Η Δανάη αισθανόταν, και ήταν, εξουθενωμένη. Η επικαιρότητα με τον εφιάλτη να επικρέμαται των κεφαλών σαν Δαμόκλειος Σπάθη, απαιτούσε συνεχή ενημέρωση με αλλεπάλληλα ενημερωτικά παραρτήματα της εφημερίδας και οι δόλιοι οι δημοσιογράφοι δεν πρόφταιναν να πάνε ούτε για κατούρημα που λένε. Το κορίτσι δεν θυμόταν ποτέ άλλοτε να έχει έρθει αντιμέτωπη με τέτοια σκατοκατάσταση, που σαν αποτέλεσμα είχε αυτήν τη φοβερή της κατάπτωση, που εδώ που τα λέμε μακάρι να οφείλονταν στην υπερκόπωση και όχι σε κάτι άλλο εφιαλτικό! Η γενική κατάσταση είχε ξεφύγει, αλλά η εφημερίδα είχε χρέος να βρίσκεται επί των επάλξεων.
Αν και δώδεκα το μεσημέρι δεν είχε προλάβει να βάλει μπουκιά στο στόμα της, πέρα από τους πολλούς καφέδες που είχαν κάνει το νευρικό της σύστημα τσατάλια. Συνέχεια στο alarm και το «μηχάνημα» ήρθε και κλάταρε, απειλώντας να τεθεί εκτός λειτουργίας ανά πάσα στιγμή.
Έφυγε από το πόστο της και πήγε στην άκρη της αίθουσας σε μια γωνίτσα, όπου κυριολεκτικά σωριάστηκε δίνοντας στον εαυτό της μισής ώρας διάλειμμα το πολύ, να κλείσει τα μάτια της, μήπως και αναλάβει λίγες από τις απολεσθείσες νεανικές της δυνάμεις για να μπορέσει να συνεχίσει τη δουλειά της. Και ευτυχώς, παρά την υπερδιέγερση λόγω των πολλών καφέδων και του stress, κατάφερε να «κατεβάσει ρολά» με αυτόματο θαρρείς μηχανισμό και να «χαθεί» ως εάν να είχε απολέσει τις αισθήσεις της.
Μα, πού βρισκόταν;
Θυμόταν με πλήρη διαύγεια ότι είχε αποτραβηχτεί στην άκρη της γνωστής αίθουσας όπου σωριάστηκε σαν τον καταπονημένο ναυαγό που τον ξέβρασε η τρικυμία, αφού κατάφερε να αντιπαλέψει με σαράντα κύματα και άλλα τόσα καρχαριοειδή. Και όμως δεν ήταν εκεί.
Και, πού ήταν Θεέ μου;
Γυρίζει το βλέμμα και το αφήνει να ερευνήσει τον χώρο. Μου αρέσει που θα κοιμόμουνα για ένα μισάωρο ψιθύρισε, ή πιο σωστά παραμίλησε.
Μα, τι είναι αυτό που ακούγεται; Σαν κάποιος να γράφει γρατζουνώντας ένα χαρτί με μολύβι που έχει να ξυστεί για καιρό. Όντως. Ένα μολύβι μαύρο και μεγάλο, με εμφανή τη χρυσή του φίρμα faber, έγραφε μόνο του, δηλαδή χωρίς να το κρατά κάποιο χέρι.
Μα, τι είναι αυτό που ακούγεται; Σαν κάποιος να γράφει γρατζουνώντας ένα χαρτί με μολύβι που έχει να ξυστεί για καιρό. Όντως. Ένα μολύβι μαύρο και μεγάλο, με εμφανή τη χρυσή του φίρμα faber, έγραφε μόνο του, δηλαδή χωρίς να το κρατά κάποιο χέρι.
«Χριστέ μου, τι είν’ τούτο;» αναφώνησε έντρομη, μα η φωνή της δεν ακούστηκε ει μη μόνον από την ίδια της την ψυχή. Και το μολύβι έτρεχε, σαν να ήθελε κάτι να στέρξει, να προλάβει, μη δίνοντας σημασία στην ύπαρξη ανθρώπου που το παρακολουθούσε.
Η Δανάη αναρωτήθηκε, και εύλογα, τι ήταν αυτά που έγραφε το μαγικό μολύβι -σαν τι άλλο από μαγικό θε να ‘ταν;- και έκανε να σηκωθεί και να το πλησιάσει, μα έντρομη διαπιστώνει ότι ήταν καρφωμένη στο πάτωμα και της ήταν αδύνατον να κουνηθεί. Μετά από πολλές προσπάθειες κατορθώνει, αποκολλώντας και μέρος του δαπέδου σαν καβούκι χελώνας στον πισινό της, να το πλησιάσει. Κάνει να το πιάσει, μα εκείνο χωρίς να σταματήσει το γράψιμο απώθησε το χέρι της σθεναρά σαν να ήταν συνδεδεμένο με αόρατα ηλεκτροφόρα καλώδια μεγάλης τάσης θέλοντας να αποτρέψει την απειλή. Απειλή από τί, Θεέ και Κύριε;
Μόλις που απέφυγε, όπως κατάλαβε από το τράνταγμα στο κορμί της, την ηλεκτροπληξία. Μα επέμεινε στην προσπάθειά της και μετά από συντονισμένες και προσεκτικές ενέργειες, κατάφερε να διαβάσει:
«Αγαπητέ άγνωστε αναγνώστη/-ρια, καθημερινώς διαβάζεις αντικρουόμενες ειδήσεις από αυτούς που έχω στην δούλεψή μου και ασφαλώς θα έχεις μπερδευτεί στο πού βρίσκεται η ακριβής αλήθεια που αφορά ουσιώδη θέματα που άπτονται της καθημερινής σου ζωής.
Όπως σήμερα λ.χ. που κυριαρχεί ο φόβος μέσα στον ζόφο, με την αόρατη απειλή του ανθρώπινου γένους από έναν μοχθηρό ανίκητο εχθρό βγαλμένο από βιβλίο φανταστικού θρίλερ, που τύφλα να 'χει ο Χίτσκοκ. Οι ρέκτες της ανάγνωσης τοιούτων ιστοριών να ΄ναι άραγε ενθουσιασμένοι που τις ιστορίες αυτές τις ζουν πια στο πετσί τους το ίδιο ή έχουν λουφάξει εξορκίζοντας με τον απήγανο το κακό που τους βρήκε;
Να ξέρεις λοιπόν ότι εγώ μαζί με μια μερίδα συναδέλφων δώσαμε όρκο τιμής και κυρίων ότι θα γράφουμε τα γεγονότα ως έχουν και όχι πασπαλισμένα με υπερβολικό ζόφο για το ανέβασμα της αδρεναλίνης στα ύψη. Αυτό βέβαια θα λειτουργήσει σε βάρος του τιράζ της εφημερίδας ή της τηλεθέασης του καναλιού μας και την ως εκ τούτου ελάττωση του αριθμού των διαφημίσεων, μα θα έχει νικήσει η αλήθεια και ο άνθρωπος θα ξέρει τί ακριβώς του συμβαίνει. Φτάνει πια ο ωχαδελφισμός και η απόλυτη υπακοή του δημοσιογράφου σ’ αυτό που επιτάσσει his master’s voice. Αν μάλιστα καταφέρουμε να πείσουμε και άλλα συγγενικά είδη γραφής ακόμη και ηλεκτρονικά, που για Θεό τους έχουν την υπερβολή, θα εναποθέσουμε επί της καλά ξυσμένης μύτης μας τον κότινο της νίκης τής αλήθειας, για την οποία υπεραμυνόμαστε εδώ και αιώνες.
Υπογραφή:
Το Μολύβι Της Αλήθειας.»
Και άξαφνα, το μολύβι ξάπλωσε φαρδύ πλατύ στο πλάι της ενυπόγραφης κόλλας και παρέμεινε ακινητοποιημένο όπως κάνουν όλα τα μολύβια όταν σταματούν το γράψιμο με τον ορίτζιναλ τρόπο…
«Ω, μα αγαπητό faber αυτό είναι και το δικό μου moto πάνω στον καμβά του οποίου κεντώ τα «φιλτιρέ» μου. Δεν μας είπες κάτι καινούργιο».
Και το μολύβι, σηκώνεται πάλι μόνο του και αρχίζει να γράφει:
«Α, ναι. Το ξέρω ότι ειδικά εσύ δεν πρόκειται ποτέ να αλλοτριωθείς ή να συμβιβαστείς, όπως οι περισσότεροι συνάδελφοί σου. Αν γράφω είναι για να το εμπεδώσεις ότι κι εμείς έχουμε οντότητα και πια γινόμαστε πυρ και μανία που μας χρησιμοποιούν για να γράφουν τα τέρατα οι λάτρεις του υπερθετικού. Για ρίξε π,χ. μια ματιά στον αθλητικό τύπο με τους πηχυαίους τίτλους που θεοποιούν τους υπεραθλητές που τείνουν να ξεπεράσουν αθροιστικά όλους μαζί τους υπερθετικούς του Τζαρτζάνου. Και το θέμα έχει την πλάκα του γιατί και οι απόγονοί μας του ηλεκτρονικού τύπου ζήλωσαν τα δικά μας χάλια και πράττουν τρις χειρότερα· βλέπε διαδίκτυο και likes στο fb. Το μέτρον άριστον των προγόνων μας ούτε που το 'χουμε ακουστά. Γι’ αυτό αγριεύω και διαμαρτύρομαι είτε γρατζουνώντας τα χαρτιά, είτε συχνά πυκνά σπάζοντας τη μύτη μου για να γλιτώσω από αυτά που με αναγκάζουν να γράψω.
Το καλό μ’ εμάς είναι ότι ο άνθρωπος έτσι και αντιληφθεί το ατόπημα ή το λάθος του το σβήνει, μην αφήνοντας ίχνη και μουτζούρες. Για δοκίμασε να κάνεις το ίδιο με το μελάνι σε όποια του version;
Κάποτε καταφέρναμε ακόμη και να γεράσουμε και έμεναν στα χέρια τού γραφιά κάτι απολειφάδια μας, αλλά ούτε κι αυτά ήταν άχρηστα, τα έδιναν στα παιδιά τους να γράφουν τα πρώτα τους γράμματα…
Το μειονέκτημά μας είναι ότι εύκολα ξεθωριάζουμε, κυρίως με το πέρασμα του χρόνου. Γι’ αυτό υπήρχαν οι αντιγραφείς που ανανέωναν τα αθάνατα έργα της ανθρωπότητας και…»
«Σε διακόπτω καλό μου μολύβι γιατί, δεν κομίζεις Γλαύκα εις Αθήνας με αυτά που λες. Άλλωστε νομοτέλεια είναι το κάθε τι να υποκύπτει στην πρόοδο, στην εξέλιξη. Δεν αντικατέστησες κι εσύ κάποτε την πλάκα και το κοντύλι, τι παραπονιέσαι τώρα για τον παραγκωνισμό σου;
»Εκείνο όμως που δεν καταλαβαίνω είναι, τι σου ήρθε τώρα να διαμαρτυρηθείς; Περσινά ξινά σταφύλια. Εγώ η άμοιρη έψαχνα, προσδοκούσα λίγων λεπτών ανάπαυση. Ήταν ώρα αυτή που βρήκες να μου τα πεις αυτά;»
«Δίκιο έχεις μα εκμεταλλεύτηκα την κούρασή σου, είναι η χρονική στιγμή της γέννησης των ονείρων και των παραισθήσεων. Ήρθα σαν παραίσθηση από το παρελθόν όντας σίγουρο ότι θα ασχοληθείς μαζί μου με ένα άρθρο σου, με ένα ρεπορτάζ σου, με ένα κάτι σου τέλος πάντων. Εκείνο που σου ζητώ είναι να με βάλεις σε ένα μουσείο, αναφέροντας το πόσο χρήσιμο υπήρξα. Υπάρχουν παιδιά που δεν με γνώρισαν καν ή που με πρωτόπιασαν στα χέρια τους σαν νήπια και με ξέχασαν με την πάροδο των χρόνων.
Άντε γεια σου τώρα.»
Και η Δανάη ξύπνησε.
«Πω πω, τι όνειρο και τούτο και πόσο ζωντανό! Ενύπνιο ρεπορτάζ. Είχε ενδιαφέρον. Καλό μου μολύβι μείνε ήσυχο. Θα πράξω τα δέοντα.»
«Πω πω, τι όνειρο και τούτο και πόσο ζωντανό! Ενύπνιο ρεπορτάζ. Είχε ενδιαφέρον. Καλό μου μολύβι μείνε ήσυχο. Θα πράξω τα δέοντα.»
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Δωδέκατο μέρος της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Συνεχίστε με το επόμενο εδώ.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου