Αναμνήσεις μιας ζωής


Το 1960 δόθηκε το πρώτο εναρκτήριο λάκτισμα στη δύναμη για το οικονομικό θαύμα της Γερμανίας. Πριν από 60 χρόνια οι πρώτοι «γκασταρμπάιτερ» άρχισαν να δουλεύουν στα εργοστάσια και στα χωράφια της χώρας.

Η ιστορία γράφει το έτος 1960. Η Δυτική Γερμανία αφήνει πίσω της τα ερείπια του πολέμου, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη. Οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έχουν πάρει μπροστά, οι ισοπεδωμένες πόλεις της χώρας πρέπει να ανοικοδομηθούν, μία αχτίδα αισιοδοξίας προβάλλει στον ορίζοντα. Μπαίνουν πλέον τα θεμέλια για την επιστροφή στις διεθνείς αγορές, για το οικονομικό θαύμα της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Μόνο που υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα: έλλειψη εργατικών χεριών, ακόμη και για εργασίες που δεν προϋποθέτουν υψηλή επαγγελματική κατάρτιση. Τη λύση δίνουν δύο διμερείς συμφωνίες της Δυτικής Γερμανίας με την Ισπανία και την Ελλάδα, οι οποίες υπογράφονται στις 29 και στις 30 Μαρτίου αντιστοίχως. Η συμφωνία «περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμανία» ανταποκρινόταν άλλωστε και στα συμφέροντα της τότε ελληνικής κυβέρνησης, καθώς προσέφερε ευκαιρίες απασχόλησης. Μία διαφορετική πολιτική διάσταση είχε η συμφωνία με την Ισπανία, καθώς το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο έβρισκε την αφορμή που αναζητούσε για να απαλλαγεί από ανειδίκευτο και ίσως πολιτικά ανεπιθύμητο εργατικό δυναμικό. Σε κάθε περίπτωση οι διμερείς συμφωνίες με Ελλάδα και Ισπανία κρίθηκαν επιτυχείς. Ακολούθησαν αντίστοιχες διαπραγματεύσεις και συμφωνίες με την Τουρκία (1961), την Πορτογαλία (1961), αλλά και τη Γιουγκοσλαβία (1968). «Πίσω» μένει η Ελλάδα και η πρωτεύουσα της, Αθήνα.

Κι εδώ έρχεται η συγγραφική πένα του Τ. Σ. και τα μικρά, μεστά διηγήματα του, «Αναμνήσεις μιας ζωής». Με κλεφτή ματιά, με τον συγγραφέα να αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο και σκωπτικά, βλέπουμε την τότε ζωή της πόλης, μέσα από την καθημερινότητα μιας οικογένειας. Τα συμβάντα και τα ευτράπελα σε μικρά κείμενα, γραμμένα με πολύ χιούμορ που αφήνουν στον αναγνώστη μια μικρή αίσθηση νοσταλγίας. Ανάμεσα σε οικογενειακά μπαλ μασκέ, τη μικρή οικογενειακή επιχείρηση, τις πρώτες ντιβανοκασέλες, το... καπέλωμα/καζούρα του μεγαλύτερου αδερφού προς τον μικρό, ο ήρωας των διηγημάτων βλέπει, ζει από μωρό στιγμές και λεπτομέρειες από τη δική του βρεφική κούνια, δηλαδή μια ανοιχτή μεγάλη βαλίτσα, που βοηθά τους γονείς του να τον έχουν πάντα κοντά τους, μαζί με τα παιχνίδια του.

Στην κοινωνία και το εμπόριο νέα «μεγάλα τζάκια» εμφανίζονται με ανθρώπους των οποίων το όνομα δεν συνδέεται τόσο με ευεργεσίες, όπως τα προηγούμενα χρόνια, όσο με την οικονομική τους επιφάνεια, τις επαγγελματικές και τις κοινωνικές τους δραστηριότητες. Η μορφή της παραδοσιακής οικογένειας αλλάζει και μαζί με αυτήν αλλάζουν ή καταργούνται διάφοροι εθιμοτυπικοί κανόνες. Οι περισσότεροι γάμοι γίνονται πια από έρωτα και όχι από συνοικέσιο αλλά τα διαζύγια αυξάνονται. Οι γυναίκες απελευθερώνονται, σπουδάζουν, εργάζονται, κατακτούν θέσεις σε τομείς που θεωρούντο ανδρικοί, λείπουν αρκετές ώρες από το σπίτι. Τα πολυκαταστήματα Μινιόν, Δραγώνας, Αφοί Τσιτσόπουλοι-Αthenee, Αφοί Λαμπρόπουλοι, Κλαουδάτος, Κατράντζος, γίνονται ο καταναλωτικός παράδεισος της μεσοαστικής οικογένειας.

Ο παράδεισος όμως των παιδιών ήταν, την περίοδο των Χριστουγέννων, ο 8ος όροφος του ΜΙΝΙΟΝ όπου στηνόταν ολόκληρο σκηνικό από τον μαγικό κόσμο των παραμυθιών. Αγαπημένοι ήρωες, παιχνίδια και δώρα ξετρέλαιναν τους μικρούς και η φωτογραφία στα γόνατα του Αϊ-Βασίλη,. Μεταξύ σχολικής τυρόπιτας, πρώτων ταινιών του Δαλιανίδη, των μεταγλωττισμένων Γκρέτα Γκάρμπο, Λιλί Μαρλέν, της «εισβολής» οικιακών βοηθών, η συγγραφική αφήγηση του Τ. Σ. φτάνει ως το παρακμιακό -ιδίως για την Ελλάδα- 1998, με τρόπο λακωνικό κι εύστοχο.



Η συλλογή διηγημάτων του Τ.Σ., Αναμνήσεις μιας ζωής, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Ο Τ. Σ. γεννήθηκε από Αθηναίους γονείς των οποίων οι οικογένειες είχαν διαφορετικό επίπεδο μόρφωσης, διαφορετική οικονομική άνεση και διαφορετικά πολιτικά πιστεύω. Μαθήτευσε στην Εράσμειο και τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Παράλληλα, από το 1970 βοηθούσε ενεργά στην οικογενειακή επιχείρηση δερμάτινων ειδών.
Σπούδασε Αρχιτεκτονική Εσωτερικών Χώρων στο Hildesheim της Γερμανίας. Μετά το τέλος των σπουδών και της στρατιωτικής θητείας, ανέλαβε κατ’ αποκλειστικότητα το ένα κατάστημα της οικογένειας. Άλλαξε το λογότυπο της επιχείρησης, τους προμηθευτές και έβαλε καινούργια είδη, αποκτώντας άλλη πελατεία και απογειώνοντάς την. Από το 1990 και για περισσότερα από είκοσι χρόνια παρακολούθησε μαθήματα μοντέρνου χορού, μιούζικαλ και κλακέτας σε αρκετές σχολές, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις για τις επιδόσεις του.
Το 1998 μια ασθένεια τον κράτησε μακριά από την επιχείρηση. Μετά το 2010 και τον θάνατο και των δύο γονιών του, απομακρύνθηκε και από την υπόλοιπη οικογένεια, αντιδρώντας έτσι σε όσα ψευδή διέδιδαν για τους γονείς του και την επιχείρηση. Από το 2017, άρχισε να καταγράφει κάποιες αναμνήσεις, θέλοντας έτσι να δείξει και μια διαφορετική πλευρά, την άλλη όψη του νομίσματος.