Το πρώτο ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, η «Μοναξιά», γράφτηκε στη δεκαεπτά της, το 1956, στη ρότα του διάσημου «Αν» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Παρά τη νοηματική προφάνεια ή μια-δυο λεκτικές αστοχίες, η ποιήτρια δεν το αποκήρυξε, ούτε το αποσιώπησε. Αντίθετα, το χρησιμοποίησε «αντί για πρόλογο» στη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα 1963-1977».
Όσο πύκνωνε με το χρόνο η έκφρασή της, προσπερνώντας τη χρησμική κρυπτικότητα και κατακτώντας τη διαύγεια, η ποιήτρια εμπιστευόταν όλο και περισσότερο τη ζωή σαν θαύμα ούτως ή άλλως και τον άνθρωπο σαν επινοητή της ίδιας του της ζωής: «Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς / θα εφεύρει η ζωή / ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης / και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας. / Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο» («Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα», 2005). Και στο ποίημα «Η προδοσία της όρασης» της ίδιας συλλογής: «Ξέρεις πως η επινόηση της επιβίωσής σου / κρέμεται απ’ αυτό που κοιτάς / γιατί έλιωσες και ξαναπλάστηκες τόσες φορές».
Γενικότερα, ο πόλεμος της ποιήτριας με τη μελαγχολία και τη λύπη δεν ήταν υπόθεση λέξεων, αλλά το κύριο μέτωπο αυτού του πολέμου ήταν το σώμα και η «σαρκική μνήμη»: το σώμα που «έγινε η αρχή του ταξιδιού» («Λύκοι και σύννεφα, 1963), αναδείχθηκε ως «η νίκη και η ήττα των ονείρων» («Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό, 1974) και προτάθηκε σαν κλειδί για να κατακτηθεί η θνητή αθανασία, μάλλον η μοναδική ανθρωπίνως νοητή: «Ο παράδεισος κερδίζεται / με το σώμα / κι είναι κι αυτός θνητός» (στο ποίημα «Τα πόδια μου» της συλλογής «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας», 1978). «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας ή, στωικότερα, «Η ευλογία της έλλειψης», όπως τιτλοδοτεί η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ένα ποίημα της συλλογής («Η ανορεξία της ύπαρξης», 2011). Αρκούν λίγοι στίχοι: «ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου∙ / ό,τι μου λείπει με προστατεύσει / από κείνο που θα χάσω. [...] Ό,τι μου λείπει με διδάσκει. [...] Στέρησέ με -παρακαλώ το Άγνωστο- / στέρησέ με κι άλλο / για να επιζήσω». Το Άγνωστο εδώ είναι η μόνη ανθρωπίνως νοητή θεότητα ενός αποφασισμένου, καρτερικού γνωστικισμού.
Για την Κατερίνα, ποίηση και ζωή ταυτίζονταν. Στα ποιήματά της τα βιώματα μεταμορφώνονταν, αλλά παρέμεναν κυρίαρχα. Το πάθος, όπως αποτυπώνεται στα έργα της, είναι ένα ξόρκι κατά του θανάτου και αντίδοτο στο αίσθημα της απώλειας. Γι’ αυτό κι εκεί το νόημα παράγεται όχι μόνο από το αίσθημα, αλλά και από την αίσθηση, που τη γνησιότερη έκφρασή της την αποκτά κανείς στη φύση. Διότι, σύμφωνα με τον τίτλο ενός από τα χαρακτηριστικά ποιήματά της, «Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη». Η φύση «έχει την πιο ωραία μνήμη», δεδομένου ότι μόνο εκεί όλο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνυπάρχουν, αφού συνοψίζονται στην απόλυτη στιγμή, δηλαδή τη διάρκεια, τη φθορά και ταυτόχρονα την αθανασία ή αλλιώς στη διαρκή μεταμόρφωση που αέναα επαναλαμβάνει τον εαυτό της.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ δεν είναι μόνο ερωτική, είναι και υπαρξιακή ποιήτρια. Ο έρωτας, το ανθρώπινο σώμα, λειτουργεί ως όχημα της μεταμόρφωσης που μας μεταφέρει στον κόσμο της ύπαρξης -συχνά, ωστόσο, και της ανυπαρξίας, όπως προκύπτει από τη συλλογή της του 1995, που της έδωσε τον τίτλο «Ωραία έρημος η σάρκα».
Είχε πολλούς θαυμαστές και φανατικούς φίλους αναγνώστες, όμως το έργο της δε μελετήθηκε στην έκταση και το βάθος που του αξίζει. Σε μια εποχή σκεπτικισμού και αναίρεσης των πάντων, η ίδια υπηρέτησε την τέχνη της με την αφοσίωση και το πάθος του δημιουργού που τα θεωρεί προϋποθέσεις ζωής. Και η δική της ζωή, στις πιο καίριες στιγμές της, περνά στην ποίησή της, από την αρχή ως το τέλος: όταν ανακαλεί τον εραστή, όταν παρατηρεί ασήμαντες φαινομενικά λεπτομέρειες του φυσικού κόσμου, όταν κάνει αναδρομές στο παρελθόν, όταν βλέπει άλλοτε με μάτια έκπληκτα κι άλλοτε με δέος το επέκεινα. Όπως λέει στο ποίημά της «Αφάνταστο τέλος» του 2011, «Ναι, η ζωή έχει από μας / πολύ περισσότερη φαντασία».
Είχε πολλούς θαυμαστές και φανατικούς φίλους αναγνώστες, όμως το έργο της δε μελετήθηκε στην έκταση και το βάθος που του αξίζει. Σε μια εποχή σκεπτικισμού και αναίρεσης των πάντων, η ίδια υπηρέτησε την τέχνη της με την αφοσίωση και το πάθος του δημιουργού που τα θεωρεί προϋποθέσεις ζωής. Και η δική της ζωή, στις πιο καίριες στιγμές της, περνά στην ποίησή της, από την αρχή ως το τέλος: όταν ανακαλεί τον εραστή, όταν παρατηρεί ασήμαντες φαινομενικά λεπτομέρειες του φυσικού κόσμου, όταν κάνει αναδρομές στο παρελθόν, όταν βλέπει άλλοτε με μάτια έκπληκτα κι άλλοτε με δέος το επέκεινα. Όπως λέει στο ποίημά της «Αφάνταστο τέλος» του 2011, «Ναι, η ζωή έχει από μας / πολύ περισσότερη φαντασία».
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, έβλεπε αρκετούς νεότερους οι οποίοι είχαν τη χαρά και το προνόμιο να μαθαίνουν δίπλα της και να αντλούν όχι μόνο από το έργο της αλλά και από το παράδειγμά της.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ σπούδασε ξένες γλώσσες στην Αθήνα, τη Γαλλία και την Ελβετία και ήταν διπλωματούχος μεταφράστρια-διερμηνέας. Εξέδωσε πλήθος ποιητικών συλλογών και μετάφρασε, μεταξύ άλλων, Αλεξάντρ Σεργκέβεβιτς, Πούσκιν, Μαγιακόφσκι, Σαίξπηρ κ.ά. Το 1962 τιμήθηκε με το Α' βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης. Το 1985 τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έδωσε διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά. Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη, ενώ το 2014 βραβεύτηκε με το Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της.
Απεβίωσε στις 20 Ιανουαρίου 2020, στο σπίτι της στην Αίγινα, σε ηλικία 81 ετών.