Μια φορά κι ένα καιρό συγκεντρώθηκαν τα φυτά του δάσους κι αποφάσισαν να κάνουν ένα διαγωνισμό ομορφιάς για να εκλέξουν το πιο όμορφο φυτό του φυτικού βασιλείου. Θάμνοι και λουλούδια μαζεύτηκαν από παντού για να λάβουν μέρος σε αυτή την τόσο ξεχωριστή αναμέτρηση. Αγριοκερασιές και βατομουριές, νυχτολούλουδα και αγριοτριανταφυλλιές, κρινάκια και ανεμώνες φόρεσαν τα γιορτινά τους και τα πιο όμορφά τους χρώματα και τράβηξαν για το ξέφωτο του σμαραγδένιου δάσους όπου θα διεξαγόταν ο διαγωνισμός. Ανάμεσά τους κι ένα μικρό μανιτάρι. Μικροσκοπικό, υπόλευκο με γκριζοκαφέ βουλίτσες στο γλυκό κεφαλάκι του. Ένα μανιταράκι σαν τα χιλιάδες που υπάρχουν στα σκιερά μέρη του δάσους ή στις ρίζες των μεγάλων δέντρων.
Ξεκίνησε κι αυτό σιγά σιγά να προχωρά μέσα στο μεγάλο δάσος ώσπου να φτάσει εκεί που προοριζόταν να γίνει ο πρωτότυπος διαγωνισμός ομορφιάς. Ενώ προχωρούσε, μια μικρή πυγολαμπίδα στάθηκε μπροστά του και το ρώτησε πού πήγαινε. Αυτό της εξήγησε και τότε εκείνη μισοκλαίγοντας του είπε «Αχ, σε παρακαλώ μικρό μου μανιτάρι, μήπως θα μπορούσα να κάτσω πάνω σου και να με πας ως εκεί; Το φτερό μου είναι πληγωμένο και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να φτάσω μόνη μου αν δεν ξεκουραστώ λίγο.» Το μανιτάρι δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και η μικρή πυγολαμπίδα ξάπλωσε πάνω στο μυτερό καπελάκι και το ταξίδι συνεχίστηκε.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και μια δυνατή βροχή άρχισε να πέφτει στο μεγάλο δάσος. Η μικρή πυγολαμπίδα σηκώθηκε και κούρνιασε κάτω από το καπελάκι του μανιταριού κι έτσι προστατεύτηκε από το νερό της βροχής. Το μανιταράκι φέρνοντας τα μικρά αφανή ποδαράκια του το ένα μετά το άλλο συνέχισε να προχωρά όταν μπροστά τους εμφανίστηκε μια νεραϊδούλα. Ήταν βρεγμένη, έτρεμε από το κρύο και έκλαιγε. Το μικρό μανιτάρι λυπήθηκε τόσο πολύ το αδύναμο μικρό πλάσμα που σταμάτησε να τη ρωτήσει τι έχει. Εκείνη του φανέρωσε πως πήγαινε στη γιορτή των λουλουδιών, στο διαγωνισμό ομορφιάς δηλαδή, αλλά το βρόχινο νερό είχε μουσκέψει τα φτερά της και είχε κάνει τη νεραϊδόσκονη της λάσπη και δεν θα κατάφερνε να φτάσει ως το ξέφωτο στεγνή, ώστε να σκορπίσει τη μαγική της σκόνη στην όμορφη γιορτή. Το μικρό μανιτάρι τη λυπήθηκε τόσο που της είπε να μπει κάτω από το μανιταροκαπέλο του να ξεκουραστεί και να στεγνώσει. Έτσι εκείνη τρύπωσε κάτω από τη μικρή ομπρελίτσα με τις γκριζοκαφέ βουλίτσες και βολεύτηκε δίπλα στην πυγολαμπίδα που ήδη είχε αρχίσει να απολαμβάνει τη ζεστασιά και την προστασία του μεταφορικού τους μέσου. Το μανιταράκι λοιπόν ξαναπήρε το δρόμο για το ξέφωτο του δάσους. Περπατούσε και περπατούσε και κόντευε σχεδόν να βραδιάσει όταν αποκαμωμένο πια συνάντησε ένα μικρό αηδόνι να τραγουδά λυπημένα, σχεδόν σπαρακτικά. «Γιατί κλαις;» το ρώτησαν όλοι μαζί με μια φωνή. Αυτό τους αποκρίθηκε πως το νερό της βροχής είχε πάρει όλο τα φαγάκι που είχε βρει για να φάει κι έτσι εκείνο είχε μείνει νηστικό και ένιωθε αδύναμο να πετάξει και σίγουρα αν περνούσε καμιά πεινασμένη αλεπού θα το έκανε μια χαψιά. Τρεμούλιασε το μικρό μανιτάρι και μόνο στη σκέψη ότι κάτι θα πάθαινε το μικρό αηδόνι και χωρίς δεύτερη σκέψη του είπε «Έχω σπόρους κρυμμένους στο καπέλο μου. Τους κρατώ εκεί για να αναπαραχθώ, αλλά αφού πεινάς τόσο θα τινάξω το καπέλο μου και θα πέσουν στη γη κι έτσι θα φας και θα δυναμώσεις». Το πουλάκι δεν πίστευε στην τύχη του. Γέμισε βιαστικά το στομαχάκι του με το πολύτιμο δώρο του απρόσμενου φίλου του και αφού του είπαν πού πήγαιναν, αποφάσισε το δίχως άλλο να γίνει το τέταρτο μέλος αυτής της παράξενης παρέας και όλοι μαζί να φτάσουν στο ξέφωτο του δάσους.
Ήταν αργά εκείνη τη νύχτα όταν στα ματάκια τους αποκαλύφθηκε η μεγαλοπρέπεια της γιορτής. Δεν χόρταιναν να κοιτάζουν την ομορφιά και τα χρώματα και τις μυρωδιές που ξεχύνονταν μπροστά τους. Όλα τα φυτά ντυμένα με τα πιο όμορφα άνθη τους, τους λαχταριστούς καρπούς τους, τα μοναδικά τους αρώματα να ξεχύνονται στην όμορφη νύχτα και να ζαλίζουν ακόμα και τα άστρα στον ουρανό.
Ο διαγωνισμός ξεκίνησε με την τριανταφυλλιά να πηγαίνει μπροστά δείχνοντας σε όλους τα μοναδικά βαθυκόκκινα τριαντάφυλλά της και να λυγίζουν ακόμα και τον πιο δύσκολο κριτή και δίπλα της το νυχτολούλουδο να μοιράζει μεθυστικά αρώματα και μοναδικής ομορφιάς πολύχρωμα άνθη. Πιο κει στεκόταν ένα γιασεμί και παραδίπλα ακολουθούσαν γαλάζιες και βιολετί ανεμώνες. Τα λουλούδια και τα φυτά φώναζαν και γελούσαν και το μικρό μανιταράκι παρακολουθούσε μαγεμένο. Ήταν μικρό και ταπεινό και ούτε μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του ανάμεσα σε αυτά τα όμορφα και ξεχωριστά φυτά. Σαν να άκουσε τις σκέψεις του η νεραϊδούλα και το ρώτησε «Γιατί δεν διαγωνίζεσαι κι εσύ;» «Εγώ;» απόρησε εκείνο ντροπαλά. «Αυτό;» φώναξαν και τα λουλούδια που ήταν γύρω και ξέσπασαν σε ηχηρά γέλια. Το μανιτάρι στενοχωρήθηκε τόσο πολύ με τα κοροϊδευτικά τους χαχανητά που έσκυψε το κεφαλάκι του και ξεκίνησε να φύγει από τη γιορτή, αλλά η μικρή νεράιδα το σταμάτησε. «Ναι, εσύ!» φώναξε και το έσπρωξε να σταθεί στη μέση του ξέφωτου και μια γλυκιά συνωμοσία άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια όλων. Η μικρή πυγολαμπίδα φώναξε όλες τις αδελφούλες της και αφού τους εξήγησε τι είχε κάνει για εκείνη το μανιταράκι έφτιαξαν όλες μαζί ένα ολόφωτο στεφάνι πάνω από το καπελάκι του και η νεραϊδούλα άρχισε να πετά παντού τη μαγική της νεραϊδόσκονη, που στο μεταξύ είχε στεγνώσει, γεμίζοντας το χώρο γύρω από το μανιτάρι με χρυσοκόκκινες και σμαραγδένιες λάμψεις. Το αηδόνι πάλι, άρχισε να κελαηδά τόσο γλυκά που όλοι δάκρυσαν ακούγοντάς το.
Ο χρόνος στη γιορτή των λουλουδιών είχε σταματήσει. Τα βλέμματα όλων είχαν καρφωθεί πάνω στο μανιτάρι. Ούτε το ίδιο δεν πίστευε τι συνέβαινε γύρω του. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαμογελάσει ή να κλείσει τα ματάκια του και να ευχηθεί να εξαφανιστεί. Ξαφνικά στο κέντρο του ξέφωτου παρουσιάστηκε μια αέρινη φιγούρα. Ήταν η Κυρά του Δάσους. Στάθηκε δίπλα στο μικρό μανιτάρι και κοιτάζοντάς το γλυκά του είπε, «Όλοι σε αυτό τον διαγωνισμό ήρθαν για να διακριθούν. Εσύ όμως καθώς ερχόσουν εδώ βοήθησες όλα τα πλάσματα του δάσους μου που βρέθηκαν στο δρόμο σου και χρειάζονταν βοήθεια. Τα άφησες να ξεκουραστούν πάνω σου, να τραφούν από σένα, τα προστάτεψες από τη βροχή κι εγώ σου είμαι ευγνώμων για όλα αυτά γιατί όλα αυτά τα πλάσματα είμαι Εγώ! Από σήμερα θα είσαι το μαγικό μου μανιτάρι. Πυγολαμπίδες θα φωτίζουν το χώρο σου και αηδόνια θα σου τραγουδούν και οι νεράιδες αυτού του δάσους θα χρωματίζουν το χώρο όπου θα βρίσκεσαι έτσι ώστε όλοι να γυρίζουν και να σε κοιτούν. Κι εσύ θα μεγαλώσεις και θα γίνεις πιο λευκό και το καπελάκι σου θα στολιστεί με όμορφες κόκκινες βούλες και όλα τα παραμύθια θα έχουν μέσα τους μια δική σου φωτογραφία.»
Ύστερα η Κυρά του Δάσους απευθυνόμενη σε όλα τα λουλούδια και τα φυτά που βρίσκονταν εκεί είπε, «Όλοι εσείς εδώ να μάθετε πως ομορφιά δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται, αλλά η μαγεία που η αγάπη και η καλοσύνη μπορεί να δημιουργήσει και τα θαύματα που μπορεί να προκαλέσει. Αυτά φωτίζουν τα σκοτεινά μέρη, ζεσταίνουν μια κρύα μέρα και γλυκαίνουν ένα πικρό φαΐ.»
Πέρασαν χρόνια πολλά από εκείνη τη μέρα και άλλα τόσα θα περάσουν κι εσείς αν δεν πιστεύετε ότι αυτό πραγματικά συνέβη, δεν έχετε παρά να ανοίξετε ένα οποιοδήποτε παιδικό παραμύθι κι εκεί θα δείτε, οπωσδήποτε θα δείτε, ένα μικρό λευκό μανιτάρι με κόκκινες βούλες στο όμορφο καπελάκι του να σας χαμογελά.
Το κείμενο έλαβε το 1ο βραβείο στον 15ο πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρίας Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού του δήμου Κερατσινίου.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Bhavna Misra (Mushrooms, λάδι)
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα της Bhavna Misra (Mushrooms, λάδι)