το Αστέρι του, καθισμένο σε ένα κατάλουστο από φως βουνό, σαν μια ολόλαμπρη βασίλισσα που κάθεται στο θρόνο της και αφεντεύει το βασίλειο της. Αναθάρρεψε. «Αυτό είναι!» σκέφτηκε. «Αυτή είναι η ευκαιρία μου». Ήξερε πως σε λίγο ξημέρωνε και πως αν καθυστερούσε θα έχανε τη μοναδική ίσως ευκαιρία του να ενωθεί με το Αστέρι του. Ήταν ή ΤΏΡΑ Ή ΠΟΤΈ!
Και κάνοντας ένα σάλτο -μα που βρήκε τη δύναμη;- στάθηκε ξανά ορθός στα πόδια του.
Το βουνό δεν ήταν μακριά! Η απόσταση ήταν ελάχιστη σε σύγκριση με τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει όλο αυτό τον καιρό. Φαινόταν λίγο απόκρημνο και δύσβατο αλλά αυτό δε θα τον εμπόδιζε. Εξάλλου, τόσα βουνά είχε σκαρφαλώσει μέχρι τώρα, πιο μεγάλα και πιο επικίνδυνα από αυτό! Τί θα πείραζε να ανέβει ακόμα ένα; Παίρνει λοιπόν μια βαθιά ανάσα και… αρχίζει να ΤΡΈΧΕΙ! Έτρεχε όπως ποτέ άλλοτε! Πιο γρήγορα και από εκείνη τη πρώτη νύχτα που είχε πρωτοδεί το αγαπημένο του Αστέρι.
Σε λίγη ώρα φτάνει στους πρόποδες του βουνού. Τα μάτια του τον είχαν ξεγελάσει. Το βουνό ήταν πολύ πιο απότομο και η ανάβαση του έμοιαζε να είναι πολύ δύσκολη. Ένα μικρό λάθος, μια παράβλεψη, μια λιγοθυμία της στιγμής θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Χωρίς δισταγμό, χωρίς δεύτερη σκέψη, άρχισε να σκαρφαλώνει! Ο χρόνος τον πίεζε. Σε λίγο ξημέρωνε και το Αστέρι του θα χανόταν! Έπρεπε να βιαστεί. Οι κινήσεις του έγιναν μηχανικές. Τα πόδια του και τα χέρια του σκιζόντουσαν πάνω στις αιχμηρές πέτρες που πρόβαλαν από το βουνό. Το πρόσωπο και τα μαλλιά του είχαν γεμίσει σκόνη. Το σώμα του έτρεμε από το κρύο που τα κουρελιασμένα πλέον ρούχα του δε μπορούσαν να κρατήσουν μακριά. Και όμως αυτός συνέχιζε. Έβλεπε μόνο το στόχο του, τη κορυφή, το Αστέρι του.
Ένα λάλησμα πετεινού έσπασε την απέραντη σιωπή που επικρατούσε. Το αγόρι είχε φτάσει τη κορυφή. Λίγα μέτρα μπροστά του βρισκόταν αυτό που τόσο καιρό αναζητούσε, αυτό που τόσο πολύ είχε ποθήσει. Το Αστέρι του. Όπως ακριβώς το είχε φανταστεί. Κινήθηκε με αργά, συρτά βήματα προς το μέρος του. Εξάλλου οι δυνάμεις του δε του επέτρεπαν πια να πράξει διαφορετικά. Το Αστέρι βρισκόταν λίγο πιο πάνω από το έδαφος, στην άκρη της κορυφής. Ήταν πανέμορφο! Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί τέτοιο θέαμα! Όλοι του οι κόποι, όλα τα βάσανα και ταλαιπωρίες που είχε περάσει είχαν βρει τη δικαίωση τους. Το μόνο που απέμενε, για να ολοκληρωθεί ο Σκοπός του ταξιδιού του, ήταν να κάνει ένα μικρό άλμα, σαν τόσα άλλα που είχε κάνει στο ταξίδι του αυτό, για να μπορέσει να το ακουμπήσει. Φτάνει κουτσαίνοντας στην άκρη του βουνού. Η πλαγιά από την άλλη πλευρά του βουνού έδειχνε ακόμα πιο απότομη…
Κοίταξε το Αστέρι του.
«Είσαι αυτό που έψαχνα όλη μου τη ζωή! Και τώρα σε βρήκα και σε έχω εδώ, μπροστά μου! Το μόνο που μας χωρίζει είναι ένα μικρό βήμα! Εγώ έκανα τόσο δρόμο για να σε συναντήσω. Πέρασα τόσα για σένα! Κάνε σε παρακαλώ και εσύ αυτό το μικρό βήμα! Έλα να γίνουμε… ΈΝΑ!»
Το Αστέρι μένει εκεί. Ασάλευτο, βουβό. Στέκει καμαρωτό στη θέση του, να φωτίζει τα πάντα γύρω του, λίγο πριν δώσει τη θέση του στον Ήλιο! Το αγόρι βλέπει πως τα λόγια του δεν οδηγούν πουθενά. Ετοιμάζεται να εγκαταλείψει όταν ξάφνου… γυρνάει πάλι προς το Αστέρι!
Στο βλέμμα του διακρίνεται μια άκρατη αποφασιστηκότητα! Κλείνει τα μάτια και βάζοντας όση δύναμη του είχε απομείνει παίρνει φόρα και κάνει ένα μεγάλο σάλτο προς το μέρος του. «Σ' Αγαπώ!»
Ξημέρωσε. Ο Ήλιος πήρε τη θέση του στον Ουρανό. Μια ακόμα νύχτα είχε περάσει και όλα τα ζωντανά της πλάσης καρτερικά και με υπομονή ετοιμαζόντουσαν να αντιμετωπίσουν μια ακόμη συνηθισμένη, τυπική μέρα.
Το αγόρι σηκώνεται. Τινάζει το χώμα και τις βρωμιές από πάνω του. Πάει και κάθεται σε ένα διπλανό βράχο. Αγναντεύει προς το άγνωστο. Κι όμως, το βλέμμα του δεν είναι απλανές.
Αντίθετα, φαινόταν πως κάτι του είχε τραβήξει τη προσοχή. Κάτι που οι περισσότεροι από εμάς το βλέπουμε καθημερινά αλλά δε το λαμβάνουμε και τόσο υπόψη.
«Η ΖΩΉ ΕΊΝΑΙ ΩΡΑΊΑ!» ξεφώνισε. Και κοιτάζοντας προς τον Ουρανό συμπλήρωσε ψιθυριστά... «Άξιζε το κόπο!» Ένα αλλιώτικο από κάθε άλλη φορά χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, που ξάφνιασε ακόμα και τον ίδιο. Ήταν ένα αληθινό χαμόγελο! Μάζεψε από δίπλα του το φθαρμένο και ταλαιπωρημένο από το ταξίδι τετράδιο του και τα λίγα χρωματιστά μολύβια που είχε κουβαλήσει τόσο καιρό μαζί του και άρχισε να γράφει και να ζωγραφίζει για όλα αυτά που είχε περάσει. Για τις εμπειρίες που απέκτησε, τα εμπόδια που ξεπέρασε. Το Αστέρι του.
Μια ηρεμία τον κατέκλυζε εσωτερικά. Αυτά που εξιστορούσε ήταν έκφραση μιας βαθιάς, γνήσιας αγάπης. Το αγόρι είχε μετατραπεί σε Άντρα.
Αγγελής Παναγή
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki