Άκουσα τη φωνή της που γινόταν διαφορετική. Και κάθε φορά συνέβαινε το ίδιο παράξενο πράγμα.
Ήμουν μικρός και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω κάποια πράγματα που λένε οι μεγάλοι μεταξύ τους. Αισθανόμουν ότι κάτι έκρυβαν, όχι μόνο μπροστά στα μάτια τα δικά μου αλλά και μεταξύ τους.
Κοίταζα τα βλέμματα που ήταν άλλες φορές επιτακτικά και άλλες υποτακτικά. Κάποιες άλλες στιγμές γίνονταν βλέμματα συγχώρεσης και ένιωθα ότι όλα είχαν περάσει και ότι όλα ήταν κανονικά. Ήμασταν μια κανονική οικογένεια. Μόνο που εκείνος δεν ήταν ο πατέρας μου.
Κάποια στιγμή είχαμε πάει να φάμε και ένιωσα ένα πόνο στο πόδι μου. Κοίταξα αυτόν που κοιτούσε τη μάνα μου με το βλέμμα του να μοιάζει με άρρωστο. Θυμάμαι μετά στο σπορ αυτοκίνητο του να πατάει το γκάζι με δύναμη και να αναρωτιέμαι γιατί το κάνει αυτό.
Τσακωνόταν συχνά με τη μάνα μου και οι φωνές ακούγονταν από το δωμάτιο μέσα. Κλειστή η πόρτα σαν να προσπαθούσαν να κρύψουν το χαμό. Θυμάμαι κάποια φορά που είχε η μάνα μου μελανιά στο χέρι της και όταν τη ρώτησα μου απάντησε ότι είχε χτυπήσει στο ντουλάπι.
Προσπαθούσα να σκεφτώ πώς γίνεται αυτό αφού δεν φτάνει το χέρι εκεί πάνω.
Η νύχτα με τις φωνές της μάνας μου συνεχίστηκε ξανά. Σε κάποια στιγμή βγήκαν έξω και πήγαν στο δωμάτιο μου. Εγώ καθόμουν στο σαλόνι και πήγα να δω τι συνέβαινε. Η μάνα μου κάτω στο πάτωμα να κλαίει και αυτός να τη χτυπάει από πάνω.
Με τη μικρή μου σκέψη που μεγάλωσε σαν φαντασία πήρα ένα σπαθί πλαστικό που είχα και άρχισα να τον χτυπάω στην πλάτη. Σκεφτόμουν ότι του έχωνα το σπαθί στο σώμα και τα άντερα του χύνονταν κάτω. Ήμουν νικητής αφού είχα σώσει τη μάνα μου. Εγώ, ο ιππότης.
Το μικρό πλαστικό παιχνίδι όμως δεν ανταποκρίθηκε στην πραγματικότητα και αυτός γύρισε και με χτύπησε στο πρόσωπο.
Ο χρόνος σταμάτησε καθώς κοίταγα τα έκπληκτα πρόσωπα τους που με κοιτούσαν. Τα δάκρυα μου έπεφταν καθώς το μικρό μου παραμύθι χανόταν.
Με τις πιτζάμες πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα μα δεν έκανε καταγγελία. Εκείνο το βράδυ πέρασε από τη μνήμη γρήγορα.
Αυτός ήρθε από το σπίτι όπως συνήθιζε να κάνει παρακαλώντας τη μάνα μου να τον δεχτεί. Τις πιο πολλές φορές τον δεχόταν πίσω. Έτσι θα έκανε και τώρα, αλλά αυτή τη φορά με κάλεσαν να με ρωτήσουν αν ήθελα εγώ να τον δεχτώ. Σαν ιππότης που δεν χάνει την τιμή του απάντησα αρνητικά.
Ο τύπος έφυγε από το σπίτι και δεν ήρθε ξανά.
Χρόνια μετά μεγάλωσα και μάθαινα για αυτόν πράγματα ότι παραφύλαγε, ήταν κρυμμένος στα δέντρα απέναντι από το σπίτι και μερικές φορές κρυβόταν στο πατάρι του σπιτιού μας για μέρες.
Κάποια στιγμή μάθαμε ότι έπεσε μέσα σε ένα λιμάνι με το καινούργιο σπορ αμάξι του και δίπλα του είχε ένα σημείωμα της μάνας μου.
Νομίζω πως κάποια στιγμή ήρθε εκείνη που λέγεται Δικαίωση. Μα σκέφτομαι ότι όμορφα καλύπτουμε τις αδυναμίες μας με λέξεις και ποικίλες φράσεις. Ντύνουμε τον εαυτό μας καλύπτοντας τα κενά μας. Και αντί να αντικρίσουμε την αλήθεια κατάματα υποχωρούμε και δεν νοιαζόμαστε για τις συνέπειες.
«Πρώτα πρέπει να μάθεις να ακούς» ήταν από τις πρώτες φράσεις που άκουσα από τον ψυχολόγο και αργότερα δάσκαλο μου. Να μην αγνοούμε αυτό που γίνεται αλλά να το αντιμετωπίζουμε. Κάτι που δεν έκανε η μάνα μου ποτέ. Κρυβόταν στα δικά της λάθη, στις δικές τις φωνές που υπερκάλυπταν τα πάντα στον κόσμο της. Μαζί και τη φωνή του παιδιού της που ήθελε να τη βοηθήσει.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε ψηφιακό έργο από τον Γιώργο Αγγελίδη