Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Νατάσα Ρεντήφ: Κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου ήμουν ο πρώτος αναγνώστης των πραγματικών ιστοριών που έγραφαν οι ήρωες και ο ευνοούμενος θεατής των ψευδαισθήσεων που έπαιζαν επί σκηνής. Με ώθησε λοιπόν η ανάγκη να γράψω κάτι που θα ήθελα να διαβάσω καθώς και η ελευθερία που είχα να αναπτύξω στο χαρτί αυτό που περίσσευε από τη σκέψη και το συναίσθημά μου.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ν.Ρ.: Η μία λέξη που θα διάλεγα για περιγράψω το βιβλίο είναι «Αναγκαλισμοί».
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Ν.Ρ.: Στον αναγνώστη θα πρότεινα να το διαβάσει μια φορά από την αρχή ως το τέλος κι αν πειστεί πως υπάρχουν οι ήρωες του βιβλίου, να προσπαθήσει να συγχωρέσει τις αδυναμίες τους. Αν πάλι του φανούν εντελώς άγνωστοι ή ανυπόστατοι, θα μπορούσε να επιλέξει τις ενότητες ή τα «στιγμιότυπα» που τον εκφράζουν καλύτερα και να τα διαβάσει ως αυτοτελή επεισόδια.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Ν.Ρ.: Αν το βιβλίο γινόταν ταξίδι, δεν θ’ απομακρυνόταν πολύ από τον τόπο όπου γεννήθηκε. Θα έπλεε ως τον μικρό όρμο «Γράμματα» στη βορειοδυτική ακτή της Σύρου. Την ονομασία του οφείλει στις επιγραφές-προσευχές που συνήθιζαν να σκαλίζουν στα λεία βράχια της ακτής οι ναυτικοί που αγκυροβολούσαν τα πλοία τους, όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη συνέχεια του ταξιδιού. Και εκεί θα έμενε το βιβλίο μέχρι να νεροπλυθεί.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Ν.Ρ.:
«…Με τις θέσεις, τις διαθέσεις, με τα χρόνια.
Ξεδιπλώθηκα υπερβολικός μέσα στο μέτρο μου.
Αφού ασπάστηκα όλα όσα υπήρξα, αναπαύομαι σε ό,τι απέμεινε να χωρέσω.
Τώρα αριθμώ τα παράταιρα κοστούμια που ζωντάνεψα και τα στοιβάζω στη γωνιά της απλοϊκότητάς μου.
Αψήφησα την περιφέρεια του χρόνου πολιορκώντας σημεία απολαύσεων.
Έχω καλοδεχτεί τη μονοτονία της αγαπημένης μου εποχής
-τη διάρκειά της δεν ορίζει η περιφορά της γης ούτε οι περιστροφές της πίστης.
Προηγήθηκα του νοήματός μου, αλλά όχι της αθανασίας.
Κι αν επιζήσω, θα ’ναι από λαχτάρα και θα ’χω την όψη καθαρή.»
Ανθρώπινες
Νέες
Θεάρεστες
Ρήσεις
Ωριμότητα
Ποινών
Οκνηρία
Ιδεών
Νηστεία
Επαφών
Σαρκός
Η Νατάσα Ρεντήφ απαντά σε μια μικρή συνέντευξη μεγάλων βιβλιοταξιδιών και αμέσως μετά, αποδεχόμενη την πρό(σ)κληση της στήλης Ακρότιτλο, συμπληρώνει τον τίτλο του βιβλίου της που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φίλντισι.
Στην περίληψη διαβάζουμε:
Μια σύντομη συνάντηση δυο ανθρώπων -μια ολότητα- που επιθυμούν να ενωθούν, μα λένε και κάνουν τα πάντα για να παραμείνουν μόνοι -ένα σύνολο αυτοτελών στιγμιότυπων.
Αυτή η προσπάθεια των ψυχών και των σωμάτων τους εκφράζεται μέσω εσωτερικών μονολόγων, θεατρικών διαλόγων, αφηγήσεων και ποιημάτων.
Παρακολουθούμε την ιστορία σ’ ένα πλοίο και στη συνέχεια σ’ ένα πανδοχείο υπό το βλέμμα, την κρίση και την κυριαρχία του πανδοχέα, του οποίου η παρουσία είναι διαρκής και διακριτική ως ακέραιου γνώστη και Παρατηρητή.
Από την εισαγωγή του βιβλίου:
Για πόσο ακόμη θα κάθομαι έτσι ακίνητη στην πιστή μα αφιλόξενη σήμερα καρέκλα μου, σφίγγοντας με τα δάχτυλα τη λιγδιασμένη κουπαστή; Δεν παύει όμως αυτή η καρέκλα να είναι και η μόνη θέση που δε θα νοιαζόταν κανένας άλλος να αξιώσει. Αν υπήρχε κάποιος τριγύρω.
Από τη στιγμή που κατάλαβα ότι η καρέκλα μου είναι η μόνη -φαντάζομαι- αποδεδειγμένη γνώση καθώς και η μόνη -ελπίζω- αμετάβλητη κατάσταση που θα έχω τη χαρά να βιώσω, δεν την αποχωρίζομαι ούτε στα ταξίδια. Θέλω δε θέλω έχω κολλήσει μαζί της. Την κουβαλάω παντού. Άλλοτε παραλύω για καιρό πάνω της, άλλοτε με κόπο αφήνω ένα κενό να αιωρείται ανάμεσά μας, πού και πού στηρίζομαι και βηματίζω γύρω της κι αν βρεθώ σε μεγάλα κέφια, τολμώ ακόμη και κάποια ακροβατικά. Μα πάντα παραμένω περίεργη για το αν θα με ρουφήξει ή ακόμη χειρότερα με ποια πρόφαση θα μ’ εγκαταλείψει.
Σήμερα απλά κάθομαι ήσυχη. Έχω γαντζωθεί στην κουπαστή και πάω, γιατί πεθύμησα να βρεθώ ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν μεν προορισμό, μα δεν κρατούν οι ίδιοι το τιμόνι. Ταξιδεύουμε μερικές μέρες τώρα και ήδη έχω αρχίσει να μετανιώνω γι’ αυτή μου την επιθυμία. Γέρνω το κορμί μου μπροστά προς στον γκρίζο ωκεανό.
Μα τι περίμενα; Καμία έκπληξη δεν έκρυβε τελικά το απομεσήμερο. Η ίδια ταραχή του νότιου. Ύπουλη. Υπόκωφη. Καμία έξαρση στην επιφάνεια του νερού.
Μόνο φαρδιά απλώματα να σκάνε βουβά και ήπια.
Κι όμως, η ταραχή μεταφέρεται κι αντανακλά μέχρι τον άλλον κόσμο, τον δικό μου. Τον συμπαγή. Τεράστια ταραχή, ανυπόφορη κι όλο κινδύνους. Τι να συμβαίνει άραγε στο υγρό ενδιάμεσο; Δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ. Κάτι αλλάζει και δεν καταφέρνω να το προσδιορίσω. Ίσως γιατί, όσο χώρο κι αν μου διαθέτει το κινούμενο μέσο που με περιέχει, τόσο εγώ διστάζω να κινούμαι. Ή μήπως επειδή αυτό το ενδιάμεσο γλιστράει μεταξύ εμού και των άλλων ταξιδιωτών, αλλά όχι από τον ένα προς τον άλλον;
Ελευθερώνω τα δάχτυλά μου με προσπάθεια, σηκώνομαι και γυρίζω την πλάτη στο μονότονο υγρό τοπίο. Ρίχνω αδιάφορες ματιές πότε τριγύρω και πότε χαμηλά, μετρώντας λασπωμένες λιμνούλες θάλασσας πάνω στο ξέθωρο μεταλλικό γαλάζιο. Ψυχή στο κατάστρωμα.
Μα όχι. Κι εκείνη εκεί; Εγώ; Η Τάδε; Να, εκείνη που κάθεται πιο πέρα κουκουλωμένη στην τραχιά κουβέρτα. Που μόνο το δεξί της χέρι εξέχει και τρέχει πάνω στο χαρτί.
Ψυχή μου! Με το που την είδα, νιώθω και τα δικά μου χέρια ανήσυχα, μα παγωμένα. Προσπαθώ να τα κρύψω μέσα στις μασχάλες. Δεν υπακούν.
Ξανακάθομαι και τα χώνω ανάμεσα στα γόνατα. Δεν ησυχάζουν. Νομίζω πως φαίνομαι στα μάτια της. Δε με νοιάζει. Μόνο να ζεσταθώ πριν από τις συστάσεις.
Σηκώνομαι αποφασιστικά για να την πλησιάσω.
Μα τι δουλειά έχει τώρα αυτός ο άντρας και τριγυρίζει σαν χαμένος ανάμεσα στα τραπέζια και τους πάγκους;
Την πλησιάζει. Κοντοστέκομαι. Κάθεται απέναντί της. Συγκεντρώνομαι.
Βιογραφικό:
Γεννήθηκα στη Γερμανία, μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Εδώ και πολλά χρόνια ζω και εργάζομαι ως εκπαιδευτικός στη Σύρο. Άλλα έργα: «Ετερόφωτος» 2013 (ποιητική συλλογή) εκδόσεις Άνεμος. Κείμενά μου έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα περιοδικά (Μανδραγόρας) και λογοτεχνικά ιστολόγια (Homo Universalis, Frear, Anemos)