Αηδιασμένος από τη ασχήμια και την απονιά του κόσμου αποφάσισε να αφήσει την άχρωμη καθημερινότητα και να πάει να ανακαλύψει το αληθινό χρώμα της ζωής ψηλά σε εάν βουνό πολύ μακριά από ανθρώπους και ανέσεις. Μέρες περπατούσε έχοντας μαζί του μόνο νερό και ψωμί και ένα πρωινό άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει «έφτασες». Ήταν απάνω σε ένα βουνό πετρώδες κι άγονο. Αλίμονο το νερό ήταν πολύ μακριά και ούτε χώμα δεν υπήρχε να φυτέψει έστω και τους λίγους σπόρους που κουβαλούσε μαζί του. Κοίταξε κάτω χαμηλά στους πρόποδες του βουνού και είδε νερό να τρέχει και χώμα αφράτο κι έκανε να κινήσει προς τα κει. Αλίμονο όμως, η φωνή μέσα του ξαναμίλησε, «έφτασες εδώ» την άκουσε να λέει. Αφού δεν μπορώ να πάω εγώ στο νερό θα φέρω το νερό εδώ, είπε και αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοίρα του.
Βρήκε ένα μεγάλο καλάθι και άρχισε να κουβαλάει το χώμα λίγο λίγο από τους πρόποδες του βουνού στην κορυφή του· καλάθι το καλάθι, μέρα με τη μέρα, η άγονη κορφή του βουνού γέμισε αφράτο χώμα. Και οι μέρες περνούσαν.
Ύστερα ήρθε η σειρά του νερού. Βρήκε ένα κουβά και με τα χεριά του άρχισε να κουβαλά νερό και να ποτίζει το χώμα και οι μήνες περνούσαν. Και οι σπόροι που ο Ιωάννης είχε φυτέψει φύτρωσαν και μεγάλωσαν. Και τα χρονιά περνούσαν. Το άγονο βουνό είχε γίνει μια μικρή όαση. Κήποι με όμορφα λουλούδια και δέντρα με γλυκούς καρπούς. Και τα λουλούδια έφεραν τις πεταλούδες και τα δέντρα τα πουλιά και ξαφνικά όλος ο τόπος είχε ζωντανέψει και είχε μια ομορφιά που όμοια της δύσκολα έβρισκε
Ο Ιωάννης όλα αυτά τα χρονιά έτρωγε λίγο και προσευχόταν πολύ. Είχε βρει μια σπηλιά κι εκεί αποσύρονταν κάθε απόγευμα για να ευχαριστήσει το υπέρτατο ον που του είχε αποκαλύψει τη μαγεία της ζωής και τη σοφία του κόσμου. Και σιγά σιγά ακόμα και οι βράχοι νικήθηκαν και εκεί οπού γονάτιζε δυο μικρές λακκούβες δημιουργήθηκαν.
Τα χρονιά πέρασαν και ο Ιωάννης, γέροντας πια, στάθηκε ένα βραδύ σε μίαν άκρη του βουνού, εκεί που καθόταν συνήθως και αγνάντευε τον ήλιο να πνίγεται και να σβήνει μέσα στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Κι εκεί ενώ παρατηρούσε όλη αυτήν την ομορφιά που είχε από τα δυο του χεριά δημιουργηθεί, έγειρε και «κοιμήθηκε» σε έναν ύπνο γλυκό και αιώνιο.
Δεν υπάρχει μέρος που να αντισταθεί και να μην αποκαλύψει τη μαγεία και την ομορφιά του όταν κάποιος το περιβάλει με αγάπη, δεν υπάρχει δέντρο που δε θα καρποφορήσει, λουλούδι που δεν ανθίσει, πουλί που δεν θα κελαηδήσει μπροστά σε αυτό ο κόσμος ονομάζει υπομονή. Η υπομονή είναι αυτή που τρυπά την πετρά, εξημερώνει τα θεριά και ξεκλειδώνει μια καρδιά ώστε να μπει και να φωλιάσει για πάντα η αγάπη.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα από τον Κώστα Ευαγγελάτο (Κίτρινο ρόδο, ακρυλικό)