Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Ο αγροτικός γιατρός

Δανάη, η ρεπόρτερ

Ξέραμε ότι η Πέρσα Βουδούρη, έλκυε σαν αλεξικέραυνο περιπέτειες και αστυνομικές ιστορίες που καλούνταν και να τις εξιχνιάσει, αλλά δεν ξέραμε ότι το ταλέντο αυτό, να το πούμε έτσι, το είχε αποκτήσει κληρονομικώ δικαίω και η εγγονή της, η Δανάη. Καλά λένε ότι το όποιο χάρισμα δεν «μεταβιβάζεται» άμεσα στα παιδιά αλλά σε γενεά παρά γενεά. Π.χ. η διακεκριμένη Αρχαιολόγος καθηγήτρια του Καποδιστριακού κόρη της, δεν είχε ντετεκτιβικές τάσεις, εν αντιθέσει με την εγγονή της που και άμεση σχέση είχε με αλεξικέραυνα και με πολλά άλλα χρήσιμα ή και άχρηστα εφευρήματα του ανθρώπου.
Η Δανάη λοιπόν, μετά από μια υποχρεωτική αναρρωτική άδεια εξ’ αιτίας όχι κορωνοϊού αλλά μιας ήπιας μορφής γρίπης που την ταλαιπώρησε, είπαν με τον Ρωμανό να αποδράσουν για μίνι διακοπές άνευ τέκνων στο χωριό των παππούδων του Ρωμανού, να αναπνεύσουν οξυγόνο και να απολαύσουν μια ηρεμία μακριά από τα τεχνολογικά θαύματα των τελευταίων δεκαετιών.
Καμιά εικοσαριά κάτοικοι όλοι κι όλοι στο ορεινό χωριό, που τα πέτρινα σπίτια του άλλοτε έσφυζαν από ζωή, έφεραν τραύματα εγκατάλειψης που δύσκολα επουλώνονταν. Όσα όμως παρέμεναν κατοικήσιμα έλαμπαν από καθαριότητα και αρχοντιά όσο οι χωρικοί που φύλαγαν Θερμοπύλες έμεναν σ’ αυτά, με τη μοίρα τους προδιαγεγραμμένη. Σε λίγα χρόνια από τώρα, θα ήταν χωριά φαντάσματα. Δε ήταν δυνατόν να αλλάξει αυτή η μοίρα με το να έρχονται εκεί όποιοι από τους απογόνους είχαν κάποιες ευαισθησίες, μοναχά το καλοκαίρι!
Η γιαγιά και η προγιαγιά με το παππού άντεχαν ακόμα, σαν τις αιωνόβιες ελιές και τα πεύκα και αρνούνταν πεισματικά να γίνουν κοινωνοί της σύγχρονης τεχνολογίας, εκτός ορισμένων βασικών οικιακών συσκευών που διευκόλυναν την ζωή τους.
Δανάη και Ρωμανός ήταν σχεδόν ευτυχισμένοι με τον ερχομό τους στο χωριό και τα πρώτα δύο εικοσιτετράωρα έμειναν στο κρεβάτι χουζουρεύοντας και απολαμβάνοντας τα στρωσίδια που μοσχοβολούσαν λεβάντα και πράσινο σαπούνι σκεπασμένοι με φλοκάτες φρεσκοπλυμένες στο ποτάμι και στεγνωμένες για μέρες στον αξεπέραστο ελληνικό ήλιο. Σηκώνονταν μόνο για φαγητό και
τουαλέτα. Ιδανικός τρόπος ανάκτησης δυνάμεων.

Απόλυτη σιγή και μόνο ένας κόκορας κακάριζε με κάποιους γνωστούς του από μακριά να του απαντούν. Βέβαια η μουσική ποικίλης τεχνοτροπίας από εκατοντάδες τιτιβίσματα πουλιών έκαναν πρίμο σεκόντο με την σιωπή και νανούριζαν γλυκά τους νεοφερμένους.
Θα ήταν το τρίτο χάραμα όταν, πριν λαλήσει ο κόκορας, την απόλυτη σιγή διαπέρασε μια ανθρώπινη στριγκλιά που, ναι μεν σαφώς ανθρώπινη, μα που δεν έμοιαζε με τέτοια!
Μια χωρική έκλαιγε και οδύρονταν γιατί στο κοτέτσι της που πήγε να ταΐσει τις πουλάδες της, μοναδική πηγή πρωτεΐνης με τα αυγουλάκια τους γι' αυτήν και τον γέρο της, τις βρήκε όλες νεκρές, πλην του κόκορα που περιφέρονταν σαν ξεπουπουλιασμένη όρνιθα μη μπορώντας να εξηγήσει, ή και αν ήξερε πώς να το πει, το τι συνέβη στο χαρέμι του.
Ήταν να λυπάται κανείς την άμοιρη γριούλα που κλαίγοντας εκλιπαρούσε την πιτσιλωτή της να σηκωθεί από την νεκρική ακινησία της και την μαυρούλα της να αναστηθεί και να της δώσει το μελάτο αυγό του άρρωστου γέροντά της με τον πρωινό καφέ του, όπως έκανε εδώ και μήνες, ο οποίος κείτονταν ανήμπορος από τα αρθριτικά του και τα γεροντάματά του. Της υπόσχονταν δε, ότι αν σηκωνόταν, ποτέ πια δεν θα την ξαναμάλωνε που αλήτευε στα περιβόλια και έφτυνε η γριά αίμα εωσότου καταφέρει να την ξαναμαντρώσει την αλήτισσα στο κοτέτσι. Ατίθασο πουλερικό, θαρρείς ακόμη και με τον θάνατο όταν ήρθε αντιμέτωπο, θέλησε και προσπάθησε να ξεφύγει, γιατί βρέθηκε άκρη άκρη στο μεγάλο κοτέτσι από όπου όμως τη φορά αυτή δεν πρόλαβε να ξεφύγει. Είναι γνωστό πόσο δένονται οι χωρικοί με τα ζωντανά τους. Τα φωνάζουν με τα ονόματά τους και αυτά ανταποκρίνονται στο κάλεσμα με την όποια νοημοσύνη διαθέτουν.
Τώρα το κοτέτσι θύμιζε σφαγείο και θα πρέπει ο δράστης να μην είχε τίποτα τα ανθρώπινο πάνω του βλέποντας το έργο της καταστροφής και του θανάτου που σκόρπισε, ποιος ξέρει γιατί. Η Δανάη βλέποντας τον σπαραγμό τη γραίας και θυμούμενη την δική της γιαγιά στην ασφάλεια του σπιτιού της, υποσχέθηκε στην γερόντισσα ότι την επομένη κιόλας όλες οι νεκρές κοτούλες θα είχαν αντικατασταθεί από άλλες που η ίδια θα διάλεγε, από το ορνιθοτροφείο του γειτονικού Κεφαλοχωριού. Ήταν και αυτό μια παρηγοριά, αν και η απώλεια δεν μετριόταν στο πόσες κότες χάθηκαν, αλλά πόσες "φίλες" χρόνων και χρόνων.
Όταν καταλάγιασε κάπως η έκπληξη και ο οδυρμός, πρώτη η Δανάη αναρωτήθηκε πώς ο δράστης που δεν άφησε κότα για κότα από τις 30 του κοτετσιού ζωντανή, δεν άγγιξε τον κόκορα, την μόνη αρσενική ύπαρξη 'κει μέσα και μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα του μακελειού.

Πέρασαν λίγες ημέρες και το κοτέτσι ξαναβρήκε την ζωντάνια του με τις νεοφερμένες, που αν ήξεραν και το τι έπαιξε σε αυτόν τον χώρο, θα έτρεμε το φυλλοκάρδι τους. Μόνον ο αναίσθητος κόκορας έμοιαζε πανευτυχής ανάμεσα σε τόσες νέες ομορφιές που του ‘λαχε να πηδήξει!
Αρσενικά!
Tην έβδομη ημέρα παραμονής στο χωριό, ένα πρωινό που μοσχοβόλαγε ο τόπος φρεσκοψημένο ψωμί στον αυτοσχέδιο φούρνο της τεράστιας αυλής, άντε πάλι κλάματα και οδυρμοί, σε άλλο χωριατόσπιτο τούτη τη φορά. Πήγε η Βάβω να αρμέξει τα κατσίκια της και να μοιράσει το γαλατάκι στους λιγοστούς κατοίκους να φτιάξουν οι νοικοκυρές τον τραχανά τους και βλέπει με φρίκη τις κατσίκες σφαγμένες και το τραγί περίλυπο να βελάζει προφανώς θρηνώντας τις συντρόφισσές του.
«Αχ Μπιρμπίλομ, αχ Μαργαρόμ, ποιος κακούργος πήρε την αθώα ζωούλα σας που να τον φάει ο εξαποδό ζωντανό; Ποιος το 'κανε βρε τραγόπουλο; Πες μου και θα δει τι θα του κάμω. Δεν μιλάς ε; Γιατί; Φοβάσαι κι εσύ έρμομ, ε; Εσύ τη σκαπούλαρες, πώς και έτσι; Δε μιλάς, άλλες φορές όλο μπεεεε και μπεεεεε ήσουν και τώρα έχασες από την τρομάρα σου το βέλασμά σου, που την κατάρα μου να ‘χει ο βελζεβούλ και το σινάφι του ούλο. Τι θα δίνω τώρα στον γέρομ που είναι και άρρωστος, φοβάμαι ότι μετράει μέρες; Σαν το νήπιο κι αυτός, το γάλα τον κρατά ζωντανό, μα το νήπιο την έχει την ζωή ομπρός, ο γέρος μου οπίσω, όχου και συμφορά που με βρήκε την έρμη…»

Μα τι στην ευχή γίνεται εδώ ορέ παιδιά; Εδώ έχουμε έναν κατά συρροή δολοφόνο μόνο θηλυκών υπάρξεων. Γεννήθηκε το εύλογο ερώτημα: Αν άρχιζε να μακελεύει και ανθρώπους, που σημαίνει ότι κινδύνευαν όλες οι γυναίκες του χωριού, μηδέ της Δανάης εξαιρουμένης;
Ο φόβος, σαν μαύρος μανδύας σκέπασε τους ώμους των γραιών που ταμπουρώθηκαν στα σπίτια τους. Ως και ο μικροκαφενές, τόπος συγκέντρωσης των χωρικών, παρέμεινε αδειανός με τα γερόντια να μένουν σπίτι, συμπαραστεκόμενα τις γυναίκες τους. Μέρα χαρά Θεού και στο χωριό δεν κυκλοφορούσαν παρά μόνο αρσενικοί γάτοι και σκύλοι!

«Ω, μα εδώ Ρωμανέ έχουμε να κάνουμε με άνθρωπο ψυχοπαθή που τρέφει άσβεστο μίσος για την θηλυκή πανίδα, όποιου βαθμού και κατηγορίας. Εμείς δεν μασάμε εύκολα, έτσι δεν είναι; Θα του στήσουμε παγίδα. Θα βγαίνω και θα περιδιαβαίνω δήθεν μόνη μου, με σένα να με ακολουθείς κρυφά και σε απόσταση ασφαλείας. Τα μάτια σου δεκατέσσερα επάνω μου αν θες να με έχεις. Αν όμως με βαρέθηκες σου δίνεται τρομερή ευκαιρία να με ξεφορτωθείς. Επειδή όμως εγώ είμαι σίγουρη ότι σου είμαι πολύτιμη, ναι μεν θα είμαι προσεκτική αλλά ξέροντας ότι ο φύλακας άγγελός μου είναι κάπου κοντά δεν θα φοβάμαι και τόσο. Δεν παριστάνω την γενναία, αλλά είναι το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε τούτους τους αγνούς ανθρώπους από το κακό που τους βρήκε και που είναι αμάθητοι σε τέτοιες καταστάσεις εφάμιλλες του κορωνοϊού που φόβισε κι εμάς!
»Ξέρεις, ο φόβος έχει μυρωδιά που εξιτάρει όχι μόνον ορισμένα ζώα και κήτη όπως το αίμα τα καρχαριοειδή, αλλά και μια μερίδα ανθρώπων, άρρωστων στην ουσία. Αν, όπως νομίζω, πρόκειται για ένα τέτοιο άτομο, αποκλείεται να μη μου επιτεθεί, θα το πάρω και σαν προσβολή κατά της θηλυκότητάς μου αν δεν το κάνει!
»Εσύ, σαν ο πλέον ειδικός επί του θέματος τούτου, τι λες; Θα τον εξιτάρω σαν θηλυκό; Πρόσεξε τι θα απαντήσεις μην έχουμε άλλου είδους δράματα».

Έβγαινε λοιπόν η Δανάη, απολάμβανε την καλοκαιριά και ο καλός της την ακολουθούσε.
Τα σχέδιά τους όμως ανατράπηκαν γιατί ο Ρωμανός έχοντας στρέψει όλη του την προσοχή στο κορίτσι που λάτρευε, δεν πρόσεξε μια κοτρώνα που βρέθηκε μπροστά του, έπεσε, στραμπούλισε, στην καλύτερη περίπτωση, το πόδι του, οπότε η παρακολούθηση διεκόπη. Δυστυχώς δεν μπορούσε και να την ενημερώσει και να της ζητήσει να γυρίσει πίσω, γιατί το κινητό δεν έπιανε σήμα σε τούτα 'δω τα μέρη.
Η Δανάη βάδιζε σχεδόν αμέριμνη στα έρημα χωράφια που τα στάχυα από την εγκατάλειψη είχαν θεριέψει, όταν παρατήρησε μερικά να κινούνται περίεργα. Ούτε φυσούσε, ούτε άλλος λόγος και αιτία υπήρχε γι’ αυτό το επιλεκτικό ταλάντεμα. Παράλληλα αισθανόταν ότι ο ήλιος την είχε πειράξει λίγο και ίσως γι' αυτό να έβλεπε παράξενα πράγματα.

Ίσως κανένα ζωντανό, ή ακόμη και άνθρωπος να είναι κάπου εδώ κοντά μου σκέφτηκε αγριεμένη.
Δεν έκανε λάθος.
Μπροστά της φάνηκε μια μορφή που έμοιαζε ανθρώπινη μα σίγουρα άνθρωπος δεν ήταν. Αν πίστευε σε δεισιδαιμονίες και ξωτικά θα έλεγε ότι ήταν ένα από δαύτα. Είχε ακούσει από την Πέρσα της παραμύθια που της τα διηγούνταν επηρεασμένη κι εκείνη από αφηγήσεις χωρικών, μα η Δανάη δεν τα πίστευε.
Ώπα, να τον ο φίλος, σκέφτηκε. Τώρα αν δεν ήξερα ότι ο Ρωμανός μου είναι κάπου εδώ κοντά θα τα είχα παίξει για τα καλά, μονολόγησε. Και τα δυο του κέρατα στο κρανίο του πάνω, κάπου παραπέμπουν αλλά σίγουρα είναι επιπρόσθετα για εντυπωσιασμό.

«Καλώς μου την, την όμορφη. Σαν τι ζητάς στα μέρη μου, ομορφιά μου;»
«Στα μέρη σου; Και ποια είναι αυτά τα μέρη, άνθρωπέ μου;»
«Άνθρωπε μου, είπες; Τέλος πάντων, ας δεχτώ την προσβολή».
«Τι, δηλαδή δεν είσαι άνθρωπος; Αλλά τι λέω; Απάνθρωπος είσαι αφού μακέλεψες με τέτοιο άγριο τρόπο το κοτέτσι της φτωχιάς και τα κατσίκια μιας άλλης, σκορπίζοντας τόσο πόνο, μόνο και μόνο για να να κάνεις το κέφι σου. Δίκιο έχεις, δεν είσαι άνθρωπος».
«Ευχαριστώ, μα δεν κατάλαβες γιατί αφάνισα όλα τα θηλυκά; Το έκανα για να σε προϊδεάσω για το τι πρόκειται να κάνω σε σένα, βρε κουτό γι’ αυτό και οδήγησα τη σκέψη σου που σε έφερε στα μέρη τα δικά μου. Είμαι, για να ξέρεις, ο Άρχοντας του κακού που διαφεντεύω τον τόπο όπου ήρθες να μείνεις χωρίς να λάβεις την άδειά μου. Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να διαταράσσεις την ησυχία των χωριανών; Δεν σας φτάνει το ξεσάλωμα του καλοκαιριού, αλωνίζετε τώρα και τις άνοιξες; Δεν το επιτρέπω. Γι’ αυτό και θα σε σκοτώσω, να παίρνουν το μάθημά τους όλες οι ομορφονιές.
»Σου δίνω το δικαίωμα επιλογής του τρόπου εκτέλεσης. Ειδικεύομαι όπως σου έδωσα να καταλάβεις στο στρίψιμο του λαρυγγιού και στο μαχαίρωμα στο λαιμό. Αν θέλεις τη γνώμη μου προτίμησε την κουρτίνα άλφα, δεν επηρεάζει την ομορφιά και…»
Μα, πού στην ευχή είσαι βρε συ Ρωμανέ; Τι περιμένεις δηλαδή; Να με σκοτώσει πρώτα;
«Ρωμανέ! Βοήθειαααα!»

Τόσο η οπτασία που εξαφανίστηκε με μιας, όσο και ο Ρωμανός που ήταν άφαντος, την έκαναν να σκεφτεί: λες μωρέ, λες;

Και το ‘βαλε στα πόδια του σκοτωμού. Έτρεχε, έτρεχε και κάθε τόσο γύριζε το κεφάλι της να δει αν έτρεχε ξοπίσω της και το ανθρωποειδές. Με τη φυγή της κατάλαβε πόσο πολύ είχε απομακρυνθεί από τα όρια του χωριού και αυτό ίσως να ήταν η αιτία της εξαφάνισης του Ρωμανού, απλά την είχε χάσει.
Πεθαμένη από το φόβο της και μούσκεμα στον ιδρώτα ξαναβγάζει φωνή μεγάλη: «Ρωμανέεεεεε…»

«Ησύχασε αγάπη μου εδώ είμαι. Δόξα σοι ο Θεός άρχισε να πέφτει και ο πυρετός, ξεπέρασες το σαραντάρι.Φύγαμε να αποφύγουμε τον ιό αλλά άλλος ιός ήταν κρυμμένος κατά πως φαίνεται στις αποσκευές μας. Δεν θα βγεις για λίγες μέρες από το δωμάτιο μωρό μου μην κολλήσουμε τους γέρους που είναι και η προτίμησή των ιών. Να σου βάλω άλλη μια κομπρέσα με ξυδόνερο να πάρει όλη την κάψα.
»Να σου πω και κάτι που θα σε χαροποιήσει. Πιάστηκε ο μακελάρης των θηλυκών ορνίθων και αμνοεριφίων.
»Μεγάλωσε υπό την κηδεμονία κακιάς μητριάς και τρέφει άσβεστο μίσος για το θηλυκό».
«Ρωμανέ, πού ήσουνα όταν σε φώναζα;»
«Εδώ αγάπη μου, αλλά στη βιασύνη μου πάνω να έρθω, κτύπησα λίγο άσχημα το πόδι μου στη γωνιά του ντιβανομπάουλου της γιαγιάς μου.
»Και άκου. Μη μου ζητήσεις να γυρίσουμε Αθήνα αν πρώτα δεν συνέλθεις εντελώς γιατί μια δεύτερη υποτροπή της γριπούλας ίσως μας βάλει σε μπελάδες, όπως είπε ο Αγροτικός γιατρός του διπλανού χωριού που τον φώναξα να σε δει.
»Περίεργος τύπος. Φοράει κάτι γυαλιά μονίμως καρφωμένα στο κρανίο του και φευγαλέα σου θυμίζουν κέρατα!»

👣

Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Εικοστό τρίτο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα