Το Μαξίμ άνοιξε ως εστιατόριο στο Παρίσι το 1893 και εκείνα τα χρόνια καμία σοβαρή γυναίκα δεν θα το επισκεπτόταν. Στην μεγάλη αίθουσα που ήταν διακοσμημένη σε στυλ Αρτ Νουβώ δέσποζε ένα πιάνο και οι σταρλετίτσες διασκέδαζαν τους μεγαλοαστούς κυρίους. Το Μαξίμ ήταν γεμάτο με όμορφες γυναίκες και το επισκέπτονταν όλοι οι ευυπόληπτοι Γάλλοι, διανοούμενοι, συγγραφείς και αστοί που πήγαιναν για να ξεχάσουν την νόμιμη σύζυγο και να απολαύσουν την συντροφιά μιας νεαρής και όμορφης τροτέζας. Στη διάρκεια των ετών το επισκέφτηκαν διάσημες προσωπικότητες όπως ο συνθέτης Λεχάρ (που χρησιμοποίησε το Μαξίμ ως το μέρος που εκτυλίσσεται η οπερέτα του «Η εύθυμη χήρα»), ο Ζάν Κοκτώ, ο Εδουάρδος ο Όγδοος με την Γουόλις Σίμπσον, ο Αριστοτέλης Ωνάσης και η Μαρία Κάλλας και αργότερα ο Τζον Τραβόλτα και η Μπάρμπρα Στράιζαντ. Ένας από τους πολλούς επισκέπτες του υπήρξε και ο θεατρικός συγγραφέας Ζωρζ Φεντώ, που εμπνευσμένος από το Μαξίμ έγραψε ίσως το πιο διάσημο θεατρικό του έργο: Την κυρία του Μαξίμ.
«Η κυρία του Μαξίμ» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το 1899 στο Παρίσι και έκτοτε παίζεται συνεχώς σε όλα τα θέατρα του κόσμου, αποδεικνύοντας την διαχρονικότητά της αλλά και την ομορφιά της κωμωδίας. Όπως άλλωστε είπε και ο Ρακίνας: «Η τραγωδία αποτείνεται στο συναίσθημα και η κωμωδία στην ευφυΐα».
Σε αυτό το έργο ο Φεντώ εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο την κωμωδία που βασίζεται σε παρεξηγήσεις ταυτοτήτων. Όσες πιο πολλές παρεξηγήσεις μπορούν να γίνουν, γίνονται εδώ. Και πάντα εισέρχονται στο δωμάτιο τα πιο ακατάλληλα πρόσωπα.
Ο Πετυπόν είναι ένας μεγαλοαστός γιατρός, παντρεμένος με μια θρησκευόμενη γυναίκα. Μια μέρα ξυπνάει κάτω από τον καναπέ του. Στο κρεβάτι του κοιμάται μια άγνωστη γυναίκα που γνώρισε στο Μαξίμ την προηγούμενη νύχτα. Και οι δύο είναι τόσο μεθυσμένοι που δεν θυμούνται τα γεγονότα των προηγούμενων ωρών. Για κακή τύχη του Πετυπόν εκείνη την στιγμή μπαίνουν στο δωμάτιο η γυναίκα του αλλά και ο θείος του, που έχει να τον δει εννέα χρόνια. Και από εκείνη την στιγμή αρχίζει το μπέρδεμα των ταυτοτήτων. Η άγνωστη γυναίκα που είναι μια πόρνη συστήνεται ως την σύζυγο του Πετυπόν στα μάτια του θείου και η νόμιμη σύζυγος παρουσιάζεται ως γυναίκα του συναδέλφου και φίλου του Πετυπόν. Ο Πετυπόν περιμένει μια μεγάλη κληρονομιά από τον θείο του και δεν θέλει να μάθει ο τελευταίος τα καμώματά του και την απιστία του. Ο θείος καλεί τον Πετυπόν και την πόρνη -την οποία πιστεύει ότι είναι η σύζυγος του ανιψιού του- στον πύργο του στην Τουρ για να παρασταθούν στους αρραβώνες μιας ανιψιάς του μ' έναν υπολοχαγό, ο οποίος υπήρξε εραστής της πόρνης.
Και κάπως έτσι συνεχίζει όλο το έργο με παρεξηγήσεις ταυτοτήτων και με άφθονο γέλιο.
«Η κυρία του Μαξίμ» ίσως να είναι και το πιο διάσημο και το πιο γνωστό παράδειγμα θεάτρου μπουλβάρ. Σε μια εποχή που ονομάστηκε Μπελ Επόκ, όμορφη εποχή δηλαδή, ανάμεσα από την δεκαετία του 1880 και την αρχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο κόσμος κάνοντας διάλειμμα από τους πολέμους, θέλησε να πιστέψει σε κάτι ειδυλλιακό και όμορφο, σε μια ουτοπία και ψευδαίσθηση ζωής. Το Παρίσι έγινε η πρωτεύουσα του ηδονισμού, καλλιτέχνες, διανοούμενοι και μπον βιβέρ από όλον τον κόσμο συνέρρεαν στην λεγόμενη πόλη του φωτός για να ζήσουν την ομορφιά, να πιουν, να φάνε, να ντυθούν, να γλεντήσουν. Ήταν η εποχή που άνοιξαν τα μεγάλα καμπαρέ στο Παρίσι: το Μουλέν Ρουζ, το Καζινό Ντε Παρί και τόσα άλλα, ήταν η εποχή που κατασκευάστηκε ο Πύργος του Άιφελ, που ο Τουλούζ Λωτρέκ έφτιαχνε τους υπέροχους πίνακες του, που ο κόσμος ντυνόταν στα Γκαλερί Λαφαγιέτ και που έπινε αψέντι πριν την απαγόρευσή του.
Σε αυτήν την εποχή λοιπόν, ο Ζωρζ Φεντώ γράφει την Κυρία του Μαξίμ· μια υπέροχη κωμωδία παρεξηγήσεων που πάνω σε αυτήν, ακόμα και σήμερα, γράφονται παρόμοια έργα βασισμένα σε ανώδυνες απιστίες ζευγαριών. Και τις ονομάζω ανώδυνες με την έννοια ότι και ο ίδιος ο Φεντώ δεν πίστευε και πολύ στον θεσμό του γάμου και στην υποκριτική ηθικότητα των αστών. Αυτό φαίνεται καθαρά από τις πικρές ατάκες του έργου: «Την γυναίκα που θα παντρευτώ δεν την ερωτεύομαι, την σέβομαι». Ο Φεντώ χτυπά αλύπητα και με κυνισμό την ψευτοηθική των αστών. Άλλωστε και για τον ίδιο υπήρξε μια φήμη ότι ήταν νόθο παιδί του Ναπολέοντα ή του αδελφού του και όχι του πατέρα του. Σε κάθε περίπτωση κληρονόμησε το συγγραφικό ταλέντο του πατέρα του, διάσημου συγγραφέα και φίλου των Φλωμπέρ, Δουμά και Γκωτιέ.
Αφού εξιχνιάσαμε την ταυτότητα του έργου, ας έρθουμε τώρα λίγο και στην συγκεκριμένη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.
Η σκηνοθεσία είναι του Θωμά Μοσχόπουλου, ο οποίος έχει κάνει και την μετάφραση του έργου, στην οποία έχει εντάξει πολλές αναφορές στην πανδημία του κορωνοϊού που μαστίζει τους τελευταίους μήνες την ανθρωπότητα. Αυτές οι αναφορές μου άρεσαν αρχικά γιατί χρειαζόμαστε την κωμωδία και το κακό το εξορκίζουμε με το γέλιο. Αλλά μετά από κάποια στιγμή έγιναν επαναλαμβανόμενες και ειδικά στην δεύτερη πράξη του έργου η χρησιμοποίηση των μασκών από τους ηθοποιούς ήταν άνευ λόγου και αιτίας. Εμπεδώσαμε ότι υπάρχει πανδημία, γελάσαμε με αυτήν και με τα μέτρα της πολιτικής προστασίας αλλά κατ' εμέ, η υπερβολή και η επανάληψη του ίδιου πράγματος κατάντησε βαρετή και ξέφυγε και από το νόημα του έργου.
Ο πρωταγωνιστής Θανάσης Αλευράς ως Πετυπόν είναι πραγματικά υπέροχος. Όπως εξαιρετική ερμηνεία έχει και η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ως πόρνη του Μαξίμ. Αρκετά καλή και η ερμηνεία της Έμιλυ Κολιανδρή ως κυρία Πετυπόν. Αυτοί οι τρεις ηθοποιοί ξεχωρίζουν, αλλά και ο υπόλοιπος θίασος είναι άνω του μετρίου. Γενικά δεν είχα πρόβλημα με τις ερμηνείες των ηθοποιών.
Τα κουστούμια, τα οποία επιμελήθηκε η Κλαιρ Μπρέισγουελ, είναι εξαιρετικά και πλούσια. Επιτέλους μια παράσταση που χαίρεσαι να βλέπεις φράκα, φουρώ, χρώματα, στολές. Όλα τα κουστούμια είναι ταιριαστά με τη εποχή και εκπέμπουν χαρά και ζωή, ακριβώς όπως ήταν η μπελ επόκ. Τα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού μου άρεσαν, αν και λίγο πιο λιτά από τις προτιμήσεις μου, κυριαρχούσε το λευκό χρώμα στα έπιπλα, ταίριαζε με το μπουρλέσκ ύφος του έργου. Και ένα τελευταίο μπράβο στις περούκες του Χρόνη Τζήμου που και αυτές βοήθησαν πολύ στην αναπαράσταση της εποχής.
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Ζωρζ Φεντώ
Μετάφραση: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Βοηθός Σκηνοθετη: Ρωμανός Μαρούδης
Παίζουν: Θανάσης Αλευράς, Στέλλα Αντύπα, Αφροδίτη Αντωνάκη, Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, Μελίνα Βαμπούλα, Ηλιάνα Γαϊτάνη, Θανάσης Δήμου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Έμιλυ Κολιανδρή, Κώστας Κορωναίος, Αυγουστίνος Κουμουλος, Πέλλα Μακροδημήτρη, Αθηνά Μουστάκα, Ελπίδα Νικολάου, Άννα Πατητή, Πέτρος Σκαρμέας, Γιώργος Τζαβάρας, Κώστας Φιλίππογλου, Γιάννης Φιλίππου, Δημήτρης Φουρλής, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος
Έως 3 Ιανουαρίου 2021, Τετάρτη με Κυριακή στις 19:30 στο Εθνικό Θέατρο - Κεντρική Σκηνή, Αγίου Κωνσταντίνου 22, Αθήνα