Αγγελικά δώρα

Ειρήνης Καραγιάννη


Ήταν Πρωτομαγιά. Ο ήλιος γλυκός και η φύση ολάνθιστη.
Τρία δεκαοχτάχρονα αγόρια, ο Άλκης, ο Προκόπης και ο Σωτήρης, φίλοι και συμμαθητές (τελείωναν την τρίτη Λυκείου), ξεκινούσαν τον περίπατό τους στην εξοχή.
Είχαν αποφασίσει, λόγω και της ημέρας, να πάνε μια εκδρομή στους αγρούς, για να ηρεμήσουν και να ξεκουραστούν λίγο από το διάβασμα και τη φασαρία της πυκνοκατοικημένης περιοχής όπου κατοικούσαν. Είχαν πάρει μαζί τους φαγητό και νερό και είχαν σκοπό να μείνουν ως αργά το απόγευμα.
Πορεύονταν χοροπηδώντας, συζητούσαν δυνατά, έλεγαν αστεία και γελούσαν.
Ξαφνικά ακούστηκε μια πνιγμένη φωνή, από αρκετά μακριά:
«Βοήθεια!» Πρώτος την άκουσε ο Προκόπης. «Σωπάστε, να ακούσω καλύτερα. Μου φαίνεται πως κάποιος φωνάζει βοήθεια», είπε στους συνοδοιπόρους του. Εκείνοι σταμάτησαν να μιλούν και τότε άκουσαν όλοι καθαρά ότι κάποιος καλούσε σε βοήθεια.
«Πάμε!», είπε ο Σωτήρης και άρχισε να τρέχει προς το μέρος από όπου ακουγόταν η φωνή. Τον ακολούθησε ο Προκόπης και, μετά, δυσανασχετώντας, και ο Άλκης. Σε λίγο διέκριναν μια ηλικιωμένη γυναίκα, ξαπλωμένη στο έδαφος. Μόλις τους αντίκρισε, είπε ανακουφισμένη: «Να είστε ευλογημένα, παιδιά μου, που βρεθήκατε στο δρόμο μου».
«Τι σας συμβαίνει, κυρία;», ρώτησε ο Σωτήρης, που έφτασε πρώτος κοντά της.
«Καλά μου παιδιά, πονά η καρδιά μου και δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Φοβάμαι ότι έχω πάθει καρδιακό επεισόδιο», απάντησε.
«Και τι ζητάς εδώ στις ερημιές μόνη σου, μεγάλη γυναίκα;» ρώτησε ο Άλκης.
«Άφησέ τα αυτά τώρα! Πρέπει να τη βοηθήσουμε. Να τηλεφωνήσουμε στο ΕΚΑΒ, να έρθει ασθενοφόρο», είπε ο Σωτήρης. Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό του και κάλεσε τον αριθμό. Ζήτησε να έρθει ένα ασθενοφόρο, να μεταφέρει την ηλικιωμένη στο νοσοκομείο. Μόνο που δεν μπορούσε να φτάσει αυτοκίνητο ως εκεί που βρίσκονταν. Έπρεπε κάποιος να πάει πίσω, στο σημείο από όπου ξεκίνησαν τον περίπατό τους, εκεί που είχαν αφήσει τα μηχανάκια τους, επειδή από εκεί και πέρα ο δρόμος ήταν κατάλληλος μόνο για πεζοπορία, για να οδηγήσει τους διασώστες κοντά στην άρρωστη γυναίκα. «Να πάω εγώ;», τους ρώτησε. «Όμως εσείς θέλω να προσέχετε και να βοηθήσετε όσο μπορείτε τη γριούλα». Οι άλλοι δύο συμφώνησαν. Ο Σωτήρης απομακρύνθηκε τρέχοντας και ο Προκόπης κάθισε στο έδαφος, της έδωσε να πιει λίγο νερό, της έβρεξε το πρόσωπο κι ύστερα της έπιασε τρυφερά το χέρι. Εκείνη συνήλθε κάπως, έπαψε να φοβάται και ηρέμησε. Τότε εκείνος άρχισε να της μιλά.
-Πώς σε λένε, γιαγιάκα;
-Αγγελική.
-Και από πού είσαι; Δε σε έχω ξαναδεί.
- Από το Αγγελοχώρι.
- Αγγελοχώρι; Υπάρχει τέτοιο χωριό στα μέρη μας; Δεν το έχω ξανακούσει.
-Υπάρχει, αλλά είναι λίγο μακριά.
-Και πώς ήρθες ως εδώ;
- Ήρθα σε αυτό το χωριό με το λεωφορείο, για να πάω να προσκυνήσω στο ναό του Αγίου Παντελεήμονα. Και, μετά, σκέφτηκα, να κάνω έναν περίπατο στην εξοχή, να απολαύσω το μαγευτικό ανοιξιάτικο τοπίο. Ξεκίνησα πριν μια ώρα περίπου. Ωχ! Ωχ! Πονώ πάλι πολύ.
-Αν σε κουράζει, μη μιλάς.
-Δε με κουράζει η κουβέντα, παλικάρι μου. Πέρασε τώρα λίγο ο πόνος. Καλό μου κάνει που μιλάμε… Ξεκίνησα, λοιπόν, τον περίπατό μου και, μετά από κάμποση ώρα, κατάλαβα πως δε θυμόμουν το δρόμο να γυρίσω πίσω. Τηλέφωνο μαζί μου δεν έχω. Δεν έχω κινητό. Τρόμαξα. Τότε με έπιασε η δύσπνοια και ο πόνος.
Ο Άλκης χάζευε τόση ώρα, περιφερόμενος εκεί κοντά, αλλά άκουσε τις τελευταίες κουβέντες της ηλικιωμένης και είπε: «Μα τι τον ήθελες τον περίπατο, γριά γυναίκα; Και μάλιστα χωρίς να έχεις μαζί σου κινητό! Η γιαγιά μου είναι πολύ πιο νέα από σένα, κι όμως τέτοιες κουτουράδες δεν τις κάνει». Ο Προκόπης τον αγριοκοίταξε και η ηλικιωμένη έκλεισε τα μάτια και είπε με δυσκολία: «Παλικάρι μου, δεν έχω άλλο κουράγιο να μιλήσω».
«Χαλάρωσε, γιαγιάκα», της είπε τρυφερά ο Προκόπης, σφίγγοντάς της με αγάπη το χέρι. «Όλα θα πάνε καλά».
Έμειναν κάμποση ώρα έτσι, ώσπου ήρθε ο Σωτήρης με τους διασώστες, οι οποίοι πήραν τη γριούλα με το φορείο, για να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Αμέσως μετά ο Σωτήρης δήλωσε πως θα πήγαινε με το μηχανάκι του στο νοσοκομείο, για να μάθει τι απέγινε η γυναίκα. «Κι εγώ θα έρθω», είπε ο Προκόπης. «Την συμπόνεσα πολύ. Μου είπε και το όνομά της. Τη λένε Αγγελική και είναι από το Αγγελοχώρι».
Ο Σωτήρης τον κοίταξε έκπληκτος. «Υπάρχει τέτοιο χωριό;», ρώτησε. «Δεν το ήξερα».
«Μάλλον η γριά τα έχει χαμένα», πετάχτηκε ο Άλκης.
«Καλά, είστε σοβαροί; Θα αφήσουμε στη μέση την εκδρομή μας, για να τρέχουμε πίσω από αυτή;»
Οι άλλοι δυο τον κοίταξαν αυστηρά και του είπαν πως για εκείνους είχε προτεραιότητα να πάνε στο νοσοκομείο, ότι εκδρομή μπορούσαν να πάνε κάποια άλλη μέρα αλλά και πως εκείνος δεν ήταν υποχρεωμένος να τους ακολουθήσει. Το σκέφτηκε για λίγο ο Άλκης και αποφάσισε να πάει κι αυτός μαζί τους στο νοσοκομείο, μια που, διαφορετικά, θα έμενε χωρίς παρέα και στο σπίτι του δεν ήθελε να επιστρέψει τόσο νωρίς, γιατί η μάνα του θα τον στρίμωχνε να διαβάσει.
Έφτασαν στο νοσοκομείο. Περίμεναν κάμποσο κι έπειτα ένας γιατρός τους ανακοίνωσε πως η Αγγελική είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο. Ζήτησαν να τη δουν και τους το επέτρεψε για λίγο. Εκείνη, αφού μίλησαν πρώτα για το θέμα της υγείας της και της συστήθηκαν, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, που της έσωσαν τη ζωή, προσφέρθηκε να πραγματοποιήσει όποια επιθυμία είχε ο καθένας τους.
«Σας ευχαριστώ, καλά μου παιδιά. Αν δε με βοηθούσατε, ίσως να είχα πεθάνει. Γι' αυτό κι εγώ θέλω να σας ανταμείψω για την καλή σας πράξη. Ας μου πει ο καθένας από σας τι επιθυμεί περισσότερο από όλα και θα το έχει».
Οι νεαροί παραξενεύτηκαν από τα λόγια της. Πρώτος μίλησε ο Άλκης.
«Και πώς μπορείς εσύ να μας δώσεις αυτό που επιθυμούμε;»
«Η ευχή σου είναι ό,τι πιο πολύτιμο», της είπε ο Προκόπης.
«Ναι, γιαγιάκα, μας φτάνει η ευχή σου», δήλωσε και ο Σωτήρης.
Η Αγγελική όμως επέμενε. «Την ευχή μου σας τη δίνω απλόχερα, θα σας συνοδεύει σε όλη τη ζωή σας –όσο αναλογεί στον καθένα. Όμως, θα ήθελα να σας κάνω ακόμη ένα δώρο, πιο συγκεκριμένο. Μη διστάζετε. Σκεφτείτε τι είναι αυτό που θέλετε πιο πολύ από όλα και ζητήστε το μου».
Άλκης (περιπαιχτικά): Εγώ θέλω να γίνω πλούσιος. Μπορείς να με κάνεις;
Αγγελική: Μπορώ, αν αυτή είναι η μεγαλύτερη επιθυμία σου.
Άλκης: Αυτή είναι.
Αγγελική: Παλικάρι μου, είσαι φτωχός; Δεν έχεις να ζήσεις;
Άλκης: Έχω να ζήσω. Με συντηρούν οι γονείς μου. Μεροδούλι, μεροφάι. Εγώ θέλω να έχω πολλά λεφτά. Να ζω με άνεση και να μου περισσεύουν.
Αγγελική: Η επιθυμία σου θα γίνει πραγματικότητα. Αγόρασε ένα λαχείο και θα κερδίσεις ένα εκατομμύριο ευρώ.
Άλκης (γελώντας): Εντάξει. Μόνο μη δώσω άδικα τα χρήματα για το λαχείο!
Αγγελική: Μην ανησυχείς γι' αυτό. Το λαχείο θα το κερδίσεις και θα αποκτήσεις ένα εκατομμύριο ευρώ. Πρόσεχε μόνο πώς θα διαχειριστείς τα χρήματα, αν θέλεις να ωφεληθείς από αυτό.
Άλκης: Καλά, ό,τι πεις.
Αγγελική (Απευθύνεται στους άλλους δύο): Εσείς; Ποια είναι η μεγαλύτερη επιθυμία σας;
Προκόπης (διστακτικά): Εγώ, κυρία Αγγελική, θα ήθελα να περάσω στην ιατρική σχολή· το όνειρό μου είναι να γίνω γιατρός. Μελετώ πολύ, αλλά είναι δύσκολο να γράψω στις πανελλήνιες εξετάσεις τόσο καλά, ώστε να τα καταφέρω. Σε αυτό το ζήτημα θα ήθελα κυρίως την ευχή σου.
Αγγελική: Την έχεις παλικάρι μου. Θα τα καταφέρεις. Εξάλλου, αυτό που μου ζητάς δεν είναι κάτι εξωπραγματικό. Μόνο να θυμάσαι πως εγώ θα σου εξασφαλίσω μόνο να περάσεις στη σχολή. Το αν θα την τελειώσεις, από σένα θα εξαρτηθεί. Πρέπει να έχεις τα εφόδια. Γι΄ αυτό, μην επαναπαυτείς και σταματήσεις το εντατικό διάβασμα.
Προκόπης: Σε ευχαριστώ πολύ. Μακάρι να με βοηθήσει η καλή σου ευχή.
Αγγελική: Θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου. Πρόσεξε μόνο, όταν θα γίνεις γιατρός, πώς θα διαχειριστείς αυτό το σπουδαίο προνόμιό σου.
Προκόπης: Εντάξει, κυρία Αγγελική. Καταλαβαίνω τι εννοείς.
Αγγελική: Σε πιστεύω, αγόρι μου… Κι εσύ Σωτήρη;
Σωτήρης: Εγώ γιαγιάκα, βλέπω τους ανθρώπους που πάσχουν από ανίατες ασθένειες να υποφέρουν και να πεθαίνουν και στενοχωριέμαι πολύ. Σκέφτομαι πως θα ήταν υπέροχο να μπορούσε κανείς να γιατρεύει και τις αρρώστιες που δεν μπορούν να θεραπεύσουν οι γιατροί… (Διστακτικά) Εγώ αυτό θα ήθελα, να μπορώ να θεραπεύω τους συνανθρώπους μου, για να μη βασανίζονται και να μην πεθαίνουν.
Αγγελική (σκεπτική): Η δική σου επιθυμία ξεπερνά τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Το να κερδίσει κάποιος το λαχείο ή να πετύχει στην ιατρική είναι πράγματα που μπορούν να συμβούν. Μα να θεραπεύει κάποιος ανίατες ασθένειες, χωρίς να είναι καν γιατρός…
Ο Σωτήρης έσκυψε το κεφάλι, συνειδητοποιώντας τι ζήτησε.
Αλλά η Αγγελική, μετά από λίγο, συνέχισε αποφασιστικά: «Είναι όμως πολύ όμορφο αυτό που ζητάς. Ο σκοπός σου είναι ιερός. Με συγκίνησες πολύ. Γι' αυτό κι εγώ θα σου χαρίσω την ικανότητα να θεραπεύεις. Επειδή όμως το δώρο μου προς εσένα είναι πολύ μεγάλο, θα σου βάλω περιορισμό: Ναι, θα μπορείς να γιατρεύεις όποιον θέλεις, χαϊδεύοντας τον απλώς με μια αργή κίνηση στο μέτωπο. Μα αυτό θα πετυχαίνει μόνο για έναν ασθενή το μήνα.
«Αλήθεια, λες, γιαγιάκα;»
«Έτσι θα γίνει, Σωτήρη. Μόνο πρόσεξε πώς θα χρησιμοποιήσεις το δώρο σου».
Ο Σωτήρης την κοίταξε με απορία, αλλά η Αγγελική άλλαξε κουβέντα. «Σας ευχαριστώ και πάλι παιδιά μου, αλλά τώρα θέλω να ξεκουραστώ».
«Θα έρθουμε να σε ξαναδούμε», είπε ο Προκόπης.
«Όχι, αγαπημένα μου παιδιά. Έχετε στο νου σας αυτά που είπαμε και πράξετε ανάλογα και ίσως συναντηθούμε ξανά μετά από πολλά χρόνια. Μπορεί να έρθω να σας βρω εγώ».
Τα παιδιά τής ευχήθηκαν περαστικά και να είναι γερή και χιλιόχρονη, την ευχαρίστησαν για τα δώρα που υποσχέθηκε πως θα τους προσφέρει, αν και κανένα τους δεν το είχε πάρει αυτό αρκετά σοβαρά, και έφυγαν.
Αλλά όλοι το είχαν στην άκρη του μυαλού τους. Έτσι ο Άλκης, την επόμενη βδομάδα, σκέφτηκε: « Και αν η γριά, μία στο εκατομμύριο, έλεγε αλήθεια; Γιατί δεν αγοράζω ένα λαχείο; Δε θα χάσω και τίποτα. Μόνο δυο ευρώ. Σιγά το ποσό!»
Αγόρασε λαχείο και κέρδισε ένα εκατομμύριο ευρώ. Πέταξε από τη χαρά του. Ποτέ δεν του πολυάρεσε το διάβασμα, ήταν όμως μέτριος μαθητής. «Τώρα δε χρειάζεται να διαβάζω», ήταν μία από τις πρώτες σκέψεις που έκανε. «Αφού θα έχω τόσα χρήματα, είναι περιττό να σπουδάσω» Έτσι δεν πέρασε σε καμιά σχολή ούτε προνόησε να μάθει εμπειρικά κάποιο άλλο επάγγελμα.
Δεν εργαζόταν, παρά έτρωγε, έπινε, αγόραζε πολλά και ακριβά ρούχα και αυτοκίνητα, έκανε παρέα με ωραίες κοπέλες, που όμως ούτε τις αγαπούσε ούτε τον αγαπούσαν, ταξίδευε και γενικά διασκέδαζε. Μάταια τον συμβούλευε ο συνετός πατέρας του: «Άλκη, παιδί μου, τα έτοιμα τελειώνουν. Πρέπει να μάθεις να εργάζεσαι. Άλλωστε, η εργασία προσφέρει χαρά και υγεία». Η μητέρα του πάλι έδινε μεγαλύτερο βάρος στη διαχείριση των χρημάτων που είχε κερδίσει ο γιος της. «Μην τα σκορπάς άσκοπα», έλεγε και ξανάλεγε. «Αγόραζε μόνο πράγματα που είναι χρήσιμα και θα σου μείνουν». «Ο σκοπός είναι να περνώ καλά», τους απαντούσε ο Άλκης.
Και η μόνη σοβαρή επένδυση που έκανε ήταν που αγόρασε ένα πολύ μεγάλο και πολυτελέστατο σπίτι, όχι τόσο επειδή έτσι τον συμβούλεψε η μάνα του, αλλά για να μετακομίσει σε αυτό μόνος του και να έχει την ησυχία του και την άνεσή του. Προσέλαβε, μάλιστα, και οικιακή βοηθό. Και, σαν να μην έφταναν οι σπατάλες που έκανε, μετά από τρία χρόνια, εμπιστεύτηκε το μεγαλύτερο ποσό των χρημάτων που του είχαν απομείνει σε ένα χρηματιστή, που του υποσχέθηκε πως, αν τα τοποθετήσει στο χρηματιστήριο, θα τα διπλασιάσει. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν καθόλου καλά, οι μετοχές του Άλκη έπεσαν πολύ και έχασε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του.
Τότε άρχισε να στριμώχνεται. Απέλυσε την οικιακή βοηθό και αναγκάστηκε να κάνει μόνος του τις δουλειές του. Περιόρισε γενικά τις σπατάλες. Αλλά δεν είχε σκοπό να αρχίσει να εργάζεται. Το σκέφτηκε, μόνο όταν κόντευε να ξεμείνει εντελώς από χρήματα.
Ευτυχώς ήταν πολύ νέος ακόμη, είκοσι τριών ετών, και είχε την υγειά του. Βέβαια, δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρει εργασία, χωρίς σπουδές ή εργασιακή εμπειρία. Στην αρχή, μάλιστα, έψαχνε την ιδανική εργασία, να μην είναι πολύ κοπιαστική και να κερδίζει πολλά χρήματα από αυτή. Όταν δεν είχε πια χρήματα ούτε για τα βασικά του έξοδα, αναγκάστηκε να παρακαλά να τον προσλάβουν για οποιαδήποτε εργασία. Ήταν καλοκαίρι τότε, τουριστική περίοδος, και βρήκε δουλειά σε μια ταβέρνα. Έτσι ξεκίνησε να εργάζεται και, θέλοντας και μη, να αποδεχτεί τις αντίξοες συνθήκες εργασίας και το χαμηλό μεροκάματο που ίσχυε για όλους τους νέους της εποχής. Δούλευε πότε εδώ πότε εκεί· δυσκολευόταν, μα τα έφερνε βόλτα. Ευτυχώς είχε δικό του σπίτι, μα και αυτό, επειδή ήταν πολύ μεγάλο, το βάραιναν μεγάλοι φόροι. Κάποια στιγμή, κόντεψε να το χάσει από χρέη στην εφορία· μα, τελικά, κατάφερε να τα πληρώσει και δεν του το πήραν. Όχι δηλαδή πως δεν του έμεινε τίποτα από το δώρο της Αγγελικής· του έμεινε το σπίτι.
Δε διδάχτηκε, πάντως, τίποτα από αυτήν την ιστορία. Για το λαχείο πίστευε πως μάλλον ήταν τυχαίο που το κέρδισε· πως η Αγγελική τού έδωσε μόνο το κίνητρο να το αγοράσει· το ότι κέρδισε το απέδωσε από την αρχή στην καλή του τύχη. Έτσι δεν έλαβε καθόλου υπόψη του και τη συμβουλή της ηλικιωμένης γυναίκας να διαχειριστεί σωστά τα χρήματα.
Όταν ο Προκόπης έμαθε πως ο Άλκης κέρδισε το λαχείο, πίστεψε πως αυτό έγινε χάρη στην Αγγελική. Αναθάρρησε, λοιπόν, και ρίχτηκε στη μελέτη με μεγαλύτερη ένταση και αισιοδοξία, έχοντας στο μυαλό του τα λόγια της. Το αποτέλεσμα ήταν να γράψει άριστα στις εξετάσεις και να περάσει στην ιατρική σχολή.
Συνέχισε την εντατική μελέτη και ως φοιτητής, ώστε να καταφέρει να πάρει το πτυχίο του αλλά και να γίνει ένας πολύ καλός γιατρός. Και έγινε ένας εξαιρετικός καρδιολόγος. Όχι μόνο εξαιτίας της επιστημονικής του κατάρτισης αλλά και της αλτρουιστικής συμπεριφοράς του. Στο μυαλό του είχαν χαραχτεί τα λόγια της Αγγελικής «Πρόσεξε μόνο, όταν θα γίνεις γιατρός, πώς θα διαχειριστείς αυτό το σπουδαίο προνόμιό σου». Έχοντας αυτά τα λόγια ως οδηγό και μόνιμους συνοδούς την καλοσύνη, την εργατικότητα και τη σύνεσή του, πορευόταν στη ζωή του και ως γιατρός και ως άνθρωπος. Έκανε ακούραστα τη δουλειά του. Αγωνιζόταν αδιάκοπα να ανακουφίσει και να σώσει από το θάνατο όσους ήταν στο χέρι του. Από τους φτωχούς και ανασφάλιστους ασθενείς δεν έπαιρνε χρήματα και, σε μερικές περιπτώσεις, πλήρωνε και τα φάρμακά τους.
Στο μεταξύ, ο Σωτήρης, σαν έμαθε, την ίδια μέρα με τον Προκόπη, για το λαχείο που κέρδισε ο Άλκης, αναστατώθηκε: «Άρα, έλεγε αλήθεια η κυρία Αγγελική! Μα τότε, μπορώ και εγώ να θεραπεύω όποιον θέλω κάθε μήνα;»
Μετά από κάμποση ώρα ταραχής, αποφάσισε πως έπρεπε να δοκιμάσει, και μάλιστα αμέσως, για να μη χάσει την ευκαιρία του για το Μάιο, σε περίπτωση που είχε αποκτήσει πράγματι το χάρισμα του θεραπευτή. Αυτή η απόφαση τού προκάλεσε πολύ μεγάλο προβληματισμό: «Όμως υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που βασανίζονται ή κινδυνεύουν να πεθάνουν από κάποια ανίατη αρρώστια. Ποιον πρέπει να προτιμήσω εγώ να θεραπεύσω; Ποιο είναι το σωστό; Να δίνω προτεραιότητα στους αγαπημένους μου, στους συγγενείς μου, στους φίλους μου, στους γνωστούς μου; Είναι δίκαιο αυτό για τους υπόλοιπους; Και προηγούνται αυτοί που τυραννιούνται από την ασθένεια ή αυτοί που είναι να πεθάνουν; Δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα ποιο είναι το σωστό… Θα πάω να βρω την Αγγελική, να τη ρωτήσω».
Όλα αυτά τα σκεφτόταν την ώρα του μαθήματος. Μόλις βγήκαν διάλειμμα, ρώτησε τον Προκόπη: «Μήπως έμαθες, τελικά, που είναι το Αγγελοχώρι;»
«Όχι. Σκέφτηκες κι εσύ την κυρία Αγγελική, ε;»
«Ναι, θέλω να πάω να τη βρω».
«Όμως, μας ζήτησε να μην την ψάξουμε!»
«Το ξέρω, μα είναι ανάγκη να τη ρωτήσω κάτι σχετικά με το δώρο της».
«Κάνε ό,τι νομίζεις εσύ σωστό. Εγώ, πάντως, θα σεβαστώ την επιθυμία της».
Ο Σωτήρης δεν το έβαλε εύκολα κάτω. Ρώτησε παντού για το Αγγελοχώρι. Το έψαξε και στο διαδίκτυο. Μα τέτοιο χωριό δε βρήκε. Τότε κατάλαβε πως μάλλον δεν υπήρχε, τουλάχιστον στη γη. Έπρεπε όμως να δοκιμάσει, για να ξέρει αν έχει λάβει το δώρο της Αγγελικής. «Αμαρτία είναι να χάνω χρόνο», σκεφτόταν, καθώς περιπλανιόταν στην πόλη.
Εκείνη την ώρα είδε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, έξω από ένα κατάστημα με είδη δώρων, ένα δεκαπεντάχρονο κοριτσάκι μέσα σε αναπηρικό καροτσάκι. Το είχε ξαναδεί, κάμποσες φορές. Είχαν περάσει τουλάχιστον δυο χρόνια από την πρώτη. «Θα δοκιμάσω να θεραπεύσω αυτό το κορίτσι», σκέφτηκε και πέρασε απέναντι. Χωρίς καθυστέρηση την πλησίασε και, χαμογελώντας, της είπε: «Γεια σου».
«Γεια σου», του είπε κι εκείνη, κάπως ξαφνιασμένη.
Ο Σωτήρης συνέχισε τρυφερά: «Έχω μια αδελφούλα, στην ηλικία σου περίπου. Έχει σήμερα τα γενέθλιά της και θέλω να της πάρω ένα δώρο, που να της αρέσει. Φοβάμαι πως, αν το διαλέξω μόνος μου, δε θα κάνω καλή επιλογή. Γι' αυτό χάρηκα, μόλις σε είδα. Σκέφτηκα πως, αν ήθελες, θα μπορούσες να με βοηθήσεις».
«Νομίζω, όμως, πως δεν έχει σημασία μόνο η ηλικία. Πιο πολύ παίζει ρόλο το γούστο κάθε ανθρώπου, οι ανάγκες και οι επιθυμίες του. Εγώ θα μπορούσα να σου πω τι θα ήθελα εγώ ως δώρο γενεθλίων, αλλά δεν ξέρω αν αυτό θα αρέσει στην αδελφή σου».
«Πες μου έστω τι θα ήθελες εσύ, να πάρω μια ιδέα».
«Παρόλο που αυτό το κατάστημα δώρων είναι της μητέρας μου, εγώ θα προτιμούσα ένα μπουκέτο αληθινά φρέσκα πολύχρωμα λουλούδια»… «Αλλά, βασικά, θα προτιμούσα να μπορέσω να ξαναπερπατήσω. Αυτό είναι το πιο πολύτιμο δώρο για μένα… Μα δεν μπορεί να μου το προσφέρει κανείς», είπε με παράπονο.
Ο Σωτήρης συγκλονίστηκε από τα λόγια της. Αποφασιστικά, άπλωσε το χέρι του στο μέτωπό της και το χάιδεψε με μια στοργική αργή κίνηση. Η κοπέλα συγκινήθηκε, ένιωσε ζεστασιά και τα μάτια της δάκρυσαν ελαφρά.
«Πώς σε λένε;», ρώτησε.
«Σωτήρη. Εσένα;»
«Φωτεινή».
«Χάρηκα πολύ, Φωτεινούλα», της είπε και της έσφιξε απαλά το χεράκι. «Ελπίζω να σε ξαναδώ σύντομα. Και να είσαι όρθια, να περπατάς».
«Αυτό δεν μπορεί να γίνει, το έχουν αποκλείσει οι γιατροί. Μα σε ευχαριστώ, που μου το εύχεσαι».
Ο Σωτήρης απομακρύνθηκε αναστατωμένος και η Φωτεινή έμεινε στη θέση της και τον σκεφτόταν. Μετά από λίγο, ένιωσε φαγούρα στην πατούσα της. Αυθόρμητα την έξυσε και, ξαφνικά, συνειδητοποίησε, πως ένιωθε τα πόδια της! «Δεν είμαι πια παράλυτη!», φώναξε και σηκώθηκε όρθια. Τα πόδια της ήταν μουδιασμένα, μα την κρατούσαν. Με μικρά ασταθή βήματα και κλάμα χαράς μπήκε στο κατάστημα. Η μάνα της κόντεψε να τρελαθεί από την αναπάντεχη υπερευχάριστη εξέλιξη. Έμεινε για λίγο να κοιτάζει σαστισμένη το κορίτσι κι ύστερα όρμησε και το πήρε στην αγκαλιά της, κλαίγοντας.
Ο νεαρός είχε σταθεί λίγο παρακάτω, σε σημείο που δεν ήταν εύκολα ορατό από την κοπέλα, αγωνιώντας για το τι θα συμβεί. Μόλις την είδε να στέκεται στα πόδια της, ανατρίχιασε ολόκληρος. Τα έχασε εντελώς. «Είναι αλήθεια!», ψέλλισε.
Ανακατεμένα συναισθήματα τον πλημμύρισαν: έκπληξη και χαρά, φόβος και ευθύνη. Αυτή ήταν που κυριάρχησε, τελικά. «Πρέπει να σκεφτώ σοβαρά πώς θα χρησιμοποιήσω αυτό το μοναδικό χάρισμα», στοχάστηκε. «Αφού δεν είναι κοντά μου η Αγγελική να με συμβουλέψει, πρέπει να πάρω μόνος μου τις σωστές αποφάσεις».
Αφού παίδεψε πολλές μέρες και νύχτες το μυαλό του, κατέληξε στα εξής: Πρώτα από όλα, θα γιάτρευε μόνο ανθρώπους τη θεραπεία των οποίων δεν μπορούσαν να πετύχουν οι γιατροί και ήταν καταδικασμένοι είτε να πεθάνουν από την ασθένειά τους είτε να βασανίζονται από αυτήν ισόβια. Προτεραιότητα θα είχαν οι ασθενείς των οποίων κινδύνευε άμεσα η ζωή, οι νεότεροι, όσοι είχαν ανήλικα παιδιά. Τέλος, αποφάσισε να μην αφήσει κανέναν θεραπευμένο να καταλάβει το ρόλο του και γενικά να μην αποκαλύψει το μυστικό του σε κανέναν, παρά μόνο στον Προκόπη, που ήταν καρδιακός του φίλος και γνώστης του θέματος.
Κάθε μήνα διάλεγε, μετά από βασανιστική σκέψη –να κατορθώσει να συνδυάσει σωστά τα κριτήρια που είχε θέσει, κάποιον και τον θεράπευε.
Δεν πέρασε σε καμιά σχολή. Δεν ήταν, άλλωστε, ποτέ αρκετά καλός μαθητής. Όταν τέλειωσε τη στρατιωτική του θητεία, άρχισε να δουλεύει εντατικά στα χωράφια μαζί με τον πατέρα του.
Του άρεσε πολύ αυτή η δουλειά –ήταν νέος, δυνατός και υγιής και δεν καταλάβαινε κούραση– και έγινε ένας πολύ καλός αγρότης, που μπορούσε να ζήσει άνετα την οικογένεια που πολύ σύντομα απέκτησε.
Παντρεύτηκε στα εικοσιένα του την όμορφη Φωτεινή. Κατά τη μικρής διάρκειας συνάντησή τους τη μέρα που τη θεράπευσε, έπεσε ο σπόρος της αγάπης μεταξύ τους. Ο Σωτήρης πήγε μετά από λίγες μέρες στο μαγαζί της μητέρας της και ζήτησε να τη δει.
Άρχισαν να κάνουν παρέα και η αγάπη τους, με τον καιρό, άνθισε και ρίζωσε βαθιά. Η κοπέλα δεν έμαθε ποτέ ότι εκείνος προκάλεσε τη γιατρειά της. Δεν της το είπε, και επειδή είχε αποφασίσει να μην αποκαλύψει το μυστικό του και επειδή ήθελε να τον αγαπά χωρίς να νιώθει υποχρέωση απέναντί του. Πάντως, εκείνη θεωρούσε ότι στο θαύμα που έγινε συντέλεσε και η θετική ενέργεια που της είχε δώσει η γνωριμία τους. Έτσι ζούσαν αγαπημένοι και ευτυχισμένοι και, μετά από δύο χρόνια γάμου, απέκτησαν ένα όμορφο και γερό αγόρι.
Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια από τη μέρα της συνάντησης των τριών νεαρών φίλων με την Αγγελική, όταν αρρώστησε βαριά η μητέρα του Προκόπη, η κυρία Ελπινίκη. Είχε πάθει μια σπάνια ασθένεια, η οποία προκαλεί σταδιακή παράλυση στον ασθενή, μέχρι να παραλύσει ολόκληρος και να πεθάνει. Τα φάρμακα μπορούν μόνο να καθυστερήσουν την εξέλιξη της ασθένειας, μα όχι να τη θεραπεύσουν. Οι γιατροί, λοιπόν, μπορούσαν μόνο να παρατείνουν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τη ζωή της· όχι να τη σώσουν. Τότε ο γιος της σκέφτηκε το θεραπευτή φίλο του. Έτρεξε και τον παρακάλεσε να θεραπεύσει τη μητέρα του. Εκείνος στενοχωρήθηκε πολύ, σαν έμαθε για την αρρώστια της γυναίκας.
Την αγαπούσε πολύ, μια που τη γνώριζε από παιδί και τον φρόντιζε με στοργή, όταν πήγαινε στο σπίτι της, για να παίξει με τον Προκόπη. Όμως είχε βάλει και κάποια κριτήρια και, σύμφωνα με αυτά, η μητέρα του φίλου του δεν είχε προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων ανίατα αρρώστων που κινδύνευαν να φύγουν από τη ζωή. Εκείνος την αγαπούσε, μα δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να ενεργήσει με βάση αυτό· έπρεπε να είναι δίκαιος.
«Προκόπη, λυπάμαι πολύ, μα αυτό το μήνα έχω ήδη θεραπεύσει κάποιον», είπε βαριαναστενάζοντας.
«Δεν πειράζει. Κάνε το τον επόμενο, μόλις μπει ο μήνας. Ελπίζω πως θα αντέξει ακόμη 20 ημέρες».
Ο Σωτήρης έσφιξε απελπισμένος τα χείλη του, έπιασε το μέτωπό του και παρέμεινε για λίγο έτσι, σκεφτικός. Τελικά, είπε με βαριά καρδιά: «Δυστυχώς, δε θα μπορέσω ούτε τον άλλο μήνα».
«Μα γιατί; Δε νοιάζεσαι για τη ζωή της μάνας μου; Δε νοιάζεσαι έστω για μένα, που θα πονέσω πολύ;»
«Και βέβαια νοιάζομαι, και για σένα και, πιο πολύ, για εκείνη την ίδια. Μα η λατρεμένη μου Ελπινίκη είναι εξήντα χρονών και δεν έχει μικρά παιδιά, που έχουν ανάγκη τη φροντίδα της. Ενώ ο Ηρακλής –το ξέρεις– έχει καρκίνο, που καλπάζει, και είναι μόλις τριάντα πέντε ετών και με τρία ανήλικα παιδιά. Αυτόν θέλω –έχω υποχρέωση– να θεραπεύσω τον επόμενο μήνα».
«Καταλαβαίνω», του απάντησε ο Προκόπης απελπισμένος αλλά και με απόλυτη κατανόηση. «Και τον Ιούλιο; Θα μπορέσεις;»
«Προς το παρόν δεν υπάρχει κάτι άλλο στο οποίο είμαι αναγκασμένος να δώσω προτεραιότητα. Και ελπίζω να μην προκύψει μέχρι τότε. Εσύ κάνε ό,τι σου δίνει τη δυνατότητα η ιατρική επιστήμη, να αντέξει η μητέρα σου ως τότε». … «Θα αντέξει! Έτσι δεν είναι;», τον ρώτησε με αγωνία και με δάκρυα στα μάτια.
Και ο Προκόπης , δακρυσμένος και αυτός, του απάντησε, χαϊδεύοντας τον ελαφρά στον ώμο: «Εντάξει, φίλε μου. Ελπίζω πως θα τα καταφέρουμε. Θα σε περιμένω».
Ο Προκόπης έφυγε και ο Σωτήρης κάθισε πάνω σε αναμμένα κάρβουνα και παρέμεινε εκεί μέχρι την πρώτη Ιουλίου.
Μέσα του πάλευαν η αγάπη του για την Ελπινίκη με την επιθυμία του να διαχειριστεί δίκαια το πρωτοφανές χάρισμά του, να μην το χρησιμοποιήσει για να ικανοποιήσει τον εαυτό του. Την πρώτη του Ιούνη έσπευσε να θεραπεύσει τον Ηρακλή. Ύστερα μετρούσε με αγωνία τις μέρες, ανησυχούσε μην εμφανιστεί κάποιο άλλο επείγον περιστατικό, που θα τον ανάγκαζε να αναβάλει τη θεραπεία της Ελπινίκης.
Ευτυχώς, δεν παρουσιάστηκε κάτι απρόοπτο και την πρώτη κιόλας μέρα του Ιούλη, ο Σωτήρης, ανακουφισμένος -ένιωθε σαν να του είχαν χαρίσει τον κόσμο ολόκληρο- έτρεξε στο σπίτι της μητέρας του Προκόπη. Είχε πολύ καιρό να την επισκεφτεί, δεν είχε πάει καθόλου να τη δει από τότε που έμαθε για την αρρώστια της· ήθελε να πάει τη μέρα που θα ήταν έτοιμος να σώσει τη ζωή της. Η γυναίκα ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, παράλυτη από τη μέση και κάτω, παράλυτο και το αριστερό της χέρι. Χάρηκε, όμως, πάρα πολύ, όταν τον είδε, και του είπε με παράπονο: «Αγόρι μου, σε περίμενα κάθε μέρα. Στενοχωριόμουν που δεν ερχόσουν να με δεις. Ρωτούσα το γιο μου για σένα. Έβαλα με το νου μου πως είχατε τσακωθεί και γι΄ αυτό δεν αγαπούσες πια και μένα. Αλλά εκείνος με διαβεβαίωνε πως είστε πάντα αγαπημένοι και πως σύντομα θα ερχόσουν να με επισκεφτείς».
«Κυρία Ελπινίκη, είμαι ασυγχώρητος, που άργησα τόσο. Μα να ξέρεις ότι σε αγαπώ πάρα πολύ, όπως ακριβώς τότε που ήμουν παιδί», της απάντησε, χαϊδεύοντας της τρυφερά με μια αργή κίνηση το μέτωπο. «Και αυτό δε θα αλλάξει, ακόμη κι αν τσακωθώ με τον Προκόπη, πράγμα που πιστεύω ότι δε θα συμβεί ποτέ».
«Το ξέρω και σου ζητώ συγγνώμη που αμφέβαλα. Μα η αρρώστια με κούρασε πολύ και με έκανε παράξενη, γκρινιάρα και καχύποπτη».
«Ξέχνα τώρα όλα τα δυσάρεστα και κέρασέ με από αυτό το πεντανόστιμο γλυκό που φτιάχνεις».
«Σωτήρη μου, έχω να το φτιάξω από τότε που αρρώστησα. Και μου έχει τελειώσει. Να πω όμως στη Λουκία, την κοπέλα που σου άνοιξε, που με φροντίζει, να σου προσφέρει ό,τι έχουμε».
«Όχι. Εσύ θέλω να με κεράσεις, με τα χεράκια μου».
«Μα το ένα μου χέρι είναι παράλυτο», είπε, κουνώντας και τα δυο της χέρια.
«Μα… τι συμβαίνει; Ονειρεύομαι; Το χέρι μου κινείται κανονικά», συνέχισε ξαφνιασμένη και την ίδια στιγμή κατάλαβε πως νιώθει και τα πόδια της και όλο το κορμί της. Έξαλλη από χαρά, σηκώθηκε από την αναπηρική της καρέκλα και άρχισε να περπατά αργά, με μικρά βήματα. Ο Σωτήρης την άρπαξε στην αγκαλιά του και, κρατώντας την έτσι για πολλή ώρα, έκλαιγε μαζί της από ευτυχία.
Έτσι σώθηκε η Ελπινίκη. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως τη θεράπευσε ο Σωτήρης, ο οποίος δεν επέτρεψε στο φίλο του να φανερώσει το μυστικό του. Κατάλαβε, πάντως, πως έγινε θαύμα.
Και όλοι συνέχισαν ευχαριστημένοι και υγιείς τη ζωή τους. Ο Προκόπης, μάλιστα, παντρεύτηκε μια αξιαγάπητη κοπέλα και απέκτησε μια πανέμορφη κόρη.
Μετά από δύο χρόνια, η καρδιά του Σωτήρη αρρώστησε βαριά. Υπήρχε ελπίδα να σωθεί, αν έκανε μια πολύ δύσκολη εγχείρηση, η οποία είχε πενήντα τοις εκατό πιθανότητες να πετύχει. «Άραγε έχω τη δυνατότητα να θεραπεύσω τον εαυτό μου; Αυτό δε μου το είπε η Αγγελική… Αλλά, και να μπορώ, δεν έχω το ηθικό δικαίωμα να το πράξω, αφού δεν αποκλείεται η θεραπεία μου από τους γιατρούς. Δεν είναι σωστό να αφήσω να χάσει τη ζωή του κάποιος άλλος, που δεν έχει καμιά άλλη ελπίδα να γιάνει, για να σώσω τον εαυτό μου!», σκέφτηκε και αποφάσισε να αφεθεί στα χέρια της επιστήμης. Ο Προκόπης, εξαιρετικός καρδιολόγος, φίλος του καρδιακός και απέραντα ευγνώμων για τη σωτηρία της μάνας του, ανέλαβε να τον χειρουργήσει. Κατέβαλε υπεράνθρωπη προσπάθεια, μα τα κατάφερε. Η καρδιά του Σωτήρη θεραπεύτηκε εντελώς και οριστικά.
Τότε επανεμφανίστηκε η Αγγελική. Πρώτα στον Προκόπη.
Τον επισκέφτηκε ως ασθενής, μα εκείνος, μόλις την είδε, την αναγνώρισε.
«Κυρία Αγγελική!», αναφώνησε ενθουσιασμένος.
«Παιδί μου, δε με ξέχασες!»
«Μα πώς θα μπορούσα να ξεχάσω κάποιον που με ευεργέτησε;»
«Δεν έκανα κάτι σπουδαίο για σένα. Έγινες γιατρός, και μάλιστα εξαίρετος, κυρίως επειδή το επιθυμούσες. Και, αν σε βοήθησε λίγο και η ευχή μου να μπεις στην ιατρική σχολή, άξιζε τον κόπο. Γιατί διαχειρίστηκες πολύ σωστά το μικρό μου δώρο. Φεύγω τώρα, δε θα με ξαναδείς. Ούτε έχεις καμιά δέσμευση απέναντί μου. Συνέχισε τη ζωή σου και άσκησε το επάγγελμά σου όπως κρίνεις εσύ σωστό. Την ευχή μου!»
«Ευχαριστώ, κυρία Αγγελική. Θα συνεχίσω για πάντα να εκτιμώ και το δικό σου δώρο και όλα τα δώρα που μου έχουν δοθεί από τους συνανθρώπους μου, από τη φύση και από το Θεό».
«Είμαι σίγουρη, Προκόπη!», του είπε και έφυγε απόλυτα ικανοποιημένη.
Μετά πήγε στον Άλκη, στο καφενείο όπου δούλευε εκείνη την εποχή. Κακοντυμένη, μπήκε μέσα, κάθισε σε μια καρέκλα να ξαποστάσει και του ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Εκείνος, δεν την αναγνώρισε, της το πρόσφερε δυσανασχετώντας και της είπε: «Ορίστε, το νεράκι σου. Πιες το και πήγαινε στο καλό, γιατί εδώ δεν είναι μέρος για ηλικιωμένες γυναίκες. Να, λίγο πιο πέρα υπάρχει ένα πλατάνι. Κάτσε στο παγκάκι που βρίσκεται κάτω από αυτό, να δροσιστείς και να ξεκουραστείς».
Η Αγγελική ήπιε το νερό, άφησε πάνω στο τραπέζι το ποτήρι και έφυγε πικραμένη, χωρίς να απαντήσει. Την έπεισε πως δεν άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί ξανά μαζί του.
Τελευταίο επισκέφτηκε το Σωτήρη, την ώρα που έσκαβε στο χωράφι του. Την αναγνώρισε αμέσως και της είπε ενθουσιασμένος: «Αγαπημένη μου, να 'ξερες πόσο λαχταρούσα να σε συναντήσω όλα αυτά τα χρόνια! Σε έψαξα στην αρχή, να με συμβουλεύσεις πώς να χρησιμοποιήσω με τον καλύτερο τρόπο το δώρο σου. Μα, έπειτα, κατάλαβα πως είσαι άγγελος και θα εμφανιζόσουν όποτε ήθελες εσύ. Και σε περίμενα! Το ένιωθα πως θα ξαναερχόσουν!»
Η Αγγελική του έπιασε τον ώμο και του είπε: «Καλό μου παιδί, εσύ μου ζήτησες το πιο μεγάλο δώρο και σου το έδωσα, γιατί πίστεψα στις καλές σου προθέσεις. Και δε με απογοήτευσες. Ξέρω πόσο παιδεύτηκες, για να βρεις μόνος σου τον καλύτερο τρόπο να αξιοποιήσεις το δώρο μου. Αλλά έτσι έπρεπε, να καταλάβεις μόνος σου ποιο είναι το σωστό, γιατί έτσι μόνο θα είχαν πραγματικά μεγάλη αξία οι πράξεις σου. Και τα κατάφερες, χάρη στην καλοσύνη και τη σύνεσή σου. Είμαι απόλυτα ικανοποιημένη από σένα. Αλλά το δώρο μου είχε κυρίως σκοπό να σε δοκιμάσει. Γι' αυτό, τώρα που τελείωσε –με επιτυχία– η δοκιμασία, θα πάψεις να έχεις το χάρισμα του θεραπευτή, μια που για τη θεραπεία των ασθενών είναι αρμόδιοι οι γιατροί και για τα θαύματα ο Θεός. Εσύ μπορείς να εξακολουθήσεις να βοηθάς τους συνανθρώπους σου με απλές καθημερινές ανθρώπινες πράξεις. Αυτό που έχει σημασία είναι η καλή πρόθεση. Αν υπάρχει αυτή, μπορείς να βρεις χίλιους τρόπους να κάνεις αλτρουιστικές πράξεις».
Ο Σωτήρης, κατασυγκινημένος, φίλησε με σεβασμό το γέρικο χέρι της και είπε: «Κατάλαβα! Σε ευχαριστώ για όλα».
«Τα άξιζες όλα! Την ευχή μου», αποκρίθηκε χαμογελώντας και χάθηκε από μπροστά του.
Χαμογέλασε και ο Σωτήρης, ευτυχισμένος. Κατάλαβε πολύ καλά τα λόγια της Αγγελικής. Και συνέχισε να ζει ταπεινά, χωρίς ποτέ να βλάπτει τους συνανθρώπους του και, όποτε περνούσε από το χέρι του να τους προσφέρει κάποια βοήθεια, το έπραττε με μεγάλη χαρά. Το γιο του τον παρακίνησε να γίνει γιατρός, αφού αυτός ήταν ο ανθρώπινα εφικτός τρόπος θεραπείας των ασθενών.
Ο Άλκης, ο Προκόπης και ο Σωτήρης συνέχισαν τη ζωή τους με τον τρόπο που είχε επιλέξει ο καθένας, ανάλογα με την προσωπικότητά του, μια που ακόμη και τα δώρα της Αγγελικής, που τους είχαν επηρεάσει σε κάποιο βαθμό, δική τους επιλογή ήταν. Ο καθένας «κοιμόταν όπως είχε στρώσει», τουλάχιστον σε όσα όριζε ο ίδιος τη μοίρα του.
Και η Αγγελική; Ποιος ξέρει! Ίσως εμφανιστεί κάποτε και σε εμάς τους ίδιους, για να μας δώσει τη χαρά να ικανοποιήσουμε τις μεγαλύτερες, δύσκολα πραγματοποιήσιμες ή και εξωπραγματικές, επιθυμίες μας· και να μας δοκιμάσει.


Ειρήνη Καραγιάννη
Συμμετοχή στον 1ο Διαγωνισμό Παραμυθιού koukidaki