Καλώς εχόντων των πραγμάτων σε δύο ώρες από τώρα θα βρίσκομαι στο γραφείο μου στην εφημαρίδα. Λίγο ύπνο ακόμη θα τον ήθελα μα δεν τον μπορώ. Αϋπνίες του κερατά.
Ντρν ντρν…
Ποιος να ‘ναι πρωινιάτικα;
«Δανάη λυπάμαι που δεν σου λέω καλημέρα γιατί δεν προβλέπεται για τέτοια».
«Εσύ είσαι αφεντικό; Σιγά γιατί δεν μπορώ ακόμη να συντονίσω την φωνή σου με το μυαλό μου. Να βλέπω όνειρο λες; Τι συμβαίνει; Αν συμβαίνει δηλαδή και δεν μου κρούει την πόρτα του συνειδητού καμιά νέα παραίσθηση σαν τις τόσες του τελευταίου καιρού!»
«Κορίτσι μου σε πέντε λεπτά από τώρα θα έχεις φύγει για το λιμάνι του Πειραιά. Ειδοποίησε και το Διονύση. Κάτι πολύ σοβαρό έγινε. Ετοιμάζεται έκτακτο πρωινό παράρτημα κι ακόμα δεν κυκλοφόρησε το κανονικό φύλλο. Άτιμη επικαιρότητα αλλάζει από λεπτό σε λεπτό. Ακόμα εκεί είσαι;»
«Μα boss, το λιμάνι είναι μεγάλη περιοχή, πού ακριβώς να πάω, να πω και στον Διονύση;»
Μα ο Γενικός Διευθυντής δεν απάντησε. Αντ’ αυτού, η Δανάη έμεινε να ακούει τον χαρακτηριστικό ήχο του κλειστού τηλεφώνου, κατορθώνοντας τελικά να συνειδητοποιήσει τι της είπε ο boss. Να πει ότι τον άκουσε αναστατωμένο; Απηχεί την πραγματικότητα. Πανικόβλητο καλύτερα.
Σαν σε fast motion ταινίας, έβαλε το τζιν της και ένα φουτεράκι χωρίς σουτιέν, άφησε δυο λέξεις στο ψυγείο για τον Ρωμανό, έβαλε τα πόδια της στους ώμους και όρμησε να πάρει το φιατάκι της. Ευτυχώς θυμήθηκε αμέσως πού το είχε παρκάρει…
Καθώς έτρεχε και απορούσε που δεν την έπιασε κανένα περιπολικό μέχρι τώρα, προσπάθησε να επικοινωνήσει κατ’ επανάληψη με τον Γενικό, αλλά όλα τα τηλέφωνα ήταν νεκρά, ακόμη και το πολύ προσωπικό του που το χρησιμοποιούσε σε ώρα ανάγκης, μα και τούτη, κατά πώς τον άκουσε, ώρα ανάγκης ήταν, όμως το τηλέφωνο "τον ύπνο του δικαίου".
«Τι γίνεται ρε συ Διονύση; Μαύρες σκέψεις μού ‘χουν σκιάσει τούτο το πρωινό. Τι να συμβαίνει λες;»
«Δανάη κορίτσι μου ηρέμισε. Σε πολύ λίγο από τώρα θα ξέρουμε, κούλαρε λοιπόν. Βάλε λίγη μουσική στο υπέροχο σου cd player Και πού ‘σαι, μη βάλεις ραδιόφωνο για ειδήσεις. Αφού εμείς τελούμε ακόμη υπό άγνοια, κανείς άλλος δεν θα ξέρει. Μια υπόθεση σαν όλες θα ‘ναι και τούτη, θα το δεις. Το αφεντικό μέσα στο πάθος του για πρωτιά συχνά πυκνά υπερβάλει.
»Έλα σ’ αφήνω, μιλάμε τόσην ώρα μη σκοτωθούμε κιόλας έτσι που τρέχουμε. Μη νομίζεις, οι άδειοι δρόμοι είναι πιο επικίνδυνοι. Επαναπαύεσαι και την πατάς… Φιλιά από την Θεανώ σου. Τα δικά μου θα σου τα δώσω σε λιγάκι. Τσάο».
Αχ Διονύση, Διονύση φίλε καλέ μου, πώς τα καταφέρνεις πάντα να με ηρεμείς. Δίκιο έχεις, όλα θα πάνε καλά.
Μα δυστυχώς, τα νέα ήταν πολύ πολύ άσχημα. Λίγη ώρα πριν είχε ξεβραστεί στο Πρώτο Λιμάνι της χώρας, το πτώμα του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και λίγα δευτερόλεπτα πριν το πτώμα μιας γυναίκας και ενός ακόμα άνδρα. Αξιοσημείωτο ότι τόσο η γυναίκα όσο και ο Υπουργός φορούσαν επίσημο ένδυμα, ενώ ο άλλος άνδρας στολή καμαρότου, μπάτλερ ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
«Τι είν’ τούτο βρε παιδιά του Πειραιά; Τι μακελειό είν’ τούτο;» ρώτησε η Δανάη τον Λιμενάρχη που τα είχε χαμένα, για να εισπράξει ένα απαξιωτικό δύφρασο, για το οποίο στην συνέχεια ζήτησε συγγνώμη: «Άφησέ μας να κάνουμε τη δουλειά μας κορίτσι μου. Μου ήρθες συνάμενη κουνάμενη με τα μαρκούτσια σου, αντί να ετοιμάσεις τα παιδιά για το σχολειό! Άντε και θα κτύπησε το κουδούνι εδώ και ώρα και άσε εμάς να βολοδέρνουμε σαν τα στοιχειά των Νηρηίδων που μόνον αυτά ξέρουν πώς και γιατί έγινε το μακελειό που πολύ ορθά είπες».
«Αφεντικό το και το. Και πώς τα λες τα νέα αυτά στον Πρωθυπουργό της χώρας, ξυπνώντας τον στο πορτοκαλί τηλέφωνο από τα άγρια χαράματα; Και του λες τι; Ότι πνίγηκε ο Υπουργός του; Ότι δολοφονήθηκε; Το ότι πέθανε τελείως ο Υπουργός του πάντως, είναι πέρα για πέρα αδιαμφισβήτητο, το μόνο που μέχρι τώρα ξέρουμε, ακούμε και βλέπουμε.
»Μόλις έχουμε νεότερα σε ξαναπαίρνουμε boss... Τα σέβη μας του Διονύση και τα δικά μου».
»Μόλις έχουμε νεότερα σε ξαναπαίρνουμε boss... Τα σέβη μας του Διονύση και τα δικά μου».
Ο Λιμενάρχης που μισούσε όποιον του έφερνε κακά μαντάτα, τώρα θα ήταν και ο ίδιος αγγελιαφόρος κακών ειδήσεων. Να που σε εκδικούνται οι απανταχού κακές ειδήσεις, αξιωματικέ του Ελληνικού Κράτους! Και ακόμη δεν έχεις προλάβει να πιεις έναν έρημο καφέ, να ξελαμπικάρεις το γεμάτο νέφη ύπνου κεφάλι σου, έτσι που σού ‘λαχε να είσαι απόψε ολονύχτια βάρδια!
Από πού να έπεσαν στο νερό; Αναρωτιούνταν αρμόδιοι και αναρμόδιοι.
Να ήταν από σκάφος;
Κι αν δεν ήταν από σκάφος;
Κι από πού να ήταν;
(Η Δανάη θυμήθηκε το παλιό εκείνο παιδικό παιχνίδι να δεις πώς το έλεγαν "γκέο βαγκέο" νομίζω, ή "μπερλίνα").
Να έπεσαν από αυτοκίνητο; Αδύνατον!
Και γιατί να είναι αδύνατον, αν το αυτοκίνητο βρίσκονταν σε σκάφος;
Να εκπαραθυρώθηκαν από αεροσκάφος, από ελικόπτερο;
Την απάντηση μόνο οι αρχόντισσες των υδάτων οι Νηρηίδες την γνώριζαν, άντε και κανένας βράχος αν το φονικό έγινε στα ρηχά.
Και γιατί να πηγαίνει το μυαλό μας στο έγκλημα και να μην βούλιαξε κανένα από τα πολυτελή κότερα που βρίθουν στη Καστέλα ή κάπου εκεί;
Και χωρίς να εκπέμψει ένα S.O.S.;
Δεν είναι και αυτό απίθανο.
«Διονύση, ξέρεις ποια είναι η νεκρή; Η διάσημη ντίβα τάδε του ιταλικού τραγουδιού. Για να είναι καμιά σωσίας της δεν το νομίζω, αν συμβαίνει αυτό θα τα έχω όλα δει στη ζωή τούτη».
«Αυτό πάλι πού σου ήρθε στο ωραίο σου κεφαλάκι; Όπου να ’ναι θα έρθει ο καθ’ ύλην αρμόδιος και μια πρώτη εντύπωση από επίσημα χείλη θα την έχουμε».
«Που είναι ποιος ρε συ Δονύση;»
«Άιντα άιντα! Ο Ιατροδικαστής παιδί μου. Κάτι ερωτήσεις που τις κάνεις τέτοιες ώρες! Δεν έχει πάρει τελείως μπρος το "μηχάνημα", έ καλή μου;»
«Δίκιο έχεις. Κοιμήθηκα στις τριες το πρωί ξύπνησα στις πέντε. Ύπνο αυτόν τον λες; Σε λίγο, παρά το ανέβασμα της αδρεναλίνης στα ύψη, θα κοιμηθώ όρθια, άσε που άρχισα ήδη να τα βλέπω όλα διπλά… Είμαι στα όριά μου· μη πω ότι τα ξεπέρασα. Έτσι και αρρωστήσω, ποιος τον ακούει το Ρωμανό και θα έχει και δίκιο. Ρεπόρτερ και μάνα και σύζυγος δεν συνάδουν, πώς να το κάνουμε; Και ο έρωτας θα μου πεις; Θα βουλιάξει και αυτός αύτανδρος όπως πολύ πιθανόν συνέβη με το κότερο των νεκρών…;
»Αλλά όχι άλλες μαύρες σκέψεις. Ήδη έχουμε πάρει overdose από δαύτες. Να, έρχεται ο δικός σου, η μεγάλη του τσάντα εκεί παραπέμπει».
«Ολόκληρος, γνωστός τοις πάσι, Ιατροδικαστής κι εσύ από την τσάντα του υπέθεσες ότι είναι αυτός; Κύριε ήμαρτον, τι λέει η φιλενάδα μου πρωινιάτικα! Θα τα λέω στη Θεανώ... Αλλά τι λέω, θα τα βάλει μαζί μου ότι δεν σε προσέχω».
«Διονύση μου αν πήγαινα στο αυτοκίνητο λίγο να κλείσω τα μάτια μου, μπορώ;»
«Το μόνο σίγουρο είναι ότι τώρα δεν το μπορείς. Να και οι γιατροί από το 166,σε πολύ λίγο κάτι θα ξέρουμε».
«Πάρε το αφεντικό και πες του τα όσα μέχρι στιγμής γνωρίζουμε».
«Περίμενε…»
»Κύριε Γενικέ. Το ένα θύμα είναι πέραν κάθε αμφιβολίας ο Υπουργός. Η γυναίκα είναι η Ιταλίδα ντίβα τάδε και ο μπάτλερ της».
«Πνιγμένοι και οι τρεις;»
«Όχι, ούτε σταγόνα νερού στους πνεύμονες, δολοφονημένοι άπαντες. Το πώς και από τι, θα μας το πουν οι ιατροδικαστικές εξετάσεις.
»Αφεντικό. Γράψε: Άγρια δολοφονία στο πρώτο λιμάνι της χώρας. Υπέρτιτλος.
»1ο θύμα, ο Έλληνας Υπουργός τάδε,
»2ο θύμα, η ντίβα τάδε
3ο θύμα ο "μπάτλερ", ή ό, ι άλλο ήταν ο καημένος.»
«Λοιπόν γιατρέ;»
«Λοιπόν, τους σκότωσαν και τους πέταξαν στο νερό ξέροντας ότι γρήγορα οι γιατροί θα αποφαίνονταν ότι δεν επρόκειτο για πνιγμό. Επιμένω στο ρήμα πέταξαν· είναι φανερό ότι ήθελαν να τους απαξιώσουν. Το περίεργο είναι ότι ο θάνατος του Υπουργού, απέχει τουλάχιστον δύο ώρες από των άλλων! Ανατρέπονται πολλά όπως καταλαβαίνετε. Μην αμφιβάλλετε όμως, απαντήσεις θα έχουμε και για το πιο δύσκολο ερώτημα και απορία…
»Για το όνομα του Θεού Δημήτρη, βρες στο αμάξι τρία σεντόνια να σκεπάσουμε τους νεκρούς, δεν είναι αξιοθέατο η έκθεσή τους».
Μα οι νοσοκόμοι του 166 ήδη τους σκέπαζαν.
«Παιδιά, τα υπόλοιπα είναι δουλειά της Αστυνομίας και των ανακριτικών Υπηρεσιών. Πολύ σύντομα θα σας πούμε περισσότερα. Γεια σας».
Εντωμεταξύ ένα υπέροχο πρωινό είχε παραχωρήσει τη θέση του σε ένα γκρανγκινιολικό τοπίο με πλήθος κόσμου γύρω από τα τρία σκεπασμένα θύματα, σαν σε χορό αρχαίας τραγωδίας. Μέχρι που κάποια στιγμή αποφάσισαν να τα μεταφέρουν στα νοσοκομειακά τα οποία ουρλιάζοντας με τις σειρήνες τους έκοβαν σαν με μαχαίρι την ησυχία του πρωινού, καθώς έφευγαν του σκοτωμού. Μα γιατί έβαλαν τις σειρήνες, μην και δεν προλάβουν εμποδιζόμενα από την κυκλοφορία που άρχισε να πυκνώνει; Αγριεμός Κυρίου να τις ακούς, μα την αλήθεια!
«Διονύση για να κάνω μία ερώτηση σαν απόρροια των όσων μέχρι τώρα ξέρουμε: Βγαίνει από κάπου ότι τα τρία άτομα δολοφονήθηκαν; Αποκλείεται δηλαδή ή να είναι ατύχημα ή και να μην έχουν μεταξύ τους την παραμικρή σχέση; Αυτό που λέμε διαβολική σύμπτωση; Μπορεί όλα να συνηγορούν στο ότι πρόκειται για στυγερό ομαδικό έγκλημα, μα μπορεί και να μην είναι, λίγα έχουν δει τα μάτια μας;»
«Η πιθανότητα που λες υπάρχει, μα όλα δείχνουν τί παίχτηκε. Θα δούμε τι θα πουν οι γιατροί. Ενημέρωσε το αφεντικό κι εν συνεχεία ολοταχώς για το Νεκροτομείο. Ακολούθα με. Μεγάλη προβλέπεται η μέρα η σημερινή και ήδη ο κόσμος θα είναι ανάστατος ακούγοντας ειδήσεις. Άσε τα σενάρια που θα κυκλοφορούν που να γράψεις μυθιστόρημα φαντασίας!
»Φύγαμε…»
«Διονύση και κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Εμάς τα άγρια χαράματα μάς ενημέρωσε το αφεντικό, εκείνον ποιος; Ήξερε και ποια ήταν τα θύματα; Εμένα πάντως δεν μου έδωσε αυτήν την εντύπωση. Να τον ρωτούσαμε λες;
»Όχι, γιατί αν ήξερε, το πράγμα αλλάζει. Το αφεντικό ξέρουμε ότι δεν κατεβάζει αμάσητες τις πληροφορίες των πηγών του διυλίζοντας τις σαν μικροσκόπιο.
»Ας φεύγουμε λοιπόν. Τι άλλο να περιμένουμε εδώ; Να μας πουν τι έπαιξε τα βράχια, ή η αδερφή του Μεγαλέξανδρου, αν κάτι πήρε το μάτι της την ώρα που ‘ψαχνε για τον αδερφό της; Ό,τι και αν συνέβη θα το ανακαλύψει το αχτύπητο τρίο: Αφεντικό+Εσύ+ η ταπεινότητά μου.
»Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένα άλλο σενάριο που έχει κατσικωθεί στο νου μου, είναι αυτό της ερωτικής αντιζηλίας. Οι άνθρωποι της πολιτικής, του χρήματος, του θεάματος, οι προβεβλημένοι ας τους πούμε έτσι, αρέσκονται στο να μπλέκουν μεταξύ τους σε σενάρια πιπεράτα για να ξεφύγουν κατά κάποιο τρόπο από το στερεότυπο του κυνηγητού της δόξας σε κάτι πιο ανθρώπινο, ας το πούμε έτσι, που όμως να τους ιντριγκάρει. Μπορεί να είναι κάτι τέτοιο.
»Διονύση τράβα Ιταλία μεριά και ερεύνησε όπως μόνον εσύ ξέρεις τη ζωή τής ντίβας τους τελευταίους μήνες. Εγώ δεν τολμώ να πάω, ο Ρωμανός θα με χωρίσει αμετάκλητα πια και δεν το θέλω, γιατί τον αγαπάω πολύ. Φύγε εί δυνατόν με την αποψινή πτήση. Σε δυο μέρες θα είσαι πίσω, δεν θα είναι δύσκολο, τα κουτσομπολιά καμιά φορά κρύβουν μεγάλες αλήθειες.
»Θα ενημερώσω το αφεντικό και δεν πρόκειται να σε ψέξει όταν του πω ότι εγώ σε παρότρυνα γιατί αυτό μου υπαγόρευσε η διαίσθησή μου. Στον boss αρέσει οι δημοσιογράφοι του να παίρνουν πρωτοβουλίες».
«Κοίτα μη με απολύσει και βρεθώ χωρίς δουλειά, έχω γυναίκα και παιδί, ε;»
«Άκου θα σε απολύσει! Παράσημο θα πάρουμε και μια αυξησούλα που την έχουμε κι οι δυο μας τόση ανάγκη. Θα το δεις».
Ο Διονύσης επέστρεψε από την Ιταλία την επομένη το βράδυ.
«Τι είστε εσείς οι γυναίκες μια φορά! Δανάη είχες απόλυτο δίκιο. Η ντίβα και ο δικός μας ήταν, όπως ψιθυρίζεται, ζευγάρι και θα ήταν κάτι σοβαρό σαν δεσμός, γιατί όπως μαθεύτηκε εκείνη ζήτησε από τον σύζυγο της διαζύγιο.
»Μα στάσου να ενημερώσω το αφεντικό και σου λέω κι άλλα».
»Παίζει και η ερωτική αντιζηλία boss.Την τρομοκρατική ενέργεια μάλλον την αποκλείουν».
«Διονύση πάρε τη φίλη σου και ολοταχώς για την Βουλιαγμένη. Βούλιαξε στα ρηχά ένα από αυτά τα μεγάλα κότερα που μοιάζουν με σπίτια. Γίνονται προσπάθειες ανέλκυσής του. Ελπίζω να μην υπάρχουν κι εδώ νεκροί, αν και το αφάνταστο μυαλό μου λέει ότι μπορεί και να 'χουμε. Σβέλτα και πάρε με αμέσως μόλις φτάσεις».
Εντωμεταξύ στο Λιμεναρχείο παιζόταν μια σκηνή γκραν γκινιόλ. Ένας φουκαράς καπετάνιος υπό το "κράτος" shock, ζήτησε από τον Λιμενάρχη να κάνει μια κατάθεση. Ο άνθρωπος μιλούσε σπασμένα Ελληνικά και ήταν Ιταλός. Είπε λοιπόν ότι πριν τρεις ημέρες του ζητήθηκε έναντι αστρονομικού ποσού από συνάδελφο καπετάνιο να παραχωρήσει τη θέση του στο πηδάλιο του κότερου Ντίβα όσο αυτό θα έπλεε στα ελληνικά ύδατα και ότι αν ήθελε μετά, μπορούσε να ξαναπάρει τη θέση του. Δεν πήγε το μυαλό του σε κακό, όπως είπε συμβαίνουν τέτοιες ιστορίες στα κότερα των πλουσίων. Και αν δεν είχαν δει τα μάτια του κι ακούσει τα αυτιά του! Μα δεν είναι λίγη ώρα που έμαθε ποια ήταν τα θύματα που βρέθηκαν πιθανόν δολοφονημένα στο λιμάνι και έχασε τον κόσμο από εμπρός του, όπως χαρακτηριστικά είπε, τελειώνοντας την κατάθεσή του. Αυτά ήταν που ήξερε και που θεώρησε καθήκον του να καταθέσει και ίσως βοηθούσε στην εξιχνίαση του γρίφου του θανάτου των τριών αυτών ανθρώπων που ήταν επιβάτες του κότερου που υπενοικίασε τρόπον τινά.
«Το πράγμα αρχίζει να ξεκαθαρίζει» είπε η Δανάη, «να δεις που θα έχουμε και τέταρτο νεκρό με την ανέλκυση του πλοίου».
«Νεκρός άνδρας με σφαίρα στον κρόταφο, αν και η πληγή είχε πια πλυθεί και δεν υπήρχαν, φυσικά, αίματα με τόσο αλατόνερο που είχε δεχθεί».
«Αφεντικό, κάτι μου λέει ότι το νέο θύμα είναι ο Ιταλός σύζυγος της ντίβας, που πήρε τη ζωή του, σαν συμπλήρωμα των τριών άλλων ζωών που μακέλεψε. Σε ενημερώνω, πριν δουν οι αρχές το ποιος ασφαλώς είναι. Υπόθεση εκδίκησης ερωτικού πάθους, ζήλιας και τα γνωστά. Το όνομα του σκάφους Ντίβα.
»Όπερ έδει δείξαι».
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Εικοστό πρώτο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Διαβάστε το επόμενο εδώ
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου