«Ερώτημα: Εσείς πώς εξηγείτε το γεγονός ότι στις απολίτιστες χώρες του λεγόμενου Τρίτου ή και Τέταρτου Κόσμου ο υπερήλικας χαίρει μεγάλου σεβασμού και εκτίμησης σε όποια φυσική κατάσταση κι αν τον έχουν φέρει τα πάμπολλα χρόνια που κουβαλά στους ώμους του, ενώ στις πολιτισμένες, θεωρείται σαν προϊόν που καβάτζαρε την ημερομηνία λήξεως και επομένως άχρηστο;
Θα περίμενε κανείς ότι θα συνέβαινε το εντελώς αντίθετο και οι έξυπνοι μορφωμένοι λαοί θα επωφελούνταν της σοφίας του, που αποκτιέται μόνον με την πείρα του ξοδεμένου επωφελώς χρόνου και τους την μεταλαμπαδεύει επάξια. Αντ’ αυτού τον θεωρούν ξοφλημένο, που έδωσε ό,τι ήταν να δώσει και τώρα το μόνο που κάνει είναι να επιβαρύνει την οικονομία ενός κράτους με την αλόγιστη χρήση φαρμάκων για αρρώστιες πραγματικές ή της φαντασίας του και να κλέβει πολύτιμο χρόνο για την φροντίδα του από τους δικούς του που βογκούν από το άχρηστο βάρος του.
Ξαναρωτάμε: Πώς το εξηγείτε εσείς αυτό; Αυτή η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, πού οφείλεται και τι την προκαλεί;»
Ένας νεαρός ένστολος αστυφύλακας που περιπολούσε στην περιοχή, άδραξε την ευκαιρία να πει την γνώμη του, που το δίδυμο Δανάης-Διονύση βρήκε ενδιαφέρουσα και σας την αναμεταδίδει με όσο πιο απλά λόγια γίνεται.
«Ο Πολιτισμός, πρωτοπαίδι του υλισμού, αγαπά και σέβεται ό,τι έχει κάτι να του προσφέρει, κυρίως χρήμα βέβαια. Αν αυτό δεν υπάρχει είτε σαν μορφή κομποδέματος, είτε σύνταξης, τότε εκλείπει και ο σεβασμός και το ενδιαφέρον σε ένα "μουσειακού είδους απολίθωμα", το εναποθέτει τελείως παραγκωνισμένο σε μια γωνιά και το αφήνει να μετρά τις μέρες μέχρι το τέλος, θεωρώντας υπεραρκετό το πιάτο φαγητού που του προσφέρει. Να πούμε εδώ, ότι ο Αζόρ δέχεται πολύ περισσότερες περιποιήσεις και αγάπη, κυρίως αυτήν, που ο γέροντας λαχταρά βουβά σαν παιδί, μα κανείς δεν ακούει την ικεσία του! Και όταν το βάρος του γίνει αβάσταχτο και χρόνος για βοήθεια από την οικογένεια που μεγάλωσε ο ίδιος δεν διατίθεται, εκών άκων οδηγείται σε ένα γηροκομείο, να κάνει παρέα με άλλους παρίες, ενώ εκείνος ήθελε μόνο το χάδι του παιδιού ή του εγγονού του. Ένα χάζι σαν εκείνα που κι εκείνος τους πρόσφερε, τότε που το αποζητούσαν.
»Ο γέροντας, τηρουμένων κάποιων αναλογιών δεν είναι παρά ένα νήπιο. Με την ειδοποιό διαφορά ότι το νήπιο έχει μπροστά του τη ζωή που το καλεί να την γευτεί, ενώ τούτο δω το ραμολιμέντο την γεύτηκε και την άφησε πίσω του απομακρυσμένος απ’ αυτήν μέρα τη μέρα. Σαν ακροβάτης σε τσίρκο, βαδίζει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, μόνο που αυτό σε ένα σημείο του είναι φθαρμένο και όπου να ’ναι -μοιραίο είναι κι επόμενο- θα κοπεί και να τον αφανίσει. Ο γέρος πάει ξόφλησε σαν άνθρωπος, σαν μια σημαντική οντότητα, που διέπρεψε σε έναν τομέα πνευματικό, καλλιτεχνικό, οικονομικό ή επιστημονικό κ.ο.κ. και ανάλωσε τη ζωή του εκεί. Δεν θα έπρεπε τώρα να απολαμβάνει το αποτέλεσμα των κόπων του; Μα μόλις έπεσε η αυλαία και τα φώτα έσβησαν, έσβησε κι εκείνος. Δεν το περίμενε να συμβεί, μα έτσι γίνεται πάντα, από τη μια στιγμή στην άλλη.
»Και ερχόμαστε στον αντίποδα. Στον σεβάσμιο γέρο σοφό της Αφρικής, που και τον δάσκαλο ποιεί και τον μάγο και τον θεραπευτή με τα βοτάνια του την πείρα και την σοφία του, και αποτελεί το σημαντικότερο μέλος της κάθε οικογένειας, ο πιο στέρεος πυλώνας της. Απολαμβάνει εξαιρετικών τιμών, σεβασμού και αγάπης. Ποια πλευρά αντιμετώπισης του γήρατος είναι η σωστή; Και μην πει κανείς ότι η απάντηση είναι κάπου στη μέση, γιατί δεν χωρούν μεσοβέζικα πράγματα σε τέτοια θέματα ή σέβεσαι ή δεν σέβεσαι».
«Καλά μας τα λες φίλε, συμφωνώ κι επαυξάνω», πετάχτηκε ένας μεσήλικας που ήθελε να καταθέσει ίσως, την δική του άποψη.
«Επιτρέψτε μου βρε παιδιά να σας πω τί μου συνέβη χθες. Δίνει μιαν απάντηση στα όσα καταμαρτύρησε ο προλαλήσας.
»Μπήκα σε ένα λεωφορείο, φίσκα από κόσμο -έτσι γίνεται και η διασπορά του κορωναϊού. Μα τι να κάνουμε; Μπορούμε όλοι να μετακινηθούμε με τα ποδήλατα; Δίπλα μου βογκούσε ένας γέροντας όρθιος, μετά βίας στηριζόμενος στο μπαστούνι του. Παρά δίπλα του ακριβώς, καθόταν ένα παλιόπαιδο και με τα ακουστικά του απολάμβανε αραχτός την μουσική του λικνιζόμενος στον ρυθμό της. Δε μπορεί να μην είχε αντιληφθεί τον γέροντα και πολλώ μάλλον τον βόγγο του! Τα πήρα στο κρανίο πολύ άσχημα:
"Καλά ρε μπάσταρδε τσίπα πάνω σου δεν έχεις;" τού είπα κτυπώντας τον στον ώμο.
"Σε μένα μιλάς κύριος; Θέλεις κάτι;"
"Ναι ρε συ θέλω! Να σηκωθείς να καθίσει ο γέροντας. Δεν βλέπεις πόσο υποφέρει;"
"Κι εγώ σαν τι φταίω; Αντί να καθίσει ο μπάρμπας στο καλύβι του πήρε τους δρόμους και τα λεωφορεία; Ας έπαιρνε στην τελική μια ταξάρα να ‘ριχνε κει μέσα και κανέναν λήθαργο. Θέλει αφού, βίβερε περικολοζαμέντε; Ας υποστεί τις συνέπειες της κουτουράδας του το τζόβενο."
»Του έριξα μια σφαλιάρα και πιαστήκαμε στα χέρια. Το κωλόπαιδο ούρλιαζε σαν γουρούνι, ούρλιαζε στολίζοντάς με με ακατονόμαστες βρισιές που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα. "Σας έχω όλους μάρτυρες, ποιος άρχισε τον καβγά στα καλά καθούμενα", τσίριζε. Ο οδηγός αναγκάστηκε να σταματήσει το λεωφορείο και προσπάθησε να παραμερίσει τους επιβάτες να έρθει κοντά να κατευνάσει τα πνεύματα. Μα το θλιβερότερο ήταν που κανείς επιβάτης δεν πήρε θέση για το τι έφταιξε για τη σύρραξη. Κοίταζαν με εμβρίθεια τα αξιοθέατα έξω από το παράθυρο που ήταν τρεις κάδοι σκουπιδιών πλάι στο σταματημένο όχημα και περί άλλων τύρβαζαν! Αηδίασα για την κατάντια μας και τον ωχαδελφισμό μας.
»Εντωμεταξύ ο γέροντας, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, δεν άντεξε άλλο και η μόνη βοήθεια που εισέπραξε από τους πολιτισμένους συνανθρώπους του ήταν να παραμερίσουν και να τον αφήσουν να οριζοντιωθεί στο δάπεδο άπνους."Τς τς τς τον καημένο το παππούλη" είπαν μερικοί και έσπευσαν να μπουν στο επόμενο λεωφορείο πριν πλακώσει το 100 και ζητηθούν αυτόπτες μάρτυρες. Δεν είχαν χρόνο για μπλεξίματα!!
»Και ερωτώ. Το τσογλάνι έφταιγε ή οι γονείς του που τον δίδαξαν να φέρεται έτσι για γηρατειά αρχής γενομένης πιθανόν από τον δικό τους γέροντα που η αδιαφορία τους τον "ξέβρασε" σε κανένα οίκο ευγηρίας; Εκείνο που ελπίζω είναι οι δικαστές που θα κρίνουν τούτο το συμβάν να δείξουν τον προσήκοντα σεβασμό και συμπαράσταση προς την 4η λεγόμενη ηλικία, γιατί η 3η, στην εποχή μας, είναι κοτσονάτη και αντέχει ακόμη και να αντιμετωπίσει τον κορωναϊό.»
Η κίνηση και ο κόσμος που είχε μαζευτεί γύρω από το μικρόφωνο της Δανάης ήταν πολύς, με μοιρασμένες απόψεις. Το κορίτσι όσο έβλεπε τα αίματα να ανάβουν εξέπεμψε μυστικό S.O.S. στον Διονύση, εκείνος το κατάλαβε και…
«Κυρίες και κύριοι ευχαριστούμε που ανταποκριθήκατε τόσο πρόθυμα στο κάλεσμά μας και απαντήσατε στο ερώτημά μας. Δυστυχώς δεν μπορούμε να συνεχίσουμε άλλο, μια βλάβη στην κάμερα ο αίτιος της διακοπής.
»Το βίντεο θα παιχθεί αύριο από το κανάλι της εφημερίδας μας ακριβώς μετά το δελτίο ειδήσεων των εννέα, το βράδυ. Γεια σας…»
👣
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Ενδέκατο μέρος της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε από το πρώτο μέρος εδώ! Το δωδέκατο εδώ
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου