Δανάη, η ρεπόρτερ
«Έλα Θεανώ μου. Περίμενα να με πάρεις πρώτα, για να πάω μετά στο super market.
»Δεν μου λες βρε φιλενάδα μου λατρεμένη, ποια λογική προστασίας μου από τον "εστεμμένο", κρύβει το γεγονός να μπορώ να έρθω μεν σε επαφή με μια ουρά τεράστια έξω από το μαγαζί και μετά με τους υπαλλήλους του, αλλά να μη μπορώ δε, να ‘ρθω σπίτι σου και εσύ στο δικό μου; Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτό το ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ. Αφού δεν μένουμε, για τον άλφα ή βήτα λόγο, γιατί το κάνουμε επιλεκτικά;»
«Δεν ξέρω αγάπη μου, δεν ξέρω. Εγώ πάντως δεν αντέχω άλλο μακριά σου και από την Πέρσα Β'. Αφού σκέφτηκα να διαθέτω τον μισό μου μισθό, να κάνω το τεστ και αν είναι αρνητικό να σας έρχομαι, να μένω καναδυό μέρες μαζί σας, να γεμίζω μπαταρίες και όταν με πιάνει το στερητικό μου να επαναλαμβάνω το τεστ και πάει λέγοντας. Τι λες;»
«Με αυτόν τον τρόπο, ναι, κάπως παλεύεται ο εγκλεισμός. Μήπως και πριν ληφθούν τα αναγκαστικά μέτρα κάναμε κάτι το διαφορετικό; Καμιά βόλτα ποδαράτο ή με το αυτοκίνητο, κανένα ταβερνάκι στη χάση και στη φέξη και εγώ σπίτι σου κι εσύ στο δικό μου. Αφού επιτρέπεται η βόλτα-άσκηση, ας επωφεληθούμε πριν απαγορευτεί κι αυτή».
«Εξ’ άλλου, ας μη παραβλέψουμε το γεγονός ότι σαν νέα κορίτσια, δεν είμαστε ως φαίνεται του γούστου του, δεν μας πολυπάει ο "εστεμμένος"!»
«Άντε και οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι είναι σε φουλ απασχόληση. Το συντομότερο ραντεβού μαζί τους σε κανέναν χρόνο, όταν θα έχουμε πλέον ιδρυματοποιηθεί για τα καλά!
»Τώρα κάτι άσχετο με τα λεχθέντα. Καμιά φορά ρε συ Δανάη σε πειράζω που το ευφάνταστο μυαλουδάκι σου πλάθει ιστορίες παράξενες, βλέπεις παράξενα όνειρα που να γράφεις νουβέλες, φαίνεται όμως ότι καταντά κολλητικό το πράγμα, το άρπαξα κι εγώ, οπαδός ούσα του "μ’ όποιον δάσκαλο θα κάτσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις" και άκου τι όνειρο είδα σήμερα.
»Κάνε έναν καφέ πρώτα και σε παίρνω σε πέντε λεπτά. Έχει ενδιαφέρον τόσο, που σκέπτομαι να αποταθώ σε ειδικό... εξηγησιολόγο ονείρων να τον πω; Οπτασιολόγο να τον πω; Τον λέω Δανάη και καθάρισα. Θα με ακούσεις υπομονετικά, άλλωστε δεν έχεις και κάτι καλύτερο να κάνεις, γιατί δεν φαντάζομαι να θεωρείς το σούπερ μάρκετ με την σημερινή του μορφή καλύτερο από μένα, που βρέξει χιονίσει δεν αλλάζω διάθεση όταν πρόκειται για σένα…
»Και αφού σε καλόπιασα, αρχίζω.
»Φαντάζομαι κάποια στιγμή στη ζωή σου αναρωτήθηκες, τι είναι εκείνο που κάνει τα παιδιά μικρά ή μεγάλα να αγαπούν τόσο πολύ τα παραμύθια, τα περισσότερα των οποίων είναι αγριευτικά, με δράκους και ξωτικά, με λύκους, με τέρατα και δεν συμμαζεύεται. Από ένστικτο θες, επειδή τα έχουν χιλιοακούσει και ξέρουν ότι οι ήρωές τους δεν θα πάθουν κακό και το τέλος θα είναι πάντα αίσιο, δεν
τα φοβούνται.
»Έλα κακέ λύκε και φάε την καλή γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας, εγώ πριτς που θα στενοχωρηθώ, αφού ξέρω πως θα έρθει ο καλός ο κυνηγός πάνω στην ώρα θα σκοτώσει τον λύκο θ’ ανοίξει το φερμουάρ στην κοιλάρα του και θα βγει η γιαγιά άφοβη κι ωραία, όπως ήταν και πριν φαγωθεί και ορεξάτη θα φάει τα καλούδια που της έφερε το κοριτσάκι της, θα γίνει καλά που ήταν αρρωστούλα (σημ. το ότι ζούσε μόνη και κατάμονη σε μια καλύβα δεν θυμάμαι να εξηγείται ή να δικαιολογείται στο παραμύθι, που το περνά στο ντούκου), και θα ζήσουν καλά και εμείς καλύτερα, που είναι άλλο παραμύθι βέβαια.
»Το παιδί ακούει και ενδόμυχα πιστεύει και ελπίζει ότι και στη ζωή του πάντα θα υπάρχει ένας κυνηγός που θα του φέρνει πίσω τους αγαπημένους του που ένας αόρατος λύκος τους πήγε στο λημέρι του. Κάποτε αντιλαμβάνεται ότι τέτοιοι κυνηγοί δεν υπάρχουν και τότε είναι η εποχή που παύει να πιστεύει πια σε παραμύθια.
»Κάπως έτσι και οι μεγάλοι αγαπούν τις μελό ιστορίες-παραμύθια. Αφού κλάψουν με τα πάθη των ηρώων τους μέχρι που να το φχαριστηθεί το κλάμα η ψυχή τους, στο τέλος θα έρθει το πριγκιπόπουλο στο άσπρο άτι του καβάλα -δεν πειράζει απαραίτητα το χρώμα του αλόγου, αρκεί ο καβαλάρης να έχει θεληματικό πηγούνι!- θα κατατροπώσει το όποιο κακό, θα πάρει στη σέλα του την φτωχιά πλην τίμια κοπελιά και τα βάσανα ηρώων, αναγνωστών ή θεατών, θα τελειώσουν με το γνωστό happy end.
»Κάπως έτσι και οι μεγάλοι αγαπούν τις μελό ιστορίες-παραμύθια. Αφού κλάψουν με τα πάθη των ηρώων τους μέχρι που να το φχαριστηθεί το κλάμα η ψυχή τους, στο τέλος θα έρθει το πριγκιπόπουλο στο άσπρο άτι του καβάλα -δεν πειράζει απαραίτητα το χρώμα του αλόγου, αρκεί ο καβαλάρης να έχει θεληματικό πηγούνι!- θα κατατροπώσει το όποιο κακό, θα πάρει στη σέλα του την φτωχιά πλην τίμια κοπελιά και τα βάσανα ηρώων, αναγνωστών ή θεατών, θα τελειώσουν με το γνωστό happy end.
»Αυτά σκεπτόμουνα χθες καθώς καθόμουνα στην λουλουδιασμένη και πανέμορφη αυλή μου, ευχαριστώντας την καλή μου τύχη που δεν ήμουν αναγκασμένη να ζω σε ένα ημιυπόγειο και ανήλιαγο σπίτι που από το μοναδικό του παράθυρο να βλέπω μόνο τα πόδια των διαβατών και να εισπνέω το καυσαέριο των εκατοντάδων αυτοκινήτων της μεγάλης λεωφόρου. Ως φαίνεται, θα γλάρωσα από τον ανοιξιάτικο ήλιο, που με χάιδευε και τα αρώματα των λουλουδιών στην πλήρη τους άνθηση και ποικιλία χρωμάτων, και βλέπω, σαν τι λες; Την καρδερίνα μου καθισμένη στον ώμο μου και τιτιβίζοντας να μου λέει σε απευθείας μετάφραση από αόρατο μεταφραστή τιτιβισμάτων, πόσο λυπημένη ήταν για την γενοκτονία όχι μόνον των ανθρώπων στην γειτονική Ιταλία αλλά και των πουλιών και άλλων κατοικίδιων που με τον θάνατο των αφεντικών τους παρέμειναν αβοήθητα και πέθαναν από ασιτία όπως και οι άνθρωποι στα σπίτια κλουβιά τους. Το φαντάζεσαι; Θάνατος από πείνα και δίψα όπως στην Αφρική που ακούμε και δεν τα πιστεύουμε…
"Μα δεν είναι κρίμα βρε Θεανώ μου, αφού ούτως ή άλλως εμάς τα πουλιά όπως και τα σκυλιά και τα γατιά και όποια άλλα κατοικίδια συντροφεύουμε τις μοναχικές ανθρώπινες υπάρξεις, δεν μας εχθρεύεται ο "εστεμμένος", πρέπει ντε και καλά να πεθαίνουμε αβοήθητα από ασπλαχνία και ανθρώπινο πανικό, κλεισμένα και ξεχασμένα στα κλουβιά μας; Θάνατος όχι μια κι έξω και ησυχάσαμε, αλλά από έλλειψη φαγητού και νερού καταδικασμένα σε θάνατο αργό και βασανιστικό θάνατο, την στιγμή που η φύση σε ανοιξιάτικο όργιο τροφής μας καλεί; Γιατί δεν σκέφτηκε κάποιος να κάνει, έτσι, μια απλή κίνηση, ν' ανοίξει την πόρτα της φυλακής μας; Μου θυμίζει την θηριωδία των παλιών Ινδών που με τον θάνατο του αφέντη συζύγου και το κάψιμό του στην πυρά, έκαιγαν και την σύζυγο να πάει, ζωντανή, όχι νεκρή, εκόντα άκοντα μαζί του παρέα στον θάνατο! Πολύ σκληρό ον τελικά ο άνθρωπος από όποια πλευρά και αν το δεις. Ποιος ξέρει τι προαιώνια απωθημένα έχει και ο κορωνοϊός και τώρα τον εκδικείται!
Ήρθα λοιπόν σε εσένα Θεανώ μου να ειδοποιήσεις και να κοινοποιήσεις την παράκληση μου στο ίντερνετ, όσοι από τους γέροντες που επαναλαμβάνω είναι στο στόχαστρο του ιού αλλά ακόμη δεν έχουν νοσήσει, να προσέξουν, μην πάθουμε τα ίδια με τα αδέρφια μας τα αδικοχαμένα. Πριν το αναπόφευκτο τέλος τους οι γέροντες, ας κάνουν αυτήν την καλή πράξη, έτσι που να αγιάσει η ψυχούλα τους."
»Άκουγα Δανάη μου την καρδερίνα μου να μου λέει αυτά τα ανήκουστα λόγια και αναρωτιόμουνα πώς πληροφορήθηκε πουλί πράγμα αυτά που εμείς μαθαίνουμε κάθε απόγευμα στις 6, σε ειδική εκπομπή της TV; Δεν το πολύ σκάλισα το πράγμα στον ύπνο μου, αλλιώς τι όνειρο θε να ’ταν και έσπευσα να της υποσχεθώ ότι μόλις ξυπνούσα, θα τσακιζόμουν να ικανοποιήσω την ικεσία της που και λογική ήταν και πολύ πιο ανθρώπινη από πολλούς ωχαδελφίτες συνανθρώπους μου.
»Ένα χάδι στον ώμο μου με έκανε να πεταχτώ και να ξυπνήσω ή και το αντίστροφο. Ήταν ο Διονύσης. Είχατε λέει παύση εργασίας λόγω των γνωστών μέτρων που έλαβαν οι αρχές. Εξυπακούεται ότι το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ανοίξω το πορτάκι του κλουβιού. Η καρδερίνα κατάπληκτη έμεινε ακίνητη στην αρχή να με κοιτάζει προσπαθώντας να κατανοήσει την απίστευτη κίνησή μου και στη συνέχεια ήρθε και στάθηκε στην άκρη της πορτούλας. Μετά πέταξε έξω στην αυλή σε χαμηλή πτήση δοκιμάζοντας τα αγύμναστα φτερά της, για να φύγει ακολούθως στους ανοιχτούς ορίζοντες και την ελευθερία της. Της ευχήθηκα να μη βρεθεί αντιμέτωπη με καμιά νυχτερίδα, να προσέχει, και μόνη της έγνοια να είναι πώς να βρίσκει τροφή, αλλιώτικη βέβαια από την άφθονη που είχε συνηθίσει, αλλά πολύ πιο νόστιμη με την γεύση την επιλογής που θα είχε και το αξεπέραστο άρωμα της φύσης και της λευτεριάς. Της ευχήθηκα φωνακτά μπροστά στο κατάπληκτο Διονύση το ορμέμφυτό της να την οδηγήσει σωστά.
»Φιλενάδα είχα την ελπίδα ότι θα σε συγκινούσε το όνειρό μου και θα έγραφες κάτι σχετικό, στην διάσημη στήλη σου στην εφημερίδα. Πρέπει πάση θυσία να βρω τρόπους να ειδοποιήσω τους μοναχικούς γέροντες που έχουν κατοικίδια. Τι λες κι εσύ;»
«Εγώ τι να πω αγαπημένη μου; Τα είπες εσύ όλα…»
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Εικοστό πέμπτο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου