Αυτό ήταν το moto της Δανάης, που αφορούσε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και κυρίως της Αγάπης.
Παιδιόθεν, όταν μάλωνε με τους φίλους της και έπεφτε του θανατά, κατέφευγε στην αγκαλιά της Πέρσας που την καθησύχαζε λέγοντάς της τη σοφή αυτή ρήση, που καταλάγιαζε τον πόνο της και διέγραφε σαν με σφουγγάρι τις ενοχές της. Από τότε ακόμη οι φίλοι έπαιζαν πρωτεύοντα πόλο στην ζωή της.
Έτσι και τώρα, στην πιο δύσκολη καμπή του έγγαμου βίου μα και της φιλίας της, σαν σε προσευχή, με αυτή τη ρήση παρηγορούταν με την διαφορά ότι δεν κατέφευγε πια στην αγκαλιά της γιαγιάς για να μην την στενοχωρεί. Ήλπιζε ότι σαν από θαύμα, το «καράβι» που βούλιαξε, αν άξιζε σαν σκαρί, δεν θα αφήνονταν στο βυθό, θα το ανέλκυε η Αγάπη, θα επουλώνονταν οι ρωγμές και θα παραδίδονταν στους πλοιοκτήτες γερό, αξιόπλοο, ασφαλές, σαν έτοιμο από καιρό να αντιπαλέψει με τις όποιες φουρτούνες κι αν έστελνε στην επικράτειά του ο ίδιος ο Ποσειδώνας.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από εκείνη τη φρικτή εβδομάδα που στοίχειωσε τον ύπνο και τον ξύπνιο της και η αίσθησή της ήταν ότι το ίδιο θα αισθανόταν τόσο ο Ρωμανός όσο και η Θεανώ της. Πόσο της έλειπαν και οι δυο!
Δύο σπίτια, δύο εκκλησιές, δεν άντεξαν στον καταστροφικό σεισμό που τα διέλυσε σαν να ήταν χάρτινα, για να αποδειχτεί ακόμη μια φορά ότι η ζήλια είναι ένα φίδι τόσο δηλητηριώδες και ύπουλο χειρότερο από τον χείριστο εφιάλτη.
Αλλά και η Δανάη είχε τον καιρό να εμπεδώσει ότι και το απόλτο του δικού της χαρακτήρα ήταν εξ’ ίσου επικίνδυνο. Καλό ήταν να μάθει να νερώνει λίγο την αψάδα του κρασιού της. Κάτι ήξεραν οι Αρχαίοι μας που το κρασί τους το έπιναν νερωμένο στα συμπόσιά τους. Έπιναν και ξανάπιναν χωρίς να μεθούν, κάνοντας μόνον «κεφάλι», που γεννούσε τις σοφίες τους.
Ήταν τα γενέθλια της μικρής Πέρσας. Ο γιος της Θεανώς δε μπορούσε να μην είναι καλεσμένος. Έφτασε με τη μαμά του, όπως οι μανάδες της πιτσιρικιαρίας.
Ήταν τα γενέθλια της μικρής Πέρσας. Ο γιος της Θεανώς δε μπορούσε να μην είναι καλεσμένος. Έφτασε με τη μαμά του, όπως οι μανάδες της πιτσιρικιαρίας.
«Νονά μου, νονά μου, μου έλειψες. Να ξέρεις ότι πολύ στενοχωριόμουν και έλεγα στη μαμά ότι έπαψες να μ’ αγαπάς, ότι με τιμωρείς για κάτι που θα πρέπει να σου έκανα».
«Λατρεμένο μου είναι ποτέ δυνατόν να συμβαίνει τέτοιο πράγμα; Πριγκίπισσά μου αγαπημένη, κάποια στιγμή θα απολογηθώ, θα σου εξηγήσω, λίγο να μεγαλώσεις ακόμα. Δικό μου ήταν μωρό μου το λάθος, αυτό σου λέω μονάχα.»
Και γυρίζοντας στην Δανάη που παρακολουθούσε κατάχλομη τη στιχομυθία τής είπε:
«Καρδιά μου προσπάθησα αλλά μάταια. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα και την αγάπη σου. Έχασα την εκτίμησή σου το ξέρω, μα την αγάπη σου αποκλείεται, αυτό μου λέει η καρδιά μου, κάνει λάθος;
»Η Άνοιξη η φετινή μπορεί να κραυγάζει στη Φύση πως ήρθε. Μα εγώ δεν βλέπω παρά μια άχρωμη άοσμη νεκρή φύση. Μόνο εσύ μπορείς να της επιστρέψεις τα χρώματα και τα αρώματά της. Συγχώρα με αγάπη μου. Αναρωτιέμαι, πώς μπόρεσα να σε πληγώσω τόσο;»
Η Δανάη την αγκάλιασε και με δάκρυα που δεν προσπάθησε να κρύψει απάντησε: «Σ’ αγαπάω, δεν ξέρεις πόσο! Αν μπορείς συγχώρα με.»
Και πώς να εξηγούσαν στον κόσμο, που τις έβλεπε να είναι αγκαλιασμένες, τι κοσμογονία λάβαινε χώρα εκεί μπροστά τους; Θα υπέθεταν και θα έλεγαν ίσως: Βάσανα που τα’ χει ο κόσμος… μα η ζωή συνεχίζεται.
Και επειδή ενός καλού μύρια έπονται, κάτι σαν αλυσίδα, σαν ντόμινο, ένας κούριερ έφερε μια μικρή ανθοδέσμη με μια καρτούλα που έλεγε: «Μπορώ να μπω;»
Στην ανοιχτή πόρτα στεκόταν ο Ρωμανός, λίγο σκυφτός, με αφημένα γενάκια και με γκρίζα τα μπλε του μάτια· προφανώς περίμεναν κι αυτά σαν την Άνοιξη να ξαναβρούν το φυσικό τους χρώμα.
«Μα φυσικά και μπορείς. Σε περιμέναμε άλλωστε και οι τρεις μας…»
«Μπαμπά μου, μπαμπά μου, ευχαριστώ που ήρθες, εσένα περιμέναμε για να κόψουμε την τούρτα...»
Και όταν κάποτε κόπασαν οι αγκαλιές, τα φιλιά οι εκδηλώσεις αγάπης, αυτές που κάνουν τη ζωή μας να γιομίζει ομορφιά, μουσική κι αρώματα, ο Ρωμανός ρωτάει τη Δανάη: «Είπες τρεις. Είναι εδώ η Πέρσα σου;»
«Όχι ήταν λίγο κρυωμένη και δεν θέλησε να έρθει. Είπα τρεις ναι. Μία
εγώ και μία η Πέρσα Β ίσον δύο, και το αγοράκι μας που παίζει κρυφτό επί του παρόντος, τρεις δεν μας κάνουν; Απλά μαθηματικά.»
«Ω χαρά μου, ω γυναίκα της ζωής μου, πώς αφήσαμε να μας συμβεί αυτό;»
«Μπαμπά μου γιατί άργησες; Έπρεπε να έχω τα γενέθλιά μου για να σε δω;»
«Ήμουν ταξίδι μακρινό με τη δουλειά μου μωράκι μου και λίγο ακόμη να μην έβρισκα εισιτήριο επιστροφής νομίζοντας ότι όλες οι θέσεις στο αεροπλάνο ήταν κατειλημμένες. Η Αγάπη με βοήθησε και βρήκα ένα, την τελευταία στιγμή και να ‘μαι».
«Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούν τα λόγια σου τα μεγαλίστικα, εγώ πάντως μένω στο «νά 'μαι». Μου είναι υπεραρκετό.»
«Ελάτε να κόψουμε την τούρτα, τα παιδιά ανυπομονούν και γκρινιάζουν»…
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Δέκατο ένατο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Συνεχίστε στο εικοστό εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου