(ή Ο γαϊδαράκος πάει πολέμο)
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια φάρμα ζούσε ένα γάιδαρος που τον έλεγαν Αρζ. Ήταν τόσο ξεχωριστός όσο και τ’ όνομά του. Ήταν φίλος με όλα τ’ άλλα ζώα που ζούσαν εκεί. Πάντα γελαστός και μ’ ένα αστείο έτοιμο για κάθε περίσταση κι ένα γέλιο που έκανε όλη τη φάρμα να τραντάζεται στο άκουσμά του. Δεν έλεγε ποτέ όχι στις δουλειές κι ας μην τις αγαπούσε. Η αγαπημένη του ώρα ήταν όταν ξεκουραζόταν κάτω από τον μεγάλο πλάτανο στο κέντρο του αγροκτήματος φορώντας ένα ζευγάρι τεράστια γυαλιά ηλίου και πίνοντας έναν φραπέ. Τι είπατε; Τα ζώα δεν πίνουν καφέ; Στον κόσμο των παραμυθιών όλα γίνονται.
Μια μέρα λοιπόν, εκεί που ρέμβαζε είδε από μπροστά του να περνούν κάμποσα άλογα. Ήταν ψηλά με φουντωτή ουρά και είχαν στερεωμένη στη ράχη τους μια πανέμορφη κάπα με ένα χρυσό οικόσημο ζωγραφισμένο πάνω της. Ο Αρζ θαμπώθηκε τόσο από την όψη τους που έμεινε να τα χαζεύει με το στόμα ανοιχτό. Προτού προλάβουν να απομακρυνθούν σηκώθηκε και τα πλησίασε.
«Γεια, είμαι ο Αρζ. Πού πηγαίνετε;» Τα άλογα τον κοίταξαν αδιάφορα και του απάντησαν,
«Ξέσπασε πόλεμος στη χώρα των ψηλών κάστρων και πάμε να υπηρετήσουμε τον βασιλιά μας.»
«Και τι είναι αυτά που φοράτε;» Ξαναρώτησε.
«Είναι τα διακριτικά του οίκου που ανήκουμε. Τα ίδια φοράνε και οι ιππότες του βασιλείου» απάντησαν τα άλογα.
«Δικέ μου! Είναι η πιο όμορφη φορεσιά που έχω δει» είπε και ανασήκωσε τα γυαλιά του με νόημα. «Αν έρθω θα μου δώσουν κι εμένα μια ίδια;»
«Χαχαχαχα» γέλασαν βροντερά τα άλογα. «Είσαι γαϊδούρι» του είπαν με μια φωνή. «Μεταφέρεις ξύλα και σέρνεις κάρα. Τι να την κάνεις την φορεσιά;»
«Μα θα έρθω να πολεμήσω» τόνισε ο Αρζ και ένας νέος γύρος από ασταμάτητα γέλια ξέσπασε. Καπνοί βγήκαν από τα ρουθούνια του. Τόσο πολύ πείσμωσε και χωρίς δεύτερη σκέψη τους είπε «Εγώ θα έρθω στον πόλεμο και όλοι εσείς που σήμερα γελάτε μαζί μου, σύντομα θα υποκλιθείτε από μόνοι σας και θα γονατίσετε μπροστά στις οπλές μου.»
«Χαχαχαχα» ξαναγέλασαν τα άλογα.
«Αυτό θα ήθελα πολύ να το δω» ψιθύρισαν μεταξύ τους και τον πήραν μαζί τους.
Ο Αρζ είχε θυμώσει με αυτή τους την αντιμετώπιση και το έβαλε σκοπό να ξεχωρίσει στα μάτια όλων. Κάποτε έφτασαν στον πόλεμο. Το βασίλειο των ψηλών κάστρων είχε χωριστεί στα τέσσερα και όλες οι φυλές πολεμούσαν μεταξύ τους. Τα άλογα αυτά ανήκαν στη φυλή του Βορρά κι εκεί κατατάχθηκε και ο Αρζ. Στην αρχή τον είχαν μόνο για αγγαρείες. Κουβάλαγε πυρομαχικά και μετέφερε τραυματίες, νερό και φαγητό. Δεν παραπονέθηκε ποτέ όμως. Τελείωνε τις δουλειές του γρήγορα και αποτελεσματικά και περίμενε με υπομονή να του δοθεί η ευκαιρία να ξεχωρίσει. Ο καιρός περνούσε και οι μάχες συνεχίζονταν. Όλοι είχαν παρατηρήσει έναν γαϊδαράκο με γυαλιά ηλίου που πάντα στεκόταν παράλληλα με τους ιππείς στη μάχη κι έτρεχε να προλάβει τα πάντα. Τα γέλια εις βάρος του είχαν σωπάσει προ πολλού.
Μια μέρα έλαβε χώρα μια πολύ μεγάλη μάχη στη χώρα των κάστρων. Τα ξίφη ακούγονταν από μακριά, τα ποδοβολητά των αλόγων σήκωναν σύννεφα σκόνης και οι φωνές των πολεμιστών αντηχούσαν παντού. Ξαφνικά μια δυνατή φωνή διαπέρασε κάθε ήχο και το στράτευμα πάγωσε.
«Έπεσε ο βασιλιάς. Ο βασιλιάς είναι στο έδαφος. Προστατέψτε τον βασιλιά.»
Αλίμονο, ο ήλιος ήταν τόσο ψηλά που τύφλωνε τα άλογα και κανένα τους δεν μπορούσε να δει που ήταν πεσμένος ο βασιλιάς. Ο Αρζ τέντωσε τ’ αυτιά του και είπε,
«Εγώ θα τον φέρω.» Κάποιοι τον κοίταξαν υποτιμητικά, άλλοι με απορία. Αυτός όμως λίγη σημασία τους έδωσε. Ίσιωσε τα γυαλιά του και χωρίς δεύτερη σκέψη ρίχτηκε στη μάχη. Έσπρωχνε και κλώτσαγε με λύσσα και κανείς δεν μπόρεσε να τον σταματήσει. Σύντομα βρισκόταν κοντά στον πεσμένο βασιλιά. Χαμήλωσε ώστε να μπορέσει ο βασιλιάς να πιαστεί από τη σέλα του και σύντομα βρισκόταν πίσω ασφαλής ανάμεσα στους στρατηγούς του. Πριν ο ήλιος δύσει η μάχη είχε κερδηθεί και το βασίλειο του Βορρά είχε επικρατήσει.
Την επομένη ο βασιλιά φώναξε τον Αρζ μπροστά σε όλο το στράτευμα. «Αν δεν ήσουν εσύ, θα ήμουν νεκρός τώρα και το βασίλειό μου θα είχε πέσει στα χέρια των εχθρών. Από σήμερα θα φοράς κι εσύ βασιλική κάπα και θα ονομάζεσαι "βασιλικός όνος". Θα προηγείσαι του στρατεύματος και θα το οδηγείς.» Ο Αρζ γύρισε και κοίταξε τα άλογα που κάποτε γελούσαν μαζί του, να τον κοιτούν τώρα με θαυμασμό υποκλινόμενα μπροστά του και χαμογέλασε. Γύρισε προς τον βασιλιά και είπε «Μεγαλειότατε η τιμή που μου κάνετε είναι τόσο μεγάλη που ούτε στα όνειρά μου δεν θα το περίμενα. Θα κρατήσω την κάπα με το οικόσημο του βασιλείου σας, αλλά θα επιστρέψω πίσω στη φάρμα που είναι όλοι μου οι φίλοι και η οικογένειά μου.» Υποκλίθηκε με σεβασμό γύρισε την πλάτη και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Πολλοί λένε ότι καθώς χανόταν στο βάθος του δρόμου τον άκουσαν να σιγομουρμουρίζει,
«Δεν είχε εκεί ούτε έναν φραπέ της προκοπής. Δικέ μου!»