Ο Γιάννης Ρούσος και Τα κβάντα της ελπίδας

Πώς σας ήρθε η ιδέα;
Γιάννης Ρούσος: Ο πυρήνας του βιβλίο βρισκόταν στο μυαλό μου αρκετά χρόνια. Πιστεύω πως αφορμή αποτέλεσε ο εφησυχασμός μέσα σε προβληματικές καταστάσεις, που συναντάμε στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες.

Πού γράψατε το βιβλίο σας;
Γ.Ρ.: Στο Ναύπλιο, στο οποίο κατοικώ τα τελευταία χρόνια, και στις γύρω περιοχές!

Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Γ.Ρ.: Δεκαοκτώ μήνες, περίπου. Κάποιους μήνες έγραφα με έντονο ρυθμό και άλλους με πιο χαλαρή διάθεση.

Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Γ.Ρ.: Μια ιστορία που φωτίζει έναν από τους δρόμους που οδηγούν στην κάθαρση και την γέννηση της ελπίδας, σε μια σύγχρονη κοινωνία.

Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Γ.Ρ.: Η ιστορία εξελίσσεται σε δύο χρονικές περιόδους. Μεταξύ τους υπάρχει απόσταση δεκατεσσάρων χρόνων. Το βιβλίο αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι επιλογές και οι αποφάσεις που πάρθηκαν στην πρώτη περίοδο μπορούν να επηρεάσουν ή να «φυλακίσουν» τη ζωή των ανθρώπων στη δεύτερη περίοδο.
Ο καθένας θα κλιθεί να αποδράσει από μια τελματωμένη κατάσταση με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Είτε αυτός ο τρόπος είναι αποδεκτός από τους άλλους είτε όχι.

Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Γ.Ρ.: Όλοι οι χαρακτήρες έχουν θετικά και αρνητικά στοιχεία. Η σύνθεση και η κοινή πορεία τους είναι αυτό που δρομολογεί τις εξελίξεις, δημιουργεί διεξόδους και λύσεις εκεί που φαινομενικά πιστεύουμε πως έφτασε το τέλος. Όπως γίνεται και στη ζωή, άλλωστε!

Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Γ.Ρ.: Μια διαφορετική ματιά πάνω σε θέματα που θεωρούμε δεδομένα. Το να δίνουμε ταμπέλες στους ανθρώπους είναι ένας απλοϊκός τρόπος για να προσεγγίζουμε την συμπεριφορά τους. Ίσως, τα κίνητρα να είναι διαφορετικά, σε ορισμένες περιπτώσεις, από αυτά που φανταζόμαστε.

Ελπίζετε…
Γ.Ρ.: Ελπίζω ότι το βιβλίο θα βρει το δρόμο να συναντήσει τους ανθρώπους που διαβάζουν λογοτεχνία στη χώρα μας.

Πού/πώς μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Γ.Ρ.: Μπορείτε να το ζητήσετε σε κάθε βιβλιοπωλείο ή να απευθυνθείτε στον εκδοτικό οίκο.

Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Γ.Ρ.: Η κύρια απασχόληση μου είναι ο χώρος της εκπαίδευσης, τον οποίο αγαπώ και απολαμβάνω. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα, αλλά θα ήθελα να έχω περάσει περισσότερα χρόνια στον χώρο της μουσικής.

Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Γ.Ρ.: Δεν έχω «αγαπημένο» συγγραφέα. Έχω «αγαπημένα» βιβλία, τα οποία είναι διαφορετικής εποχής, τεχνοτροπίας και θεματολογίας. Για παράδειγμα, θα αναφέρω τους Δουβλινέζους του Τζόις, την αγριόπαπια του Ίψεν, το μάτι της θεάς του Τσαβαρία, τον τρυποκάρυδο του Ρόμπινς, τα διηγήματα του Κάρβερ… Το ίδιο θα έλεγα και για την ελληνική λογοτεχνία. Το βατερλώ δύο γελοίων του Σκαρίμπα, το τελευταίο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα του Φακίνου, τα πυθαγόρεια εγκλήματα του Τ. Μιχαηλίδη είναι υπέροχα βιβλία, αλλά τελείως διαφορετικά μεταξύ τους.

Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Γ.Ρ.: Σε αυτό το ερώτημα, νομίζω, πως δεν υπάρχει μία απάντηση. Μπορεί να συμβούν και τα δύο. Όσο περισσότερο εξελίσσεται ένας χαρακτήρας, τόσο αποκτά μεγαλύτερη αυτονομία. Υπάρχουν, βέβαια, και χαρακτήρες που εμφανίζονται για να εξυπηρετήσουν ένα συγκεκριμένο σκοπό και μετά αποσύρονται στο σκοτάδι.

Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Γ.Ρ.: Σίγουρα, το να διαβάζει κάποιος βιβλία είναι καλύτερη δραστηριότητα από το να βλέπει τηλεόραση, πράγμα που κάνει ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων στις μέρες μας. Το διάβασμα είναι ευεργετικό και για τη λειτουργία του εγκεφάλου, εκτός όλων των άλλων!
Το μυθιστόρημα του Γιάννη Ρούσου, Τα κβάντα της ελπίδας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής.
Στο οπισθόφυλλο λέει:
Πριν δεκατέσσερα χρόνια, το τελευταίο μεγάλο πάρτι στην περιοχή κατέληξε στην αιματηρή σύγκρουση δύο ατόμων, που συνέτριψε τον ψυχισμό μιας γυναίκας. Δύο φίλοι –που την αγαπούσαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο– έφτιαξαν έναν ψεύτικο, παράλληλο κόσμο, προσπαθώντας να της δώσουν τη δυνατότητα να επιβιώσει μέσα σ’ αυτόν και ελπίζοντας πως συμβιώνοντας σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα θα καταφέρουν να την κάνουν να τους αγαπήσει κι αυτή.
Τέσσερα άτομα, σε μια "παράσταση" χωρίς καμία λογική, οδηγούμενοι μόνο από την τυφλή και άτοπη ελπίδα.
Σήμερα –αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο της γυναίκας– θα ξαναβρεθούν στο ίδιο μέρος. Συντετριμμένοι από τη ζωή, κουρασμένοι από τη θλίψη, παραδομένοι στη ζαλάδα των καταχρήσεων, επιστρέφουν εκεί που γεννιέται από το μηδέν η ελπίδα. Για άλλη μια φορά, θα βυθιστούν στην ίδια ιστορία για να βγουν στην επιφάνεια, στον καθαρό αέρα και να σωθούν. Ό,τι και να σημαίνει αυτό για τον κάθε πρωταγωνιστή της ιστορίας.

Ο Γιάννης Ρούσος γεννήθηκε τον Νοέμβρη του 1973 στην Αθήνα. Κατοικεί στο Ναύπλιο και έχει δύο γιους. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Επιστήμη Υπολογιστών σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Από το 2004 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί τα θεατρικά έργα του με τίτλους: Τζόγια («Δωδώνη»), Ποτέ το τελευταίο τσιγάρο («Δωδώνη»), Πάροδοι (τόμος που περιλαμβάνει τα κείμενα: «Περάσματα», «1124. Μην υποτιμήσει τη μισαλλοδοξία του πλησίον σου», «Παρακοιμώμενοι» και «Ξηρά τροφή για το ξημέρωμα»), Άρχοντας βασιλιάς. Κείμενό του έχει συμπεριληφθεί στη συλλογή διηγημάτων των εκδόσεων «Ιανός» με τίτλο: «Η Αθήνα και το βιβλίο».