Ποβέλια· ένας επίγειος παράδεισος στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας, γεμάτος με αντιφάσεις. Οι τελευταίοι μόνιμοι κάτοικοι αυτού του μικρού νησιού ήταν μια κοινωνία δυστυχισμένων υπάρξεων, περίπου στα μέσα του 20ου αιώνα, ελάχιστες εκατοντάδες ξεχασμένων «τρελών» –όπως επιπόλαια χαρακτηρίστηκαν–, που αναζητούσαν την ελπίδα που θα έδινε νόημα στη ζωή τους, την ευκαιρία που θα τους γλίτωνε από τη φυλακή τους, το χέρι που θα τους χάριζε το κομμάτι ουρανού που δικαιωματικά τους ανήκε.
Ποβέλια· ένας τόπος όπου οι απεγνωσμένες κραυγές που πνίγονταν πίσω από τους τοίχους του ψυχιατρικού ασύλου ζωντάνευαν την οδύνη όλων εκείνων που είχαν χαθεί στη διάρκεια της πανώλης που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της Ευρώπης στα τέλη του Μεσαίωνα. Ο μαύρος θάνατος εκείνης της εποχής φαίνεται πως άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στο νησί, που μέχρι και σήμερα –είτε από αναίτια εμμονή είτε από δικαιολογημένο φόβο– θεωρείται καταραμένο.
Παλίρροια φαίνεται να σαρώνει την Ποβέλια, αλύπητα, αδιάκοπα. Στην αιωνιότητα. Άγρια κύματα την κατακλύζουν, σκεπάζοντας τους ζωντανούς και ξεθάβοντας τους πεθαμένους…
Παλίρροια που μπερδεύει το παρελθόν με το παρόν, που αναταράσσει τα δεδομένα, τα καθιερωμένα. Που πνίγει τη μοιρολατρία στην αγανάκτηση και τη στωικότητα σε μια ακόρεστη δίψα για εκδίκηση…
Η Μαρία Κωνσταντούρου γράφει σκιαγραφόντας το μυθιστόρημά της, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, αποδεχόμενη την πρό(σ)κληση της στήλης Πλοκόλεξο, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να χρησιμοποιήσει δέκα προκαθορισμένες λέξεις. Παρακάτω, κάνει το ίδιο για τη στήλη Ακρότιτλο ενώ στο ενδιάμεσο μπορείτε να διαβάσετε τις δικές μου εντυπώσεις από το βιβλίο.
Μετά από μια σύντομη, ζοφερή εικόνα, γνωρίζουμε ένα-ένα το πρόσωπα· όλοι τους τοποθετημένοι σε γκρίζα τοπία, χωρίς χρώματα, χωρίς ευχάριστα συναισθήματα... θλιβερά μέρη και πιο θλιβερές υπάρξεις υποδέχονται τον αναγνώστη. Άμεσα δημιουργούνται εικόνες μελαγχολίας και φρίκης. Μια απέραντη θλίψη που η αρχή της χάνεται στα βάθη των αιώνων και το τέλος της, αν είμαστε τυχεροί και περισσότερο σοφοί, θα το βρούμε μπροστά μας, κάποια στιγμή, σε ένα ουτοπικό μέλλον. Το αίμα είναι ανθρώπινο, κι αυτό πονάει πάντα περισσότερο, και τα φαντάσματα ή «φαντάσματα» έρχονται από το παρελθόν αλλά και από το παρόν -κι εδώ είναι που εύχεσαι να μη χρειαστεί να τα δεις και στο μέλλον.
Γενικά, η μυθιστορία ακροβατεί ανάμεσα στην απανθρωπιά και την ανθρωπιά. Προσπαθώντας να κινηθεί στο μεταίχμιο -αν δεχτούμε ότι οριοθετείται μια λευκή ζώνη ανάμεσά τους- βρίσκεται πότε στη μία πλευρά και πότε στην άλλη δείχνοντας και τις δύο όψεις. Οι εικόνες είναι σκληρές όμως φέρουν μια συγκινησιακή φόρτιση, πολύ εύστοχη για την ιστόρηση και καταλυτική. Όσο διαβάζεις τόσο πιο ενδιαφέρον γίνεται, τόσο περισσότερο πονάς τους χαρακτήρες και όλο και πιο πολύ βυθίζεσαι στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Εξάλλου η ψυχολογία κατέχει εξέχουσα θέση εδώ.
Η παλίρροια; Θα λυθεί στο ομότιτλο κεφάλαιο και όλες οι εκκρεμότητες θα έχουν τακτοποιηθεί ως το τέλος. Όλες εκτός από την κυριότερη: την έννοια της ανθρωπιάς με την ουσιαστική σημασία· αλλά γι' αυτήν ίσως έχουμε ακόμα δρόμο ως γένος ενώ σίγουρα οφείλουμε να δούμε και να διορθώσουμε πράγματα.
Εν ολίγοις, το βιβλίο υπόσχεται ένα ταξίδι σε μακρινές, αλλά και όχι και τόσο μακρινές, εποχές, πιο σκοτεινές από τη δική μας, πιο άδικες και πολύ πιο σκληρές (το ελπίζουμε τουλάχιστον), όπου θα έχουμε την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξουμε από το παράθυρο και να συγκρίνουμε συγκυριακά την πανδημία του Κορονοϊού των ημερών μας με εκείνη της Μαύρης πανώλης, περίπου έξι αιώνες πριν. Μετά, μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε μια παράγραφο της σελίδας 342 όπου μιλάει για ό,τι αξίζει. Δηλαδή για ό,τι καθορίζει την αξία του ανθρώπου και έχει διάρκεια.
Μιλάει για την τρέλα, για τη μοναξιά, για την εγκατάλειψη, για τον βασανισμό, για την αρρώστια -του κορμιού και της ψυχής-, για τη φύση του ανθρώπου και για ό,τι έχει σημασία τελικά.
Τολμήστε το ταξίδι! Κατεβαίνει στα βάθη, «βλέπει» το μέσα και αναδύεται με σοφία και σύνεση. Ακολουθεί την πορεία προς το φως και σε αφήνει να γευτείς κι εσύ, ως βιβλιόφιλος, το δώρο του.
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Λιβάνη και τη συγγραφέα για τη διάθεση του βιβλίου.
Περισσότερα:
Ασκίμ θα πει αγάπη
Η Μαρία Κωνσταντούρου και Η άγνωστη δίπλα μου
Μια ανάσα μακριά
Χωρίς εσένα
Μέσα από τα μάτια ενός τυφλού (διήγημα)
Μετά από μια σύντομη, ζοφερή εικόνα, γνωρίζουμε ένα-ένα το πρόσωπα· όλοι τους τοποθετημένοι σε γκρίζα τοπία, χωρίς χρώματα, χωρίς ευχάριστα συναισθήματα... θλιβερά μέρη και πιο θλιβερές υπάρξεις υποδέχονται τον αναγνώστη. Άμεσα δημιουργούνται εικόνες μελαγχολίας και φρίκης. Μια απέραντη θλίψη που η αρχή της χάνεται στα βάθη των αιώνων και το τέλος της, αν είμαστε τυχεροί και περισσότερο σοφοί, θα το βρούμε μπροστά μας, κάποια στιγμή, σε ένα ουτοπικό μέλλον. Το αίμα είναι ανθρώπινο, κι αυτό πονάει πάντα περισσότερο, και τα φαντάσματα ή «φαντάσματα» έρχονται από το παρελθόν αλλά και από το παρόν -κι εδώ είναι που εύχεσαι να μη χρειαστεί να τα δεις και στο μέλλον.
Γενικά, η μυθιστορία ακροβατεί ανάμεσα στην απανθρωπιά και την ανθρωπιά. Προσπαθώντας να κινηθεί στο μεταίχμιο -αν δεχτούμε ότι οριοθετείται μια λευκή ζώνη ανάμεσά τους- βρίσκεται πότε στη μία πλευρά και πότε στην άλλη δείχνοντας και τις δύο όψεις. Οι εικόνες είναι σκληρές όμως φέρουν μια συγκινησιακή φόρτιση, πολύ εύστοχη για την ιστόρηση και καταλυτική. Όσο διαβάζεις τόσο πιο ενδιαφέρον γίνεται, τόσο περισσότερο πονάς τους χαρακτήρες και όλο και πιο πολύ βυθίζεσαι στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Εξάλλου η ψυχολογία κατέχει εξέχουσα θέση εδώ.
Η παλίρροια; Θα λυθεί στο ομότιτλο κεφάλαιο και όλες οι εκκρεμότητες θα έχουν τακτοποιηθεί ως το τέλος. Όλες εκτός από την κυριότερη: την έννοια της ανθρωπιάς με την ουσιαστική σημασία· αλλά γι' αυτήν ίσως έχουμε ακόμα δρόμο ως γένος ενώ σίγουρα οφείλουμε να δούμε και να διορθώσουμε πράγματα.
Εν ολίγοις, το βιβλίο υπόσχεται ένα ταξίδι σε μακρινές, αλλά και όχι και τόσο μακρινές, εποχές, πιο σκοτεινές από τη δική μας, πιο άδικες και πολύ πιο σκληρές (το ελπίζουμε τουλάχιστον), όπου θα έχουμε την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξουμε από το παράθυρο και να συγκρίνουμε συγκυριακά την πανδημία του Κορονοϊού των ημερών μας με εκείνη της Μαύρης πανώλης, περίπου έξι αιώνες πριν. Μετά, μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε μια παράγραφο της σελίδας 342 όπου μιλάει για ό,τι αξίζει. Δηλαδή για ό,τι καθορίζει την αξία του ανθρώπου και έχει διάρκεια.
Μιλάει για την τρέλα, για τη μοναξιά, για την εγκατάλειψη, για τον βασανισμό, για την αρρώστια -του κορμιού και της ψυχής-, για τη φύση του ανθρώπου και για ό,τι έχει σημασία τελικά.
Τολμήστε το ταξίδι! Κατεβαίνει στα βάθη, «βλέπει» το μέσα και αναδύεται με σοφία και σύνεση. Ακολουθεί την πορεία προς το φως και σε αφήνει να γευτείς κι εσύ, ως βιβλιόφιλος, το δώρο του.
Ευχαριστώ τις εκδόσεις Λιβάνη και τη συγγραφέα για τη διάθεση του βιβλίου.
Περισσότερα:
Ασκίμ θα πει αγάπη
Η Μαρία Κωνσταντούρου και Η άγνωστη δίπλα μου
Μια ανάσα μακριά
Χωρίς εσένα
Μέσα από τα μάτια ενός τυφλού (διήγημα)
Ποιος θα μου χαρίσει
Ανθρωπιά για να ζήσω;
Λίγη αγάπη τη θλίψη ν’ αφήσω;
Ίσως η φωνή μου κάπου ακουστεί…
Ρήμαξε η αρρώστια τα όνειρά μας.
Ροντερίκο, Ρεμίνα, πού είστε;
Οργή και φόβο κατά μέρος αφήστε,
Ίσαμε η ψυχή σας ν’ απελευθερωθεί.
Αιώνια ζωή σημαίνει με σεβασμό πάντα να σε θυμούνται…