Η ρεπόρτερ καθόταν στο γραφείο της, λιώμα από την κούραση. Μόλις είχε επιστρέψει από ένα δύσκολο ρεπορτάζ στους δρόμους της Αθήνας και ήταν τόση η κούρασή της που έπιασε τον εαυτό της να γλαρώνει. Θεέ μου ας μη μού ζητήσει το αφεντικό τίποτα την στιγμή αυτή, γιατί θα είναι η πρώτη και ίσως η τελευταία φορά, αν με διώξει, που θα του αρνηθώ.
Ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. Είχε υπερβάλει εαυτόν. Τα όποια όρια διαθέτει ο άνθρωπος τα είχε προ πολλού ξεπεράσει και το κορμί της εκών άκων, παραδόθηκε σε έναν απρεπή ύπνο, εκεί πάνω στο έπιπλο του γραφείου της. Το μπαμ που έκανε η κεφαλή της πέφτοντας την ξύπνησε προς στιγμήν για να την βυθίσει αμέσως μετά σε έναν λήθαργο τέτοιον που δεν ξεχώριζε αν κοιμάται ή αν έχει παραδώσει το πνεύμα.
«Άιντα άιντα, ωραίο μέρος βρήκες να αγκαλιάσεις το Μορφέα», της είπε μια φωνή που εκείνη δεν κάθισε να εξετάσει από πού ερχόταν. Ήταν τέτοια η ανάγκη της για ύπνο, που αν της έλεγαν ότι εκεί δίπλα της ήταν η Βασίλισσα τη Αγγλίας που σχολίασε, η Δανάη απλά θα σήκωνε τους ώμους χωρίς να δώσει σημασία ούτε σ’ αυτήν της την καραμπινάτη απρέπεια που σε μιαν άλλη εποχή θα της στοίχιζε το… κεφάλι από τον δήμιο των ανακτόρων με ειδίκευση στο τομέα αυτόν.
«Καλά, καλά κοιμήσου εσύ κι τύχη σου δουλεύει», ξαναείπε η φωνή και τη φορά αυτή η Δανάη θύμωσε πολύ.
«Μα στραβ… έχεις, όποιος κι αν είσαι, δεν βλέπεις πως κοιμάμαι; Αγένεια και η δική σου μια φορά!»
«Αγενής μπορεί και να ‘μαι, αλλά σαν θεατής με κάποιο επίπεδο αισθητικής, οφείλω να σου πω ότι το θέαμα που παρουσιάζεις είναι αξιοθρήνητο. Μπορεί να είσαι ψόφια στην κούραση, αλλά αν όλοι οι κουρασμένοι της γης κοιμούνταν πάνω στα γραφεία τους κατά το ωράριο εργασίας τους, τότε θα σηκώνονταν τα κρεβάτια πάνω να διαδηλώσουν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απαξίωσή τους. Δεν μπορούσες να ζητήσεις, με όποια πρόφαση, μια τρίωρη άδεια αφού ούτως ή άλλως δεν προσφέρεις εργασία, και αν γινόταν θα συμπλήρωνες μετά το κανονικό σου ωράριο και αυτό των χαμένων ωρών; Το ξέρω, θα μου πεις ότι ο δημοσιογράφος δεν έχει συγκεκριμένο ωράριο. Σύμφωνοι. Αλλά και πάλι θέαμα είναι αυτό;
»Ουαί και αλίμονό σου αν κάποιος φωτογράφος αντίπαλης εφημερίδας σαν αυτές που τρώγεστε μεταξύ σας σε έπιανε έτσι όπως είσαι και σε μόστραρε με την λεζάντα: Α, φτωχέ δημοσιογράφε, κρεβάτι ξέρεις τι θα πει;
»Δεν εννοώ ρε συ "κρεβάτι κρεβάτι", που το μυαλό σας εκεί πάει πάντα. Αλλά εκείνο που οριζοντιώνεσαι πάνω του και ανακουφίζεις τα πονεμένα σου μέλη. Οι άσπονδοι συνάδελφοί σου αφορμή θα έβρισκαν να σε χλευάσουν και κυρίως στο πρόσωπό σου να χλευάσουν το αφεντικό, που εν εξάλλω καταστάσει διατελών θα ψάχνει τρύπα να τρουπώσει».
«Ω, μα εσύ δεν υποφέρεσαι. Τα κατάφερες να μου διώξεις την υπνηλία».
Και η Δανάη, έψαξε με τα μάτια να δει τον προπέτη με την επικριτική φωνή.
Στον διθέσιο καναπέ του δωματίου ένα αλλόκοτο ανθρωπάκι, μικρότερο στο μπόι κι από έναν νάνο, την κοιτούσε χαμογελαστά:
«Αμ δεν ξύπνησες καλή μου, δεν ξύπνησες. Νομίζεις ότι δεν κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου, του αδίκου, θα σε γελάσω, μα κοιμάσαι μακάρια. Εμένα με βλέπουν και με ακούν μόνον όσοι κοιμούνται. Άρα για να με βλέπεις εξυπακούεται ότι είσαι αλλού γι’ αλλού. Άιντε και μια και έκανες την αποκοτιά, σε αφήνω να την συνεχίσεις κι εγώ θα έχω το νου μου μη μπει κανείς και σε δει σ΄ αυτό το ασυνήθιστο είν’ η αλήθεια χάλι. Ό,τι και αν νομίζεις για μένα, εγώ νοιάζομαι για πάρτι σου. Μόνο άφησέ με να σου μιλάω. Είμαι ξέρεις από κείνες τις συντροφιές που αν και κοιμισμένο σε κρατούν σε εγρήγορση. Ανήκω σε μια από τις τρεις βασικές συντροφιές-ομάδες τ’ ανθρώπου. Σ΄ αυτήν που μέλη της είναι η κριτική, η συνείδηση, το ασυνείδητο, η ενσυναίσθηση κ.ά.
»Η δεύτερη ομάδα με την οποία έχω και μια συγγένεια να την πω, είναι αυτή των συναισθημάτων με την αγάπη αρχηγό, τον έρωτα, τη φιλία, την καλοσύνη, το νοιάξιμο... Και η τρίτη, χμ η τρίτη, με το μίσος, την απανθρωπιά, την εκδίκηση, τη ζήλια, τον πόνο. Αυτήν την τελευταία δεν την πάω καθόλου, αλλά το κάθε καλό στη Φύση έχει το αντίθετό του, το ωραίο το άσχημο, η ευτυχία την δυστυχία, ο Παράδεισος την Κόλαση, και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
»Αλλά σαν να κουράστηκα κι εγώ, τόσην ώρα μιλάω non stop. Άλλωστε κι εσύ όπου να ‘ναι ξυπνάς κι εγώ τείνω να γίνω μια μεσημεριάτικη ανάμνηση. Γεια σου, θα ξαναβρεθούμε σίγουρα, αφού την κριτική την αγαπάς το ξέρω».
Η Δανάη ανακλαδίστηκε, χασμουρήθηκε και με την ανάστροφη των χεριών της έτριψε τα μάτια της. Όνειρο έβλεπα; Αναρωτήθηκε κοιτάζοντας τον άδειο καναπέ που λίγο πριν φιλοξενούσε την κριτική της σκέψη.
Όντως τι θα ήταν ο άνθρωπος δίχως αυτές τις κύριες ομάδες; Ένα ον με μόνο του μέλημα το κυνήγι της τροφής και την αναπαραγωγή με συνοπτικές διαδικασίες.
Παράξενα τα όνειρα που με επισκέπτονται τελευταία και καλά να τα βλέπω τη νύχτα, μα και την ημέρα; Και αφού όπως λέγεται, εμείς είμαστε οι σκηνοθέτες των ονείρων, στα άδυτα των εργαστηρίων του υποσυνειδήτου, η φαντασία από πού προέρχεται;
Πως θα ήθελα τώρα έναν καφέ, έστω δίχως τσιγάρο και δυο ποτήρια νερό! Ένα να το πιω και ένα να καταβρέξω την αλογοουρά μου να την φέρω στα ίσια της για να μη θυμίζω άλογο!
«Κυρ Μενέλαε ένα καφέ ελληνικό και δυο νερά στο γραφείο του Διευθυντού. Γρήγορα παρακαλώ! Ευχαριστώ…»
Απόλυτο δίκιο είχε ο κριτής μου. Έχω τα χάλια μου, ε, καθρέφτη καθρεφτάκι μου;
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Δέκατο έβδομο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Το επόμενο εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου