Μετά από αναμονή δύο ετών, έφτασε το τρίτο βιβλίο της Τριλογίας της Αθήνας -έτσι ονομάζεται αυτή η σειρά βιβλίων με κεντρική ηρωίδα τη Δώρα- της Μανίνας Ζουμπουλάκη. Ως Ζουμπουλακιά έχω γράψει σχετικά τόσο για το πρώτο από αυτά, Κάτι μου κρύβεις, όσο και για το δεύτερο, δηλαδή το Άκουσέ με... και το πρώτο-πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι ότι οι τίτλοι συσχετίζονται νοηματικά μεταξύ τους: Κάτι μου κρύβεις, Άκουσέ με, Μη φοβάσαι.
Εδώ είμαστε όμως φέτος, στο «Μη φοβάσαι», με την δικιά μας πια Δώρα, όχι μόνο επειδή έχουμε διαβάσει τόσα για εκείνη αλλά, κυρίως, επειδή είναι μία από εμάς. Είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, μια μικροαστή με παιδιά, πρώην σύζυγο, νυν δεσμό, κολλητή... αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με εμάς, κάνει τις ίδιες σκέψεις και έχει τα ίδια άγχη. Για παράδειγμα, μια ερωμένη εφοπλιστού θα προβληματιζόταν αν της πάει η νέα μόδα στα γυαλιά ηλίου ή θα είχε να αντιμετωπίσει επεμβατικά το μουστάκι και τις ρυτίδες στο πόδι της χήνας ενώ η Δώρα (μας) έχει παιδιά στην εφηβεία και αγχώνεται για την πορεία της ζωής τους, έχει λογαριασμούς να πληρώσει στο τέλος κάθε μήνα, έχει να κάνει λίστα σούπερ μάρκετ, να βάλει ξυπνητήρι να σηκωθεί για να πάει στη δουλειά, να βάλει πλυντήριο... εντάξει, το πιάσατε.
Αυτή η τύπισσα τώρα, έχει κι ένα εκ φύσης χάρισμα που τη χρίζει πρωταγωνίστρια της Μανίνας -ή και το αντίθετο- και αφορά στο να «βλέπει» πράγματα που έγιναν ή γίνονται τώρα σε άλλο τόπο ή θα συμβούν και σχετίζονται με το περιβάλλον της -αλλά μπορεί και όχι-, τέλος πάντων είναι διορατική και διαισθητική. Οι οραματισμοί τής έρχονται αυτόνομα, άνευ ελέγχου, κι εκείνη οφείλει να αποκωδικοποιήσει τις εικόνες.
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
Μη φοβάσαι το καυτό αθηναϊκό καλοκαίρι, με τον αχνιστό αέρα να αιωρείται πάνω από την πόλη σαν απειλή. Μη φοβάσαι όταν πετάγεσαι μέσα στη νύχτα μούσκεμα στον ιδρώτα. Μη φοβάσαι τις σχεδόν-μαντικές σου ικανότητες, τον σέξι Πολωνό σοφέρ, τους ηλικιωμένους Αμερικανούς που είναι τόσο μα τόσο Αμερικανοί, το λεπτό σχοινί του απλώματος που γίνεται φονικό όπλο και τυλίγεται σε ανυπεράσπιστους λαιμούς, τα πονηρά χαλκία, τα αρχαία νομίσματα που αξίζουν το ψέμα τους σε χρυσάφι, τον Συλλέκτη, τους Δαναούς, τον θάνατο στα Βόρεια Προάστια, τον σκορπιό που σου ζητά να τον περάσεις απέναντι υποσχόμενος ότι δεν θα σε κεντρίσει…
Η Δώρα, η ξεναγός με την κάτι-παραπάνω-από-διαίσθηση, ακούει τη φωνή να της επαναλαμβάνει «Μη φοβάσαι», αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να εμπιστευτεί τον εαυτό της και κανέναν άλλο, έστω και αν αυτή είναι η δυσκολότερη επιλογή.
Στο βιβλίο που ολοκληρώνει την Τριλογία της Αθήνας, η Μανίνα Ζουμπουλάκη «κλείνει» τους λογαριασμούς της με τη Δώρα, την «κανονική» ξεναγό με τις σχεδόν-μαντικές ικανότητες, σε κάτι που μπορεί να είναι η τελευταία ξενάγηση…
Ορίστε και το πρώτο κεφάλαιο!
Διαβάζοντάς το απολαμβάνεις την κάθε στιγμή, την κάθε μία σελίδα και γελάς αληθινά κι αυθόρμητα, με εκείνο το πηγαίο γέλιο που βγαίνει από την ψυχή όταν συμβαίνει κάτι πραγματικά αστείο. Ζεις μια περιπέτεια στην Αθήνα του ζεστού καλοκαιριού με ένα εθιστικό ανάγνωσμα που δε θέλεις να τελειώσει και που μπορείς να το χαρακτηρίσεις ως γλυκό, ανθρώπινο και ουσιαστικό. Γνωρίζεις την ενδιαφέρουσα ιστορία με το καλό χιούμορ, την υπέροχη αφηγηματικότητα και ροή, την έμπειρη πνευματώδης πένα που τη διακρίνεις ακόμα και στα πιο μικρά, και μια υπέροχα δομημένη απλότητα με μεγάλο βάρος και ουσία. Μην σκεφτείτε την απλότητα που αναφέρω ως μια γραφή εύκολη, φτηνή. Δεν υπάρχουν εκπτώσεις. Εννοώ ότι δε δυσκολεύει τον αναγνώστη κάνοντας επίδειξη γλωσσικών γνώσεων, ούτε χρησιμοποιεί τερτίπια πολυσύνθετης πολύπλοκης εκφοράς με σκοπό να «φανεί».
Ανάμεσα σε όλα τα ανωτέρω, αξίζει να προστεθεί κι ένα: θρίλερ χωρίς φρίκη, σκότος ή τρόμο στην περιγραφή ενώ οι εξηγήσεις που δίνονται σε διάφορα ψυχολογικά θέματα/ζητήματα είναι χρηστικές γενικότερα και οι πληροφορίες που λαμβάνουμε για διάφορες περιοχές της Αττικής μένουν ως κερδισμένη γνώση -ή αποτελούν έναυσμα να το ψάξουμε και εξω-λογοτεχνικά.
Οπωσδήποτε θα μείνουν και μερικές ατάκες της, ως ρήσεις για γενικότερη χρήση όπως: Ίσως οι σχέσεις, από ένα σημείο κι ύστερα, γίνονται όπως τις θυμόμαστε, κι όχι όπως είναι.
Η Ζουμπουλάκη είναι από εκείνους τους συγγραφείς που μπορούν αν πουν κάτι με δέκα διαφορετικούς τρόπους και να είναι εξίσου καλό κι όμορφο, αλλά και από τους άλλους που μπορούν να γεμίσουν πενήντα σελίδες για έναν τύπο που πίνει έναν καφέ -δεν το 'χει κάνει ποτέ!- και να έχουν αμείωτο αναγνωστικό ενδιαφέρον όλες τους. Δηλαδή, η Μανίνα ξέρει να διηγείται ιστορίες. Διαβάστε την!
Το μυθιστόρημα της Μανίνας Ζουμπουλάκη, Μη φοβάσαι, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Ευχαριστώ τον εκδότη και τη συγγραφέα για τη διάθεση του βιβλίου.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα.
Περισσότερα: