Η βροχή έπεφτε με την ίδια μανία. Οι κεραυνοί δημιουργούσαν μυστηριώδεις θορύβους και ο αέρας σαν μανιακός επισκέπτης στρίγκλιζε καθώς περνούσε ανάμεσα απ’ τα γυμνά δένδρα του δάσους.
Το ρεύμα επανήλθε, αλλά η Λένα δε το κατάλαβε, συνέχισε να διαβάζει κάτω απ’ εκείνη την λάμπα, τυλιγμένη με την κουβέρτα και πλάι στο τζάκι, που δεν είχε πια καμιά φλόγα, παρά μόνο στάχτες.
~~~ ~~~ ~~~
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
συνέχεια
Μετά τους μεγάλους σεισμούς δεν ήθελα να γράψω τίποτε πια, γιατί φοβόμουν πως η αλήθεια τρομάζει, όσο διαφοροποιημένη και να είναι κι εγώ σ’ αυτό το τετράδιο γράφω τις αλήθειες, όπως τις βλέπω κι όπως τις νοιώθω. Δημιουργώ τις δικές μου ιστορίες. Τώρα όμως πέρασε καιρός κι όλα ξεχάστηκαν και μαζί μ’ όλες αυτές τις όμορφες μέρες του καλοκαιριού που κυλούν ήρεμα και τόσο ξένοιαστα, θα έρθει κι ο νέος μου ξάδελφος, απ’ την Αφρική.
Τι περίεργο να μην έχω αληθινό ξάδελφο και οι δυο τους να είναι ξένοι, άλλων οικογενειών. Όταν όμως αγαπάς κάποιον, δεν τον αγαπάς επειδή είναι αδελφός, ξάδελφος ή θείος, αλλά γιατί είναι ο ένας, ο μοναδικός που σου εμπνέει αυτή την αγάπη κι εσύ την προσφέρεις απλόχερα, όπως βγαίνει από μέσα σου, χωρίς ενδοιασμούς και φοβίες. Είναι το πιο όμορφο συναίσθημα της ζωής και είναι φρικτό αν δεν μπορείς να το προσφέρεις όπως το ίδιο είναι φρικτό αν δεν μπορείς να το λάβεις.
Έχουν περάσει ήδη πέντε μέρες που ήρθε ο Φίλιππος και τον έχω ξεναγήσει σε πολλά μέρη. Πήγαμε στην εκκλησία με τα ωραία πολύχρωμα τζάμια και με το μεγάλο ρολόι. Περπατήσαμε στα δρομάκια. Κατεβήκαμε στην πόλη. Είδαμε τα μαγαζιά κι ακόμα έχω τόσα πολλά να του δείξω. Το δάσος, το πάρκο μας… τις μεγάλες σπηλιές… τις φίλες μου.
Τη μέρα που ήρθε ήμουν πολύ αναστατωμένη. Η θεία μου μαζί με τον θείο Πωλ και τον μπαμπά μου είχαν πάει να τον υποδεχτούν. Η αγωνία μου ήταν μεγάλη. Καθόμουν στο δωμάτιο μου και μετρούσα τις ώρες που μου φαίνονταν ατελείωτες. Ήθελα εκείνη τη μέρα να είμαι όμορφη. Έβαζα μια το ένα φόρεμα, μια το άλλο και πήγαινα στις αδελφές μου να μου πουν την γνώμη τους. Αλλά κι εκείνες το ίδιο έκαναν. Λες και συναγωνιζόμασταν η μια την άλλη. Και αφού πια ετοιμαστήκαμε αρχίσαμε να γελάμε και αγκαλιαστήκαμε.
Είχα χτενίσει τα μαλλιά μου μπούκλες και τα είχα δέσει με μια κορδέλα σιέλ, στο ίδιο χρώμα που είχε και το φόρεμα μου και είχα βάλει τα καλά μου παπούτσια. Φόρεσα και την καινούρια μου ζώνη, εκείνη που μου είχε δωρίσει η θεία Νίτσα, κεντημένη με μετάξι και πέρλες. Πόσο όμορφη είναι αυτή η ζώνη! Είχε φέρει σε όλους μας δώρα. Εγώ όμως νομίζω πως πήρα το πιο ωραίο.
Παρ’ όλο που ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος μου, μια και κυλούσε τόσο αργά σα να ήθελε να με αγχώσει, εγώ προσπαθούσα να μένω ατάραχη. Κόντευε πια να νυχτώσει. Μέχρι και ο ήλιος είχε κουραστεί κι έτσι όπως έφευγε μπορούσα να τον βλέπω κατάματα να κυλάει και σιγά σιγά να χάνεται.
Τώρα ένα άλλο χρώμα βαθύ μοβ ήρθε να καλύψει τον ουρανό. Το δάσος έμοιαζε έτοιμο να κοιμηθεί και τα πουλιά σα ναρκωμένα στάθηκαν πάνω στα κλαριά. Όλα ήταν ήσυχα, σιωπηλά και μέσα σ’ αυτή τη σιωπή, τους είδα.
Ήρθαν!, φώναξα και άρχισα να χειροκροτώ. Όλα ξύπνησαν. Μόνο ο ήλιος συνέχισε να κοιμάται. Έτρεξα στον καθρέφτη, έριξα μια γρήγορη ματιά στα μαλλιά μου, διόρθωσα το φόρεμα μου και κατέβηκα τις μεγάλες μαρμάρινες σκάλες.
Η μητέρα με τη γιαγιά και τα κορίτσια ήταν ήδη στην εξώπορτα. Ο θείος Πωλ σύστησε το γιο του σε όλους, με τη σειρά και τέλος ήρθε και η δική μου σειρά.
«Εσύ είσαι η Μίνα;» ρώτησε ο Φίλιππος.
«Ναι, εγώ είμαι,» απάντησα κι ως φαίνεται έδειξα τρομαγμένη. Ποιος ξέρει;
«Είμαι ο Φίλιππος, μη φοβάσαι όμως. Το ξέρω πως φαίνεται περίεργο που είμαι τόσο μαύρος, αλλά... μη φοβάσαι».
Γέλασαν όλοι. Εκτός από μένα.
Η Λευκή προσφέρθηκε να του δώσει το δωμάτιο της κι εκείνη μετακόμισε στο δωμάτιο της γιαγιάς και θα ήταν μαζί της όλο τον καιρό που θα έμεναν οι φιλοξενούμενοι μας. Λίγο αργότερα καθίσαμε στο τραπέζι. Η ώρα πέρασε με διάφορες διηγήσεις, αρκετά ενδιαφέρουσες...
…και η νύχτα ήρθε κι έριξε τις μαύρες της πινελιές οπουδήποτε δε χωρούσε να περάσει το φως του φεγγαριού. Καληνυχτίσαμε ο ένας τον άλλον. Το δάσος σχεδόν δε φαινόταν πια, μια και το χρώμα του ήταν ίδιο με το χρώμα του ουρανού και μόνο το αεράκι που κουνούσε ελαφρά τα φύλλα των δένδρων έμοιαζε σα να σου λεει πως υπάρχει. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Πλησίασα το παράθυρο και κοίταξα έξω. Όλα ησύχαζαν. Έκλεισα το φως. Στήλωσα τα μάτια μου στο ταβάνι και άρχισα να σκέπτομαι την αυριανή μέρα. Άργησε να με πάρει ο ύπνος.
Πέρασαν μέρες για να γράψω, αλλά όταν ερχόταν το βράδυ κι έβγαζα το τετράδιο μου το ξανά έκλεινα. Κι αυτό γιατί ήθελα να σκεφθώ το αύριο. Να ονειρευτώ κι όχι να γράψω.
Ήταν μια μέρα που υπήρξε πολύ ξεχωριστή για μένα. Ίσως να είναι η μοναδική μέρα της ζωής μου που δε θα ξεχάσω ποτέ. Πρόλαβε το άσπρο φως πριν απ’ τον ήλιο και με ξύπνησε. Σηκώθηκα και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο μου, ήταν εκεί στον κήπο και κοίταζε προς την Ανατολή. Τότε σκέφθηκα πως θα μπορούσα να γράψω μια ιστορία για ένα νέγρο που ζει ανάμεσα σε λευκούς. Τα αισθήματα εκείνου αλλά και των άλλων. Πώς μπορεί τόσο ξεχωριστοί άνθρωποι να είναι μαζί; Αλλά μήπως τελικά είναι μόνο το χρώμα που διαφέρει και τίποτε άλλο;
Μετά το πρωινό μας πήγα στο κιόσκι. Ο ήλιος είχε ανατείλει εδώ και πολλή ώρα. Το φως της μέρας είχε αρχίσει να γίνεται ζεστό και όμορφο. Άνοιξα το τετράδιο μου και σκεπτόμουν την ιστορία που θα ‘γραφα, όταν ξαφνικά άκουσα από πίσω μου τη φωνή του Φίλιππου.
«Τι γράφεις;»
«Κρατώ διάφορες σημειώσεις, γράφω τις σκέψεις μου και μικρές ιστορίες» απάντησα κι το έκλεισα αμέσως.
«Μπορώ να το δω;» ρώτησε και άπλωσε το χέρι του για να το πάρει.
«Όχι δεν μπορείς να το δεις. Κανείς δεν μπορεί να το δει. Είναι δικό μου και ότι γράφω δε το μοιράζομαι με κανέναν. Δε θέλω να το μοιράζομαι με κανέναν» του είπα και το κράτησα όσο πιο σφιχτά μπορούσα.
«Καλά, όπως νομίζεις» έκανε χαμογελώντας.
«Θέλεις μήπως να σου δείξω το δάσος;» ρώτησα με ενθουσιασμό.
Έδειξε να θέλει κι έτσι αφήσαμε το κιόσκι πίσω μας κι αρχίσαμε να περπατάμε.
Το δάσος μας έχει δυο μονοπάτια και ξεκινούν από μια πηγή, που τρέχει πάντα κρύο νερό. Πολλοί πιστεύουν πως αυτό το νερό μπορεί να γιατρέψει διάφορες ασθένειες κι έρχονται από πολλά μέρη με μπουκάλια και το παίρνουν σπίτια τους. Εγώ όμως νομίζω πως είναι η ιδέα τους, το μεγάλο πιστεύω και η αγάπη για ζωή.
Το ένα απ’ τα δυο μονοπάτια βγάζει σ’ ένα ξέφωτο, στο κέντρο του δάσους κι εκεί σταματάει. Για να επιστρέψεις πρέπει να πάρεις πάλι τον ίδιο δρόμο. Το άλλο κάνει έναν ολόκληρο κύκλο και περνάει ανάμεσα απ’ τα πελώρια δένδρα, που σε πολλά σημεία καθώς μπλέκονται τα κλαδιά τους σχηματίζουν αψίδες, πλούσιες από φύλλα κι όταν το φθινόπωρο όλα αυτά τα φυλλώματα κιτρινίζουν πέφτουν στη γη για να σχηματίσουν ένα παχύ χαλί και τότε τα γυμνά πια κλαδιά μοιάζουν αγκαλιασμένα, σα να προσπαθούν να ζεσταθούν.
Οι δυο μας πήραμε το μονοπάτι εκείνο, που φτάνει ως το ξέφωτο. Περπατούσαμε και μιλάγαμε σαν να γνωριζόμασταν χρόνια.
«Πώς ξέρεις και μιλάς έτσι καλά Ελληνικά;» τον ρώτησα.
«Κάποιος προπάππους μου ήταν Έλληνας. Απελπισμένος αποφάσισε να ξενιτευτεί για να βρει την τύχη του κι έτσι έφτασε στην Αφρική. Όλη μας η οικογένεια μιλάει Ελληνικά. Είναι η γλώσσα των προγόνων μας έλεγε η μητέρα μου. Ήμουν μικρός όταν πέθανε. Στην Ελλάδα πάντως έχω έρθει πολλές φορές και χαίρομαι που ανάμεσα μας, από δω και στο εξής, θα είναι η θεία σου. Σας αγαπάει πολύ. Το ξέρεις;»
«Ναι, βέβαια το ξέρω κι εμείς την αγαπάμε. Είναι η πιο αγαπημένη θεία».
Είχαμε φτάσει πια στο ξέφωτο. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας ανοιγόταν ο απέραντος ουρανός, ατελείωτος πέρα απ’ εκεί που μπορούσε να δει το μάτι μας και γύρω μας σε μια απόσταση κάποιων μέτρων άρχιζαν τα δέντρα. Ψηλά, καμαρωτά με το πυκνό τους φύλλωμα να τραντάζεται όταν τα πουλιά πετούσαν ανάμεσα του και πολύ μακριά μας, μόλις διακρίνονταν οι πιο ψηλές βουνοκορφές, πάντα χιονισμένες. Απ’ εκεί πίσω κρύβεται ο ήλιος. Δεν άκουγες τίποτε. Ήμασταν μόνοι σ’ ένα μέρος που δεν ήξερε να μας μιλήσει όπως δεν ξέραμε κι εμείς να του μιλήσουμε. Κοιταχτήκαμε βαθιά στα μάτια, και ύστερα έσκυψε και με φίλησε. Απ’ τα χέρια μου έπεσε το τετράδιο κι εγώ το άφησα εκεί κάτω και ντροπιασμένη άρχισα να τρέχω.
Γύρισα μόνη στο σπίτι και κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Δεν ήθελα να συναντήσω κανέναν. Το στομάχι μου πόναγε. Τα μάτια μου έτσουζαν. Μέσα απ’ το τζάμι κοίταζα τον κήπο, μήπως τον δω και φανεί. Ίσως χάθηκε σκέφθηκα. Και το τετράδιο μου; Ίσως χάθηκε κι αυτό. Αισθανόμουν κάτι πολύ περίεργο, και τον ήξερα τόσο λίγες μέρες…
Κάποια στιγμή φάνηκε από μακριά η μαύρη λεπτή σιλουέτα του. Πλησίασε την καγκελόπορτα, μπήκε στον κήπο μας και κοίταξε προς το δωμάτιο μου κι εγώ ήμουν εκεί και κοίταζα κριμένη πίσω απ’ την κουρτίνα. Ντρεπόμουν. Ήθελα να μείνω μόνη, για πάντα, μακριά απ’ όλους. Ήθελα να κλαίω και να κλαίω συνέχεια.
Το μεσημέρι δεν κατέβηκα για φαγητό. Το βράδυ όμως; Δε γινόταν… και μέχρι πότε θα συνεχιζόταν αυτό; Θ’ άρχιζαν όλοι να με ρωτούν τι έχω και πρώτη η μαμά που δεν της ξεφεύγει τίποτε και τι θα ‘λεγα; Αυτό είναι κάτι που μόνο ο Φίλιππος κι εγώ θα το ξέραμε και κανένας άλλος. Κανένας.
Το απόγευμα χτύπησε ελαφρά την πόρτα μου. Δεν απάντησα. Περίμενα. Κι εκείνος ξανά κτύπησε.
«Ποιος είναι;» ρώτησα.
«Εγώ είμαι Μίνα» άκουσα την φωνή του απαλή σαν χάδι. Άνοιξα την πόρτα και στάθηκα ακίνητη μπροστά του. Κρατούσε το τετράδιο μου.
«Δε διάβασα τίποτε Μίνα. Ξέρω πως υπάρχουν πράγματα στη ζωή μας, που τα θέλουμε αποκλειστικά δικά μας». Κούνησα απλά το κεφάλι μου και το πήρα.
Μετά καθίσαμε κάτω απ’ το κιόσκι. Μου μίλησε για την οικογένεια του, μου μίλησε για τον εαυτόν του, τη ζωή του. Με κοίταζε μες στα μάτια και με τα δάκτυλα του ξέμπλεκε τα σγουρά μου μαλλιά κι ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα πως βρίσκομαι σ’ ένα καινούριο κόσμο, χωρίς άγχος, χωρίς αγωνία για το αύριο, γιατί ζούσα συνεπαρμένη το τώρα, εκείνης της στιγμής πιστεύοντας πως θα κρατήσει πολύ, ίσως αιώνια.
Γύρισα για λίγο πίσω και με πέντε λέξεις διηγήθηκα όλη μου τη ζωή, την καθόλου σπουδαία ζωή και χάρηκα, γιατί για πρώτη φορά κάποιος που δε με ήξερε μου έδωσε σημασία. Χάρηκα για μένα. Χάρηκα γιατί ήμουν εγώ. Χάρηκα γι’ αυτό που ήμουν.
Ο Φίλιππος μου ζήτησε να γράφουμε μαζί ιστορίες κι εγώ δέχτηκα.
«Και θα μείνουν για πάντα μέσα σ’ αυτό το τετράδιο» του είπα ενθουσιασμένη, λες και είχαμε κάνει κάποια σπουδαία ανακάλυψη.
«Για πάντα» συμπλήρωσε.
ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ
1900
Από πολύ μικρός ζούσε μες στη φτώχεια κι όμως πίστευε πως κάποτε αυτή η ζωή θ’ άλλαζε και θα γινόταν κι αυτός πλούσιος, σαν τους άλλους. Θα φορούσε ωραία δετά παπούτσια με κάλτσες, θα είχε κουστούμι και όλα τα καλά. Δε θα ξάπλωνε κάτω και δε θα είχε για προσκέφαλο του αχυρένιο μαξιλάρι. Δε θα κουβαλούσε στην πλάτη του τα μπαούλα των ταξιδιωτών, αλλά κάποτε θα τα κουβαλούσαν άλλοι γι’ αυτών.
Έπρεπε να βρει ένα τρόπο να μπει μέσα σ’ αυτά τα πελώρια καράβια, ώστε να μπορέσει να φύγει μακριά. Οπουδήποτε υπήρχε χρυσάφι.
Με τα λίγα γράμματα που ήξερε, προσπαθούσε απ’ τις εφημερίδες που ξέχναγαν μερικοί αφηρημένοι σε κάποιο τραπεζάκι καφενείου, να μάθει για τον κόσμο ή ρωτούσε στο δρόμο τους περαστικούς. Δε φοβόταν και δε ντρεπόταν τίποτε και κανένα. Πολλοί τον νόμιζαν τρελό και για να του απαλύνουν την δυστυχία του, του πρόσφεραν κάποιο μικρό νόμισμα, ως ελεημοσύνη. Άλλοι δε του έδιναν καμιά σημασία ή γέλαγαν μαζί του και άλλοι πάλι, αυτοί που γνωρίζουν τα πάντα, του έδιναν διάφορες πληροφορίες, μια και αυτό είναι κάτι που δεν κοστίζει τίποτε.
Η επιμονή όμως έχει αποτελέσματα κι έτσι όταν κάποτε ήρθε το καράβι από ένα μακρινό ταξίδι, την Αφρική κι άραξε στο λιμάνι, έφερε μαζί του και τον Μεγάλο Άγγελο γι' αυτόν.
Και πράγματι Άγγελο τον έλεγαν και ήταν μεγάλος.
Η ξύλινη σκάλα του πλοίου έπεσε με δύναμη στην προβλήτα. Οι ναύτες έδεσαν τα παλαμάρια και οι ταξιδιώτες άρχισαν να γεμίζουν την προκυμαία. Ωραίες κυρίες με φτερά στα καπέλα τους, με μαλλιά όλο μπούκλες, με ωραία φορέματα κατέβαιναν τη σκάλα του πλοίου όλο καμάρι και από πίσω οι κύριοι, νέοι ή μεγάλοι ακόμα και μικρά παιδιά.
Το λιμάνι γέμισε κόσμο. Άλλοι έφευγαν κι άλλοι έρχονταν.
- Ε! Συ, νεαρέ. Έλα δω, να πάρεις τις βαλίτσες.
Σ’ αυτό το άκουσμα έτρεξαν τρεις μαζί. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλον, για να προλάβει ποιος θα τις πάρει πρώτος να κερδίσει κανένα φράγκο. Ο Θάνος κοίταζε την όμορφη κοπέλα με τα γαλανά μάτια και ούτε άκουσε το… “Ε… συ.” Εκείνη έφυγε κι ο Θάνος έμεινε ακόμα να την κοιτάζει, που απομακρυνόταν, μέχρι που χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Ο Άγγελος ήταν ένας κύριος γύρω στα εξήντα, μ’ ένα μικρό μούσι ακριβώς πάνω στο πιγούνι του. Κάπνιζε πίπα και κρατούσε μία ακριβή δερμάτινη τσάντα. Ίσως η έκφραση του Θάνου κάτι να του θύμισε. Ίσως θυμήθηκε τα νιάτα του. Ποιος ξέρει; Ίσως και η δική του η ζωή κάποτε να ήταν δύσκολη. Πιθανών όμως και να είχε σκεφθεί πως τον πρώτο νεαρό που θ’ αντίκριζε θα τον έπαιρνε μαζί του, να του κουβαλάει τις βαλίτσες και πραγματικά, ο Θάνος έγινε το δεξί του χέρι και ήρθε η στιγμή που δεν κουβάλαγε βαλίτσες, αλλά βιβλία και χαρτιά για τις διάφορες επιχειρήσεις που είχε δημιουργήσει στην Αθήνα και την Αφρική.
Έτσι για τον Θάνο η Νότιος Αφρική έγινε η δεύτερη του πατρίδα. Εκείνος όμως ήθελε χρυσό και δοκίμασε αλλού την τύχη του. Τα ορυχεία έγιναν γι αυτόν το σπίτι του. Έμενε στον καταυλισμό μαζί με τους άλλους εργάτες, μέσα σε καλύβια. Ήταν όμως μαθημένος στις κακουχίες. Η ζωή του ήταν σκληρή σ’ ένα αφιλόξενο μέρος, σ’ ένα ύψος 2000μ. Είχε μάθει όμως στις δυσκολίες και τώρα το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το χρυσάφι.
Οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ μαύρων και λευκών προβλημάτισαν τον φιλήσυχο Θάνο και ήταν το μόνο που δεν άντεξε. Άφησε πίσω του τα ορυχεία και βρήκε τον Άγγελο. Εκείνος τον πήρε κοντά του, στην δούλεψη του, στις απέραντες φυτείες του. Τον αγάπησε σα γιο του. Οι καλές τους σχέσεις με τους ιθαγενείς και η αγάπη γι' αυτούς τους ανθρώπους που είναι το ίδιο μ’ εκείνους, που δεν διαφέρουν σε τίποτε παρά μόνο στο χρώμα, τον οδήγησε σ’ ένα γάμο με την πανέμορφη κόρη του αρχηγού μιας φυλής κι έγινε κάποτε κι αυτός αρχηγός κι έμεινε εκεί, στη Μαύρη Ήπειρο, για όλη του την ζωή.
*
Σήμερα πήγαμε και είδαμε τις σπηλιές. Έχω ανοίξει το τετράδιο μου και κοιτάζω έξω τα αστέρια.
«Φίλιππε θέλεις να πάμε να δεις τις σπηλιές;»
« Και βέβαια θέλω».
«Αυτές οι σπηλιές έχουν κάτι παράξενο, μαγικό θα έλεγα γι’ αυτό και τις έχω ονομάσει μαγικές. Όταν θα μπεις, μπορεί να ξεχαστείς και να πιστέψεις πως βρίσκεσαι μέσα σε μια μεγάλη φυσαλίδα, που κατρακυλάει κι εσύ παίζεις με τα χρώματα που ιριδίζουν γύρω σου, αλλά και φοβάσαι πως από στιγμή σε στιγμή μπορεί να σπάσει και τότε θα βρεθείς σ’ ένα περίεργο κόσμο, όλο βράχους, που γυαλίζουν και σε τυφλώνουν και δεν θα μπορέσεις να βρεις την έξοδο όσο κι αν προσπαθήσεις γιατί τη μια μεριά θα την έχει κλείσει το φεγγάρι και την άλλη ο ήλιος».
«Μεγάλη φαντασία έχεις! Το ξέρεις; Νομίζω πως θα σου άρεσε πολύ η Αφρική».
«Γιατί; έχει τέτοιες μαγικές σπηλιές;»
Ο Φίλιππος χαμογέλασε…
Ξεκινήσαμε πολύ πρωί. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Το πορτοκαλί χρώμα του ήλιου μας υποδέχτηκε όταν πια φτάσαμε στην θάλασσα. Περπατήσαμε για αρκετή ώρα στην άκρη της άμμου, εκεί που τα ίχνη απ’ τα πόδια μας δεν προλαβαίνουν να σταθούν και μπήκαμε στη μεγάλη σπηλιά.
Πατούσαμε πάνω σε βότσαλα, άσπρα σαν τα κουφέτα. Είχε πολλή υγρασία και το μόνο φως που υπήρχε ήταν αυτό που έμπαινε απ’ την είσοδο κι όσο προχωρούσαμε προς τα μέσα όλο λιγόστευε. Σε λίγο ήταν σχεδόν σκοτεινά. Δεν άκουγες τίποτε παρά μόνο το μονότονο κλαψιάρικο τραγούδι, που άφηναν οι στάλες καθώς έπεφταν από κάποια ανοίγματα του βράχου. Έσκαγαν πάνω στις πέτρες και διαλύονταν. Πιασμένοι χέρι χέρι και αρκετά φοβισμένοι γυρίσαμε πίσω.
Μείναμε όλη τη μέρα στην άκρη της θάλασσας παρακολουθώντας το κυματάκι που κτυπούσε πάνω στους βράχους κι άφηνε έναν ήχο πικρό, σαν πόνο ενώ χαιρετούσε τη μέρα που έφευγε.
Ο Φίλιππος μου μίλησε για την Αφρική, για τα παρθένα δάση της, που δεν μπόρεσε να τα πατήσει κανείς και τις ζούγκλες με τα άγρια θηρία, για τα κακαόδενδρα και τους φοίνικες, για ένα πανύψηλο και σπάνιο δένδρο, το μπαομπάμπ. Μετά μου είπε για την Αφρικανική τέχνη και πως κάθε φυλή έχει και το δικό της στυλ, για τον χορό που είναι το πιο ουσιαστικό μέρος της ζωής τους, για τις φωτιές που ανάβουν και χορεύουν με τη συνοδεία τυμπάνων.
«Εσύ ξέρεις τέτοιους χορούς;» τον ρώτησα.
«Πολύ λίγο».
«Τύμπανα παίζεις;»
«Παίζω σαξόφωνο».
«Θα μου παίξεις;»
«Και βέβαια θα σου παίξω».
Όσο σκοτείνιαζε, η ατμόσφαιρα έπαιρνε ένα χρώμα γκρι κι ο ουρανός είχε χάσει πια το κόκκινο του ήλιου. Επιστρέψαμε σπίτι κουβαλώντας τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μας.
Κάθισα στο κιόσκι κι εκείνος ανέβηκε στο δωμάτιο του να φέρει το σαξόφωνο του. Η νύχτα ήταν πολύ όμορφη. Τουλάχιστον εμένα έτσι μου φαινόταν. Τα άστρα έλαμπαν και το φεγγάρι περίμενε κι όλο φώτιζε πιο πολύ και μπροστά σ’ αυτό το φως που σε τρελαίνει όσο το κοιτάς ακούστηκαν οι πρώτες νότες σε μια υπέροχη μελωδία.
Η μαγεία της νύχτας και της μουσικής όσο δεν την είχα φανταστεί ποτέ. Καμιά ανάσα, κανένα φύσημα ανέμου. Όλα έμεναν ακίνητα ν’ ακούσουν κι εγώ έκλεισα τα μάτια… κι ονειρεύτηκα.
Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ
Στην έρημο ο ήλιος καίει, όσο πουθενά αλλού. Σκιά δεν μπορείς να βρεις και οι αμμόλοφοι αλλάζουν θέση, όταν αρχίζει εκείνος ο δυνατός άνεμος, και δεν ξέρεις που να πας. Δρόμος δεν υπάρχει. Είσαι μόνος κι απροστάτευτος.
Πού είναι ο κόσμος;
Πού είναι οι άνθρωποι;
Η νύχτα είναι υγρή και το φεγγάρι πελώριο. Νομίζεις πως θα το πιάσεις. Αλλά απλώς… νομίζεις κι έρχεται πάλι το πρωί, μεσημεριάζει, κι εσύ βαδίζεις μες στη ζέστη, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Ζαλισμένος, τρικλίζοντας, μέχρι που κάποια στιγμή, σαν σε όραμα, θα συναντήσεις τις πρώτες σιλουέτες, λεπτές και μαύρες, που θα περάσουν από μπροστά σου και θα χαθούν. Α…! Να και το καραβάνι! Αυτό ζητούσες!
“Ε! σταματήστε…”
Αλλά δε σ’ ακούν. Φεύγουν και δεν το προλαβαίνεις. Προχωράς… για να φτάσεις… Πού; Να κι άλλοι… Ξυπόλητοι. Ντυμένοι μόνο μ’ ένα κομμάτι ύφασμα, με βαμμένα τα πρόσωπά τους. Κρατούν ακόντια. Έχουν κρίκους στ’ αυτιά. Χορεύουν. Χτυπούν τύμπανα. Προσεύχονται μ’ ένα δικό τους τρόπο. Γιατί άραγε;
Για να βρέξει; κι έτσι να χαθεί για λίγο ο ήλιος ή πρόκειται να πάν’ στον πόλεμο;
Και πιο μακριά, πολύ μακριά, φοινικόδεντρα... μπανανιές… νερά που τρέχουν…
τ’ ακούς, μικρές λίμνες… τις βλέπεις.
Α…! Αυτή θα ‘ναι η όαση!
Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου, 2020 All rights reserved
Ξεκινήστε την ανάγνωση από το πρώτο μέρος.
Ξεκινήστε την ανάγνωση από το πρώτο μέρος.
«Η άλλη πλευρά του παραδείσου» κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις Θέσις, για δέκα χρόνια με αμείωτο ενδιαφέρον. Η παρούσα ηλεκτρονική δημοσίευση αποτελεί νέα, ανανεωμένη έκδοση.
Η συνοδευτική εικόνα είναι επιλογή τής συγγραφέα.