Δεν έκανε λάθος. Δεν μπορεί να έκανε τόσο λάθος. Μέσα από το βιτρό της εκκλησίας διέκρινε καθαρά μια σκιά. Στεκόταν εντελώς ακίνητη σε στάση προσευχής και έμοιαζε να είναι γυναικεία αν έκρινε από τη κεφαλομαντίλα της. Να προσευχόταν με απόλυτη κατάνυξη; Να κοιμόταν όρθια; Ό,τι και αν έκανε πάντως δεν ήταν φυσιολογική αυτή η ακινησία. Σου έδινε την αίσθηση ότι κάπου στηριζόταν και γι’ αυτό κατόρθωνε να μη σωριαστεί στο δάπεδο διαλυμένη.
Ξάφνου και πριν η Δανάη κάνει οποιαδήποτε άλλη υπόθεση και σκέψη, η σκιά εξαφανίστηκε. Το κορίτσι κατάπληκτο παρέμεινε εκεί, περίεργο
να δει αν ξαναεμφανιζόταν. Όταν είδε ότι δεν έγινε αυτό, έκανε το γύρο του ναού μήπως μπορούσε να μπει μέσα, μα όλες του οι πόρτες ήταν διπλοκλειδωμένες.
Ευτυχώς πάνω στην ώρα φάνηκε από το πουθενά η καντηλανάφτισσα, η οποία άνοιξε την κεντρική πόρτα εκ των έξω και όχι εκ των έσω, όπως θα περίμενε κανείς να πούμε. Πού σημαίνει ότι η σκιά δεν ήταν δική της.
«Κλείνει στις δώδεκα ακριβώς, βρέξει χιονίσει. Διαταγή του Μητροπολίτη και τα σκυλιά δεμένα, που λέει ο λόγος. Πηγαίνω τώρα να ανάψω τα καντήλια. Ίσως σήμερα μας επισκεφθεί ο Άγιος Πατέρας και πρέπει να έχουμε τα πάντα στην εντέλεια».
«Κυρούλα, τώρα πρωτομπαίνεις στην εκκλησιά; Για σήμερα εννοώ;»
«Μα ναι. Είναι η πρωινή μου βάρδια. Η άλλη είναι τον εσπερινό».
«Για να καταλάβω. Μου λες δηλαδή, ότι μέχρι τη στιγμή αυτή δεν ήταν κανείς μέσα;»
«Και βέβαια κανείς. Μόνον εγώ κλειδώνω και ξεκλειδώνω την εξώθυρα. Οι άλλες πόρτες είναι μονίμως κλειστές, ανοίγουν μόνον Κυριακές και γιορτές.
»Μα γιατί τόσες ερωτήσεις; Ούτε Δημοσιογράφος να ήσουν».
«Μμμ ναι…»
«Τι συμβαίνει κοκόνα μου; Είδες κάτι περίεργο;»
«Θα σου πω κυρά μου, θα σου πω».
«Που λες, τρέμει η ψυχή μου τους ληστές. Καμώνονται τους πιστούς, ελέγχουν τον χώρο και κάποια στιγμή εισορμούν σπάζοντας κλειδαριές και αλυσίδες ασφαλείας. Έχουμε βέβαια ισχυρούς συναγερμούς που με την απόκοσμη σειρήνα τους που μοιάζει οργή Θεού, τρέπει τους κακοποιούς σε άτακτο φυγή.
»Οι αθεόφοβοι κλέβουν τις ιερές εικόνες και με μια επεξεργασία που τους κάνουν ειδικοί συνεργοί τους, τις κάνουν να μοιάζουν παμπάλαιες και τις πουλούν στους ξένους που τρελαίνονται μ’ αυτές τις αγιογραφίες.
»Ευτυχώς που έχουμε τους συναγερμούς που σου είπα και κάπως ησυχάζω κι εγώ όταν δεν είμαι μέσα και είναι κλειστά. Υπήρξαν φορές που σκέφτηκα σοβαρά να βάλω ένα ράντζο και να κοιμάμαι μέσα, φύλακας και φρουρός και ας τολμούσε κανείς να μπει, μα έχω οικογένεια να κοιτάξω, όλα από μένα τα περιμένουν κόρη μου. Φταίω κι εγώ που τους έμαθα έτσι».
«Και σήμερα, ας πούμε, αν κάποιος επιχειρούσε να μπει, ο συναγερμός θα λειτουργούσε και θα έτρεπε τον εισβολέα σε φυγή;»
«Α, μα αυτό δεν σου λέω τόσην ώρα; Θα τον άκουγα κι εγώ, κάθομαι δίπλα, θα έτρεχα να δω τι συμβαίνει, παράλληλα θα έρχονταν η αστυνομία, γιατί το σύστημα είναι συνδεδεμένο με το Αστυνομικό Τμήμα. Επικίνδυνη η θέση η δική μου βέβαια, αφού οι άνθρωποι αυτοί είναι αδίστακτοι, μα εγώ τη ζωή μου την αφιέρωσα στο Ναό και δε φοβάμαι, ξέροντας ότι τόσοι Άγιοι θα με προστατέψουν… Εγώ, μόνον τον Θεό φοβάμαι, με την έννοια τού σέβομαι.
»Μα και πάλι σε ρωτώ. Είδες, άκουσες κάτι περίεργο;»
«Άκου κυρούλα. Περνούσα, είπα να ανάψω ένα κεράκι προτού πάω στη δουλειά μου, να ευχαριστήσω τον Κύριο για όλα τα καλά που μου ‘χει δώσει. Απογοητεύτηκα που ήταν κλειστά αλλά σκέφτηκα ότι και απ’ έξω να Του τα έλεγα θα με άκουγε το ίδιο. Και όπως στάθηκα να κάνω το σταυρό μου και να ψελλίσω δυο λόγια προσευχής, βλέπω μια σκιά στο βιτρό να στέκεται ακίνητη. Καθαρά γυναικεία φιγούρα, αφού ήταν μαντιλοφορούσσα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να χαρώ ότι θα μουύ άνοιγε επιτέλους κάποιος να μπω, μα έως ότου το σκεφτώ, η σκιά χάθηκε. Έκανα το γύρο του ναού, δοκίμασα όλες τις πόρτες. Μα ήταν όλες όπως και πριν, κλειστές. Αμέσως μετά ήρθες εσύ. Αυτό είχα να σού πω».
«Θεέ Μεγαλοδύναμε, Η Παναγιά ήταν σίγουρα. Κανένας Άλλος από αυτήν δε θα μπορούσε να είναι. Έχει ξαναφανεί όπως μου έχουν πει ενορίτες. Τι να πω κόρη μου; Θα πρέπει να είσαι καλό παιδί για να
αξιωθείς να δεις τη σκιά Της. Εγώ τόσα χρόνια εδώ μέσα, ποτέ μου δεν Την είδα, η αμαρτωλή».
«Μπορώ να μπω μαζί σου να σου δείξω πού ακριβώς στεκόταν όρθια και ακίνητη;»
Μπήκαν και οι δυο γυναίκες μαζί η κάθε μια με χώρια σκέψεις.
Η Δανάη πρώτη φορά αισθανόταν τέτοια κατάνυξη.
Ξάφνου βλέπει την καντηλανάφτισσα να γονατίζει μπροστά στο Ιερό και να προσεύχεται δακρυσμένη.
«Τι συμβαίνει κυρά μου; Γιατί κλαις;»
«Συμβαίνει ότι έχω να μπω στην εκκλησιά από χθες στον εσπερινό. Όπως κάνω πάντα φεύγοντας, έσβησα όλα τα κεριά και όλα ανεξαιρέτως τα καντήλια, για το φόβο πυρκαγιάς αν ω μη γένοιτο συνέβαινε κανένας σεισμός. Και τώρα βλέπω την μεγάλη καντήλα αναμμένη. Σίγουρα κόρη μου δεν την άναψες εσύ;»
«Εγώ το κεράκι μου μονάχα άναψα που κοντεύει και να λιώσει».
«Α, δεν γίνεται. Πρέπει να ειδοποιήσω τον Άγιο Μητροπολίτη μας. Το δικό μου το μυαλό είναι πάρα πολύ μικρό για να χωρέσει όλα τούτα που συμβαίνουν στον Οίκο του Θεού».
Στο γραφείο του Αρχιερέα ήταν μόνον ο Διάκος, ο οποίος πληροφορούμενος τα καθέκαστα έσπευσε να ενημερώσει τον Μητροπολίτη.
Εκείνος, ψύχραιμα απάντησε ότι δεν γίνεται να δίνει βάση στα όσα ο κάθε ενορίτης νομίζει ότι βλέπει καλή τη πίστη βέβαια, και είναι πέρα από το φυσιολογικό. Συνέχισε δε, λέγοντας ότι πιθανότατα η σκιά να ήταν ένα παιχνίδισμα των χρωμάτων του βιτρό καθώς οι πρωινές ακτίνες του ήλιου το ακουμπούσαν. Μια φωτοσκίαση και άλλο ουδέν. Όφειλαν όλοι να είναι πολύ προσεκτικοί σε τέτοια ζητήματα για να μην προκαλούν την χλεύη των απίστων και τις ειρωνείες τους. Όπως και να ‘χει σε λίγο που θα πήγαινε στον Ναό, όπως ήταν καθορισμένο, θα έκανε ένα Ευχέλαιο. Πάντως, έδειξε προβληματισμένος γιατί την ίδια ιστορία την είχε ξανακούσει και από άλλους ευσεβείς ενορίτες…
«Και Άγιε Πατέρα, πώς βρέθηκε η καντήλα αναμμένη;»
«Καλή μου γερόντισσα θα την ξέχασες αναμμένη από χθες».
«Μα και αν έτσι έγινε, θα έπρεπε το λαδάκι μέσα της να είχε τελειώσει μετά από τόσες ώρες. Και το λάδι ήταν σαν να το έβαλα μόλις τώρα!»
«Τι να σου πω, δεν ξέρω».
Η καντηλανάφτισσα μετέφερε την στιχομυθία της με τον Ιεράρχη στην Δανάη και αποχαιρετίστηκαν σκεπτικές.
Η κοπέλα, ανήσυχο πνεύμα, το επόμενο πρωί, την ίδια ακριβώς ώρα και με τις ίδιες καιρικές συνθήκες, ξαναπέρασε από την εκκλησιά ελπίζοντας κι εκείνη δεν ήξερε τι.
Μα δεν διέκρινε κάτι, ούτε φωτοσκίαση όπως είπε ο παπάς.
Περίμενε την άφιξη της γερόντισσας.
Την καλημέρισε και μπήκε μαζί της στην εκκλησιά. Άναψε την μεγάλη λαμπάδα που είχε φέρει, έκανε το σταυρό της και έφυγε για την εφημερίδα της.
Αισθάνθηκε μία υπέροχη πρωτόγνωρη πληρότητα.
Ήταν όντως ένα αλλιώτικο, ένα θαυμάσιο, Απριλιάτικο πρωινό…
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Εικοστό έβδομο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Προχωρήστε στο επόμενο εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου