Ο Παναγιώτης ο Ξυπολιάς υπηρετούσε τη θητεία του στο Βασιλικό Ναυτικό το 1954. Ήταν νέος, μόλις 23 ετών και έφεδρος υπαξιωματικός με ειδικότητα μηχανικού σε ένα πετρελαιοφόρο καράβι. Κάθε μήνα σχεδόν έκανε ένα ταξίδι με το καράβι στη Λέρο. Ήταν βαρετό που το καράβι έκανε πάντα το ίδιο ταξίδι αλλά για εκείνον ήταν μία ευκαιρία να αποκτήσει εμπειρία καθώς είχε μία μικρή αλλά ευχάριστη εμμονή με τις ναυτικές μηχανές και τα καράβια γενικότερα. Μέσα του υπήρχε ζωντανή η ελπίδα ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα έκανε μία λαμπρή καριέρα στην εμπορική ναυτιλία. Σε αυτό το ταξίδι όμως στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1954 η μοίρα έλαχε να συμβεί ένα γεγονός το οποίο έκτοτε θα έμενε για πάντα χαραγμένο στη μνήμη του. Ο ουρανός ήταν καθαρός αλλά ένα απρόσμενο και δυνατό μπουρίνι στο Ικάριο ανάγκασε τον καπετάνιο του καραβιού να οδηγήσει το καράβι για ασφάλεια σε ένα υπήνεμο όρμο του μικρού και απομονωμένου νησιού της Δονούσας. Τα κύματα χτυπούσαν δυνατά το καράβι από την πάντα και εάν συνέχιζαν το ταξίδι τους υπήρχε περίπτωση να βουλιάξει το καράβι και να μη μείνει κανένας τους ζωντανός. Ο καπετάνιος αποβιβάστηκε στο νησί να συναντήσει τους νησιώτες και παρότι δεν ήταν τρελός είχε μία τρελή έμπνευση: να βαφτίσει αυτός και όλο το πλήρωμα του ένα παιδί από το νησί ώστε να ευγνωμονήσουν το Θεό που τους βοήθησε να μην θαλασσοπνιγούν. Ένας ηλικιωμένος νησιώτης δέχτηκε να βαφτίσουν το νεογέννητο εγγόνι του χωρίς να ξέρει όμως ότι η κόρη του είχε υποσχεθεί στην αγαπημένη της ξαδέλφη τη Βδοκώ να γίνει εκείνη η νονά του παιδιού. Όταν το ανακοίνωσε στην κόρη του εκείνη ένοιωσε αγανάκτηση για την απόφαση που πήρε ο πατέρας της χωρίς εκείνη να ξέρει τίποτα. Ο πατέρας της στεναχωρήθηκε πολύ αλλά δεν μπορούσε να πάρει πίσω την υπόσχεση που είχε δώσει στον καπετάνιο. Θα ήταν μεγάλη αντίφαση στα λεγόμενα του από μέρους του. Αντιπρότεινε στην κόρη του να βαφτίσουν το παιδί η ξαδέλφη της και το πλήρωμα του καραβιού μαζί. Παρά την αρχική αντίρρηση του πατέρα της ξαδέλφης, τελικά η ιδιαίτερη αυτή βάφτιση έγινε και το παιδί αυτό, η μικρούλα Ειρήνη, απέκτησε οκτώ νονούς, όσοι δηλαδή ήταν το πλήρωμα, και μία νονά. Ένας από αυτούς τους οκτώ ναυτικούς ήταν και ο Ρήγας ο Αρμενιάκος, ο δεύτερος μηχανικός του πλοίου. Ο έρωτας που ένοιωσε για τη Βδοκώ, την νεαρή νησιώτισσα, ήταν κεραυνοβόλος και έκτοτε η μορφή της θα τον συντρόφευε στην αιωνιότητα. Ευτυχώς που βρέθηκε στο δρόμο του η αγγελική μορφή της και καταλάγιασε λίγο η θλίψη του, που μόνο ο Παναγιώτης είχε υποψιαστεί την αιτία της. Ο σύντροφος του στο παράνομο τότε Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Νίκος ο Πλουμπίδης, είχε εκτελεστεί κι εκείνος δεν μπορούσε όχι μόνο να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του αλλά ούτε και να κλάψει για τον χαμό του.
Μπορούσε όμως να ερωτευτεί!
Χρόνης Ξυπολιάς
Το μυθιστόρημα μου είναι μία αληθινή αλλά άγνωστη ναυτική ιστορία με στοιχεία μυθοπλασίας που διαδραματίζεται το 1954 κατά τη διάρκεια του πλου ενός πλοίου του τότε Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.
Στην υπόθεση πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο αείμνηστος πατέρας μου.
Οι ήρωες του βιβλίου είναι κατά βάση ο κυβερνήτης του πλοίου Γεώργιος Βέκιος, ο έφεδρος υποκελευστής μηχανικός του πλοίου Παναγιώτης Ξυπολιάς και ο κάτοικος του Σταυρού Δονούσας και γεωργός κατ' επάγγελμα, Νικόλας Κωβαίος.
Ο αναγνώστης θα διαβάσει μία συγκινητική αληθινή ιστορία και θα αποκτήσει μία πραγματική εικόνα της ζωής στη δεκαετία του '50. Μέσα από τη ζωή των ηρώων θα αντιληφθεί το κλίμα που επικρατούσε τότε κατά τη θητεία των νέων στο Βασιλικό Ναυτικό και τα όνειρα των νέων για μία καλύτερη ζωή μετά από αυτό, σε μία Ελλάδα που μόλις είχε βγει από τη δίνη της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Η φτώχεια ήταν μεγάλη τότε αλλά, σε αντίθεση με σήμερα, η ελπίδα για το αύριο μεγαλύτερη. Επίσης, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί γρήγορα τη διαφορά, ως προς το ρόλο και την αποστολή, των δύο φύλων ιδιαίτερα στην επαρχία αλλά θα αντιληφθεί και κάτι άλλο σχετικά άγνωστο στην σημερινή Ελλάδα. Την ειλικρίνεια, την κοινωνικότητα, την τιμιότητα των ανθρώπων, τη γενναιοδωρία τους παρ' όλη τη φτώχεια. Όλα αυτά μαζί που τότε λέγονταν με μία λέξη: "μπέσα".
Ευχή μου είναι ο αναγνώστης να θεωρήσει το έργο μου ένα ανάγνωσμα που θα τον συγκινήσει, θα τον οδηγήσει να "ζήσει" μέσα από τις σελίδες του βιβλίου τα ήθη της εποχής εκείνης και να μάθει πολλά στοιχεία για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της Ελλάδος κατά τη δεκαετία του '50.
Το μυθιστόρημα του Χρόνη Ξυπολιά, Νονός απ' τα κύματα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λεξίτυπον. Παραπάνω, ο ίδιος γράφει για το βιβλίο του, αποδεχόμενος την πρό(σ)κληση της στήλης Πλοκόλεξο μεταξύ άλλων, ενώ στην περίληψη διαβάζουμε:
Σεπτέμβριος 1954. Ένα μικρό πετρελαιοφόρο αποπλέει από το ναύσταθμο του Βασιλικού Ναυτικού στην Αμφιάλη. Άλλο ένα ταξίδι ρουτίνας για δέκα ναυτικούς, με τον καθένα τους να έχει τα δικά του
βιώματα. Μέσα σε αυτούς και ο Παναγιώτης από τα Καμίνια του Πειραιά, ο έφεδρος μηχανικός που υπηρετεί τη θητεία του και ονειρεύεται μία καριέρα στην εμπορική ναυτιλία. Ο Χιώτης κυβερνήτης και το πλήρωμα του δε σκέφτονται τίποτε άλλο παρά μόνο την αποστολή του καραβιού τους: να εφοδιάσουν τις δεξαμενές του στόλου στη Λέρο με κάποιες χιλιάδες λίτρα πετρελαίου. Μόνο που αυτή τη φορά μία αναπάντεχη θαλασσοταραχή στο Ικάριο πέλαγος θ’ αλλάξει τα σχέδια τους. Μία αναγκαστική προσόρμιση σε ένα απομονωμένο νησί του αρχιπελάγους, μία θεόσταλτη έμπνευση του κυβερνήτη, μία ανάμνηση που θα συντροφεύει τον Παναγιώτη σε όλη την υπόλοιπη ζωή του…
Μία άγνωστη αλλά αληθινή ναυτική ιστορία οδηγεί το συγγραφέα σε μία σκιαγράφηση της ζωής και των ηθών της Ελληνικής κοινωνίας στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50. Τότε που η τιμή της οικογένειας και ο λόγος του νοικοκύρη ήταν υπέρτατες αξίες.