Κερδισμένοι και χαμένοι
είναι ώρα να πάτε στα σπίτια σας.»
Αναμνήσεις, νοσταλγία, σαρκασμός, πικρία, ένας πατέρας την υστεροφημία του οποίου πρέπει να υπερασπιστεί, συνειδητοποίηση…
Ένα βιβλίο 63 μόλις σελίδων από τον Τ.Σ. και τις εκδόσεις Βακχικόν που όμως κατορθώνει να μεταφέρει με εύγλωττο τρόπο τις σχέσεις των μελών της οικογένειας του συγγραφέα.
Ο Τ.Σ. ανατρέχει στις πρώτες αναμνήσεις του από τον χώρο που αποτέλεσε το κέντρο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της οικογένειας.
Ξεκινάει την περιγραφή με πυκνή αναφορά των αντικειμένων που βρίσκονταν μέσα στο μαγαζί, δίνοντας έτσι το επαγγελματικό τους πλαίσιο και ολοκληρώνει με πυκνή αναφορά των γειτόνων, δίνοντας, αντιστοίχως, το πλαίσιο της ευρύτερης προσωπικής τους ζωή: δύο σκηνές - ένα έργο.
Τα αντικείμενα, όμως, παίρνουν ζωή από τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκαν, παίρνουν τις ιδιότητες και τα συναισθήματά τους και έτσι κρατούν τις φιγούρες τους ζωντανές στη μνήμη σου. Όπως μία πέτρα μπορεί να γίνει αγέλαστος έτσι και ένα σκαμνάκι μπορεί να συνδεθεί στο μυαλό σου με το άτομο που το χρησιμοποίησε, που έκατσε εκεί και προβληματίστηκε, γέλασε, έκλαψε. Η μαμά, ο μπαμπάς και ο παππούς είχαν ο καθένας το δικό του σκαμνί στο μαγαζί, τον δικό τους ρόλο, λόγο, συνεισφορά…
Λένε πως κανείς δεν χάνεται πραγματικά αν δεν τον ξεχάσουμε και η μνήμη των δικών του είχε διατηρηθεί ολοζώντανη μέσα του. Τώρα τον ενδιέφερε να αποκαταστήσει και την υστεροφημία τους.
Δύο αδέρφια. Οι γονείς τους ήταν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι μέχρι το τέλος. Μια χαρακτηριστική ελληνική οικογένεια με υπερπροστατευτικούς γονείς που προσπαθούσαν να βοηθήσουν και τα δύο παιδιά τους -τα δύο αγόρια τους- που δυσκολεύονταν πολύ όταν κάποιο από αυτά έφευγε από την οικογενειακή εστία.
Ο όρος για να αποδεχτούν τον αποχωρισμό; Να πηγαίνουν κάθε Παρασκευή στο σπίτι για να παίρνουν φαγητό (αυτό που για την ελληνική οικογένεια συμβολίζει τη φροντίδα).
Ωστόσο, από κάποιο σημείο και πέρα έχασαν το μέτρο προσπαθώντας να βοηθήσουν αυτόν που φαινόταν πιο αδύναμος σε βάρος του πιο ικανού.
Τα αποτελέσματα φάνηκαν με τον χειρότερο τρόπο από τη μια μεριά στο πλιάτσικο που έγινε μετά τον χαμό τους και από την άλλη στη συμπεριφορά του ενός γιου που πετούσε στα σκουπίδια ό,τι δεν είχε υλική αξία.
Χαρακτηριστική σκηνή; Η θεία (αδερφή του πατέρα) που μετά το πλιάτσικο, εμφανίζεται στην κηδεία φορώντας τα ρούχα της μητέρας και πηγαίνοντας πάνω-κάτω για να προβάλλει τον εαυτό της, παινεύεται πόσο ωραία κηδεία έκανε…
Αυτό το σκύλεμα του νεκρού το έχουμε διαβάσει σε αρκετά κείμενα από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας αλλά όταν οι συγγενείς είναι πιο ασεβείς από τους ξένους που ρώτησαν αν θα μπορούσαν να πάρουν ό,τι είχε πεταχτεί, είναι ανατριχιαστικό!
Δεν τους άξιζε!
Δεν φείδεται κατηγοριών, χαρακτηρισμών και υπονοουμένων για τον αδερφό του. Δύο, τουλάχιστον, φορές επαναλαμβάνει τις φράσεις «Από πρόθεση» και «Το χέρι μου στο ταμείο δεν το άπλωσα».
Ο Τρύφων θεωρεί ότι έχει αποκαταστήσει την αλήθεια και ότι έχει εκπληρώσει το ιερό καθήκον ως γιος προς τον πατέρα που κατηγορήθηκε ανυπόστατα και κλείνει την υπόθεση για όσους έπαιξαν με αυτά τα πράγματα: «Η παρτίδα τελείωσε. Κερδισμένοι και χαμένοι είναι ώρα να πάτε στα σπίτια σας». Σαν να λέει «Δεν υπάρχει πια τίποτα άλλο για εσάς εδώ».
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρει πολλές φορές το «Aχ ρε πατέρα…» …και είναι σαν να τον ακούς να βαριαναστενάζει και να προσπαθεί να βρει την ανάσα του από την ψυχολογική φόρτιση…
Το αν αυτή η διαδικασία λειτούργησε ψυχοθεραπευτικά ή όχι και για τον ίδιον, το ξέρει μόνο αυτός. Το σίγουρο πάντως είναι ότι πολλοί θα βρουν σημεία ταύτισης μαζί του.
ΥΓ: Θα ήθελα να δω αλλιώς μία δύο λέξεις, για παράδειγμα: πράσσειν άλογα ή κτήρια.
Αργυρώ Φώτη
Το βιβλίο του Τ.Σ., «Κολιάτσου - Παγκράτι», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.