Ο μύθος του Άμλετ έχει εμπνεύσει πολλούς συγγραφείς, πολλούς σκηνοθέτες, πολλούς καλλιτέχνες γενικά. Είναι μια εμβληματική ιστορία που συνοδεύει τον κόσμο μας ανά τους αιώνες.
Άλλο ένα έργο εμπνευσμένο από αυτόν τον μύθο, μας παρουσιάζουν οι Ρώσοι αδελφοί Όλεγκ και Βλαντίμιρ Πρεσνιακόφ.
Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά στο Εδιμβούργο στο φεστιβάλ Fringe Festival και δύο χρόνια μετά παίχτηκε στο Θέατρο Τέχνης στη Μόσχα σε σκηνοθεσία Κίριλ Σερεμπρένικοφ. Αργότερα, το 2006 ο ίδιος σκηνοθέτης το μετέφερε στον κινηματογράφο και κατάφερε να κερδίσει το κύριο βραβείο στο διεθνές φεστιβάλ Kinotavr στη Ρώμη. Η μαύρη κωμωδία (γιατί πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία) έκανε πρεμιέρα τον Μάρτιο του 2020 στο Εθνικό Θέατρο στην Ελλάδα, αλλά λόγω της πανδημίας του Covid-19, έριξε αυλαία και άρχισε να παίζεται ξανά τον Οκτώβριο του 2020 (ευελπιστώντας αυτήν την φορά να τα καταφέρει!).
Ο Βάλια είναι ένας παθητικός νέος (παθητικός με την έννοια ότι μοιάζει παρατηρητής της ίδιας της ζωής του) και ζει ακόμα στο πατρικό του σπίτι. Ο πατέρας του έχει πεθάνει από φυσικά αίτια. Η μητέρα του έχει συνάψει ερωτικό δεσμό με τον αδελφό του άντρα της, τον Πιοτρ. Ο Βάλια έχει δεσμό με μια κοπέλα και εργάζεται στην αστυνομία, έχει μια ιδιαίτερα ιδιόμορφη δουλειά στην αστυνομία: είναι το θύμα σε αναπαραστάσεις φόνων. Παριστάνει πάντα το θύμα σε εγκληματικές ενέργειες που έχουν γίνει προκειμένου η αστυνομία να βρει τον δολοφόνο. Ο Βάλια φοβάται τον θάνατο, για αυτόν τον λόγο λατρεύει την δουλειά του: θεωρεί ότι, παριστάνοντας τον δολοφονημένο, ζει σε μικρές δόσεις τον θάνατο, "κάτι σαν εμβόλιο, κάτι σαν προστασία έναντι του θανάτου".
Ο Βάλια αναπαριστά τον θάνατο για να μην τον ζήσει. Ο Βάλια φοβάται τον θάνατο αλλά φοβάται και την ίδια την ζωή. Προσπαθεί να ζήσει τα πάντα ως αναπαράσταση. Έχω γνωρίσει δυστυχώς άτομα που σκέφτονται όπως ο Βάλια, άτομα που φοβούνται τόσο πολύ την ζωή που προτιμούν το ψέμα αλλά και σε ακραίες περιπτώσεις που προτιμούν και τον ίδιο τον θάνατο. Λογικό και άλογο μπερδεύονται στο μυαλό.
Η μετάφραση, διασκευή και σκηνοθεσία είναι του Γιώργου Κουτλή, που όπως μας λέει μέσα από το συνοδευτικό πρόγραμμα του θεάτρου, ενθουσιάστηκε από το έργο των δύο Ρώσων συγγραφέων και την διεθνή αναγνώριση του έργου τους. Η σκηνοθεσία του είναι γρήγορη και μοντέρνα. Λιτά και εύκολα διαρυθμισμένα τα σκηνικά, γρήγορες εναλλαγές, εύκολες λύσεις για τους ηθοποιούς (λευκά σημάδια στο έδαφος με ταινίες για να ρυθμιστεί πού ακριβώς θα στηθούν τα σκηνικά), ένας θίασος οκτώ ατόμων με κάποιους από τους ηθοποιούς να παίζουν δύο ρόλους.
Ως Βάλια έχουμε τον Βασίλη Μαγουλιώτη, έναν νέο ηθοποιό που καταφέρνει να αποδώσει την ματαιότητα της ζωής, την ανακάλυψη της υποκρισίας των ανθρώπινων σχέσεων. Ως μητέρα και σε διπλό ρόλο ως γκέισα εστιατόρισσα, έχουμε την Εύη Σαουλίδου (την είχαμε απολαύσει στην κινηματογραφική ταινία του Παντελή Βούλγαρη, "Οι νύφες"). Η Εύη Σαουλίδου είναι απλά καταπληκτική, και στους δύο ρόλους που παίζει. Ως γκέισα εστιατόρισσα είναι εκπληκτική όταν απαντά στον διοικητή της αστυνομίας: «έρχονται εδώ να φάνε τα γιαπωνέζικα επειδή είναι της μόδας. Δεν είμαι Γιαπωνέζα, ντύνομαι γκέισα για να έρχονται οι πελάτες». Η ατάκα αυτή είναι τόσο ειρωνική αλλά και τόσο αληθινή, καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο την ξενομανία, την λατρεία για τα έθνικ εστιατόρια που έχουν κατακλείσει όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ως το φάντασμα του πατέρα και διοικητής της αστυνομίας εμφανίζεται ο Κώστας Μπερικόπουλος, ο οποίος καταφέρνει να σταθεί επάξια και στους δύο ρόλους. Ο Λαέρτης Μαλκότσης εμαφανίζεται σε δύο ρόλους: ενός εγκληματία αλλά και του θείου Πιοτρ (εδώ αναρωτιόμαστε κατά πόσον ο θείος Πιοτρ είναι εγκληματίας!) και είναι εξαιρετικός και στους δύο. Η Ελένη Κουτσιούμπα είναι η σύγχρονη Ρωσίδα Οφηλία-ερωμένη του Βάλια, την βλέπουμε και ως αστυνομικό που βοηθά στην εξιχνίαση των εγκλημάτων.
Η στιγμή του χειροκροτήματος στο τέλος της παράστασης ήταν συγκινητική για όλους μας: θεατές και ηθοποιούς. Η αναγκαστική αποχή μας από τα θέατρα όλους αυτούς τους μήνες και η επάνοδός μας σε αυτά αποτυπώθηκε στο πηγαίο χειροκρότημα του κοινού και στα χαμόγελα των συντελεστών.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία, μετάφραση, διασκευή: Γιώργος Κουτλής
Σκηνικά-Κοστούμια: Άρτεμις Φλέσσα
Μουσική: Λευτέρης Βενιάδης
Κίνηση: Κατερίνα Φώτη
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Καλλιόπη Παναγιωτίδου
Διανομή (αλφαβητικά):
Λευτέρης Βενιάδης, Μικές Γλύκας, Ελένη Κουτσιούμπα, Βασίλης Μαγουλιώτης, Λαέρτης Μαλκότσης, Ερρίκος Μηλιάρης, Κώστας Μπερικόπουλος, Εύη Σαουλίδου