Άνοιξε την πόρτα και δεν πίστευε στα μάτια του. Νόμιζε πως ήταν κάποιο παιχνίδι της φαντασίας του. Εκείνη στεκόταν μπροστά του χαμογελαστή και λαμπερή. Ακριβώς όπως την θυμόταν από το προηγούμενο βράδυ που την είχε συναντήσει για πρώτη φορά από κοντά. Όταν τα μάτια του την εντόπισαν στη μεγάλη σάλα του μεγάρου όπου θα γινόταν η εκδήλωση βρέθηκε κοντά της στη στιγμή και όλη τη βραδιά τα μάτια του ταξίδευαν πάνω στο πρόσωπό της. Στην αρχή ευγενικός μα τολμηρός, στη συνέχεια ήρεμος και ευχάριστος και όταν η βραδιά έφτανε στο τέλος της κι εκείνη θα χανόταν, μια θλίψη κι ένας πανικός τον κυρίευσε. Αυτό το ανικανοποίητο του πόθου ξεχύθηκε μέσα του και κατέπνιξε την ύπαρξή του. Έπρεπε με κάθε τρόπο να τη συναντήσει, να την ξαναδεί πριν φύγει για Θεσσαλονίκη. Ένας Θεός ήξερε πότε θα μπορούσε να ξανακατέβει στην Αθήνα. Μια Αθήνα που ξαφνικά είχε γίνει όμορφη και θελκτική εξαιτίας της. Οι δρόμοι αντηχούσαν τα βήματα από τα τακούνια της, τα φανάρια ήταν σταματημένα στο κόκκινο όπως το πορφυρό της χρώμα και η νύχτα μύριζε το άρωμά της. Εκείνη αρνήθηκε ευγενικά το ποτό που της πρόσφερε για αργότερα μια και η έγγαμη κατάστασή της δεν της το επέτρεπε και τότε εκείνος σαν ύστατη παράκληση της έδωσε την κάρτα του ξενοδοχείου που θα έμενε για δυο μέρες ακόμα. «Έλα να με συναντήσεις» της ψιθύρισε. «Θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω. Δεν θα πάω πουθενά. Θα μείνω εκεί μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω για τον σταθμό». Της φίλησε το χέρι, πιέζοντας τα χείλη του λίγο περισσότερο απ’ ότι κι ο ίδιος θεωρούσε επιτρεπτό και της έδωσε την κάρτα του ξενοδοχείου που διέμενε. «Έλα,» την παρακάλεσε για τελευταία φορά. «Από το μπαλκόνι φαίνεται η Ακρόπολη. Έχει μια υπέροχη θέα. Θα ήθελα να τη δω μέσα από τα μάτια σου.» Της χαμογέλασε και γύρισε να φύγει. Εκείνη απέμεινε να τον κοιτάζει χαμογελαστή μα αμίλητη ενώ απομακρυνόταν.
Και να που τώρα βρισκόταν μπροστά του, μ’ εκείνο το γοητευτικό χαμόγελο που τόσο του άρεσε, που δεν χόρταινε να κοιτάζει και με το άρωμά της από ανθισμένες μανόλιες να του κλέβει και πάλι κάθε τρίτο χτύπο της καρδιάς του. «Εσύ; Είσαι αλήθεια εδώ ή ονειρεύομαι;» της είπε και παραμέρισε να περάσει πνίγοντας τη δυνατή του επιθυμία να την κλείσει μέσα στην αγκαλιά του. Η Μυρτώ προχώρησε δειλά μέσα στο δωμάτιο και στάθηκε μπροστά στη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα. Το λιλά φόρεμά της από μουσελίνα αγκάλιαζε υπέροχα το λεπτό της κορμί της και θρόιζε απαλά σε κάθε της κίνηση. Έμεινε για λίγο να την κοιτάζει όπως στεκόταν εκεί και μετά δίχως δεύτερο δισταγμό προχώρησε κοντά της και στάθηκε πίσω της. Έβαλε τα χέρια του στους ώμους της και της ψιθύρισε «Δεν πίστευα πως θα μου έδινες τέτοια χαρά, να είσαι εδώ μαζί μου». «Ήθελα να δω την Ακρόπολη» του απάντησε εκείνη και πισωπατώντας ακούμπησε πάνω του και τύλιξε τα χέρια του γύρω της. Κι είχε μια αίσθηση το άγγιγμα τούτο σαν πρωτοβρόχι σε άνυδρη γη. Τη γύρισε απαλά προς το μέρος του και άγγιξε τα χείλη του στα δικά της, πρώτα απαλά και μετά με όλη τη λαχτάρα που είχε για κείνη και ύστερα άπληστα σαν να ήθελε το δικό του φιλί να σβήσει κάθε προηγούμενο. Ένιωσε την ανάγκη να σηματοδοτήσει μια έναρξη στο κορμί και την καρδιά της, μια έναρξη που αλίμονο δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει συνέχεια, μα έτσι είναι ο έρωτας, τρελός και αλόγιστος.
Η λιλά μουσελίνα θρόισε χαρούμενη πέφτοντας στο πάτωμα κι αποκαλύπτοντας το σώμα που τόση ώρα αγκάλιαζε με θέρμη. Το σώμα που τώρα είχε παραδοθεί σε ένα μεθύσι αγγίγματος, σε μια προσφορά απόλαυσης και μια υπέροχη πλάνη του μυαλού ότι όλα θα μπορούσαν να είναι κι αλλιώς. Τη λάτρεψε όπως δεν είχε λατρέψει ποτέ του γυναίκα. Εξερεύνησε κάθε σπιθαμή του σώματός της, κάθε καμπύλη από το λαιμό μέχρι τα ακροδάχτυλά της. Φυλάκισε τη μυρωδιά της στα πνευμόνια του και τη γεύση της στα δυο του χείλη. Άφησε την καρδιά του να τρέξει σαν τρελή στα λιβάδια εκείνα που ο ουρανός δεν τελειώνει ποτέ και μαρτύρησε μαζί με εκείνη την κραυγή της απόλαυσης που μοιράστηκαν. Κανείς τους δεν πρόσεξε πώς πέρασε η ώρα και μόνο σαν πήρε να βραδιάζει εκείνη ανακάθισε στο κρεβάτι και κοίταξε προς τον λόφο της Ακρόπολης όπου ο Παρθενώνας φωταγωγημένος μάγευε κάθε παρατηρητή του. Έτσι όπως την κοίταζε έμοιαζε με αρχαία θεά, έτσι σκέφτηκε. Μια θεά στην αγκαλιά του μια νύχτα στην Αθήνα με θέα την Ακρόπολη. Γύρισε και τον κοίταξε «Εμένα κοιτάς, καλέ μου;» «Την Ακρόπολη έπρεπε να κοιτάς. Κοίτα πόση μαγεία!» «Την Ακρόπολη κοιτάω, κορίτσι μου» της απάντησε. «Την βλέπω μέσα από τα μάτια σου», της είπε κι έσκυψε και τη φίλησε. Ήξερε πως ίσως αυτό να ήταν ένα από τα τελευταία φιλιά που της έκλεβε.
Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Τινάχτηκε ξαφνιασμένος. «Κύριε Ιωάννου, το ραντεβού σας περιμένει στο μπαρ του ξενοδοχείου» φώναξε το γκρουμ. Εκείνος κοίταξε γύρω για να ανακαλύψει ότι η Μυρτώ δεν ήταν πουθενά. Στριφογύρισε στο κρεβάτι μη μπορώντας να πιστέψει αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα ό,τι έζησε. Κι αν ήταν όνειρο; Τόσο δυνατό; Τόσο έντονο; Μα καλά πώς είχε εξαφανιστεί χωρίς να την αντιληφθεί; Έκρυψε το πρόσωπό του στα μαξιλάρια του κρεβατιού. Ένα διακριτικό άρωμα μανόλιας τον έκανε να ριγήσει και χαμογέλασε.