Η συγγραφέας Άυν Ραντ, με φόντο την οικονομική πολιτική του Στάλιν και τη Ρωσία Σοβιέτ του 1925, κι ενώ ο νεότευκτος κομμουνισμός εξαπλωνόταν ως νέα υπερδύναμη-αντίβαρο του Αμερικανικού ισοπεδωτικού ιμπεριαλισμού, γίνεται διάσημη με το μυθιστόρημα της «Εμείς οι ζωντανοί».
Εξαφανίζονται ανεξήγητα επιστήμονες, καλλιτέχνες, προσωπική ελευθερία του, πλήρως αστού πλέον, πολίτη του Ευρωπαϊκού τρόπου ζωής... Αλληλουχία, ύπνωση πολιτικής συνείδησης. Το τοπίο των εκατέρωθεν πολιτικών/πολιτικής, σε όλη σχεδόν την υφήλιο γίνεται διεκπεραιωτής συμφερόντων και η βουλή, το Κογκρέσο, Ινδία, Κίνα, Αλβανία, Βουλγαρία άτυπα κυριαρχούν στο εμπόριο με τα «φθηνά χέρια».
Όλοι «περιφερόμαστε» ασφυκτικά και ως νεκροί ή ρομπότ. Αυτοί οι νεκροί ελεγχόμενοι πολίτες, όπου τόσο εύστοχα περιγράφεται η ζωή τους λεπτό προς λεπτό από τον Τόμας Μαν, στο «Μαγικό βουνό» του, ο Ερρίκος Ίψεν έρχεται να συμπληρώσει με το αριστουργηματικό του «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί».
Το έργο είναι γραμμένο το 1899, είναι το κύκνειο άσμα του Ίψεν όπου συνδυάζει «τη μεσσιανική του φάση, με την ύστερη των πορτρέτων του». Ποίηση και ρεαλισμός, με αρκετή δόση μυστηρίου και φαντασίας, αποκρυπτογραφούν το ερώτημα που θέτουν με το ξύπνημά τους οι ζωντανοί νεκροί. Αφυπνισμένοι σε μια νέα ελπίδα, ξεκόβουν από κάθε ψευδαίσθηση και κάθε ανύπαρκτο συναίσθημα, με τη συναίσθηση της μη αποπλήρωσης της χαμένης τους ζωής.
Εδώ, στα νορβηγικά φιόρδ ο διάσημος γλύπτης Άρνολντ Ρούμπεκ και η γυναίκα του Μάγια δείχνουν να χαίρονται τις διακοπές τους. Στην πραγματικότητα η σχέση τους περνάει σοβαρή κρίση, κανείς δεν είναι ευτυχισμένος κι εκείνη του υπενθυμίζει την ανεκπλήρωτη υπόσχεσή του να της «δείξει το μεγαλείο του κόσμου» από την ψηλότερη κορυφή του βουνού. Τη φαινομενική τους γαλήνη διαταράσσει η εμφάνιση του Ουλφχάιμ, ενός βάναυσου κυνηγού, που προτείνει τη Μάγια να τον ακολουθήσει, αφήνοντας τον άνδρα της.
Σκιώδες και σαν τοπίο αμυδρού, μισοξεχασμενου τοπίου, το έργο εκφράζει την απελπισία κι εσωστρέφεια πολλών χωρών. Ο οραματισμός ενός υψηλότερου σκοπού αποφαίνεται πλάνη. Η σχέση του γάλλου γλύπτη Ογκύστ Ροντέν και της Καμίγ Κλοντέλ με την τραγική της κατάληξη ενέπνευσε τον Ίψεν. Ο θεατρικός ήρωας του Άρνολντ Ρούμπεκ και το αριστουργηματικό γλυπτό του «Η μέρα της Ανάστασης» θέτει την εκπλήρωση του σκοπού στην μάχη μεταξύ τέχνης και ζωής. Η δημιουργία του ρίχνει τις μάχες που αφανίζουν συνειδητές και ασύνειδες επιλογές και αποκαλύπτει πως κάθε ιδεολόγημα και υπαρξιακός αγώνας δεν είναι παρά ένα μέσον συντήρησης μιας άδειας ζωής που ασφυκτιά.
Οι ήρωες και των τριών λογοτεχνικών έργων, ταλαντεύονται από τη νεκρική ακαμψία. Με την ίδια απόγνωση, «πείνα», στην οποία οι πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης ανέτρεψαν ένα καθεστώς πιεστικό, διεφθαρμένο, του οποίου η αίγλη-όραμα-αγώνας, ιστορικές συγκρούσεις χάθηκαν για μια πίτσα, ένα δικτυωτό γυναικείο καλσόν, μια φιάλη ουίσκυ και στο απατηλό(;) ψεύδος ενός American Dream. Δηλαδή στην αναζήτησή της ελευθερίας, που αναζητά να σηκώσει και πάλι στους ώμους της τα οστά των νεκρών της, όπως στα «Ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου. Ώστε να ξαναβρεί φιλοσοφία, ρίζες, αρχές ζωής.
Η συνοδευτική εικόνα δημιουργήθηκε από φωτογραφία της Τζένης Κουκίδου