Δανάη, η ρεπόρτερ
«Έλα Θεανώ μου, εγώ είμαι βρε δεν με κατάλαβες; Αν είναι ποτέ δυνατόν. Άκου με, μαζί με το γιόκα σου πάρε και το παιδάκι μου από το μωροσχολειό.
»Ναι, ναι, κάπως είμαι σήμερα και λέω να μη βγω και χειροτερέψω, κάνει και ένα ψοφόκρυο, ή εγώ αισθάνομαι έτσι; Τι Χειμώνας και τούτος ρε παιδί μου; Πότε η γρίπη η κανονική, πότε η άλλη η επικίνδυνη. Και τώρα το αποκορύφωμα με τον ιό. Είπαν θα κλείσουν τα σχολεία. Μπράβο τους που το κατάλαβαν.
»Λες ρε συ να την έχω βουτήξει κι εγώ; Έτσι είναι αυτά. Με το παραμικρό φτέρνισμα εκεί θα πηγαίνει το μυαλό μας, Θεός φυλάξοι.
»Ελάτε και έχω κάνει ένα παστίτσιο τ’ ονείρου. Στον Διονύση κάνεις μια ομελέτα με καμιά εικοσαριά αυγά όπως αρέσει στα αρσενικά μας και αν περισσέψει, του στέλνω ταπεράκι μη λέει ότι μόνο για σένα νοιάζομαι.
»Μείνε μαζί μου τούτο το μεσημέρι σε χρειάζομαι. Ο καλός μου λείπει σε ταξίδι για δουλειά. Τα μισώ αυτά του τα ταξίδια χωρίς εμένα. Το ίδιο λέει και εκείνος και είναι βέβαια στην διακριτική μου ευχέρεια να τον πιστέψω ή όχι. Επιστρέφει το πρωί, αύριο.
»Ζήτα συγγνώμη από τον Διονύση που του κλέβω την συντροφιά του. Ας μην είναι και αχόρταγος, σε τρώει όλη νύχτα και όλη μέρα... να μη πάρω κι εγώ, η καλύτερή σου φίλη, μια μπουκίτσα;
»Ναι το ξέρω, θα του κακόρθει, σωστά το λες. Αλλά άντε μη το μετανιώσω που σου τον γνώρισα. Ορίστε μας!»
«Εσύ ρε μου τον γνώρισες; Μόνος του με είδε τότε που σε πάντρευα με τα «μπλε μάτια» και θαμπωμένος από την ομορφάδα μου έσπευσε να με ερωτευτεί περισσότερο από όποιες άλλες και ονόματα δεν λέω. Ήταν τυχερό κάποτε οι δρόμοι μας να συγκλίνουν. Χρόνια φίλος σου και δεν μου τον γνώρισες ποτέ. Γιατί αλήθεια; Καμιά φορά να το συζητήσουμε το θέμα, αν δεν έχεις αντίρρηση…
»Τι σου τα λέω τώρα, αυτά μη και δεν τα ξέρεις;
»Τώρα, λέγε τι σού συμβαίνει και αφού είμαι το λυσάρι και των πιο δύσκολων προβλημάτων τι λες να μην μπορέσω να λύσω το όποιο μικρό δικό σου, λατρεμένη μου; Ακούω λέγε».
«Μα αν δεν σταματήσεις να μιλάς, πού να πάρω σειρά και να σου πω; Η γιαγιά μου μωρέ, η Πέρσα μου, φοβάμαι δεν είναι καλά. Την βλέπω να μην έχει όρεξη για τίποτα. Το γράψιμο ήταν για εκείνη πηγή ζωής και τώρα δεν πιάνει μολύβι. Η αρχή έγινε με το πιάνο της. Αυτή αν δεν έπαιζε ή δεν συνέθετε κάτι μικρό ή μεγάλο ήταν αδιανόητο. Τώρα το κλαβιέ είναι κλειδωμένο και το κλειδί χαμένο. Και να πεις ότι πρόκειται για κλειδάκι μικρό; Τεράστιο και εις διπλούν. Τελικά το βρήκε η μάνα μου. Το πολύ περίεργο είναι ότι η γιαγιά δεν έδειξε ούτε ενθουσιασμό, ούτε αδιαφορία. Όταν της το έδειξα, είπε διάφορα: «Ναι; Και πού ήταν;»
»Ακολούθησε η συγγραφή. Εκεί που έγραφε συνεχώς από τα άγρια χαράματα, ακόμη και πριν λίγο μόλις καιρό, τώρα δεν πιάνει το μολύβι της. Ίσως, μου πεις και εσύ και ο καθένας, ότι αυτό είναι φυσικό επακόλουθο της ηλικίας της. Μη το πεις όμως, γιατί θα είναι για την Πέρσα μου λάθος. Το φυσικό είναι να γράφει το αφύσικο είναι αυτό που κάνει τώρα. Σκέφτηκα μήπως είναι κατάθλιψη. Ο γιατρός είπε δεν είναι. Κανένας μας δεν την ρωτά τι έχει και βέβαια αυτό δεν το εκλαμβάνει σαν αδιαφορία, ξέρει καλά την αδυναμία που της έχουμε όλοι και πάνω απ’ όλους εγώ.
»Θεανώ μου έτσι και την χάσω για μένα η Γη θα έχει χάσει στροφές περί τον άξονά της και περί τον ήλιο. Αυτό το ξέρει και γι' αυτό δεν παραιτείται ολοκληρωτικά, για το χατίρι μου.
Οι κατά καιρό Μούσες της είναι εκεί μα εν υπνώσει και η Πέρσα χωρίς αυτές δεν υπάρχει σαν συγγραφέας παρά το ότι δεν έχει ποτέ πρόβλημα με την θυγατέρα τους την Έμπνευση. Ένα κλικ και το μολύβι εφ’ όπλου λόγχη, αρκεί η Μούσα της να είναι εκεί. Εγώ εκεί κάνω focus. Πολύ πιθανόν να νομίζει ότι έπαψαν να την αγαπούν και για την Πέρσα αυτό είναι το Τέλος. Χωρίς την αγάπη τους δεν υπάρχει σαν συγγραφέας!
»Αναρωτιέμαι ποιος από τους απογόνους μας θα ενδιαφερθεί για όλον αυτό τον χειρόγραφο πλούτο που θα αφήσει φεύγοντας. Να γιατί έκανε τα βιβλία της. Στη ζωή της έδωσε οντότητα. Τα γράμματα στο πρόχειρο χειρόγραφο, έτσι όπως έτρεχε το μολύβι της να προλάβει αυτά που της υπαγόρευε σαν ριπή πολυβόλου η σκέψη της, δεν τα βγάζει ούτε και η ίδια. Οι ιστορίες της, άλλες φανταστικές άλλες βιωματικές, την έκαναν να ζει ξανά και ξανά τις αναμνήσεις της γι’ αυτό και δεν ξέχασε τίποτα από μια ζωή εις διπλούν, τριπλούν -ή και περισσότερο- και γι' αυτό μοιάζουν να είναι χθεσινές, αποπνέουν φρεσκάδα και δροσιά. Είμαι η πιο φανατική της αναγνώστρια και όχι μόνο γιατί την λατρεύω.
»Θεανώ μου δεν έχω δει άνθρωπο πιο ερωτευμένο με την αγάπη σαν τη γιαγιά μου. Καταλήγω λοιπόν ότι αυτό είναι το πρόβλημα. Επαναλαμβάνω ότι αυτό είναι που την παρέλυσε. Μαθημένη σε εκδηλώσεις λατρείας που έχουν εκλείψει, ποιος ξέρει, πώς το παίρνει στραβά. Αν λοιπόν βρίσκαμε κάποιον τρόπο να δει, να νοιώσει αναζωογονημένο τον «έρωτα», θα ανάβλυζε αμέσως η χαρά της ζωής γι’ αυτήν.
»Βοήθησέ με Θεανώ μου να τον βρούμε τον άτιμο που, κατά τα άλλα, χρόνια δεν κοιτά κατά πώς λένε, να της τον πάμε να χαρεί. Βοήθα, γιατί έχω χάσει τον ύπνο μου».
«Δανάη μου σε καταλαβαίνω. Πρέπει όμως κι εσύ να το πάρεις απόφαση ότι η γιαγιά σου έχει προ πολλού καβατζάρει το Ρουβίκωνα των ογδόντα και…»
«Μη σ’ ακούσω και σένα να λες αυτό το ανατριχιαστικό πλήρης ημερών! Τον άνθρωπό σου τον θέλεις να υπάρχει για πάντα. Δεν μετράς τη ζωή του με το καλαντάρι, την μετράς με τους κτύπους της καρδιάς σου για ‘κείνον. Την γιαγιά μου εγώ την θέλω γερή και ακμαία, χωρίς άνοιες και τα άλλα συνοδευτικά της ηλικίας. Είναι η εξαίρεση στον κανόνα.
»Ζητώ τη βοήθειά σου φίλη της καρδιάς μου να την κάνουμε να ανακτήσει το χαμένο ενδιαφέρον για τη ζωή. Βοήθα με και άλλο τίποτα δεν θα σου ζητήσω ξανά».
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Δέκατο έκτο επεισόδιο της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Συνεχίστε με το δέκατο έβδομο εδώ!
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου