Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Η άλλη πλευρά του παραδείσου

(12η συνέχεια)
Φθινόπωρο 1984

Η Μίνα καθισμένη στο ίδιο γραφείο που είχε από παιδί, όταν ακόμα ζούσε μέσα σε μια σταγόνα βροχής και λαμπύριζε κι εκείνη μαζί της μέχρι να πέσει στη γη και να διαλυθεί και μετά έμπαινε σε άλλη… και σε άλλη… κι έβλεπε τον κόσμο απ’ εκεί μέσα γυαλιστερό και πολύχρωμο τώρα, βυθισμένη στις σκέψεις της, άρχισε να ξαναζεί τα χρόνια που πέρασαν.
Θυμήθηκε το τετράδιο της, αυτό που της κρατούσε συντροφιά. Κανείς δεν το είχε πειράξει. Όλοι ήξεραν και σεβάστηκαν την επιθυμία της κι εκείνη θέλησε να συνεχίσει να γράφει τη ζωή, απ’ εκεί που έμεινε.
Είχαν περάσει περισσότερο από δυο χρόνια νοσηλείας σε ψυχιατρική κλινική. Δυσκολεύτηκε να ξαναβρεθεί στην πραγματικότητα. Οι γιατροί δεν είχαν πολλές ελπίδες. Εκείνη όμως τα κατάφερε.
Ήταν Φθινόπωρο του 1984 όταν αποφάσισε μόνη της πια πως πρέπει να μείνει μαζί με την κόρη της, ένα Φθινόπωρο γκρίζο, καφέ και κίτρινο όπως πάντα. Αυτή τη φορά όμως της φάνηκε ακόμα πιο γκρι και το χρώμα των ξερών φύλλων, πιο σκούρο όσο ποτέ. Απ’ το παράθυρο του δωματίου της φαίνεται το δάσος που έχει χάσει πια την αίγλη του και μόνο όταν ακούγεται η πηγή να τρέχει θυμάται το πόσο όμορφο ήταν. Καμιά φορά τις σκέψεις της τις διακόπτει το μεγάλο ρολόι της εκκλησίας που κτυπά. Είναι το μόνο που δεν έχει αλλάξει παρ’ όλα τα χρόνια που πέρασαν. Τα σύννεφα καθώς κατακλύζουν τον ουρανό σκοτεινιάζουν ακόμα περισσότερο τις Φθινοπωρινές μέρες κι έτσι το βράδυ μοιάζει πολύ μακρύ κι αργεί να ξημερώσει. Αυτό την βοηθά να μένει περισσότερη ώρα μόνη. Να σκέπτεται και να γράφει, μέχρι να γεμίσουν όλες οι λευκές σελίδες του τετραδίου.
«…Έριξε μια γρήγορη ματιά στα περασμένα. Σ’ αυτά που είναι τόσο μακρινά. Θυμήθηκε τον Πέτρο, τον αγαπημένο της Πέτρο που δεν τον ξανά είδε, θυμήθηκε τον Δημητρό, την Λενίτσα, εκείνον με το κασκόλ, τους θειούς της. Θυμήθηκε τον Φίλιππο και το ωραίο καλοκαίρι που είχε περάσει. Πόσο τελικά μεγάλη της φάνηκε που είναι η ζωή! Πόσο πολύ παλιά ήταν όλα αυτά και πόσο πολύ κάποτε πίστεψε πως θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κόσμο όπως τον ήθελε εκείνη, αφού η ζωή ήταν δική της! Χαμογέλασε. Πήρε το στυλό στα χέρια της και ξεκίνησε να γράφει για ένα ταξίδι στο παρελθόν. Ένα ταξίδι που έμοιαζε πως το ζούσε εκείνη τη στιγμή. Ένα ταξίδι που στιγμάτισε την ίδια της την ζωή και την ζωή των γύρων της. Ποτέ δεν συγχώρησε τον εαυτόν της για ό,τι συνέβη. Το ‘ξερε πως εκείνη είχε όλο το βάρος της ευθύνης κι όμως δεν έκανε ποτέ τίποτε για να διορθώσει τα λάθη, όπως τότε, που άφησε τον Πέτρο να φύγει από κοντά τους και δεν μίλησε, δεν μίλησε ποτέ…»

~~~~~~~~~~~~

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Ξέρω. Είναι Φθινόπωρο του 1984…
Είναι ήδη λίγες μέρες που βρίσκομαι εδώ, στο σπίτι της κόρης μου, της Ελισάβετ. Αλήθεια την ξέρετε την Ελισάβετ; Τι ρωτώ; Όλοι την ξέρουν την Ελισάβετ, την μοναδική μου κόρη, αφού η άλλη δεν… Σταματώ εδώ.
…Δεν ξέρω από που να αρχίσω να γράφω. Δεν θυμάμαι χρονολογίες και κάποια γεγονότα νομίζω πως σβήστηκαν απ’ το μυαλό μου, όμως θυμάμαι πως είχα δώσει κάποιο όρκο και πρέπει να τον τηρήσω.
Α!... Ναι! Θα γράψω για την ζωή μου, για να φτάσει στο τέλος αυτό το τετράδιο που ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν. Είναι το ημερολόγιο μου.

Τον Αλέξανδρο τον γνώρισα ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στο γραφείο του πατέρα μου. Δεν μέναμε πια στον Πειραιά, είχαμε έρθει στην εξοχή. Η μητέρα μας δεν πήγαινε πολύ καλά με το άσθμα κι έπρεπε να μένουμε περισσότερο στον καθαρό αέρα.
Εκείνος ο χειμώνας φαινόταν πως θα είναι πολύ βαρύς. Το κρύο είχε αρχίσει από νωρίς κι όταν θα χιόνιζε, θα ήταν αρκετά δύσκολα. Θα έπρεπε ν’ ανοίγουν τους δρόμους και η αυλή μας θα ήταν κάτασπρη. Το γραφείο του πατέρα μου είναι στη πόλη. Πηγαίνω κάθε απόγευμα και τον βοηθώ γιατί έχει πολλή δουλειά.
Κάποια μέρα ήρθε ένας κύριος με το γιο του. Ήθελαν ν’ αγοράσουν ένα απ’ εκείνα τα παλιά σπίτια, για να το κάνουν θέατρο και σήμερα είναι καλεσμένοι μας. Ο πατέρας δεν έχει φιλικές σχέσεις με τους πελάτες του, αλλά αυτός ο κύριος έτυχε να είναι παλιός του συμμαθητής. Τους έβλεπα πίσω απ’ τα τζάμια της πόρτας που χωρίζει το γραφείο του και γέλαγα έτσι όπως έκαναν. Μια αγκαλιάζονταν, μια κοίταζαν ο ένας τον άλλον, μετά πάλι αγκαλιάζονταν μέχρι κι ο γιος του, που περίμενε αμήχανα, έριχνε λοξές ματιές προς το μέρος μου και χαμογελούσε κι αυτός. Κάποια στιγμή ο πατέρας με φώναξε για να με συστήσει.
«Μίνα, ένας παλιός μου συμμαθητής και ο γιος του. Έλα να τους γνωρίσεις» είπε και μας σύστησε. «Ο κύριος Νίκος και ο Αλέξανδρος».
Θα πρέπει να είναι πολύ όμορφο όταν συναντάς κάποιον απ’ τα παλιά. Νομίζω πως και οι τέσσερις αισθανόμασταν κάτι σαν ευτυχία ν’ αγγίζει τις καρδιές μας κι ας γνωριστήκαμε μόλις εκείνη την στιγμή.

Από τότε που μπήκε στην ζωή μας ο κύριος Νίκος και ο Άλεξ, βέβαια… Άλεξ τον φωνάζουν, άλλαξαν πολλά πράγματα. Σχεδόν τους βλέπουμε κάθε μέρα. Η μητέρα έχει αρχίσει να ξεχνιέται με την παρέα κι έτσι δεν στενοχωριέται όπως παλιά που τα κορίτσια παντρεύτηκαν μικρές και πήγαν στην επαρχία.
Η κυρία Έλση είναι απ’ την Αγγλία. Μιλάει αρκετά καλά Ελληνικά και δείχνει ενθουσιασμένη απ’ τη φιλία του άντρα της και του πατέρα μου. Η αδελφή του Άλεξ, η Ανθή, έχει γεννηθεί την ίδια ημερομηνία που γεννήθηκε ο Πέτρος, αν ήταν αδέλφια θα ήταν δίδυμα.
Ο Άλεξ κι ο πατέρας του μοιάζουν πολύ και οι δυο έχουν το ίδιο παγερό βλέμμα, το ίδιο ανάστημα, το ίδιο χαμόγελο. Εμένα πάντως αυτό το βλέμμα μ’ αρέσει κι ας δείχνει άνθρωπο χωρίς αισθήματα. Για μένα είναι ο Αλέξανδρος μου, με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Ο καλύτερος Αλέξανδρος που θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ κι όποιος πει τίποτε γι’ αυτά τα μάτια, λέει ψέματα, γιατί ο Αλέξανδρος αγαπά.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή που γνωριστήκαμε και χαμογελούσαμε με τους πατεράδες μας, η καρδιά μου κτύπησε κι όταν συστηθήκαμε και τα δικά του χέρια ήταν κρύα και ιδρωμένα, σαν τα δικά μου. Τα γαλάζια του μάτια είναι τόσο διάφανα, που νομίζω πως βλέπω την ψυχή του μέσα απ’ αυτά κι εκείνος μ’ αφήνει να ψάχνω να βρω ό,τι κρύβει.
Ό Άλεξ δεν είναι μόνο σκηνοθέτης, αλλά και ζωγράφος. Έχει έναν τελείως διαφορετικό τρόπο έκφρασης. Μέσα στους πίνακες του βλέπεις ό,τι κρύβει η ζωή. Δίνει ανάσα στα άψυχα πράγματα γιατί πιστεύει πως όλα έχουν ψυχή. Πίσω από κάθε πινελιά του βρίσκεται ένας άγνωστος κόσμος, σαν αυτόν που ψάχνω. Μόνο που εγώ τον γυρεύω μέσα απ’ τις ιστορίες μου, ενώ εκείνος προσπαθεί να τον ζωγραφίσει ή να τον πλάσει μέσα στα σκηνοθετημένα του έργα.
Μια μέρα ήρθε σπίτι μας με τον πατέρα του και με ζήτησαν σε γάμο. Κρατούσε ένα μεγάλο μπουκέτο με κόκκινα λουλούδια κι ένα δικό του πίνακα να δείχνει ένα χιονισμένο τοπίο. Καθώς μου τον έδινε, μου είπε:
«Αυτό είναι ένα τοπίο της φαντασίας μου. Δεν υπάρχει πουθενά. Πρόσεξε κάτι. Τα λεπτά ψηλά δένδρα παρόλο που είναι γεμάτα χιόνι δε βαραίνουν και δε σκύβουν στη γη, κοιτάνε τον ουρανό, κι εμείς δε θα σκύψουμε ποτέ. Θα κοιτάμε τον ουρανό».
Πόσο μου άρεσαν εκείνα τα λόγια τότε! Πόσο πολύ τα πιστέψαμε και οι δυο μας! Πόσο καιρό κράτησαν; Δε θυμάμαι πια. Κι έφταιξα εγώ γι’ αυτό. Εγώ τα ξέχασα.

Τον αγάπησα πολύ αυτόν τον πίνακα και καθόμουν ώρες να τον κοιτώ. Προσπαθούσα μήπως στο βάθος του μπορέσω και ανακαλύψω αυτούς τους άγνωστους κόσμους των ψυχών. Τα βράδια όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, όταν όλα έξω ήταν σκοτεινά και ήσυχα, άφηνα τις σκέψεις μου να βυθιστούν σ’ εκείνο το χώρο όπου δεν υπάρχει τίποτε, ούτε εμπόδια, ούτε φωνές. Κανείς.
Όταν ήμουν μικρή πίστευα πως μέσα από αυτό το τετράδιο θα μπορούσα να τους συναντήσω. Νόμιζα πως θα μιλούσα με τον Πέτρο, με τον Δημητρό με όλους τους δικούς μου που έφυγαν. Καμιά φορά το έλεγα στον Άλεξ κι εκείνος γέλαγε μαζί μου. Δίκιο είχε. Εκείνες ήταν παιδιακίσιες ιδέες.
Οι μέρες μαζί του περνούσαν όμορφα. Με είχε γνωρίσει στους φίλους του και καμάρωνε για μας. Ήμασταν κάθε μέρα μαζί και πολύ συχνά ερχόταν και ο καλύτερός του φίλος ο Γιώργος Παρασκευάς. Την πρώτη φορά που τον γνώρισα γέλασα και μετά ντράπηκα. Δικαιολόγησα βέβαια αυτή μου την στάση και είπα την αλήθεια, δηλαδή πως… θα μπέρδευα το όνομα με το επίθετο αφού υπάρχει όνομα Παρασκευάς. Γέλασε κι εκείνος με την καρδιά του. Ο Γιώργος Παρασκευάς είναι γιατρός. Με τον Άλεξ μεγάλωσαν σχεδόν μαζί. Είναι πολύ συγκινητικό οι φιλίες να κρατάν τόσα χρόνια.
Άραγε υπάρχει ακόμα αυτή η φιλία ανάμεσα τους ή χάθηκε μαζί με μένα; Δεν ξέρω αν θέλω να μάθω. Δεν ξέρω αν πρέπει να μάθω.

Δεν αρρώσταινα συχνά, όταν όμως τύχαινε έκανα δυνατό πυρετό και παραμιλούσα. Μια από εκείνες τις μέρες που έπεφτε χιόνι αρρώστησα με υψηλό πυρετό, όπως όταν ήμουν μικρή. Η μητέρα μου ανησύχησε, όπως και όλοι. Ο Άλεξ ειδοποίησε αμέσως τον φίλο του, ο οποίος ήρθε πολύ γρήγορα. Δεν βρήκε τίποτε το ανησυχητικό κι έτσι καθησύχασαν όλοι. Ερχόταν κάθε μέρα και παρακολουθούσε την πορεία του πυρετού. Κάποια απ’ εκείνες τις νύχτες όμως, που ο πυρετός ανέβαινε, βρέθηκα ανάμεσα σ’ εκείνα τα δένδρα που ζωγράφισε ο Άλεξ. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου και πλησίασα τον πίνακα. Έβαλα τα χέρια μου πάνω στο ζωγραφισμένο χιόνι κι ένοιωσα πως άγγιζα τον ίδιο μου τον εαυτό. Τότε όλα γύρω μου φωτίστηκαν με μπλε ανταύγειες κι άκουσα μια φωνή σαν να έβγαινε από το βάθος του και μου έλεγε το πώς θα μπορούσε να γίνει αυτός ο πίνακας αληθινός και να ζήσω μαζί με αυτούς που αναζητώ.
«Όταν πιστέψεις στο όνειρο σου, νιώσεις τον παγωμένο αέρα ακούσεις τη σιωπή μέσα στη νύχτα. Όταν αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο να φύγει από κάθε γήινο και ασήμαντο κομμάτι και μπεις στον αόρατο κόσμο της ψυχής, εκεί θα συναντήσεις την ομορφιά και θα μπορέσεις να αγκαλιάσεις όλους, μα όλους, χωρίς φόβους, χωρίς δειλίες. Θα ξέρεις πως ανήκεις εκεί, γιατί είσαι το ίδιο σαν αυτούς».
Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Λεπτές νιφάδες χιονιού έπεφταν και αργά-αργά σκέπαζαν τον κήπο μας, τα κάγκελα, το δρόμο, τα παρτέρια και πίσω απ’ αυτές τις νιφάδες διέκρινα σαν αμυδρές σκιές όλους αυτούς που τόσο πολύ ήθελα να συναντήσω και να μιλήσω μαζί τους. Θυμήθηκα τον παππού που ήθελε να φτιάξει θέατρο και τώρα θα το έφτιαχνε ο κύριος Νίκος κι εγώ θα παντρευόμουν τον γιο του.

«Παππού, μήπως η ζωή μας είναι έτσι ώστε κάποτε η επιθυμία γίνεται πραγματικότητα από κάποιον άλλον της οικογένειας και το όνειρο θα φτάσει και δε θα γείρει πια, όπως δεν γέρνουν τα δένδρα του Άλεξ;
»Παππού, θέλω τόσα πολλά να σου πω. Τότε ήμουν μικρή και δεν ήξερα. Τώρα όμως ξέρω. Θα σου προσφέρω αυτά που δεν έζησες, αυτά που πίστεψες πως θα μπορούσαν να γίνουν δικά σου και δεν έγιναν ποτέ, γιατί πάντα κάποιος άλλος προλάβαινε πριν από σένα. Αν πράγματι παππού μ’ ακούς, ίσως εγώ προλάβω και τότε να ξέρεις θα είναι και δικά σου γιατί, εσύ θα μου έχεις ανοίξει το δρόμο. Φοβάμαι το άγνωστο, αλλά θέλω ν’ ανοίξω τα χέρια μου και μετά να τα κλείσω ενώνοντας τις παλάμες και να βουτήξω μέσα σ’ αυτό τον καινούριο κόσμο, όπως βουτούσες εσύ στη θάλασσα. Θυμάσαι;»

Τρέχοντας κατέβηκα στον κήπο χαρούμενη, γιατί πίστεψα σ’ αυτή την ένωση με την ψυχή του παππού μου. Δεν είχα πια πυρετό. Το θυμάμαι καλά. Άρχισα να τρέχω γύρω-γύρω σαν τρελή, αψηφώντας το κρύο και το χιόνι που με συνόδευαν. Τα μαλλιά μου ανέμιζαν και γίνονταν άσπρα, καθώς οι νιφάδες στέκονταν επάνω τους. Κρατούσα το σύμπαν στα χέρια μου και ήταν το πιο αληθινό που υπήρχε. Μέσα στο σπίτι το τζάκι έκαιγε και οι φλόγες καθώς τρεμόπαιζαν άφηναν τις σπίθες τους, σαν αστράκια κάποιου άγνωστου κόσμου, να αιωρούνται στο κενό, μέχρι που έσβηναν για να τα υποδεχθούν άλλα καινούρια. Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού και μπήκα μέσα. Η γιαγιά καθόταν μπροστά σ’ αυτό το μαγικό σύνολο των μικρών άστρων που σιγά-σιγά άλλαζε κι έγινε άσπρο φως. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά, ακίνητα, σαν καρφωμένα μέσα στα δικά μου μάτια.
«Γιαγιά, μίλησα με τον παππού» της είπα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου και δεν μπορούσα να την αφήσω, δεν μ’ άκουγε όμως. Είχε συναντήσει τ’ αγαπημένα της πρόσωπα κι εγώ κατά κάποιο περίεργο τρόπο ένιωσα αυτή την συνάντηση και βρέθηκα στο άπειρο, όχι σκοτεινό και μαύρο όπως το ξέρουμε, αλλά λευκό και λαμπερό. Βρέθηκα σ’ αυτό τον άλλο κόσμο, αυτόν που από μικρή προσπαθούσα να πλησιάσω για να συναντήσω όλους αυτούς που μου λείπουν.
Κανείς δε με πίστεψε.
Κανείς δεν κατάλαβε πως ανέβηκα σε μια αχτίδα ήλιου που είχε γλιστρήσει, κι έφυγα, για να βρω αυτούς που αγαπώ κι εγώ η ίδια πάλι έμεινα κάτω στη Γη, για να ζήσω μ’ αυτούς που αγαπώ.
Δεν ήταν η φαντασία μου. Ήταν αλήθεια.

Μόνο ο Γιώργος με πίστεψε. Μόνο εκείνος κατάλαβε πως βρέθηκα κάπου αλλού. Απέφευγα όμως να το συζητώ ακόμα και μαζί του, παρ’ όλες τις συνεχείς ερωτήσεις που μου έκανε. Οι άλλοι νόμιζαν πως δεν ήμουν καλά, πως ήμουν πολύ άρρωστη ή πως έπαθα κάποιο μεγάλο σοκ και χρειαζόμουν ανάπαυση. Έτσι έμεινα αρκετό καιρό στο κρεβάτι. Αλλά κανείς δεν ξανά μίλησε για εκείνο το βράδυ. Είχε πια ξεχαστεί. Βαθιά όμως μέσα στην ψυχή μου δεν πέρασε ποτέ. Απλά... γιατί συνέβη.

Παντρεύτηκα την άνοιξη. Την πιο όμορφη εποχή, που όλα λάμπουν. Μαζί με τις αδελφές μου καθόμασταν ώρες μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη και κοιτάζαμε αυτό το θαυμάσιο νυφικό, με την μεγάλη ουρά και το μακρύ πέπλο, όλο τούλι. Σα να ήμουν σύννεφο μες στον ουρανό. Πόσο θα ήθελα να κρατούσε για πάντα εκείνο το βράδυ που τα άστρα φεγγοβολούσαν σαν προβολείς, που όλοι μας οι φίλοι ήταν εκεί, κοντά μας και τώρα... δεν είναι κανείς.
Το σπίτι μας ήταν μια βίλα αρκετά κοντά στο πατρικό μου. Στην αρχή δυσκολεύτηκα να εξοικειωθώ με το καινούριο μου περιβάλλον. Γρήγορα όμως άρχισα ν’ απολαμβάνω το κάθε δωμάτιο. Αφού ήταν με το δικό μου γούστο. Ποτέ δεν έλεγε όχι ο Άλεξ, οτιδήποτε κι αν του ζητούσα.
Θέλαμε και οι δυο να αποκτήσουμε παιδιά, το γρηγορότερο. Σ’ ένα χρόνο λοιπόν γεννήθηκε η Λένα. Αν μπορούσα να ξαναδώ ποτέ την Λενίτσα, ακόμα και τώρα θα της έλεγα πως αυτό το όνομα είναι το δικό της. Η Ελισάβετ γεννήθηκε μετά από πέντε χρόνια. Δεν με κούρασε ποτέ, άκουγε ό,τι της έλεγα. Δεν ρωτούσε τίποτε και πάντοτε δεχόταν το κάθε τι, έτσι όπως ήταν. Ίσως τελικά αυτή η απάθεια που είχε να με βόλευε κι όμως, η μεγάλη μου αδυναμία ήταν η Λένα. Είχε κι εκείνη τον ίδιο ανήσυχο χαρακτήρα με τον δικό μου κι εγώ δεν της χάλασα ποτέ χατίρι. Από μικρούλα που ήταν την αντιμετώπιζα σαν μεγάλη και της τα έλεγα όλα όσο πιο απλά μπορούσα. Δεν ήθελα να πέσω κι εγώ στο σφάλμα των θειών μου, που έκρυψαν την υιοθεσία του Πέτρου. Αλλά η Λένα δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τις σκέψεις μου. Οι εννέα μήνες της εγκυμοσύνης μου στην Ελισάβετ ήταν άσκημες. Ήμουν συνέχεια στο κρεβάτι κι έτσι αναγκάστηκα να πάρω την Λένα και να μείνω για λίγο καιρό κοντά στους γονείς μου, σ’ αυτό εδώ το σπίτι. Ο Αλεξ δούλευε πολύ και τύχαινε να περάσει μέρα ολόκληρη και να μη τον δούμε. Ο καθ’ ένας μας είχε ξεχαστεί στις δικές του ευθύνες. Η Λένα αυτό δεν μπόρεσε ποτέ να το καταλάβει κι όχι μόνο αυτό, που ήταν τόσο απλό, του ότι δεν έκανε να σηκωθώ, αλλά κι άλλα... πολλά ακόμα που τάραξαν την ζωή μας.
Αφού γεννήθηκε η Ελισάβετ και πέρασαν λίγοι μήνες, γυρίσαμε στο σπίτι μας. Η Λένα είχε αρχίσει να την ζηλεύει πριν ακόμα γεννηθεί κι όταν βαπτίστηκε δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα με το όνομα. Έκλαιγε όλη την ημέρα και δεν ήθελε ούτε στην εκκλησία να ‘ρθει ενώ μονολογούσε συνέχεια: “Γιατί να μην έχω κι εγώ το όνομα της άλλης γιαγιάς, της Αλίκης. Τι δουλειά έχει το όνομα μιας ξένης ανάμεσα στα δικά μας.” Ποτέ δεν μπόρεσα να της εξηγήσω για εκείνη τη σοκολάτα στο καταφύγιο την εποχή του πολέμου, ποτέ δεν μπόρεσα να της εξηγήσω για την Λενίτσα και τον όρκο που έδωσα για το πόσο μεγάλη σημασία είχε για μένα εκείνη η μέρα που την γνώρισα κι αυτό γιατί ποτέ δεν ήθελε να μ΄ ακούσει. Ακόμα κι όταν μεγάλωσε και καταλάβαινε πια και ήξερε, δεν τα κατάφερα. Πάντα μας χώριζε κάτι το απροσδιόριστο. Έρχεται στο μυαλό μου συνέχεια η μορφή της αλλά δεν μπορώ να κλάψω κι ας θέλω. Ας προσπαθώ να ανέβουν δάκρυα μπας και σταματήσουν τον πόνο.
Ο Άλεξ είχε σταματήσει να ζωγραφίζει όπως παλιά. Τα έργα του δεν είχαν εκείνο το μυστήριο και τη μαγεία που είχαν άλλοτε. Έλειπε η ανάγκη του να θέλεις να πλησιάσεις κάπου, πολύ μακριά και αυτό το κάπου να το ψάχνεις και να το ψάχνουν και οι γύρω σου. Αυτή η ιδέα του άγνωστου κάποτε μας ένωνε και ξαφνικά άρχισε να μας χωρίζει κι όμως δεν είχε πάψει ο ένας ν’ αγαπά τον άλλον και να νοιάζεται. Ήταν μια αγάπη χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο. Αυτή που ριζώνει και λέγεται πολύ απλά “αγάπη.” Ίσως να έφταιξε η όλη κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι. Την Ελισάβετ την φωνάζαμε Έλση πια, όπως την μαμά του Άλεξ. Η Λένα ήταν πάντα μουτρωμένη και με κοίταζε με περιφρόνηση. Κι εγώ είχα σταματήσει να προσπαθώ να την πλησιάσω.
Ο Γιώργος ερχόταν πολύ συχνά και μας έκανε παρέα, ακόμα κι όταν ο ‘Αλεξ δεν ήταν σπίτι. Καθόταν μαζί μου, στο μεγάλο σαλόνι και συζητούσαμε κυρίως για μένα. Η Έλση χαιρόταν πολύ με την παρουσία του και τον φώναζε θείο ενώ η Λένα κύριε Γιώργο κι όταν μεγάλωσε, τότε πια που κατάλαβε και απομακρύνθηκε για πάντα, τον φώναζε γιατρέ. Του είχα μιλήσει για όλη μου την ζωή, για τον Πέτρο και θυμάμαι πως μου είπε ότι ίσως θα ‘πρεπε να έβαζα κάποια αγγελία, πως τον ζητώ. Δεν ήθελα όμως να το κάνω γιατί… του εξήγησα πως αν ήθελε να μας βρει εκείνος, θα γύριζε. Του μίλησα και για τις μικρές μου ιστορίες, ακόμα και για τον Φίλιππο του είχα πει. Τον πρώτο νεανικό μου έρωτα. Για το τετράδιο, που είχα αρχίσει να γράφω όταν ήμουν μικρή. Τότε που ήθελα να ενώσω την αλήθεια με την φαντασία. Όχι για τίποτε άλλο, αλλά γιατί ήθελα να έχω τον δικό μου κόσμο, όπως τον ήθελα εγώ κι όχι όπως ήταν.
«Δεν θα το δώσω ποτέ σε κανέναν» του είχα πει. «Είναι δικό μου και ίσως κάποτε να είναι το μόνο δικό μου. Γιατί λοιπόν να το μοιραστώ;»
«Παρ’ όλο που είναι δύσκολο να εμπιστευτεί κανείς τα μυστικά του» μου απάντησε και μου είχε πιάσει τα χέρια. «Εγώ πιστεύω πως θα βρεθεί αυτή η στιγμή και θα το μοιραστείς με κάποιον άλλον. Μίνα κανείς δε γράφει κάτι για να θαφτεί μαζί μ’ εκείνον».
«Πιθανόν να έχεις δίκιο» είπα και σήκωσα τους ώμους μου «Αν όμως συμβεί αυτό ποτέ, δεν θα είναι μόνο κάποιος τον οποίον θα εμπιστεύομαι ή κάποιος που θ’ αγαπώ. Θα είναι κάτι περισσότερο. Θα είναι κάτι... σαν να είμαι εγώ η ίδια».
Ο καιρός περνούσε χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο και η παρέα του Γιώργου γινόταν όλο και πιο ζεστή, σχεδόν απαραίτητη. Τα κορίτσια μου πήγαιναν Γυμνάσιο. Η Λένα ήταν πολύ όμορφη, σαν νεράιδα, αλλά σκληρή. Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί την ονομάσαμε Λένα και όλο μου πέταγε και μια κουβέντα. Δεν ήθελε να καταλάβει, όχι δεν μπορούσε. Δεν πείραζε όμως. Έπρεπε κάποτε να μάθει να δέχεται κάποια πράγματα όπως είναι αφού δεν μπορούσαν ν’ αλλάξουν κι αυτό με στενοχωρούσε πολύ. Μακάρι να είχα την δύναμη, τις γνώσεις ίσως, δεν ξέρω, και να την έκανα περισσότερο ευτυχισμένη. Η Έλση πάλι έμοιαζε με την θεία της, την Λευκή κι εκείνη όποτε την έβλεπε τρελαινόταν από χαρά.

Ήταν χειμώνας και είχε πολύ κρύο. Το τζάκι δεν έσβηνε ποτέ. Μια τέτοια παγωμένη νύχτα που τα μαύρα σύννεφα κάλυπταν τ’ αστέρια, οι κεραυνοί έπεφταν και το φως τους έλαμπε σαν μέρα η Έλση και η Λένα ήρθαν κοντά μου, στο τζάκι, που έκαιγε και το κόκκινο χρώμα του μας άναβε. Ένοιωθα τόσο όμορφα που ήταν πλάι μου, κυρίως για την Λένα. Δεν το συνήθιζε. Την κοίταξα και της χαμογέλασα. Ο Άλεξ θα αργούσε πάλι. Προσπαθούσε να επιτύχει δυο πράγματα μαζί, την έκθεση για τους πίνακες του και την σκηνοθεσία ενός έργου που είχε αναλάβει. Οι τρεις μας αρχίσαμε να συζητάμε διάφορα θέματα, κυρίως για το σχολειό τους. Η Λένα σαν πιο μεγάλη έπαιρνε εκείνο το ύφος το δασκαλίστικο κι έκανε πως τα ξέρει όλα. Συμφωνούσα με τις απόψεις της, εξ’ άλλου ήταν σωστές και απόλυτα δίκαιες. Η Έλση πάλι άβουλη από πολύ μικρή κουνούσε μόνο το κεφάλι της.
Σε λίγο κτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η Έλση πήγε να ανοίξει τρέχοντας. Ήταν ο Γιώργος. Όπως έκανε συνήθως, που όταν τέλειωνε το ιατρείο, πριν πάει σπίτι του, περνούσε πρώτα από μας. Ήταν μόνος δεν είχε παντρευτεί και ως φαίνεται δεν το είχε σκοπό. Κοντά μας έλεγε πως βρίσκει ζεστασιά. Αυτό που του λείπει. Η συζήτηση με τις κόρες μου τέλειωσε εκεί, και μετά από λίγο μας άφησαν μόνους κι ανέβηκαν στα δωμάτια τους για ύπνο.
Η παρέα μας ήταν σπουδαίο πράγμα για τον Γιώργο, αφού δεν είχε κανέναν. Συνήθως τρώγαμε όλοι μαζί κι άμα ο Αλεξ δεν είχε γυρίσει τον περιμέναμε, εκτός από τα κορίτσια που έτρωγαν πάντα νωρίς και πήγαιναν μετά στα δωμάτια τους. Όμως εκείνη τη φορά δεν τον περιμέναμε. Φάγαμε κάτι πολύ πρόχειρο μπροστά στο τζάκι, ήπιαμε και κρασί. Συζητήσαμε για τις ζωές μας. Τελικά ήταν ανιαρές και των δυο μας. Εγώ ένοιωθα ξένη μέσα σε ένα σπίτι που πραγματικά είχα αγαπήσει. Ό,τι αισθανόμουν, ό,τι πίστευα πως θα μπορούσα να ζήσω ακουμπώντας πάνω στον ώμο του άντρα μου ήταν ουτοπία. Από τότε, πριν παντρευτούμε, από εκείνη την νύχτα που συνάντησα τους αγαπημένους μου, που μίλησα με τον παππού μου, που ένοιωσα το άγγιγμα τους, που έφυγα για να τους βρω, και δεν με πίστεψε κανείς, δεν τόλμησα να το ξανά αναφέρω παρ’ όλα τα χρόνια που πέρασαν. Κι έρχονταν στιγμές που ήθελα να το συζητήσω τόσο πολύ με τον Άλεξ αλλά κάθε φορά κάτι με έπνιγε. Ο φόβος της απόρριψης ίσως, ο φόβος που θα προξενούσα γέλιο. Δεν είμαι σίγουρη. Δεν υπήρξα ποτέ σίγουρη.
Χαιρόμουν την παρουσία του Γιώργου. Όλα αυτά χρόνια που ήταν κοντά μας τον ένοιωθα τόσο δικό μου. Σαν να ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου. Ποτέ δεν βαρέθηκα τις συζητήσεις μαζί του. Ποτέ δεν υπήρξαν ίδιες και παρ’ όλα τα χρόνια και τις καθημερινές συναντήσεις πάντα βρίσκαμε κάτι καινούριο, κάτι που δεν είχαμε πει.
Η βροχή είχε δυναμώσει, σε κάθε φωνή του κεραυνού η καρδιά μου κτυπούσε, όπως όταν ήμουν μικρή, που φοβόμουν, ενώ το τζάκι έκαιγε ανενόχλητο κι εμείς βλέπαμε τις κόκκινες σπίθες του να πετάγονται και να κτυπούν στους τοίχους του, να σκαρφαλώνουν ή ν’ ανεβαίνουν προς τα πάνω, να χώνονται στην καμινάδα και ν’ αφήνουν ν’ ακουστεί ένας γλυκός θόρυβος σαν το θρόισμα φύλλων, που το ελαφρύ αεράκι καθώς περνά ανάμεσα τους τα επιτρέπει να αγκαλιαστούν. Το ίδιο νοιώσαμε και οι δυο μας, αγκαλιαστήκαμε. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως δεν υπάρχει γιατί. Ήταν μια αγάπη που έβγαινε μέσα απ’ την ψυχή μας αυθόρμητη, χωρίς λέξεις και χωρίς αύριο. Ήταν άραγε κάτι απρόσμενο; Ένας ξαφνικός έρωτας; Ίσως όμως να φώλιαζε μέσα μας από καιρό και να μην το ξέραμε ή να μην θέλαμε να το παραδεχτούμε και βρήκε χώρο εκείνο το βράδυ να απλωθεί και να μας παρασύρει στο τέλμα της αβύσσου. Ξαπλώσαμε κάτω στο χαλί, γεύθηκε ο ένας το φιλί του άλλου σε μια ηδονική αμαρτωλή πράξη. Κάποια στιγμή τα φώτα έσβησαν. Αισθάνθηκα το σώμα μου να βρίσκεται στο κενό, το χάος ανοιγόταν μπροστά μου έτοιμο να με καταπιεί. Το τζάκι έμοιαζε σαν κόκκινες φλόγες να ανεβαίνουν από τα έγκατα της Γης και να χορεύουν καθώς εκείνος άγγιζε με τα χέρια του κάθε σημείο του κορμιού μου.
Κάποια στιγμή με μισόκλειστα μάτια που μόλις μπορούσαν να διακρίνουν πρόσωπα μπροστά στη πόρτα, που χωρίζει το σαλόνι απ’ το χολ, είδα την Λένα να στέκεται ακίνητη, αμήχανη. Οι φλόγες καθρεπτίζονταν μέσα στα μάτια της και τα έκαναν κόκκινα και γυαλιστερά στραμμένα επάνω μου να με κεραυνοβολούν. Σα να προσπαθούσε να καταλάβει... Τι; Ή να δώσει μια απάντηση, που ούτε κι εγώ δεν μπορούσα να δώσω.
Σηκώθηκα απότομα.
«Λένα» φώναξα. Το ρεύμα επανήλθε. Με κοίταξε άγρια, τα χείλη της έτρεμαν. Γύρισε την πλάτη της και ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες επιστρέφοντας στο δωμάτιο της. Την ακολούθησα τρέχοντας από πίσω της, «Λένα... Λένα1» ξαναφώναξα. Δεν μου απάντησε. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και την κλείδωσε. Έμεινα εκεί γονατισμένη. «Λένα μη το κάνεις αυτό στον εαυτόν σου. Υπάρχουν πολλές φορές πράγματα στην ζωή μας που δεν μπορούμε να δώσουμε απαντήσεις. Λένα εσείς είστε οι μόνοι άνθρωποι που αγαπώ. Κανένας άλλος. Πίστεψε με».
Έμεινα εκεί πολλή ώρα με το κεφάλι μου ακουμπισμένο στην πόρτα της. Την παρακαλούσα να μου ανοίξει. Ήθελα να την δω, να της μιλήσω. Κάποια στιγμή άκουσα την εξώπορτα που έκλεισε. Σηκώθηκα και κοίταξα κάτω το σαλόνι. Ο Γιώργος είχε φύγει. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα μου και προχώρησα ασυναίσθητα μέχρι το παράθυρο. Κοίταξα έξω. Τον είδα να κοιτά προς το παράθυρό μου. Έβαλα τα χέρια στο πρόσωπό μου κι έκλαψα βουβά. Η βροχή είχε σταματήσει και τα φώτα του δρόμου καθώς έπεφταν πάνω στα βρεμένα φύλλα των δένδρων δημιουργούσαν μια περίεργή λάμψη κι εγώ έμεινα εκεί και περίμενα. Τι; Τίποτε.
Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου να έρθει ο Άλεξ. Περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου, για να μην ακουστώ προχώρησα ως την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου μου. Τον είδα από πάνω σκυθρωπό, ως συνήθως. Πήγε στην κουζίνα, έφαγε κάτι στα γρήγορα και μετά κάθισε στο σαλόνι. Ύστερα από λίγο τον είδα που ανέβαινε σιγά σιγά τις σκάλες. Η Λένα είχε ακόμα φως. Ξάπλωσα κι έκανα πως κοιμόμουν για ν’ αποφύγω οποιαδήποτε συζήτηση. Ήρθε κι εκείνος. Ανάσαινε βαριά κι εγώ έμεινα με τα μάτια κλειστά, γυρισμένη απ’ την άλλη μεριά του κρεβατιού, να σκέπτομαι...
Κάποια στιγμή η αυριανή μέρα έφτασε. Αποφασισμένη να καταστρέψω οτιδήποτε μπορεί να είχε δημιουργηθεί το προηγούμενο βράδυ, πήγα στο ιατρείο του Γιώργου.
«Δεν πρέπει να ξανάρθεις» του είπα κι έφυγα γρήγορα σαν κυνηγημένη. Θυμάμαι πως περπατούσα και οι άνθρωποι μου φαίνονταν νεκροί, τα πρόσωπα τους άσπρα, τα δένδρα πεθαμένα. Δεν υπήρχε τίποτε ζωντανό και μέσα σ’ αυτό τον πόνο της ψυχής μου, είχα αρχίσει χωρίς να το καταλάβω να μιλώ μ’ εκείνους. Βρισκόμουν πάλι κοντά τους.
Κάθισα σ’ ένα παγκάκι, υγρό ακόμα απ’ την χθεσινή βροχή. Έμεινα εκεί μέχρι που σκοτείνιασε. Τ’ άστρα χρυσές κηλίδες του ουρανού παραμερίστηκαν και οι λευκές σκιές απ’ το παρελθόν ήρθαν κοντά μου, να με παρασύρουν στο άπειρο, στον δικό τους κόσμο κι εγώ άφησα τον εαυτόν μου ελεύθερο να φύγει μακριά και να τις αγγίξει, να μιλήσει μαζί τους. Για μένα ήταν το μόνο υπαρκτό που υπήρχε εκείνη την στιγμή και ας μη το καταλάβαινε άλλος κανείς. Αρκούσε πως μπορούσα να επικοινωνώ εγώ και να αισθάνομαι αυτή την υπέρτατη ικανοποίηση, του να βρίσκομαι στον κόσμο των ψυχών. Να μην αισθάνομαι τίποτε Γήινο, γιατί πονά.

Με το κεφάλι σκυμμένο και με αργά βήματα, εγκαταλείποντας οποιαδήποτε σκέψη, που μου έκαιγε την καρδιά, περπατούσα στα σκοτεινά σοκάκια χωρίς προορισμό και ξαναβρέθηκα πίσω, στην πόρτα του ιατρείου. Χτύπησα το κουδούνι. Ο Γιώργος μου άνοιξε, αγκαλιαστήκαμε. Ήταν κάτι τόσο καινούριο και για τους δυο μας. Νομίζω πως δεν ξεχνιούνται ποτέ οι στιγμές που ζεις μ’ εκείνον... εκτός κι αν το θελήσεις πολύ, όχι γιατί πονάς εσύ, αλλά γιατί δε θέλεις να ξανά πληγώσεις κανέναν.
Λίγα λεπτά της ώρας και ήταν αρκετά για ν’ αλλάξουν την ζωή μου και να με γεμίσουν με πάθος για κάτι που ήξερα πως δεν θα έφτανε πουθενά και μόνο πικρίες θα μπορούσε να προξενήσει κι όμως, δεν είχα την δύναμη ν’ αλλάξω αυτή την πορεία. Σαν ένας άγνωστος θεός μ’ άρπαξε και μ’ οδήγησε σ’ ένα δρόμο που δεν είχε τέλος.
Επέστρεψα στο σπίτι μου, χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω το πρέπει απ’ το θέλω. Ένοιωθα πως η μορφή του υπήρχε σε κάποιο σημείο του μυαλού μου και ξεπηδούσε μπροστά στα μάτια μου, για να μη την ξεχάσω. Ένας ξένος είχε μπει στην ζωή μου και στην ζωή όλων μας.
Από τότε οι δρόμοι μας, οι δρόμοι όλων μας άρχισαν να γεμίζουν αγκάθια, και πέτρες που αν τις άγγιζες σε έγδερναν κι αιμορραγούσες. Ο Άλεξ δεν έμαθε. Η Λένα δεν του το είπε αλλά από τότε με μίσησε κι εγώ δεν μπορούσα να της απαλύνω τον πόνο που της προξένησα, αλλά και δεν μπορούσα να σταματήσω να τον βλέπω, να ζω μαζί του ό,τι δεν ζούσα με τον Άλεξ. Το ξέρω που ήταν άδικο και τότε το ήξερα, αλλά αυτό που ήμουν για εκείνον και αυτό που ήταν εκείνος για μένα δεν μπορούσα να το συγκρίνω με άλλου είδους αγάπη. Το ξέρω κι αυτό είναι άδικο. Εγώ φταίω, και ακόμα και τώρα που είμαι εδώ και συμπληρώνω το τετράδιο μου το ξέρω πως ήμουν εγώ η αφορμή για όλα. Ίσως κάποτε βρεθεί κάποιος να με συγχωρέσει. Όταν τελειώσω να γράφω την ζωή θα το χαρίσω στην εγγονή μου, στην Λένα μου. Χμ! Είχε δίκιο ο Γιώργος όταν κάποτε μου είπε πως κανείς δεν γράφει κάτι για να θαφτεί μαζί του. Ίσως εκείνη όταν το διαβάσει μπορέσει να με συγχωρέσει όχι μόνο για το τότε αλλά και για το μετά.

Οι γονείς μου πέθαναν σε διάστημα λίγων ημερών, ο ένας απ’ τον άλλον. Τα κρύα δεν είχαν περάσει ακόμα κι εγώ πήγα στο πατρικό μου, να μαζέψω μερικά πράγματα. Ο κήπος μας μου φάνηκε πως δεν είχε ζωή. Ο αέρας φύσαγε κι έκανε την καγκελόπορτα ν’ ανοιγοκλείνει μόνη της και να χτυπά. Σαν κάποιο χέρι που δεν μπορούσα να δω, την άνοιγε και μετά την έσπρωχνε με δύναμη. Μερικές ψάθινες καρέκλες είχαν τραβηχτεί στην άκρη, σε κάποια γωνιά του κήπου. Τα δένδρα μας άδεια, έμοιαζαν να κρυώνουν. Μόνο το κιόσκι στεκόταν όρθιο, έτοιμο να με ξαναδεχτεί. Κάθισα εκεί, από κάτω και παρατηρούσα τους κύκλους που έκαναν τα πεσμένα φύλλα απ’ τον αέρα, σαν μικροί ανεμοστρόβιλοι, που διαλύονταν πριν προλάβουν να φτάσουν ψηλά.
Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Ο ουρανός γινόταν γκρι καθώς τα σύννεφα γέμιζαν το θαλασσί του χρώμα. Αστραπές φαίνονταν από μακριά που έλαμπαν και χάνονταν στο βάθος του ορίζοντα κι ανάμεσα απ’ αυτές τις λάμψεις και τα σύννεφα, άρχισαν να παρουσιάζονται, σαν σε οπτασία, όλα τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα. Ήμουν και πάλι ανάμεσα τους, χωρίς να μπορώ να καταλάβω ποιος κόσμος ήταν ο πραγματικός...
...αυτός εδώ ή εκείνος εκεί;
Κατέβαιναν στη Γη ή εγώ ανέβαινα κοντά τους;
Σήκωσα τα χέρια μου ψηλά, αγκάλιασα όλο τον ουρανό. Σε όποιο σημείο του κήπου και να βρισκόμουν μπορούσα να χωρέσω μέσα στην αγκαλιά μου όλο το σύμπαν.
Γύρισα στο σπίτι μου τρέχοντας, όχι με σκοπό να συζητήσω με κανέναν αυτό που ένοιωσα, αλλά να το γράψω. Η ιστορία έμοιαζε με παραμύθι που έβγαινε όμως μέσα απ’ την ψυχή μου, λευκό σαν το χιόνι, θαλασσί σαν τα παιδικά όνειρα, λαμπερό σαν τους κεραυνούς, αληθινό…


(Συνεχίζεται)

Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου, 2020 All rights reserved
Ξεκινήστε την ανάγνωση από το πρώτο μέρος.
«Η άλλη πλευρά του παραδείσου» κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις Θέσις, για δέκα χρόνια με αμείωτο ενδιαφέρον. Η παρούσα ηλεκτρονική δημοσίευση αποτελεί νέα, ανανεωμένη έκδοση.
Η συνοδευτική εικόνα είναι επιλογή τής συγγραφέα.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα