Ο Κάλβος και ο Σολωμός έζησαν είκοσι χρόνια στην ίδια πόλη χωρίς ποτέ να συναντηθούν.
Μ. Αναγνωστάκης
Μετά την έκδοση των δυο ποιητικών συλλογών του ο Κάλβος ταξιδεύει στην επαναστατημένη Ελλάδα και από εκεί στην Κέρκυρα, όπου θα μείνει μέχρι το 1852. Ζει κυρίως παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα, αρθρογραφεί σε τοπικές εφημερίδες και, όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, δεν ξαναγράφει ποτέ ποίηση. Ο Σολωμός φτάνει από τη Ζάκυνθο δυο χρόνια μετά, το 1828, για να συνθέσει στην Κέρκυρα το πιο σημαντικό κομμάτι της δημιουργίας του. Δεν μπορούμε να ξέρουμε με ασφάλεια αν αληθεύει η φήμη που τους θέλει να μη συναντιούνται ποτέ. Είναι ωστόσο ενδεικτική της ποιητικής απόστασης που χωρίζει τους δύο μεγάλους ποιητές του ελληνικού 19ου αι. και μάλλον μεταφράζεται και με όρους διαφορετικής πρόσληψης από το κοινό της εποχής. Κατά την παραμονή του στην Κέρκυρα, ο Κάλβος γίνεται τρεις φορές καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας.
Η ποίηση του:
Καὶ τοὺς ναούς σου
ἐθαύμασα τῶν Κελτῶν
ἱερὰ πόλις· τοῦ λόγου
ποία, ποία εἰς ἐσὲ
τοῦ πνεύματος λείπει
ἀφροδίτη;
Άνθρωπος μονήρης, απόμακρος στις κοινωνικές και επαγγελματικές του σχέσεις, έτρεφεν ιδιάζουσαν προτίμησιν προς το μέλαν χρώμα. Το είπε και ο Σολωμός πως «δε ζει κάνεις καλά παρά μόνος» και το έκανε και εκείνος πράξη στην Κέρκυρα, όμως η επιλογή της μοναχικής ζωής από την πλευρά του Κάλβου περικλείεται από ένα μυστήριο: δε μας άφησε ούτε ένα πορτρέτο του. Δε μας εξήγησε γιατί αποφάσισε να μην ξαναγράψει ποίηση και κυρίως δεν σχολίασε σε κανενός είδους κείμενό του την επιλογή της αυτοεξορίας από το 1852.
Το 1852 φεύγει στην Αγγλία, παντρεύεται εκεί την Charlotte Augusta Waddams και εργάζεται ως καθηγητής στο ιδιωτικό παρθεναγωγείο της γυναίκας του. Τα μόνα κείμενα που γνωρίζουμε ότι υπογράφει αυτή την εποχή είναι δύο ακόμη θρησκευτικές μεταφράσεις. Αυτή η συνθήκη αυτοεξορίας στερεί από τον Κάλβο τον θάνατο στην πατρίδα, που ευχήθηκε να έχει στην πρώτη ωδή της Λύρας.
Η ποίηση του:
Τὸ κῦμα ἰώνιον
πρῶτον ἐφίλησε
τὸ σῶμα· πρῶτοι
οἱ ἰώνιοι Ζέφυροι
ἐχάϊδευσαν
τὸ στῆθος τῆς
Κυθερείας.
Στις 3 Νοεμβρίου 1869 πεθαίνει και ενταφιάζεται στην μικρή πόλη Louth της Αγγλίας. Την επιχείρηση της μεταθανάτιας «επιστροφής» του στην πατρίδα αναλαμβάνει ο Γ. Σεφέρης και η ελληνική πολιτεία, που φροντίζουν το 1960 για την μετακομιδή των οστών του Κάλβου και της γυναίκας του στη Ζάκυνθο.
Η επισήμανση εντούτοις του Σεφέρη το 1941 ότι «δεν υπάρχει γνωστή προσωπογραφία του Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδη», από κοινού με το φανταστικό πορτρέτο του Κάλβου που σκιαγραφούν η δόκιμη που αποτέλεσε τον «Πρόλογο» στην έκδοση των Ωδών της Αλεξάνδρειας όσο και αυτή του 1936, «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο», επικαιροποιούν και συνοψίζουν στην εποχή τους συμβολικά το αίτημα για μια εμβριθέστερη διερεύνηση του βίου και του έργου του.
Ανάμεσα στα μέλη της γενιάς του '30 θα βρει κανείς και άλλους εισηγητές της «επανανακάλυψης» του ποιητή: τον Οδ. Ελύτη, τον Γ. Θεοτοκά, τον Ν. Κάλας, που θα θελήσουν -πάνω στην έλλειψη καλβικής προσωπογραφίας- να σκιαγραφήσουν ο καθένας το δικό του πορτρέτο.