Ο «Ωκεανός» είναι το νέο μυθιστόρημα του Μιχάλη Κατράκη (μπορεί να τον θυμάστε από το Resort ή τα Χίλια μιλιγκράμ απουσίας) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής. Ο συγγραφέας βασίστηκε σε ένα από τα πιο άγρια ναυάγια που περασμένου αιώνα και έδωσε την ιστορία μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Το δράμα των ναυτικών, μαρτυρίες που συγκλονίζουν... βιώματα και λογοτεχνία μαζί. Μια ιστορία βγαλμένη από την Ιστορία που διερευνά τη σχέση πατέρα-γιου και των οικογενειακών δεσμών. Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
Στις 4 Αυγούστου 1991, το ελληνικό κρουαζιερόπλοιο “Ωκεανός” απέπλευσε με 571 επιβάτες από το λιμάνι του Ιστ Λόντον της Νοτίου Αφρικής με προορισμό το Ντέρμπαν. Όμως δεν έφτασε ποτέ. Μια θύελλα του Ινδικού, με δώδεκα μέτρα κύμα, άνοιξε ρήγμα στην πρύμνη του πλοίου ρίχνοντάς το σε ακυβερνησία. Έμεινε στην επιφάνεια μέσα στη θύελλα δεκατέσσερις ώρες μέχρι να βυθιστεί.
Τις θυμάμαι αυτές τις δεκατέσσερις ώρες. Τις θυμάμαι καλά. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και έβλεπα στην τηλεόραση το πλοίο να βυθίζεται και τους επιβάτες να προσπαθούν να σωθούν πάνω στο κατάστρωμα.
Μα εγώ δε νοιαζόμουν για κανέναν από τους επιβάτες.
Κανέναν εκτός από έναν: τον πατέρα μου.
Ο Μιχάλης Κατράκης μοιράζεται με τους αναγνώστες του ιστότοπου το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος που ακολουθεί ευθύς.
***
1 μέτρο
ΚΕΡΚΥΡΑ, 04 Αυγούστου 1991
Βγήκα στο κτήμα μετά το πρωινό. Αν με έβλεπε κάποιος θα έλεγε πως ήμουν χαμένος μέσα στις ντοματιές και τα καλαμπόκια του παππού. Πως αναζητούσα τον δρόμο της επιστροφής. Δεν με ένοιαζε όμως να γυρίσω πίσω. Το σπίτι ήταν δροσερό, έξω ο ήλιος έκαιγε, από ώρα σε ώρα οι άλλοι θα ετοιμάζονταν και θα έφευγαν για την παραλία. Εγώ δεν πήγαινα μαζί τους σχεδόν ποτέ. Δεν μου άρεσε η παραλία.
Πέρασα κάτω από τους ηλίανθους. Σύντομα θα τους έκοβε ο παππούς και θα τρώγαμε τα σπόρια κάποιο απόγευμα στην αυλή. Έστριψα πίσω από τον κορμό της καρυδιάς. Δίπλα ήταν τα θεμέλια του σπιτιού που έχτιζαν οι γονείς μου. Μόνο τα μπετά. Αυτό που γύρευα όμως δεν ήταν μέσα σε ένα σπίτι, κάτω από μια σκεπή. Ήταν κάτω από τον ήλιο.
Στη μέση του χωραφιού, λίγο πιο μακριά από το δωμάτιο που κοιμόταν ο παππούς τα μεσημέρια, είχε ακουμπήσει πάνω σε τούβλα μία μπανιέρα.
Χρόνια την είχε εκεί γεμάτη νερό. Τόσα πολλά χρόνια που είχε γίνει πράσινη από τα βρύα η λευκή της πορσελάνη. Το νερό εκείνη την μέρα έφτανε ψηλά, μέχρι το χείλος, την είχε παραγεμίσει. Γυάλιζε κάτω από τον ήλιο. Έφτασα κοντά και γονάτισα. Έψαξα στην τσέπη μου. Τους άκουγα να μιλάνε και να γελούν από το ανοιχτό παράθυρο. Δεν με ένοιαζε τι έλεγαν, δεν ήθελα να τρέξω κοντά τους να γελάσω κι εγώ με τα αστεία τους. Είχα ό,τι χρειαζόμουν μέσα στην τσέπη του κοντού παντελονιού μου. Ακόμα κι αν ήθελα όμως, δεν θα μπορούσα να εμπλακώ με τα θνητά εγκόσμια πάθη γιατί ήμουν ο Τζον Ράμπο μέσα στη ζούγκλα του Βιετνάμ και έψαχνα κάτι λίγους Βιετκόνγκ που δεν είχαν εξαφανιστεί στο άκουσμα και μόνο του ονόματός μου ενώ παράλληλα πάλευα με γιγάντιες ακρίδες τις οποίες και κατατρόπωνα για ζέσταμα μέχρι να φτάσω στην τροπική λίμνη και να συναντήσω τη μοίρα μου εγώ και οι εχθροί μου τον θάνατο.
Έβγαλα το χέρι μου και κοίταξα το περιεχόμενο. Τρία στρατιωτάκια -το ένα μιμούνταν την κίνηση ενός άντρα που ετοιμάζεται να πετάξει μία χειροβομβίδα, τα άλλα δύο, άντρες που σημαδεύουν για να σκοτώσουν άλλους άντρες- και μια πειρατική βάρκα από Playmobil που είχα χαμένα ή διαμελισμένα.
Έστησα τις φιγούρες στο χείλος. Εκείνοι γελούσαν ακόμα. Κάποιος άνοιξε την τηλεόραση.
Έπιασα την βάρκα προσεκτικά, με δύο δάχτυλα την πλώρη κι άλλα τόσα την πρύμνη. Έφερα τα μάτια μου στο ύψος του νερού και την ακούμπησα απαλά. Άρχισε να φέρνει σβούρες ταράζοντας τα νερά σε ομόκεντρους κύκλους. Το βλέμμα μου καβάλησε τον πρώτο και έφτασε ως το χείλος. Δυο σταγόνες έπεσαν πάνω μου, ο στρατιώτης πέταξε τη χειροβομβίδα λίγο πριν η αντίπαλη σφαίρα διαπεράσει το στήθος του, ο εκρηκτικός μηχανισμός θα πυροδοτηθεί σε εφτά δευτερόλεπτα -εφτά, έξι, πέντε-, παίρνει ύψος και γράφει μια τέλεια καμπύλη καθώς ο άντρας πέφτει με το κεφάλι στο νερό και βυθίζεται αργά στον πράσινο πυθμένα -τέσσερα, τρία-, χάνει ύψος, πάει κατευθείαν στον στόχο, μέσα στη μέση της λίμνης λίγο πριν γίνει η απόβαση, «είμαστε ασφαλείς» λένε οι εχθροί μας, «θα τους πετύχουμε, δεν θα μείνει ούτε ένας».
Κάποιος αλλάζει κανάλι, σταματούν τα γέλια, σταματούν οι ομιλίες.
«Τι λέει;», ακούω τη φωνή της μητέρας μου. «Τι λέει; Όχι!»
Φτάνουν στ’ αφτιά μου ανάθεμα, παρακάλια και η Παναγιά η ίδια από τα χείλη της γιαγιάς μου, ακούω την αδελφή μου να κλαίει, τον παππού να φωνάζει, την θεία μου να ζητάει συγνώμη, την μάνα μου να ρωτάει ξανά και ξανά «τι λέει, τι λέει».
Για την βάρκα μου κλαίνε. Είδαν τη χειροβομβίδα που εκτοξεύθηκε με τόση ακρίβεια και έχουν κρεμαστεί όλοι στο παράθυρο και παρακολουθούν την τροχιά της καθώς ετοιμάζεται να στείλει πριονίδια και σκλήθρες στα σύννεφα. Τους έχει φάει η αγωνία. Όταν βυθιστεί η βάρκα μου, θα γυρίσω περίλυπος και θα δουν το ύφος μου βαρύ και ηρωικά ηττημένο, θα τους πω «χάσαμε. Ο εχθρός μας κατέκτησε» και θα με λυπηθούν, θα με φωνάξουν στο κουζινάκι, θα μου σερβίρουν εκείνες τις μικρές φράουλες που φυτεύει η γιαγιά πίσω από το σπίτι κι όταν τις μαζέψει τις κάνει γρανίτα σε ξυλάκι και καθώς τρώω θα με ρωτούν τα νέα από το μέτωπο. Εγώ θα είμαι κουρασμένος από την μάχη, μπαρουτοκαπνισμένος. Θα τους πω για τα αδέλφια που πέθαναν στο πεδίο μα δεν θα σκύψω το κεφάλι, τα μάτια τους θα είναι απελπισμένα όμως στα δικά μου θα καίει η φλόγα της ελευθερίας. Αφού φάω θα τους κοιτάξω όλους έναν έναν, θα βγάλω από την τσέπη μου μία ολοκαίνουργια χειροβομβίδα και θα τους την δείξω. «Μ’ αυτό θα τους κάνω σκόνη», θα πω, θα σηκωθώ και θα οργανώσω την αντίσταση. Θα με χειροκροτήσουν και θα φωνάζουν ρυθμικά το όνομά μου, η μητέρα μου θα γελάει περήφανη, «το αγόρι μου», θα πει, «αυτό είναι το αγόρι μου!», θα με φιλήσει και θα με στείλει στο μέτωπο με μπισκότα στο χέρι.
Έφτασε η ώρα, οι φωνές τους γίνονται τραχιές και σπασμένες -δύο, ένα, ΜΠΟΥΜ!-, πιέζω την βάρκα στην άκρη, παίρνει νερό και τουμπάρει με το πλευρό πριν βυθιστεί από μια βίαιη σφαλιάρα που γεμίζει το πρόσωπο και το χέρι μου με δροσερές σταγόνες. Γυρίζω προς το παράθυρο με ύφος ήρωα για να συναντήσω τίποτα περισσότερο από την κουρτίνα που ανεμίζει, μία γυναικεία σιλουέτα στα μαύρα να περνάει βιαστικά από μπροστά και εκείνη την φωνή που όμοια της δεν υπάρχει.
«ΟΧΙ, ΘΕΕ ΜΟΥ, ΟΧΙ! ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΟΥ!»
Τα πόδια μου με πάνε τρέχοντας ως το τσιμέντο της αυλής με την κεραμοσκεπή, εκτοξεύομαι πάνω στην πόρτα, κάποιος κινδυνεύει, με χρειάζονται, εμένα και τις υπερδυνάμεις μου, αρπάζω το σιδερένιο χερούλι, η πόρτα ανοίγει κι είναι όλοι σκόρπιοι γύρω από το τραπέζι, η γιαγιά μου με το χοντρό της χέρι πάνω στο στόμα, η αδελφή μου ρουφάει μύξες με το κεφάλι στον πλαστικό μουσαμά, ο παππούς μου κόβει βόλτες ίδιος θηρίο, η θεία μου σκουπίζει τα μάτια της και λέει «συγνώμη, Κικίτσα μου, εγώ φταίω» και εκείνη έχει πέσει μπρούμυτα στο ντιβάνι και ουρλιάζει με το πρόσωπο μέσα στο μαξιλάρι.
Τους φέρνω όλους μια βόλτα με το βλέμμα, φοράω την κάπα μου και ετοιμάζομαι να σαλτάρω από τον έναν στον άλλο και να τους σώσω όλους όταν το βλέμμα μου πέφτει στην οθόνη της ανοιχτής τηλεόρασης.
«ΝΑΥΑΓΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΟΠΛΟΙΟΥ ΣΤΟΝ ΙΝΔΙΚΟ, ΤΩΡΑ», γράφει ο τίτλος. «Φόβοι για δεκάδες θύματα», ο υπότιτλος.
Μέσα στο αφρισμένο μπλε βλέπω το άσπρο πλευρό του γδαρμένο και το ελικοδρόμιο του καταστρώματος το μισό κάτω από το νερό. Βγάζω την κάπα μου, ψάχνω σε κάποιον να την δώσω που να είναι γενναιότερος. Ίσως σώσει εκείνους, αλλά κυρίως εμένα. Δεν υπάρχει κανείς.
Σηκώνει τα μάτια και με κοιτάει. Κάνει μια αστεία γκριμάτσα οργής και θλίψης και μου απλώνει το χέρι.
«Τι έγινε;», μουρμουρίζω.
«Μιχαλάκη μου», ξεκινάει και με τραβάει πάνω της. «Ο «Ωκεανός» βουλιάζει.»
Κάτι ρωτάω ακραία ηλίθιο, ίσως πόσο μακριά είναι η Σάουθ Άφρικα για να υπολογίσω τον χρόνο που θα χρειαστώ σε υπερηχητική πτήση μέχρι να φτάσω και να τον σώσω. Ή μπορεί και απλά «τι».
Εκείνη κουνάει το κεφάλι της.
«Ναι, αγάπη μου. Ο «Ωκεανός» βουλιάζει και έχει και νεκρούς.»
Κοιτάω ξανά την οθόνη. Το κατάστρωμα δείχνει άδειο, το πλοίο ακουμπάει πάνω στα κύματα, τίποτα δεν θα μπορούσε να σταθεί εκεί πάνω. Τον βλέπω να πηδάει στο νερό. Πνίγει δύο καρχαρίες με τα χέρια του, σώζει ένα βρέφος και κολυμπάει ως την ακτή.
Όμως όχι. Αν ο «Ωκεανός» βουλιάζει και έχει και νεκρούς, ο πατέρας μου είναι σίγουρα ένας από αυτούς. Η κουζίνα είναι έτσι κι αλλιώς κάτω από το νερό. Και εκείνος δεν ξέρει κολύμπι.
Ο εκφωνητής τραβάει την περόνη. Η χειροβομβίδα που είχα φυλάξει για να κρατήσω την αντίσταση σκάει πάνω μου και με διαμελίζει μέσα στα χέρια της καθώς το ακουστικό κατεβαίνει και ο παππούς καταριέται την Ηπειρωτική Ναυτιλιακή που δεν απαντάει.
Ο Μιχάλης Κατράκης γεννήθηκε το 1980. Μεγάλωσε στον Πειραιά από ναυτική οικογένεια και σπούδασε Διοίκηση Τουριστικών Επιχειρήσεων. Δούλεψε για αρκετά χρόνια σε ξενοδοχειακές μονάδες της Βόρειας Ελλάδας. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Ο-ντέι: Το φετίχ της καρδιάς” κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις ΟΞΥ. Διηγήματά του δημοσιεύονται τακτικά στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Cartel ενώ ποιήματά του δημοσιεύουν το περιοδικό Cignialo και άλλοι λογοτεχνικοί ιστότοποι. Από τις εκδόσεις ΕΛΚΥΣΤΗΣ κυκλοφορούν τα βιβλία του “Resort” (2018) και “Χίλια Μιλιγκράμ Απουσίας” (2019). Ο “Ωκεανός” είναι το τέταρτο βιβλίο του. Ζει μόνιμα στη Δράμα.