(13η συνέχεια)
Η Μίνα σταμάτησε να γράφει. Άφησε το στυλό της πάνω στο γραφείο. Σηκώθηκε και προχώρησε μέχρι το παράθυρο του δωματίου της. Τα σύννεφα, σαν τότε, πύκνωναν και οι πρώτες σταγόνες βροχής άρχιζαν να πέφτουν. Σήκωσε τα χέρια της προς τον ουρανό, όπως εκείνη την ημέρα, τη στιγμή της έκστασης. Θυμήθηκε πάλι κομμάτια της ζωής της, που ούτε ο χρόνος δε θα’ σβήνε ποτέ. Η βροχή είχε αρχίσει να χτυπά στα τζάμια και τα έκανε να φαίνονται δακρυσμένα κι εκείνη πίσω απ’ αυτά τα δάκρυα βρέθηκε κοντά στον Πέτρο όταν, μικρά παιδιά, έπαιζαν στο δάσος κρυφτό ή κυνηγητό και γέλαγαν μεταξύ τους.
Ήταν μια ζεστή μέρα και ο ήλιος όπως πέρναγε ανάμεσα απ’ τα δένδρα μπορούσε να σε πλανέψει και να δεις τις σκιές για δαίμονες ή όμορφες νεράιδες ή και ακόμα ν’ ακολουθήσεις τις χρυσές γραμμές που άφηναν οι ακτίνες του και να χαθείς. Μια τέτοια μέρα η Μίνα είδε, σαν όραμα, μια γυναίκα πίσω απ’ τους κορμούς των δένδρων μ’ ένα ροζ φόρεμα, να τρέχει και να χάνεται.
«Πέτρο!» φώναξε δυνατά. «Βγες έξω μην κρύβεσαι άλλο. Φοβάμαι».
Ο Πέτρος πανικόβλητος βγήκε απ’ την κρυψώνα του κι εκείνη έτρεξε, κρεμάστηκε από πάνω του, σα να ήταν το μοναδικό στήριγμα της ζωής της. Βρέθηκαν τόσο κοντά. Η καρδιά τους άρχισε να χτυπά δυνατά. Τα μάτια τους έλαμψαν κι έμειναν έτσι, να κοιτάζονται, χωρίς να γελάνε πια. Ένας έρωτας σφήνωσε στην παιδική τους ψυχή. Δεν ξανάπαιξαν κρυφτό. Δεν ξαναπήγαν στη θάλασσα. Δεν ξανακατέβηκαν στο σκοτεινό υπόγειο κι εκείνη κατάλαβε το πόσο πολύ τον ήθελε δικό της, μόνο όταν έφυγε από κοντά της για πάντα.
Ο Φίλιππος ήρθε τόσο ξαφνικά ν’ αναστατώσει την ζωή της, αλλά και να καλύψει το κενό. Κανείς δεν ήξερε πως δεν ήταν τα πετραδάκια και τα λουλούδια του κήπου που την κρατούσαν δεμένη μ’ εκείνα τα μέρη και δεν ήθελε να τ’ αφήσει ποτέ, αλλά ο Πέτρος, γιατί πίστευε πως θα ξαναγύριζε για κείνη, για τα παιδικά τους χρόνια που τ’ άφησαν στη μέση. Ήξερε πως την αγαπούσε αληθινά κι ας μη της το είχε πει ποτέ, αφού νόμιζαν πως είναι ξαδέλφια.
Συνάντησε τον θείο Ανέστη κι εκείνος της χαμογέλασε και της χάιδεψε τα μαλλιά όπως όταν ήταν μικρή. Θυμήθηκε τότε που είχε κάνει τη μεγάλη ζημιά. Είχαν καλεσμένους και η θεία Νίτσα με τον θείο Ανέστη ήταν πάντα οι πρώτοι που καλούσαν. Είχαν έρθει από νωρίς και η Μίνα ήταν όλο χαρά, δεν σταματούσε να παίζει.
Στην είσοδο του σπιτιού τους υπήρχαν δυο μεγάλα αγάλματα που παρίσταναν αρχαίους θεούς. Κάποια στιγμή θυμωμένη με την Λευκή, που δεν ήθελε να παίξει άλλο μαζί της και χωρίς να το θέλει βέβαια, έριξε το ένα πάνω στην τζαμένια πόρτα κι έσπασε και το άγαλμα, αλλά και τα τζάμια χύθηκαν σαν χοντρή άμμος πάνω στις σκάλες. Ο πατέρας της θύμωσε πολύ μαζί της και την μάλωσε. Εκείνη άρχισε να κλαίει. Τότε ο θείος Ανέστης τους είπε πως το ‘σπασε εκείνος κατά λάθος και πήρε
όλο το βάρος επάνω του. «Μη τη μαλώνετε εγώ το ‘σπασα και δε θέλει να σας το πει». Κι εκείνη δεν πήγε να τον ευχαριστήσει, παρά άφησε όλους να τον πιστέψουν και καμάρωνε γι’ αυτό.
Στο μυαλό της ήρθε η γειτονιά με τα πολλά παιδιά, που την πήγαινε ο Δημητρός με το ποδήλατο του. Εκεί είχε γνωρίσει την Άρτεμη, την καλύτερη φίλη. Η Άρτεμης ήταν ένα κοριτσάκι που της άρεσε να φτιάχνει δωράκια. Έπαιρνε μια κόλα χαρτί την έκανε να μοιάζει με φάκελο και μέσα εκεί έβαζε ότι έβρισκε, όπως κάποιο τσιμπιδάκι ή κανένα κουμπί ή καμιά ωραία πετρούλα. Αυτή η ιδέα ενθουσίασε την Μίνα και κάθε φορά που γύριζε απ’ τη γειτονιά του Δημητρού γέμιζε το συρτάρι της με δωράκια. Η φιλία τους χάθηκε όταν η Άρτεμης έφυγε με τους γονείς της πολύ μακριά. Η Μίνα μετά από λίγο πέταξε τα δωράκια που είχε και δεν ξανάφτιαξε ποτέ πια άλλα.
Τον Αλέξανδρο τον γνώρισε τόσο ήρεμα και απλά. Ένωσε τα πιστεύω της με τα δικά του πιστεύω και τον παντρεύτηκε.
Ο Γιώργος παρουσιάστηκε μπροστά της την πιο κρίσιμη περίοδο της ζωής της. Τότε ακριβώς που ήθελε να γαντζωθεί από κάπου και να συζητήσει γι’ αυτόν τον αόρατο κόσμο, που μόνο εκείνη έβλεπε κι όσο κι αν τρόμαζε στην ιδέα, πως ίσως ούτε αυτός θα μπορούσε να την πιστέψει, κάποια στιγμή αισθάνθηκε την μεγάλη ζεστασιά του και του μίλησε για την μαγεία του έξω κόσμου. Η Μίνα άρχισε να νοιώθει πως υπάρχει κάποιος που μπορεί να εμπιστευτεί και με το χρόνο αυτή η εμπιστοσύνη έγινε αδυναμία και τέλος ο μεγάλος έρωτας της ζωής της. Εκείνος ήταν ωραίος άντρας, ψηλός με γκρίζα μαλλιά και τα γυαλιά που φορούσε τον έκαναν να φαίνεται ακόμα πιο ωραίος. Δεν ήταν όμως αυτό που ενθουσίασε την Μίνα, αλλά το ενδιαφέρον που είχε γι’ αυτήν.
«Δεν αρκεί να βιώσεις αυτή την μοναδικότητα. Πρέπει να σε πιστέψουν και οι άλλοι» του είπε σε κάποια τους συνάντηση κι εκείνος, ενώ της κρατούσε τα χέρια, την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και πρόσθεσε:
«Σε πιστεύω. Ποτέ δεν θα μπορούσα ν’ αγαπήσω μια γυναίκα και να μη την πιστέψω» και κράτησε και το ενδιαφέρον του και τα πιστεύω του γι’ αυτή την γυναίκα και παρ’ όλο που κάποτε χώρισαν, δεν έπαψε να την αγαπά.
Η Μίνα όταν ακόμα ήταν παιδί, είχε πλάσει ένα πρότυπο γιατρού. Ο κύριος Μιλτιάδης ήταν ευγενής, από σπουδαία οικογένεια, μεγάλος σε ηλικία, για τη Μίνα γερούλης. Η ιατρική ήταν το πάθος του. Αφιέρωνε πολύ χρόνο απ’ την ζωή του προσπαθώντας να βρει τρόπους για να γλυκάνει τον πόνο των άλλων. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μη τον αγαπά και να μην εμπιστεύεται τις ιατρικές του γνώσεις.
Μαζί του είχε πάντοτε κι έναν βοηθό, ένα νεαρό παιδί, που αν χρειαζόταν να δώσει επειγόντως κάποιο φάρμακο, έτρεχε εκείνο στο φαρμακείο με την συνταγή και περίμενε τον φαρμακοποιό να το ετοιμάσει. Όποτε τύχαινε να τον συναντήσει κανείς στον δρόμο, σταματούσε, όσο βιαστικός και να ήταν, έβγαζε το καπέλο του και χαιρετούσε. Ήταν κοντός και το πρόσωπο του στρογγυλό και αστείο, που μάλλον το μικρό γενάκι και το μούσι κάλυπταν την ασκήμια του.
Η Μίνα ήταν πολύ μικρή όταν αρρώστησε με ψηλό πυρετό. Έβλεπε οράματα, περίεργα μάτια να καίνε και χέρια αδύνατα να θέλουν να την αρπάξουν. Άκουγε φωνές που έβγαιναν απ’ τα κατάβαθα της Γης και μπερδεύονταν με όμορφες μελωδίες ή βρισκόταν σε βήθος. Πολλές φορές μίλαγε αδιάκοπα ή τιναζόταν ενώ το πρόσωπο της ήταν συνέχεια ιδρωμένο. Ο κύριος Μιλτιάδης πήγε τρέχοντας στο σπίτι τους. Άφησε όλους τους ασθενείς του στη μεγάλη σάλα του ιατρείου του και με το πρώτο κάλεσμα του πατέρα της έτρεξε. Δυο με τρεις φορές τη μέρα επισκεπτόταν την Μίνα παρακολουθώντας την πορεία της αρρώστια της.
Πέρασαν μέρες και ο πυρετός υποχώρησε. Ένα πρωί, καθώς άνοιξε τα βλέφαρα της, μπροστά της είδε τον γιατρό να την κοιτάζει με τα μεγάλα του στρογγυλά μάτια, που πίσω απ’ τα γυαλιά του γίνονταν ακόμα πιο μεγάλα. Η Μίνα έβαλε τα χέρια της μπρος στο στόμα της και άρχισε να γελά. Ο κύριος Μιλτιάδης μόλις είδε αυτή της την αντίδραση χάρηκε τόσο πολύ, που έσκυψε και τη φίλησε. Έτσι εκείνη δημιούργησε ένα τέτοιο πρότυπο γιατρού. Κάποιον που θα άφηνε τα πάντα γι’ αυτήν και θα χαιρόταν όταν θα την έβλεπε να γελά.
Τα κιτρινισμένα φύλλα του Φθινοπώρου είχαν καλύψει τον κήπο κι έμοιαζαν με χαλί. Από μακριά ακουγόταν να ‘ρχεται μια γλυκιά μελωδία, που φαινόταν σα να παρασέρνει τα σύννεφα προς άγνωστη κατεύθυνση, μέχρι που διαλύθηκαν.
Η Μίνα άνοιξε το παράθυρο για ν΄ ακούσει καλύτερα και μετά από λίγο γύρισε πάλι στη θέση της. Πήρε το στυλό και κάτω απ’ αυτή την μακρινή μουσική που έμπαινε σαν ελαφρύ αεράκι, συνέχισε να γράφει. Είχε την αίσθηση πως όλα λάμπουν γύρω της, πως οι προβολείς δείχνουν μόνο εκείνη. Ήταν κοντά στο μεγάλο όνομα. Το δικό της όνομα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
(συνέχεια)
Έγραψα ένα μικρό διήγημα. Ήταν ένα ταξίδι μέσα στους ατέλειωτους φωτεινούς διαδρόμους του σκοτεινού σύμπαντος. Σκέφθηκα πως αυτό που υπάρχει μακριά απ’ την Γη κι εγώ κάποιες φορές μπορούσα και ζούσα μέσα σ’ αυτό, θα ενδιέφερε όλους τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους και τελικά αποδείχθηκε πως είχα δίκιο.
Ο χρόνος κυλούσε γρήγορα, γράφοντας και προσπαθώντας να ενώσω τους συλλογισμούς μου, ούτως ώστε να υπάρξει μια απλή ιστορία σαν παραμύθι. Οι δικές μου εμπειρίες, όσο κι αν έμοιαζαν ψεύτικες, ήθελα ο κόσμος να τις κάνει δικές του, να μ’ εμπιστευτεί και να με πιστέψει. Δεν ξέρω αν ζητούσα πολλά απ’ τη ζωή μου ή απ’ τους άλλους, αλλά ο Γιώργος με είχε κάνει να αισθάνομαι σίγουρη για οτιδήποτε μπορούσα να σκεφθώ.
Βλεπόμασταν συχνά, άλλοτε ερχόταν στο σπίτι όπως παλιά, σα να μη συνέβαινε τίποτε κι αυτό μ’ έκανε να αισθάνομαι ακόμα πιο ένοχη απέναντι στην οικογένεια μου, ήταν όμως κάτι που δεν μπορούσε να σταματήσει. Άλλοτε πάλι πήγαινα εγώ στο ιατρείο του. Ήμουν αιχμάλωτη μιας ζωής που δεν είχα διαλέξει κι όμως συνέβη. Ένιωθα παγιδευμένη στη δύναμη της φύσης και δεν ήθελα να ξεφύγω.
Η ηρεμία που είχα άλλοτε, ήταν πια παρελθόν αλλά δεν το μετάνιωνα. Ήξερα πως μόνο η Λένα μας είχε δει κάποτε μαζί κι αυτό πια ίσως να είχε χαθεί απ’ το μυαλό της και η τότε αντίδραση της να μην ήταν τίποτε που να βάραινε τη ζωή μας. Τα όνειρα μου ήταν γεμάτα απ’ την ζωή μαζί του, ό,τι υπήρξε και ό,τι ήθελε να υπάρξει, μέχρι που έσβηναν το επόμενο πρωινό για να γίνουν πραγματικότητα και ύστερα πάλι όνειρο. Ίσως τελικά η γνωριμία με τον Γιώργο δεν ήταν τυχαία, όπως και τίποτε δεν πρέπει να είναι τυχαίο κι έτσι να καθορίζεται το πεπρωμένο μας.
Όταν ο θείος Ανέστης αρρώστησε και πέθανε, πίστεψα πως έφταιξα εγώ γιατί ήμουν η μόνη που μπορούσα να κρατήσω τον Πέτρο κοντά μας και δεν το έκανα. Ένοιωσα πως ήμουν μέσα σε μια φυλακή που το φως του ήλιου έμπαινε από μια τρύπα που είχε το ταβάνι. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω πως όλα τα πράγματα έχουν αρχή και τέλος και ανάμεσα σ’ αυτό το διάστημα της ζωής των, συμβαίνουν διάφορα γεγονότα, που κάποια στιγμή ενώνονται μεταξύ τους.
Εάν έφταιξα εγώ, τότε το δικό μου λάθος ενώθηκε με το τέλος του θείου Ανέστη και σίγουρα δεν ήταν τυχαίο, γιατί από τότε είχα αρχίσει να θέλω να μάθω γι’ αυτό τον αόρατο κόσμο, και ύστερα ήρθε ο πίνακας του Άλεξ, οι φωνές, η συνάντηση με τον παππού, το αγκάλιασμα της γιαγιάς, οι κεραυνοί, τα πρόσωπα μέσα στα σύννεφα μέχρι που οδηγήθηκα στο να γράψω μια ιστορία πολύ διαφορετική απ’ εκείνες που έγραφα όταν ήμουν μικρή γιατί δεν ήταν φανταστική, αλλά και δεν συνέβη στη Γη.
Τα πρόσωπα όλων αυτών που έφυγαν απ’ τη Γήινη ζωή μου προξενούσαν σεβασμό και οι μορφές αυτών που ήθελα να συναντήσω κι εμφανίζονταν μπροστά μου σα σκιές, μ’ έπαιρναν μαζί τους, στα πέρατα του κόσμου.
Είχα χωρίσει τον εαυτόν μου στα δυο. Ήθελα να είμαι κοντά σ’ όλους αυτούς εδώ στη Γη, σ’ αυτούς που αγαπούσα και μ’ αγαπούσαν αλλά και σ’ εκείνους που δεν ήταν εδώ και δεν θα σταματούσα ν’ αγαπώ οπουδήποτε κι αν βρίσκονταν, σ’ εκείνους που πάντα θ’ αναζητούσα.
Κοντά στον Γιώργο ένοιωθα να ζω τη πιο όμορφη περίοδο της ζωής μου. Ήταν πλάι μου όποτε τον ζητούσα, ήταν ο μόνος που μπορούσε να με ακούει, να με κοιτάζει στα μάτια και να με πιστεύει. Αλλά και για εκείνον δεν μετρούσε τίποτε περισσότερο από μένα και μου το έδειχνε κάθε στιγμή.
«Γιώργο για να μπορέσω να γράψω αυτό που είδα κι ένοιωσα, πρέπει να χωρίσω τον εαυτόν μου σε δυο πρόσωπα. Αν εσύ είσαι ο ουρανός, το ένα μου εγώ θα φύγει για σένα και θα ζήσει μαζί σου, γιατί στη Γη δεν μπορεί να βρει γαλήνη, παρά μόνο εκεί που υπάρχουν χρώματα και μουσική»
«Και το άλλο;»
«Το άλλο θα μείνει στη Γη και θα ζήσει με όλα αυτά που γεννιούνται και πεθαίνουν».
«Θα ήθελα να μπορούσα να αισθανθώ σαν κι εσένα. Να ζήσω αυτές τις εμπειρίες που είναι μοναδικές και ίσως να μην υπάρξουν ποτέ πια».
«Άμα αφήσεις τον εαυτόν σου ελεύθερο να αφεθεί στο μέλλον και να ενώσει το παρελθόν, τότε θα ζήσεις ανάμεσα τους και θα αισθανθείς αυτή την συνέχεια».
Ο ατέλειωτος Ουράνιος Κόσμος, έτσι όπως τον είχα παρουσίασα μέσα στο διήγημα μου, άρεσε στον Άλεξ και παρ’ όλο που δεν με είχε πιστέψει και δεν είχε θελήσει να μ’ ακούσει, αποφάσισε μόνος του να το διασκευάσουμε σε μονόπρακτο θεατρικό έργο και να το ανεβάσουμε στο δικό μας θέατρο. Το ονόμασα «Είδα το χρώμα της μουσικής» και παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία. Το κοινό μας έφευγε πάντοτε ενθουσιασμένο, αφού ήταν εκείνο που δημιουργούσε κάθε φορά το τέλος της ιστορίας.
Εκείνη την εποχή στην αγκαλιά μου δε χωρούσε μόνο ο ουρανός, αλλά και η Γη και το μεγάλο μου όνομα. Υπήρξαν όμως πολλές οι φορές που ένοιωθα πως η οικογένεια μου διαλύεται. Η φλόγα που έκαιγε μέσα μου σαν άγνωστο μυστήριο κυβερνούσε την ζωή μου. Άλλοτε πάλι αισθανόμουν πως η γη έτρεμε κάτω απ’ τα πόδια μου και κάποια στιγμή θα άνοιγε και θα με έπαιρνε στα βάθη της για να με συνθλίψει, δεν μπορούσα όμως να γυρίσω πίσω. Βάδιζα σ’ ένα δρόμο που δεν είχε επιστροφή. Ακόμα και η συμπεριφορά μου είχε αλλάξει απέναντι σε όλους και κυρίως από τότε που είχα μιλήσει στον Γιώργο για τα οράματα μου και με πίστεψε και ύστερα η μεγάλη επιτυχία στο θέατρο που με πίστεψαν και οι άλλοι, ο ξένος κόσμος. Έτσι το ενδιαφέρον για τον Άλεξ είχε σβήσει μέσα μου πια και σιγά σιγά άρχισε να σβήνει και για τους άλλους. Για μένα το μόνο που μετρούσε ήταν ο Γιώργος και το θέατρο. Όλο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στο σπίτι μια ασφυκτική ατμόσφαιρα κι έτσι ο καθ’ ένας επέλεξε έναν δικό του τρόπο ζωής.
Ξεχώριζα όπου κι αν πήγαινα, το ξέρω. Το εκκεντρικό μου ντύσιμο, τα αινιγματικά μου μάτια που έκαναν τους άλλους να με κοιτούν συνέχεια και το μυστηριώδες χαμόγελο μου, όπως μου έλεγαν, δημιουργούσαν τα σχόλια όπου κι αν βρισκόμουν. Κι αυτό μου άρεσε. Ήμουν το πρώτο όνομα, κι αυτό το χρωστούσα στον Γιώργο γιατί ήταν ο πρώτος που με πίστεψε και μου έδωσε θάρρος. Θα μπορούσα να πω πως πρωταγωνιστές της ζωής μου ήταν οι ξένοι, όλοι αυτοί που νοιάζονται ψεύτικα και σε ξεχνούν μόλις χαθείς πίσω απ’ τα φώτα. Το κατάλαβα πολύ αργά. Τώρα που δεν με θυμάται κανείς. Τώρα που δεν είμαι τίποτε πια.
Στο σπίτι σχεδόν δε μιλάγαμε εκτός από τα απαραίτητα, το βλέμμα μου τους κρατούσε όλους σε απόσταση και μόνο όταν βγαίναμε έξω δείχναμε στους άλλους πως η ζωή μας είναι όμορφη και θα συνεχίσει με την ίδια ομορφιά. Ο κόσμος έπρεπε να μας βλέπει έτσι, να μη μας απορρίψει. Ξεκινήσαμε μαζί με τον Άλεξ κι έπρεπε να μείνουμε μαζί. Χμ! Δηλαδή ζούσαμε μέσα σε ένα ψέμα που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε και αποδεχτήκαμε.
Η Έλση θέλησε να παντρευτεί πολύ μικρή. Ούτε το Γυμνάσιο δεν είχε τελειώσει. Τα παράτησε. Η Λευκή την προξένεψε μ’ ένα αρκετά μεγαλύτερο της. Τον κύριο Σπύρο Μακρίδη κι εκείνη δέχτηκε. Ήμουν σίγουρη πως ήθελε να φύγει το γρηγορότερο από κοντά μας κι έτσι βρήκε την ευκαιρία.
Η Λένα δεν είχε πάψει να θυμάται εκείνη την στιγμή που με είδε με τον Γιώργο, κι αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στην ψυχή της. Από τότε δεν υπολόγιζε τίποτε και κανέναν.
Ο Αλεξ ήταν πάντα βυθισμένος στα δικά του εγώ, και δεν πρόλαβε να με σταματήσει κι έχασε φιλία και αγαπημένες μέρες, που δεν επέστρεψαν ποτέ και μαζί τους χάθηκε και η ομορφιά. Ένοιωθα πως το τέλος μιας ζωής, που είχε ξεκινήσει με τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, πλησίαζε. Κάποια στιγμή πίστεψα πως, η αφορμή για να ξετινάξει από πάνω του ακόμα και τις τελευταίες τρυφερές στιγμές που θα μπορούσε να θυμάται είχε φτάσει, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια επιστροφής και, είχα δίκιο.
Η Λένα είχε γνωρίσει ένα νέο τελείως αδιάφορο. Αυτή η γνωριμία μας είχε οδηγήσει πολλές φορές σε σοβαρές συγκρούσεις όμως χωρίς αποτέλεσμα. Πάντα ανάμεσά μας, χωρίς να λέμε τίποτε, έμπαινε εκείνη η στιγμή που την είδα να μας κοιτά και τα μάτια της να είναι κόκκινα από το καθρέφτισμα της φλόγας που είχε το τζάκι. Υπήρξαν πολλές οι φορές που ξεχνιόταν με τις παρέες της και δεν γύριζε στο σπίτι που μεγάλωσε. Ήταν μια φορά θυμάμαι που προσπαθούσαμε με τον Άλεξ να βρούμε την αρχή και το τέλος μιας κλωστής και να τα ενώσουμε για να μη χαθούμε. Ήταν η τελευταία προσπάθεια που κάναμε. Ήθελα να του πω πως τον αγαπώ, πως συνεχίζω να τον αγαπώ. Ήθελα να του εξηγήσω πως κι εκείνος δεν προσπάθησε ποτέ, πως δεν κατάλαβε, πως το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η επιτυχία, αλλά θα προσπαθούσα εγώ και για τους δυο μας. Δεν πρόλαβα βρήκαμε ένα γράμμα της Λένας που μας έλεγε πως φεύγει με τον φίλο της και να μη ψάξουμε να την βρούμε.
Ο Άλεξ μη μπορώντας να κρατήσει τον θυμό του και βλέποντας πως η κατάσταση δεν διορθωνόταν πια, αφού δεν θα μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω και να αρχίσουμε από εκεί που ξεκινήσαμε, με άρπαξε βίαια κι άρχισε να με ταρακουνά με τόση δύναμη και μανία που τα δάκτυλα του σημάδεψαν τα μπράτσα μου, με άφησε απότομα κι έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα. Τα μάτια του έβγαζαν φλόγες και οργή.
«Εσύ φταις!» μου είπε. «Είσαι υπεύθυνη για οτιδήποτε κι αν συμβεί». Με άφησε εκεί κάτω στο κρύο μάρμαρο κι έφυγε κλείνοντας την πόρτα με ορμή πίσω του.
Αυτές οι λέξεις του Άλεξ είχαν μείνει να ακούγονται σαν ηχώ στ’ αυτιά μου και με τρόμαζαν...
Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο από την ζωή μου. Από εκεί και πέρα το μυαλό μου βυθίζεται, συγκεχυμένες εικόνες μόνο περνούν από μπροστά μου, κάποια εφημερίδα, κάποια ονόματα και ύστερα όλα χάνονται…
~~~~~~~~~
Η Μίνα σταμάτησε να γράφει. Είχε φτάσει στην πιο τραγική στιγμή της ζωής της τότε που έχασε τα πάντα. Το στυλό έπεσε από τα χέρια της κι εκείνη έμεινε ακίνητη να κοιτάζει το κενό με μάτια δακρυσμένα. Αλλά δεν μπορούσε πια να βρεθεί εκεί όταν γεμάτη ενθουσιασμό μπήκε στο σπίτι και βρήκε τον Άλεξ να κάθεται με μια εφημερίδα στο χέρι με πρόσωπο ωχρό σαν νεκρός.
«Άλεξ. Τι κάνεις;» Δεν απάντησε απλά της έδειξε την εφημερίδα κι έφυγε από μπροστά της.
«Α! Κατάλαβα πάλι οι δημοσιογράφοι» Ήταν το μόνο που είπε. Έβαλε ένα ποτήρι κονιάκ και κάθισε να απολαύσει αυτό που καυτηρίαζαν οι δημοσιογράφοι, αυτό που δεν άρεσε στον Άλεξ, αυτό που την συγκινούσε και την έκανε να νοιώθει μοναδική.
Στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας με κεφαλαία γράμματα αντίκρισε τη φράση ΝΑΥΑΓΙΟ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ και μέσα στα ονόματα όλων αυτών που η θάλασσα έγινε ο υγρός τους τάφος και το όνομα της Λένας.
Η Μίνα για μια ακόμη φορά ένοιωσε πως και γι’ αυτή τη ζωή που χάθηκε, έφταιξε εκείνη. Δεν άντεξε στον μεγάλο πόνο. Το σπίτι άρχισε να γυρίζει. Κύματα και φωνές ακούγονταν από κάθε γωνιά. Τα μαύρα σύννεφα γίνονταν πυκνά κι έκρυβαν το φεγγάρι, η ασημένια του γραμμή χάθηκε μέσα στον βυθό του Πελάγου. Τα άστρα ξεκόλλησαν απ’ το ταβάνι του ουρανού και χύθηκαν στη Γη αφήνοντας ν’ ακουστούν κρότοι καθώς γκρεμίζονταν. Ο ήλιος έγινε σκοτεινός και οι ακτίνες του έσπασαν στα δυο και μάτωσαν. Άνεμος δυνατός έμοιαζε πως παρέσερνε οτιδήποτε βρισκόταν όρθιο. Έβαλε τα χέρια της στ’ αυτιά της, για να μην ακούει. Μπροστά της παρουσιάζονταν όλοι αυτοί που έφυγαν και άπλωναν τα χέρια τους να την πάρουν μαζί τους. Έκλεισε τα μάτια της, για να μη βλέπει. Μετά, σκούπισε με την άκρη του μανικιού της το ιδρωμένο της πρόσωπο, έκανε μια κίνηση με τα δάχτυλα της, σαν να ήθελε να διώξει κάποιον, άνοιξε τα μάτια της και στάθηκε όρθια. Κρατώντας τους τοίχους και τις κολώνες του σπιτιού προχώρησε με μικρά βήματα ως την εξώπορτα και ύστερα ξεχύθηκε στους δρόμους. Τρέχοντας σαν τρελή βρέθηκε στο ιατρείο του Γιώργου. Χτύπησε το κουδούνι. Κάθισε στα σκαλοπάτια και περίμενε. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε κι εκείνη όρμησε μέσα. Στάθηκε μπρος στο γραφείο του και απλά τον κοίταζε χωρίς καμιά κουβέντα, σα να το ‘ξερε πως δεν υπάρχουν πια κατάλληλες λέξεις για τίποτε. Αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά. Κάθισε κάτω δίπλωσε τα πόδια της κι έκρυψε το πρόσωπο της ανάμεσα στα γόνατα της. Καμιά φορά σήκωνε το κεφάλι της και τα μάτια της σαν τα μάτια φιδιού κοίταζαν πέρα δώθε, ενώ έμοιαζε έτοιμη να χιμήξει σε όποιον την πλησίαζε. Γι’ αυτήν όλοι ήταν αρπακτικά πτηνά που θα έπεφταν επάνω της, για να φάνε τη σάρκα της και να της πάρουν την ζωή. Κάθισε κι εκείνος μαζί της κάτω στο πάτωμα, την πήρε στην αγκαλιά του κι εκείνη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Μπροστά της δεν έβλεπε τίποτε παρά μόνο χάος. Έδειχνε να βυθίζεται σ’ έναν αιώνιο ύπνο. Απελευθέρωσε το μυαλό της από σκέψεις κι έβαλε τον αντίχειρα της στο στόμα, σαν τα μωρά που βυζαίνουν και γύρισε πίσω στα πιο απαλά χρόνια. Ο Γιώργος προσπάθησε να τη σηκώσει αλλά το σώμα της βαρύ, σαν μολύβι, δεν ανταποκρινόταν.
Νοσηλεύτηκε για πολύ καιρό σε ψυχιατρική κλινική, απορροφημένη σ’ ένα δικό της κόσμο, μεταξύ ουρανού και Γης…
Ο Γιώργος έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να την βοηθήσει. Έπρεπε να βρει τον Αλέξανδρο, να του μιλήσει, αλλά πώς; Τι να του πει; Είχε ερωτευθεί την γυναίκα του κι ήταν φίλος του. Είχε χαθεί η Λένα. Τι δικαιολογία υπήρχε; Καμιά. Εκτός από το ότι τα αισθήματα δεν ελέγχονται. Και είναι δικαιολογία αυτή; Σίγουρα όχι. Ακόμα και να τον σκότωνε θα είχε δίκιο, εκείνος όμως ήταν πάντα κύριος και δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο, όσο κι αν έβραζε το αίμα του.
Κάποτε υπήρξαν φίλοι. Αυτή η φιλία δεν θα μπορούσε να ξεχαστεί ποτέ κι ας χάθηκε. Πόσα αστεία έκαναν μαζί, το πόσες ατελείωτες φορές διασκέδασαν και τώρα, ήρθε ο θεός έρωτας να τους χωρίσει με τον πιο ευτελή τρόπο. Με πρόσωπο χλωμό σα φτιαγμένο από κερί και με μάτια κόκκινα έφτασε στο σπίτι του Άλεξ. Μάταια χτυπούσε το κουδούνι, δεν άνοιγε κι όμως ήταν μέσα. Μόνο ο σκύλος γάβγιζε και πηγαινοερχόταν από τη μια γωνιά του κήπου στην άλλη, όχι χαρούμενος, αλλά αναστατωμένος.
«Αλέξανδρε!» φώναξε και συνέχισε να χτυπά το κουδούνι. Καμιά απάντηση.
Έπιασε με τα δυο του χέρια τα κάγκελα της αυλόπορτας κι άρχισε να την ταρακουνά με μανία λες και ήθελε να τη σπάσει, φωνάζοντας δυνατά «Αλέξανδρε άνοιξε».
Μέσα απ’ τη τζαμαρία φάνηκε η μορφή του. Ανέκφραστος με αργά βήματα προχώρησε ως την εξώπορτα και την άνοιξε. Στάθηκε ακίνητος. Λίγα μέτρα απέναντι του στεκόταν ο Γιώργος που συνέχιζε να φωνάζει με την ίδια ένταση «Αλέξανδρε, άκουσε με...»
Οι δυο άντρες βρέθηκαν ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον να τους χωρίζουν τα κάγκελα της αυλόπορτας. Τα χείλη τους ήταν άσπρα, το στόμα τους στεγνό από σάλιο κι έτσι όπως βρίσκονταν, ξένοι πια, με χαμηλωμένα μάτια, με πόνο στο στήθος που ανέβαινε και σφήνωνε μέσα στο μυαλό του, βρήκε τη δύναμη και προσπάθησε να του μιλήσει και να του εξηγήσει πως η Μίνα δεν ήταν καλά και την οδήγησε σε κλινική, όπου και νοσηλεύεται.
Οι δυο τους βρέθηκαν πάλι μαζί. Τα βλέμματα τους πικρά άφηναν να φανεί μόνο κάτι πολύ μακρινό που τους ένωνε. Τα νεανικά τους χρόνια.
Το όνομα της Μίνας κάποια στιγμή ξεχάστηκε, αφού κανένας δεν μιλούσε πια γι’ αυτήν. Ο Γιώργος έφυγε απ’ τη ζωή της. Δεν τον ξαναείδε και δεν έμαθε ποτέ κανείς τίποτε. Ο Άλεξ ήταν συνέχεια κοντά της μέχρι που κάποια στιγμή την κατάλαβε πως ξαναπάτησε στη Γη. Άπλωσε το χέρι της κι εκείνος της το κράτησε και της χαμογέλασε. Μετά, ειδοποίησε τον γιατρό της κι έφυγε. Εκείνη τον είδε να απομακρύνεται στο βάθος του διαδρόμου και δεν τον ξαναείδε από τότε.
Για τον Γιώργο δεν μίλησε σε κανέναν. Ούτε τον έμπλεκε μέσα στα όνειρα της. Έπρεπε να χαθεί απ’ το μυαλό της. Μόνο στο τετράδιο υπάρχει σαν μια μακρινή ανάμνηση. Ο Πέτρος έμεινε γι’ αυτήν ο αγαπημένος της ξάδελφος. Τον έβλεπε μέσα στα σύννεφα να της χαμογελά, να της παίζει βιολί, τον συναντούσε ανάμεσα στις αστραπές. Ζει πάντα στις ιστορίες της και στα όνειρα της νύχτας. Ζει μέσα στην καρδιά της, σα να μην έφυγε ποτέ.
Η Μίνα ακούμπησε το πρόσωπο της ανάμεσα στα χέρια της και κοίταξε προς το παράθυρο. Η βροχή είχε παρασύρει τα κιτρινισμένα φύλλα και οι πλάκες του πεζοδρομίου γυάλιζαν. Σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό. Ένα Ουράνιο Τόξο με τόσα όμορφα χρώματα περικύκλωνε τη Γη. Χαμογέλασε όταν θυμήθηκε το Ουράνιο Τόξο που έβλεπαν μαζί με τον Φίλιππο μια βροχερή μέρα. Τότε της είπε πως θα την αγαπά αιώνια κι εκείνη τον έβαλε να ορκισθεί στο Ουράνιο Τόξο.
«Μα αυτό θα διαλυθεί σε λίγο» της είπε εκείνος και γέλασε.
«Το ξέρω, αλλά τα χρώματα θα πέσουν στη Γη και θα μείνουν εκεί για πάντα» του αποκρίθηκε.
Σηκώθηκε όρθια, γύρισε το κεφάλι της προς την Αφρική και άφησε τη φωνή της ν’ ακουστεί ως εκεί. Φίλιππε, δεν ξέρω αν μπορείς να μ’ ακούσεις. Δεν ξέρω αν με θυμάσαι καν. Θέλω όμως να σου πω πως βρήκα και το τελευταίο κομμάτι του παζλ. Η εικόνα ολοκληρώθηκε. Μετά πήρε το στυλό και συμπλήρωσε και τις τελευταίες γραμμές του τετραδίου.
{Αυτός ήταν ο δικός μου κόσμος}έγραψε. {Ήταν οι κόκκοι άμμου που κύλησαν μέσα στο μονοπάτι της ζωής μου. Ήταν τα χρόνια που πέρασαν. Μερικές φορές νομίζω πως γέμισα τις φούχτες μου με νερό και άνοιξα τα δάχτυλα μου και χύθηκε}. Και τέλειωσε με μια συγγνώμη προς τον Άλεξ και πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια τον είπε Αλέξανδρο, όπως τον φώναζε ο Γιώργος, ο καλύτερος του φίλος. {Αλέξανδρε ξέρω το πόσο δύσκολο είναι να συγχωράει κανείς τους άλλους. Νόμιζα όμως πως η αυριανή μέρα θα ήταν πιο όμορφη απ’ αυτή που πέρασε, γιατί δεν ήξερα πως το χθες ήταν καλύτερο.
Συγνώμη…}
Η Μίνα έκλεισε το τετράδιο και μέσα σ’ αυτό έκλεισε μια ολόκληρη ζωή. Όπως την πίστευε κι όπως την έζησε. Το έβαλε μέσα σ’ ένα βελούδινο κουτί γιατί έλεγε πως όσο κι αν η ζωή είναι σκληρή έχει πολλές απαλές στιγμές, απαλές όπως το βελούδο, το τύλιξε με μια ροζ κορδέλα, γιατί γι’ αυτήν το ροζ είναι το πιο νεανικό χρώμα και τέλος το έκρυψε στο συρτάρι της.
Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου, 2020 All rights reserved
Ξεκινήστε την ανάγνωση από το πρώτο μέρος.
Ξεκινήστε την ανάγνωση από το πρώτο μέρος.
«Η άλλη πλευρά του παραδείσου» κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις Θέσις, για δέκα χρόνια με αμείωτο ενδιαφέρον. Η παρούσα ηλεκτρονική δημοσίευση αποτελεί νέα, ανανεωμένη έκδοση.
Η συνοδευτική εικόνα είναι επιλογή τής συγγραφέα.